Ὁ ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἄνθρωπος τῆς Δύσης εἶναι ἀφώτιστος. Καὶ ἀφοῦ δὲν ἔχει ἐμπειρίες καὶ δὲν καταδέχεται νὰ ἀκούσει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τοὺς γνήσιους θεοπτες, τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τί σημαίνει Ἀλήθεια. Ἐπιχειρεῖ νὰ σχετικοποιήσει τὰ πάντα περὶ τὴν ἀλήθεια. Θέλει νὰ προωθήσει, σχετικοποιώντας ἢ ἀμφισβητώντας, τὴ γνησιότητα καὶ τὴν καθαρότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τὸν ἐνοχλεῖ καὶ μπαίνει ἐμπόδιο στὸ ἁμαρτωλὸ θέλημά του καὶ στὴν προσπάθεια νὰ κάνει πονηροὺς ἑλιγμούς, μὴ ἐλεγχόμενος ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας.
Λέει πὼς χρειάζεται ἐξαγιασμὸ ἡ Ἐκκλησία. Ποιὸς ὅμως θὰ τὴν ἁγιάσει ἔτι περισσότερο τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ ποιὰ προσόντα. Ὁ ἀσθενὴς θὰ διδάξει στοὺς γιατροὺς καὶ στοὺς νοσοκόμους πῶς νὰ ἀποκτήσουν τὴν ὑγεία τους; Εἶναι δυνατόν; Δὲν εἶναι πλήρης παραλογισμός; Αὐτὸ ἐννοεῖ τὸ μήνυμα τὸ ἐξ Ἑσπερίας προερχόμενο. Τὸ πλάσμα θὰ διορθώσει, θὰ διδάξει, θὰ συμπληρώσει τὸν Δημιουργό.
Ἀλήθεια, ὅταν κάποιος ἀρρωσταίνει, τί νοσοκομεῖο ἀναζητᾶ, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ σῶμα του; Μήπως νοσοκομεῖο ἀμφιβόλου ἱστορικοῦ ὡς πρὸς τὰ θεραπευτικά του ἀποτελέσματα ἢ ἀμφιβόλου καθαρότητας καὶ ἱκανότητας τῶν γιατρῶν καὶ....
τῶν μέσων θεραπείας ποῦ διαθέτει; Καθόλου, βέβαια. Κι ἂν ἀντιληφθεῖ κάτι τέτοιο, τὸ ἀποφεύγει ἢ ἂν χρειαστεῖ, τὸ καταγγέλλει στὶς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες. Φεύγει μακριά, διότι ὑπάρχει κίνδυνος, ἀντὶ νὰ θεραπευθεῖ, νὰ μολυνθεῖ θανατηφόρα.
Πόσο μᾶλλον καὶ ἀπείρως περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὸ νοσοκομεῖο τῶν ψυχῶν, ποὺ ἔχει τὴν «εὐθύνη» νὰ τὶς ὁδηγήσει ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, στὴν αἰώνια μακαριότητα. Ποῦ τὸ ἐμπιστεύονται οἱ ψυχὲς μὲ κάθε βεβαιότητα, πληροφορημένες ἀπὸ τοὺς ἁγίους γιὰ τὶς ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες, γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα σ` αὐτήν. Ποῦ γεύονται ἀπὸ ἐδῶ τὴ βεβαιότητα τῆς σωτηριώδους δύναμής της. Πῶς μπορεῖ αὐτὴ «ἡ Κιβωτὸς Σωτηρίας» νὰ «μπάζει»;
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔκανε «μισὲς δουλειὲς» ὁ Θεὸς Λόγος; Ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ ἐνανθρωπίσει ὡς ὁ ἔσχατος πάντων των ἀνθρώπων, νὰ ταπεινωθεῖ μέχρις ἐσχάτων, νὰ πάθει, νὰ σταυρωθεῖ, νὰ ταφεῖ κι ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ ἀγαπημένο του δημιούργημα, τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν παλιά του δόξα κι ἀκόμη πιὸ ψηλὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ τὸν ἀφήσει σὲ μιὰ «τρύπια κιβωτὸ» μέσα στὸν ὠκεανό, γιὰ νὰ ἐλπίζει στὴ σωτηρία του; Εἶναι δυνατὸν ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς ἄφησε Ἐκκλησία ἔστω καὶ ἐλαφρῶς «λερωμένη», ἀκάθαρτη, ἐλαττωματικὴ καὶ νὰ χρειάζεται ἐξαγιασμό, καθὼς ὁ «ἡγέτης τῆς παποσύνης» διαφαίνεται;
Δὲν μάθανε οἱ αἱρετικοὶ πὼς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ Ὀρθόδοξη καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία εἶναι «ἰατρεῖο ψυχῶν καὶ σωμάτων»; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἔχει τὸν πλήρη ἁγιασμό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἁγιάσει; Εἶναι δυνατόν το νοσοκομεῖο, στὸ ὁποῖο ἐρχόμαστε νὰ θεραπευθοῦμε, νὰ εἶναι μολυσμένο καὶ νὰ μὴν ἔχει πλήρως καθαριστεῖ καὶ ἀπολυμανθεῖ; Τὸ λερωμένο δὲν μπορεῖ νὰ καθαρίσει κάτι ἄλλο, διότι ἁπλῶς θὰ μεταδώσει τὴ λέρα του καὶ τὰ μικρόβιά του. Εἶναι δυνατόν, ὁ ἐνανθρωπίσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, νὰ μᾶς ἄφησε «ἐλαττωματική», «λερωμένη» Ἐκκλησία; Νὰ θυσιάστηκε, νὰ ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ τὰ παιδιά Του καὶ νὰ ἄφησε παρακαταθήκη ἕνα ψεύτικο καὶ «νοσοῦν» Νοσοκομεῖο; Ὄχι. Ἄφησε τὸ πλέον ἐγγυημένο καὶ ἁγιασμένο σωστικὸ θεῖο ἐγκαθίδρυμα.
Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν ὑμνολογία τῆς ἡμέρας διαβάζουμε τροπάρια, ποὺ ἀποδίδουν μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς: «Τὴν μεθέορτον πιστοί, καὶ τελευταίαν ἑορτήν, ἐορτάσωμεν φαιδρῶς• αὕτη ἐστὶ Πεντηκοστή, ἐπαγγελίας συμπλήρωσις, καὶ προθεσμίας• ἐν ταύτη γὰρ τὸ πῦρ, τοῦ Παρακλήτου εὐθύς, κατέβη ἐπὶ γῆς, ὥσπερ ἐν εἴδει γλωσσῶν, καὶ Μαθητᾶς ἐφώτισε, καὶ τούτους οὐρανομύστας ἀνέδειξε. Τὸ φῶς ἐπέστη, τοῦ Παρακλήτου, καὶ τὸν κόσμον, ἐφώτισε». (Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου).
Ἐπαγγελίας καὶ προθεσμίας συμπλήρωσις: Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἔγινε ἡ συμπλήρωσις, ἡ ἐντελὴς πλήρωσις (ἡ τέλεια ὁλοκλήρωση) τῆς ὑπόσχεσης ὅτι θὰ κατέβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν καθορισμένο χρόνο.
«ὅταν δὲ ἔλθη ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμὶν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰω. 15,26). Στὴν Ἐκκλησία εἶναι παρὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μαρτυρεῖ στὶς ψυχὲς τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στὴν πληρότητά της.
«καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου» (Πράξ. 2,4), γράφει γιὰ τοὺς Ἀποστόλους. Τοὺς καθοδηγοῦσε καὶ τοὺς ἔλεγχε στὸ λόγο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν θεόπνευστοι οἱ λόγοι τους. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφήνει κενὰ στὶς «πληροφορίες» ποὺ παρέχει σὲ κάθε καλοπροαίρετη καὶ καθαρὴ ψυχή;
«Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοί, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας, Ὁμοούσιε καὶ Ὁμόθρονε, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῶ, Παράκλητε, δόξα σοί». (Ἰδιόμελο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς)
Ἀπόδοση: «Ὅλα τα παρέχει πρὸς σωτηρία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀναβλύζει τὸν προφητικὸ λόγο, τελειοποιεῖ τοὺς ἱερεῖς. Διδάσκει τὴν ἄνωθεν σοφία στοὺς ἀγραμμάτους. Ἀνέδειξε ἀληθινοὺς θεολόγους τοὺς ψαράδες. Καταρτίζει μὲ κάθε πληρότητα καὶ τελειότητα τὸ θεῖο καθίδρυμα, τὴν Ἐκκλησία. Ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὴν ἴδια οὐσία καὶ κάθεσαι στὸν ἴδιο θρόνο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ , Παράκλητε, Ἅγιο Πνεῦμα, δόξα σὲ σένα». (Παράκλητος= Αὐτὸς ποὺ παρέχει βοήθεια, στήριξη καὶ παρηγοριά, ὁ παρήγορος, ὁ διδάσκαλος)
«Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, φῶς, καὶ ζωή, καὶ ζῶσα πηγὴ νοερά, Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως, ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονεῦον καθαῖρον τὰ πταίσματα, Θεὸς καὶ θεοποιοῦν, πῦρ, ἐκ πυρὸς προϊόν, λαλοῦν, ἐνεργοῦν, διαιροῦν τὰ χαρίσματα• δὶ' οὗ Προφῆται ἅπαντες, καὶ Θεοῦ Ἀπόστολοι, μετὰ Μαρτύρων ἐστέφθησαν. Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα, πῦρ διαιρούμενον εἰς νομὰς χαρισμάτων». (Ἰδιόμελο τῶν αἴνων)
Θὰ μείνουμε στὴ φράση: «δὶ' οὗ Προφῆται ἅπαντες, καὶ Θεοῦ Ἀπόστολοι, μετὰ Μαρτύρων ἐστέφθησαν». Μᾶς λέει ξεκάθαρα πὼς ὅλοι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, ποὺ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στεφανώθηκαν μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτοί, βέβαια, εἶναι οἱ στυλοβάτες στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ εἶναι οἱ φορεῖς τῶν ἐμπειριῶν. Αὐτοὶ μας διδάσκουν, πὼς ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἶναι χῶρος καὶ τόπος ἁγιότητας καὶ ποτὲ δὲν εἶπαν ἢ ἐννόησαν πὼς χρειάζεται κάτι γιὰ νὰ σὺμ-πληρωθεῖ. Διότι οἱ ἴδιοι, οἱ Ἀπόστολοι, τὴν ἡμέρα ἐκείνη «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου» (Πράξ. 2,4)
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες καί, ὅπως ἦταν Ἐκεῖνος ἀναμάρτητος: «τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μὲ περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω.8,46), ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ συνεχίζει νὰ εἶναι καθαρή, ἄσπιλη, ἀμόλυντη: «οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναίκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἴνα αὐτὴν ἁγιάση καθαρίσας τῷ λουτρῶ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἴνα παραστήση αὐτὴν ἐαυτῶ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τί τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἴνα ἢ ἁγία καὶ ἄμωμος» (Εφ. 5,25-27).
Μετέχοντας τῶν χαρίτων τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος, μετέχει τῆς θεότητας κατὰ χάρη. Εἶναι ἕτοιμος νὰ συγκατοικήσει εἰς τοὺς αἰῶνες μὲ τὸ Θεὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, καθὼς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δὶ' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον• ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (Ἃ΄Κορ. 13,12). Πῶς θὰ δοῦμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, ὅταν δὲν ἔχουμε καθαριστεῖ ἀπὸ ἐδῶ; Κι ὅταν τὸ καθαριστήριο ποὺ πλενόμαστε εἶναι τελείως καθαρὸ καὶ ἀπολυμασμένο, μόνο τότε θὰ βγοῦμε καθαροὶ γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, νὰ συναντήσουμε τὸ Φῶς τῆς αἰωνιότητας, δηλαδὴ τὸ Χριστό. Γιατί, ὅσο κι ἂν προσπαθοῦμε μόνοι μας, δὲν γίνεται ἡ κάθαρση, παρὰ μέσα στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, μὲ τὰ ἐγγυημένα ἀπὸ τὸ Χριστὸ καθαριστικὰ καὶ θεραπευτικὰ μέσα ποὺ διαθέτει.
Στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία ὅλα εἶναι τέλεια. Στὸν ἄνθρωπο μένει καὶ στὴν προαίρεσή του, νὰ πλησιάσει, νὰ μπεῖ, νὰ δοκιμάσει, νὰ ἁγιαστεῖ καὶ νὰ φωνάζει ἀσταμάτητα σὲ κάθε ἀμφιβάλλοντα νοῦ: «Ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰω. 1,47).
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 2-2-2016