[…] Ο Φαρισαίος της παραβολής που είπε ο Χριστός είναι πολύ γνωστός και στη σύγχρονη κοινωνία μας, γιατί μόνος του αυτοπροβάλλεται παντού και πάντοτε. Είναι ο τύπος του ευσεβοφανούς ανθρώπου, που δεν τον ενδιαφέρει η ουσία, ούτε της πίστεως, ούτε της αρετής, αλλά η επίδειξη· έχοντας την ελαφρά συνήθεια «του τύπου», την εξωτερική μόνο εμφάνιση και μερικές πράξεις καλοσύνης, με τις οποίες νομίζει ότι «υποχρεώνουν» τον Θεό και δικαιωματικά απαιτεί αντιμισθία.
Θα κάνω μια μικρή παρέκκλιση αναφέροντας ένα γεγονός που συνάντησα σ’ ένα ταξίδι, με σκοπό να σας βοηθήσω.
Με πλησίασε μια ευσεβής κυρία, η οποία από μικρό παιδί ήταν στους κόλπους της Εκκλησίας. Βρήκε έναν ευσεβή σύζυγο και μια ολόκληρη ζωή την έζησε μέσα στην Εκκλησία· ήταν, μάλλον φαινομενικά, ο τύπος της ευσεβούς και «πετυχημένης» χριστιανής. Με παρακάλεσε να την ακούσω ιδιαιτέρως· και, ποιο νομίζετε πως ήταν το παράπονό της; Ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα βάθος απόγνωσης. Και η ίδια αναρωτιέται: «Τώρα που γέρασα και πλησιάζω προς το τέλος μου, γιατί να έχω απόγνωση μέσα μου, ενώ θα έπρεπε να έχω θάρρος;».
Εμένα δεν με ξένισε αυτό που είπε, γιατί το είχα διαπιστώσει πριν μου το αναφέρει. Αλλά όμως, επειδή μου δόθηκε η αφορμή, ήμουν υποχρεωμένος ν’ απαντήσω.
Και της είπα τα εξής:
«Όπως στα μαθηματικά, όταν η κατάληξη του αριθμού δεν τεθεί καλά, δεν φέρνει (το αναμενόμενο) αποτέλεσμα στο άθροισμα, έτσι και στον πνευματικό τομέα: όταν δεν τεθούν καλά οι βάσεις, δεν βλέπουμε πνευματικό αντίκρισμα. Κι εσύ, αδελφή μου –της λέω– δεν έβαλες καλά τα θεμέλια. Δεν είναι ο χριστιανισμός αυτός, τον οποίο πρέσβευες μέχρι τώρα. Εμείς οι χριστιανοί δεν διεκδικούμε από τον Θεό τίποτα. Πιστεύουμε στον Θεό, γιατί Του αξίζει να πιστεύεται. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Έπειτα, πιστεύοντάς Τον, υπακούμε σ’ Αυτόν. Όχι, γιατί θα μας δώσει αμοιβές· όχι, γιατί θα μας ανταμείψει· όχι, για συμφεροντισμούς. Υπακούμε σ’ Αυτόν, γιατί Αυτός είναι η αξιοπρεπέστερη κυριότητα, στην οποία υπακούει όλο το σύμπαν, γιατί από Αυτόν έχουμε και το “είναι” και το “ευ είναι”, κατά μετοχή.«
»Η αγωνιστικότητα που καταβάλλουμε για να σταθούμε σ’ αυτά τα επίπεδα, έχει μονάχα αυτό το σκοπό: ν’ αγωνιστούμε να κρατήσουμε τις εντολές που μας έδωσε ο Θεός μας, που είναι οι συνταγές για τη θεραπεία μας. Γιατί, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, έχουμε καταστραφεί ολοσχερώς. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο, είμαστε μια σωρεία ερειπίων. Ήρθε ο Ιησούς μας, μας άνοιξε την πόρτα της ζωής, σφράγισε το διαβατήριο της εισόδου μας, έσβησε την ενοχή και την οφειλή μας και μας είπε την κούρα της θεραπείας. Τώρα, δικός μας στόχος είναι να θεραπεύσουμε αυτή την παραμόρφωση, αυτή την αιμάσουσσα πληγή, για να τη φέρουμε στην ισορροπία και να μπούμε ύστερα ελεύθερα στη Βασιλεία των Ουρανών.«
»Όλη η αγωνιστικότητα που καταβάλλουμε, είναι για ν’ αποβάλουμε από πάνω μας τη δύναμη της αμαρτίας που σφηνώθηκε μέσα στα μέλη μας και τώρα επιμένει να μας χωρίσει από τον Θεό. Επομένως, δεν παίρνει τίποτα από ’μας ο Θεός και, κατ’ επέκταση, δεν μας χρωστά τίποτα απολύτως. Τη σωτηρία μάς τη χάρισε δωρεάν. Μας τη χάρισε με το Σταυρό Του, από την πλευρά Του, την “ρέουσαν αἷμα καὶ ὕδωρ”.«
»Κι εμείς αγωνιζόμαστε τώρα να μην επιστρέψουμε στην περιεκτική κακοήθεια, που οδηγεί στην ηθική παραμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Σ’ αυτήν όμως την παραμόρφωση “δεν εισέρχεται καθόλου ο Θεός· κι αν κάποτε εισέλθει, πολύ γρήγορα θα εξέλθει” (πρβλ. Σοφ. Σολ. 1, 1–4). Γι’ αυτό λοιπόν τρέχουμε με σπουδή προς όλα τα φάρμακα της σωτηρίας μας, στον κατάλληλο χρόνο και τόπο και με το σωστό τρόπο, για να μπορέσουμε να ξαναβρούμε την υγεία και την ισορροπία και τότε να κληρονομήσουμε τα αιώνια αγαθά.«
»Αυτή, ευλαβέστατη αδελφή μου, είναι η εικόνα του χριστιανού. Εσένα, όμως, δεν σου τα έμαθαν καλά οι δάσκαλοί σου και νόμιζες ότι έχεις “υποχρεωμένο” τον Θεό, επειδή κάνεις καλά το σταυρό σου, επειδή δεν ντύνεσαι με τα σύγχρονα ρούχα, γιατί πηγαίνεις πιο συχνά στην Εκκλησία και γιατί κάτι που σου περισσεύει το δίνεις σ’ εκείνους, τους οποίους, όλοι μας έχουμε κλέψει περιοδικά στη ζωή μας. Γι’ αυτό, αντί να έχεις μέσα σου τώρα αντίκρισμα την παρηγοριά, έχεις την απόγνωση. Είναι σαν να πληρώθηκες με κάλπικα νομίσματα. Ακολούθησε με ακρίβεια την Πατερική Παράδοση και αμέσως θα φυτρώσει μέσα σου, κατά τον Απόστολο Παύλο, και η “μακάρια ελπίδα” (πρβλ. Τίτ. 2, 13)».
Σας ανέφερα αυτό το γεγονός, για να σας δείξω πρακτικά πόση μεγάλη σημασία έχει το ν’ αγωνίζεται κανείς σωστά, τώρα που ο όρος της μετάνοιας (πρέπει να) χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή μας. Παρακαλούμε και ικετεύουμε με όλο το βάθος της μετριοφροσύνης μας την Παναγάπη του Ιησού μας, να καταδεχθεί ακόμα λίγο και να μη φύγει βλέποντας τη δική μας αχαριστία και απερισκεψία. Να παραμείνει μαζί μας, μέχρις ότου αυξηθεί σ’ εμάς η θεία συμπαράσταση. Και έτσι, με τη θεία Χάρη και με τη λίγη προαίρεση που διαθέτουμε, να κατορθώσουμε σιγά–σιγά να βγούμε από την αιχμαλωσία του παλαιού ανθρώπου, που είναι τα πάθη και οι επιθυμίες…
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
(1921–2009)
[Γέροντος Ιωσήφ:
«Αθωνικά μηνύματα»,
μέρος β΄, κεφ. 5ο, σελ. 109–112,
εκδόσεις «Το Άγιον Όρος»,
Θεσσαλονίκη 1990.]