Επιστολή κληρικών προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Κρήτης
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ὡς Κληρικοὶ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καὶ ὡς πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐπιτρέψατέ μας νὰ σᾶς μεταφέρουμε τὴν ἀγωνία καὶ τὸν προβληματισμὸ μας.
Εἰσαγωγικῶς καὶ διευκρινιστικῶς σᾶς ἀναφέρουμε ὅτι: Χάριτι Θεοῦ καὶ παρὰ τὶς ἀδυναμίες καὶ ἀτέλειές μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διαποίμανση τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ μᾶς ἀνέθεσε τὴν εὐθύνη τῶν ψυχῶν τους πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν δικῶν σας, προσπαθοῦμε νὰ πραγματοποιήσουμε. Στὸν δύσκολο, κατ᾿ ἄνθρωπο, αὐτὸν δρόμο ὁδοδεῖκτες, ἐμπνευστὲς καὶ βοηθοὺς ἔχουμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες παλαιότερους καὶ νεώτερους. Ἡ βιωτὴ τους, τὰ λόγια τους, τὸ παράδειγμά τους, εἶναι οἱ ὑποθῆκες, οἱ παρακαταθῆκες, ποὺ προσπαθοῦμε νὰ ἀκολουθοῦμε, ὅπως καὶ κάθε συνειδητὸς ὀρθόδοξος χριστιανός.
Τὰ τελευταῖα χρόνια παρατηροῦμε ὅτι, ἡ καθαρὴ Ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ ζωὴ δέχεται μεγάλη πίεση ἐκκοσμικεύσεως καὶ νοθεύσεως ἀπὸ τὸν σύγχρονο τρόπο ζωῆς, ποὺ ὅλους μᾶς ἐπηρεάζει. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα δυστυχῶς, ἔχει σιγὰ-σιγὰ εἰσέλθει καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ ἡ προσπάθεια, ποὺ κάποτε ξεκίνησε γιὰ προσέγγιση μὲ τὶς αἰρετικὲς ἀποκλίσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ τὴν μορφὴ διαλόγων καὶ συνεργασιῶν σὲ κοινωνικὰ θέματα, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἐπιθυμοῦντες στὴν Μία καὶ Μόνη Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, παρεξέκλινε καὶ ἀντὶ νὰ προβληματίσει τοὺς ἐν αἱρέσει εὐρισκομένους συνανθρώπους μας, σταδιακὰ ἄμβλυνε τὸ Ὀρθόδοξο αἴσθημα τοῦ λαοῦ μας.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἀναφερθοῦμε διεξοδικῶς στὰ θέματα αὐτά, τὰ ὁποῖα σίγουρα καὶ σεῖς τὰ γνωρίζετε καὶ καλύτερα ἀπὸ μᾶς καὶ παρακαλοῦμε τὰ ὅσα σᾶς καταθέτουμε νὰ μὴν ἐκληφθοῦν ὡς προσπάθεια διδασκαλίας πρὸς ἐσᾶς, ἤ διαθέσεως καταθέσεως γνώσεων. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ καὶ νὰ μὴν παρεξηγηθεῖ τὸ διάβημά μας.
Ἐπειδὴ οἱ διάφοροι διάλογοι διεξήγοντο ἀπὸ λαϊκοὺς ἤ κληρικοὺς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ πολλάκις ἐσυνοδεύοντο καὶ ἀπὸ συμπροσευχὲς καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις ἀπαγορευμένες ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, τὰ δὲ πορίσματα τῶν διαφόρων ἐπιτροπῶν ἐνίοτε ἦσαν ἀντίθετα πρὸς τὰ δόγματα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας, προκαλοῦσαν μεγάλη στεναχώρια καὶ ἀγωνία στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεγάλες φυσιογνωμίες ἀναντιρρήτου κύρους καὶ σύγχρονοι Ἅγιοι (Ἅγιος Παΐσιος, Ἅγιος Ἰουστῖνος, Ἅγιος Πορφύριος καὶ ἄλλοι πολλοί) μὲ τὰ γραφόμενα καὶ τὶς συμβουλὲς τους στηλίτευαν, συμβούλευαν καὶ κρατοῦσαν σὲ ἐγρήγορση ἀλλὰ καὶ σὲ προσευχὴ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐν ἀναμονῇ ἀποφάσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀξιολογήσεως τῶν μέχρι τώρα γεγονότων.
Γνωρίζοντας ἤδη τὴν προϊστορία τῆς συγκλίσεως Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν κανονισμὸ λειτουργίας της καὶ τὰ προσυνοδικά κείμενα, εἴχαμε μεγάλη ἀγωνία γιὰ τὴν ἔκβασή της καὶ προσευχόμεθα ἀδιαλείπτως ὁ Θεὸς νὰ φωτίσει τοὺς συνερχομένους ἀρχιερεῖς, ὥστε νὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις Ὀρθόδοξες, ἐπόμενες τῶν διδαχῶν τῶν Ἀγίων Πατέρων.
Ὅμως δυστυχῶς, μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ μελέτη τῶν πεπραγμένων καὶ ἀποφασισθέντων τῆς ἐπονομαζόμενης «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ Κολυμπάρι ἀπὸ 19 – 23 Ἰουνίου 2016 καὶ ἀντιπαραβάλλοντας τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς μὲ τὴν ὅλη Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη, διαπιστώσαμε ὅτι οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς εἶναι ξένες καὶ ἀντίθετες μὲ τὰ παραδεδομένα τῶν Ἅγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἄντίστοιχες διαπιστώσεις, ὅπως θὰ γνωρίζετε, ἔχουν γίνει καὶ ἀπὸ κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας (Ἐπισκόπους, Ἡγουμένους μονῶν, ἱερεῖς, μοναχούς κλπ) καὶ ἀπὸ ἐγκρίτους θεολόγους.
Δύο μελέτες ἐξ αὐτῶν ποὺ ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς εἶναι τοῦ κ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου, καθηγητοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κανονικοῦ δικαίου, θεολόγου καὶ δικηγόρου παρ’ Ἀρείῳ Πάγῳ, καθὼς καὶ τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, καθηγητοῦ Θεολογίας Α.Π.Θ.
Σεβασμιώτατοι, ὡς πνευματικοὶ πατέρες καὶ ὑπεύθυνοι τῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος, δὲν μποροῦμε νὰ λέμε καὶ νὰ πράττουμε ἐνάντια στὴν συνείδησή μας. Πιστεύουμε ὅτι καὶ ἐσεῖς θὰ συμφωνεῖτε μὲ αὐτό. Προσπαθοῦμε, ἄν καὶ ἀνάξιοι, ὅπως προαναφέραμε, νὰ προτρέψουμε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀρνηθεῖ τὸν κόσμο (τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, τὴν ἐκκοσμίκευση) καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ στενὸ δρόμο τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκήσεως ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση, ὅπως διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ δρόμος αὐτὸς συγχέεται – συγκρίνεται – μπερδεύεται μὲ τὸν ἄκοπο «χριστιανισμό» τῶν Προτεσταντῶν καὶ τῶν Παπικῶν. Ἄν αὐτὰ ποὺ αὐτοὶ προτείνουν καὶ πράττουν ὡς «χριστιανικὰ» εἶναι ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, τὶ θὰ ποῦμε στοὺς ἀνθρώπους μας; Ἄν καὶ αὐτὰ ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία, πῶς θὰ ποῦμε στὸν νέο ἄνθρωπο νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως, τῆς νηστείας, τῆς ἐγκράτειας, τῆς νήψεως ὅταν ἐκεῖ, κάθε παρέκκλιση θεωρεῖται δικαίωμα, κάθε ἀνωμαλία εὐλογεῖται, κάθε προφανὴς παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται φιλανθρωπία καὶ ἀνθρωπισμός; Ἐπειδὴ ἀσφαλῶς τὰ γνωρίζετε, δὲν χρειάζεται νὰ ἀπαριθμήσουμε τὰ ὅσα ἀντιεκκλησιαστικὰ καὶ ἀντίχριστα ἔχουν ἐμφιλοχωρήσει στὶς αἱρετικὲς παρεκκλίσεις τοῦ Δυτικοῦ κόσμου.
Καθημερινὰ ἑορτάζουμε μάρτυρες, ὁμολογητὲς καὶ ἁγίους ποὺ άγωνίστηκαν ἐναντίον αἱρετικῶν, βασανίστηκαν καὶ θανατώθηκαν ἀπὸ αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους τὰ κείμενα τῆς Συνόδου καὶ ἡ γενικώτερη στάσις προκρίτων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν «ἀμνηστεύουν» καὶ θεωροῦν «ἐκκλησίες», μετὰ τῶν ὁποίων ἐπιδιώκεται ἔνωσις ἄνευ ξεκαθαρίσματος τῶν δογματικῶν διαφορῶν. Τὶ θὰ ποῦμε στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ρωτοῦν ποιὸ εἶναι τὸ σωστό, ἤ διαμαρτύρονται βλέποντας ὅτι δὲν ἀκολουθεῖται ἡ ὁδὸς τῶν Ἅγίων Πατέρων;
Ἐμεῖς ἔχουμε ἐπιλέξει, ὡς ὑπόλογοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του, νὰ λέμε τὴν Ἀλήθεια. Νὰ λέμε αὐτὸ ποὺ πιστεύει ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν διὰ τῶν ἁγίων της καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ βλέπουμε νὰ άκολουθεῖται σήμερον, ἀπὸ μιὰ μερίδα της Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ κάποιων ἐκ τῶν ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων.
Καὶ στὸ ἐρώτημα: «Ναί, ἐσεῖς μᾶς λέτε αὐτά, ἀλλὰ οἱ Ἐπίσκοποί μας ἄλλα λένε καὶ ἄλλα πράττουν. Τὶ γίνεται; Πῶς συμβιβάζονται ὅλα αὐτά;» βρισκόμαστε πρὸ μεγάλου διλήμματος.
Μέχρι τώρα λέγαμε ὅτι μπορεῖ νὰ βλέπουμε παρεκκλίσεις Ἀρχιερέων, συμπροσευχές, κείμενα ἀσύμβατα, ἤ καὶ ἀντίθετα μὲ τὴν ὀρθόδοξο πίστη, νέες θεολογικὲς ἀπόψεις ἀστήρικτες καὶ νεφελώδεις, ἀλλὰ ἄς κάνουμε ὑπομονὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ θὰ λύσει τὰ προβλήματα καὶ ἄς μὴν βιαζόμαστε. Τώρα ποὺ ἡ «Σύνοδος» ἔγινε καὶ, ἀντὶ νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ ὅσα ἐπισώρευσαν τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν καὶ νὰ ἀναπαύσει τὰ κατασκανδαλισθέντα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ νομιμοποιεῖ, τὶ μποροῦμε πλέον νὰ ποῦμε; Νὰ τὰ δικαιολογήσουμε, δὲν γίνεται. Προδίδουμε τὴν πίστη μας, τὴν μέχρι τώρα πορεία μας, τὴν ἐμπιστοσύνη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν καὶ καταπατοῦμε τὴν συνείδησή μας. Νὰ σιωπήσουμε; Πῶς θὰ δικαιολογήσουμε τὴν σιωπὴ μας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους; Θὰ μᾶς θεωρήσουν ἤ ὑποκριτὲς καὶ διπρόσωπους, ἤ συμφεροντολόγους καὶ ὁπωσδήποτε ἀνάξιους νὰ μιλοῦμε γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, τὴν θυσία ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔξω βάλλει τὸν φόβο.
Σεβασμιώτατοι, ἐδῶ θεωροῦμε ἀναγκαία καὶ τὴν δικὴ σας ξεκάθαρη θέση. Τὸ καλύτερο θὰ ἦταν ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη, κλῆρος καὶ λαός, νὰ συζητήσει ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ἀγάπη καὶ νὰ ἀκουστοῦν ὅλες οἱ φωνές, ὄχι φωνὲς στρατευμένων σὲ κάποια ἄποψη, ἤ μισθωτῶν, ἤ ἐπιδιωκόντων ἴδιον ὄφελος, ὅπως ἔγινε μέχρι τώρα στὶς περισσότερες περιπτώσεις. Βρεῖτε ἐσεῖς τὸν τρόπο. Μόνο ποὺ χρειάζεται γρήγορη ἀντιμετώπιση.
Μέχρι τότε, ἡ Ἱεραρχία μας μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ πάρει θέση ἔναντι τῆς Συνόδου καί τῶν κειμένων της καὶ νὰ ἐπιδιώξει νὰ δεχτεῖ καὶ τὴν κριτικὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἐπὶ τῶν θέσεων της, ὅπως ἄλλωστε γινόταν ἀνέκαθεν στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία.
Ἡ μέχρι τώρα στάση τῆς Ἰεραρχίας μας, ἄλλοτε διὰ τῶν ἐπισήμων δηλώσεων, ἄλλοτε διὰ τῆς σιωπῆς της, ὁπωσδήποτε δηλώνει θετικὴ ἀποδοχὴ τῶν ἀποφασισθέντων. Ἡ δική μας θέσις ποιὰ εἶναι στὴν περίπτωση αὐτή; Βρισκόμαστε σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἱεραρχία μας, ὑπερασπιζόμενοι τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας.
Τὶ πρακτικὴ ἔκφραση θὰ πρέπει νὰ λάβει αὐτὴ ἡ κατάσταση, γιὰ νὰ εἴμαστε συνεπεῖς μὲ τὴν συνείδησή μας; Οἱ Πατέρες σὲ τέτοιες περιπτώσεις, διαμαρτυρόμενοι γιὰ τὶς παρεκλίσεις τῶν Ἱεραρχῶν, εἰς ἔνδειξη διαμαρτυρίας σταματοῦσαν τὴν μνημόνευσή τους, μέχρι νὰ ἐκλείψουν οἱ λόγοι ποὺ προκαλοῦσαν τὸ πρόβλημα. Οὔτε εὐχάριστο εἶναι, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ὀδυνηρὸ καὶ ἴσως καὶ μαρτυρικό. Γιὰ μᾶς ὅμως δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος.
Σᾶς ἱκετεύουμε λοιπὸν νὰ σκεφτεῖτε ὅλα αὐτά. Ἐμεῖς παιδιὰ σας εἴμαστε, μέσω ὑμῶν ἐλάβομεν τὴν Ἱερωσύνη. Σὲ ἐσᾶς προσβλέπουμε. Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ λησμονήσουμε ὅτι ὑπηρετοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του καὶ ὄχι ἀνθρώπινες ἐπιλογές ποὺ μεταβάλλονται, ἀναλόγως τῶν περιστάσεων.
Ἐμᾶς, τοὺς ὑπογράφοντες ἱερεῖς καὶ ἐσεῖς μᾶς γνωρίζετε καὶ μεταξύ μας ἀδελφικῶς γνωριζόμαστε καὶ ἀνέκαθεν συμφωνούσαμε στὰ τῆς πίστεως καὶ ἔτσι ἀποφασίσαμε νὰ ἀπευθυνθοῦμε ἕνας ἕκαστος ἄλλα καὶ ἀπὸ κοινοῦ πρὸς τὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο καὶ δι᾿ αὐτοῦ πρὸς τὴν Σύνοδό μας, λέγοντας καὶ ζητώντας τὰ ἴδια .
Κατόπιν τούτων καὶ ἐπειδὴ ὡς ἱερεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ τηρήσουμε ἀπαρέγκλιτον τὴν πίστη τῶν Πατέρων, ὅπως βιώθηκε καὶ ὅπως διδάχθηκε ἀπὸ αὐτούς, εὑρισκόμεθα ὑπόλογοι ἐνώπιον τῆς συνειδήσεώς μας, νὰ ἀποδεχθοῦμε τὶς ἀποφάσεις αὐτές.
Ἐλπίζουμε ὅτι καὶ ἐσεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς, θὰ ἔχετε προβληματιστεῖ γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ σᾶς παρακαλοῦμε νὰ μελετήσετε καὶ νὰ ἀπορρίψετε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Μιὰ τέτοια στάση σας θὰ χαροποιήσει τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ θὰ προστατέψει τὸ ποίμνιο ἀπὸ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῶν ποικίλων αἱρέσεων καὶ τοῦ ἐπάρατου Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ὁμογενοποιεῖ τὶς κακοδοξίες μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ δημιουργεῖ μεταλλαγμένη θεολογία καὶ παράδοση.
Μιὰ τέτοια στάση θὰ μᾶς ἀναπαύσει καὶ θὰ μᾶς δώσει θάρρος νὰ συνεχίσουμε τὴν διακονία μας πρὸς τὸν λαό τοῦ Θεοῦ, μὲ ἥσυχη τὴν συνείδησή μας ὅτι ἐπιτελοῦμε τὸ χρέος μας, τηρώντας ἀνόθευτα ὅσα παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες.
Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ἄν δηλαδὴ προτιμηθεῖ ἡ συμπόρευσή σας μὲ τὴν Οἰκουμενιστικὴ λεγεῶνα καὶ ἡ νόθευσις τῆς πίστεως μὲ τὰ αἱρετικὰ μορφώματα ἀνατολῆς καὶ δύσεως, ἐπειδὴ εἴτε ἡ σιωπή, εἴτε ἡ ἀδιαφορία δὲν μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν εὐθύνη μας ἔναντι τῆς πίστεώς μας, ἀλλὰ μᾶς καθιστᾶ συνεργοὺς στὴν καθιέρωση καὶ ἐξάπλωση τῆς κακοδοξίας, μὲ πόνο ψυχῆς ἀναγκαζόμαστε νὰ σᾶς δηλώσουμε ὅτι δὲν θὰ σᾶς ἀκολουθήσουμε, ἀλλὰ θὰ ἀκολουθήσουμε τὴν διαχρονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν Πάπα Πῖον τὸν Θ΄ τὸ 1848: «Παρ” ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὑπερασπιστὴς τῆς Θρησκείας ἐστὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Διατελοῦμεν μετὰ τιμῆς, σεβασμοῦ καί ἀγάπης
Πρωτοπρεσβύτερος Γαβριήλ Μαζανάκης
Πρεσβύτερος Σπυρίδων Δαμανάκης
Πρεσβύτερος Παῦλος Μαζανάκης