.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μᾶς λείπουν τὰ λεφτά;



Τὸ νὰ εἶ­σαι φτω­χός, δὲν ἐμ­πο­δί­ζει νὰ εἶ­σαι ἐ­λε­ή­μων καὶ φι­λάνθρωπος. Σή­με­ρα νο­μί­ζου­με, ὅ­τι γιὰ νὰ βο­η­θᾶς τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, πρέ­πει νὰ ἔ­χεις. Τό­σα πολ­λά, ποὺ νὰ σοῦ πε­ρισ­σεύ­ουν. Ἀλ­λι­ῶς τί νὰ δώ­σεις; 
Πα­λι­ό­τε­ρα ὅ­μως οἱ Χρι­στια­νοὶ ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κοί. Δὲν κοί­τα­ζαν ἂν πε­ρισ­σεύ­ει κά­τι γιὰ νὰ δώ­σουν. Ἀλ­λ’ ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χαν, λί­γο ἢ πο­λύ, βο­η­θοῦ­σαν καὶ τὸν φτω­χό. Ἡ ἀ­γά­πη, ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, ἦ­ταν πάν­τα ὑ­πό­θε­ση καρ­διᾶς, ὄ­χι χρη­μά­των. 
Ὁ με­γά­λος Ρῶ­σος συγ­γρα­φέ­ας Μα­ξὶμ Γκόρ­κη, ποὺ ξε­κί­νη­σε τὴ ζω­ή του πάμ­φτω­χος καὶ ὀρ­φα­νός, ἀ­να­φέ­ρει συ­χνὰ στὰ γρα­πτά του τὴ για­γιά του. Μιὰ φτω­χειὰ θε­ο­φο­βού­με­νη γυ­ναί­κα, ποὺ τὸν μά­θαι­νε ἔμ­πρα­κτα τὴ μυ­στι­κὴ φι­λαν­θρω­πί­α. Γρά­φει λοι­πὸν ὁ Γκόρ­κη στὸ ἔρ­γο του «Στὰ ξέ­να χέ­ρια»:

«Κα­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα ἡ για­γιὰ μὲ ξύ­πνη­σε χα­ϊ­δευ­τι­κά.
- Πᾶ­με; Ἅ­μα μο­χθή­σεις γιὰ τὸν κο­σμά­κη, τὰ χέ­ρια σου θὰ γι­ά­νου­νε πιὸ γρή­γο­ρα (ὁ Γκόρ­κη εἶ­χε ζε­μα­τί­σει τὰ χέ­ρια του μὲ βρα­στὸ νε­ρό).
Μὲ πῆ­ρε ἀ­π’ τὸ χέ­ρι καὶ μὲ ὁ­δή­γη­σε μὲς στὸ σκο­τά­δι σὰν τυ­φλό. Ἡ νύ­χτα ἦ­ταν μαύ­ρη, ὑ­γρή, φύ­σα­γε ἀ­στα­μά­τη­τα… Ἡ για­γιὰ κον­το­ζύ­γω­νε προ­σε­χτι­κὰ στὰ σκο­τει­νὰ πα­ρά­θυ­ρα, στὰ φτω­χό­σπι­τα, σταυ­ρο­κο­πι­ό­ταν τρεῖς φο­ρές, ἄ­φη­νε στὸ περ­βά­ζι πέν­τε κα­πί­κια (λε­πτὰ) καὶ τρί­α κου­λου­ρά­κια, ξα­να­σταυ­ρο­κο­πι­ό­ταν κοι­τά­ζον­τας τὸν δί­χως ἄ­στρα οὐ­ρα­νὸ καὶ ψι­θύ­ρι­ζε:
- Πα­να­γί­α, Δέ­σποι­να τῶν Οὐ­ρα­νῶν, βο­ή­θη­σε τὸν κο­σμά­κη! Ὅ­λοι μας, …ὂ­λοι μας εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοὶ μπρο­στά σου, μη­τε­ρού­λα! 
Ὅ­σο ξε­μα­κραί­να­με ἀ­π’ τὸ σπί­τι, τό­σο πιὸ ἔ­ρη­μα καὶ νε­κρω­μέ­να γί­νον­ταν ἕ­να γύ­ρω… Δώ­δε­κα φο­ρὲς σί­μω­σε ἡ για­γιὰ στὰ πα­ρά­θυ­ρα, ἀ­φή­νον­τας στὰ περ­βά­ζια τὴν «κρυ­φὴ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη». Ἄρ­χι­σε νὰ χα­ρά­ζει, μὲς ἀ­π’ τὸ σκο­τά­δι φυ­τρώ­να­νε γκρί­ζα σπί­τια… 
- Κου­ρά­στη­κε ἡ γριά, ἔ­λε­γε ἡ για­γιά, και­ρὸς νὰ γυ­ρί­σου­με σπί­τι. Θὰ ξυ­πνή­σουν αὔ­ριο οἱ νοι­κο­κυ­ρά­δες καὶ θὰ δοῦν πὼς ἡ Με­γα­λό­χα­ρη κά­τι ἔ­χει φέ­ρει γιὰ τὰ παι­δά­κια τους. Ὅ­ταν σοῦ λεί­πουν ὅ­λα, καὶ τὸ λί­γο πιά­νει τό­πο! Ὤχ, μι­κρέ μου Ἀ­λι­ό­σα (αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα τοῦ Γκόρ­κη), με­γά­λη φτώ­χεια στὸν κο­σμά­κη καὶ δὲν τὸν γνοι­ά­ζε­ται κα­νέ­νας. 
Ὁ πλού­σιος τὸν Κύ­ριο δὲν σκέ­φτε­ται
τὴν τρο­με­ρή του κρί­ση δὲν φαν­τά­ζε­ται
τὸν φτω­χὸ δὲν τὸν ἔ­χει δι­κὸ μη­δὲ ἀ­δερ­φὸ
γι­ο­μί­ζει μο­νά­χα σα­κοῦ­λες χρυ­σὸ
τὸ χρυ­σί­ον θὰ γί­νει στὴν κό­λα­ση κάρ­βου­νο!
- Ἔ­τσι εἶ­ναι! Πρέ­πει νὰ ζεῖ ὁ φί­λος γιὰ τὸν φί­λο κι ὁ Θε­ὸς γιὰ ὅ­λους!... 
Νοι­ώ­θω ἀ­ό­ρι­στα πὼς πῆ­ρα μέ­ρος σὲ κά­τι ποὺ δὲν θὰ τὸ ξε­χά­σω πο­τέ… Κά­τσα­με δί­πλα στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα, σ’ ἕ­να παγ­κά­κι… κι ἡ για­γιὰ μοῦ ’­λε­γε: 
- Εἶ­ναι ’­δῶ μιὰ Ὁ­βριὰ κι ἔ­χει ἐν­νιὰ ψυ­χὲς παι­διά, τό ’­να μι­κρό­τε­ρο ἀ­π’ τ’ ἄλ­λο. Τὴ ρω­τά­ω: Πῶς τὰ φέρ­νεις βόλ­τα, Μο­σέβ­να; Κι αὐ­τὴ μοῦ λέ­ει: Μὲ τὸν Θε­ό μου ζῶ, μὲ ποι­ὸν ἄλ­λο νὰ ζή­σω; 
Ἔ­γει­ρα στὸ ζε­στὸ πλευ­ρὸ τῆς για­γιᾶς καὶ μὲ πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος… 
…Στὸ δά­σος ὅ­λο τὸ κα­λο­καί­ρι ὣς ἀρ­γὰ τὸ φθι­νό­πω­ρο μά­ζευ­ε χόρ­τα, βα­τό­μου­ρα, μα­νι­τά­ρια καὶ φουν­τού­κια… Ἡ για­γιὰ τὰ πού­λα­γε καὶ βγά­ζα­με τὸ ψω­μί μας… Ἀ­πὸ κά­τι γρα­τζου­νι­ὲς στὴ φλού­δα τοῦ δέν­τρου ποὺ μό­λις τὶς ξε­χώ­ρι­ζες, μοῦ ’­δει­χνε τὶς κου­φά­λες τοῦ σκί­ου­ρου καὶ ’­γὼ σκαρ­φά­λω­να στὸ δέν­τρο κι ἄ­δεια­ζα τὴ φω­λιά του, παίρ­νον­τάς του τὶς προ­μή­θει­ες γιὰ τὸν χει­μώ­να σὲ φουν­τού­κια… 
Κά­θε φο­ρὰ ποὺ μά­ζευ­ε λί­γα χρή­μα­τα ἀ­π’ τὰ μα­νι­τά­ρια καὶ τὰ φουν­τού­κια ποὺ πού­λα­γε, τ’ ἄ­φη­νε στὰ περ­βά­ζια κά­νον­τας τὶς «κρυ­φὲς ἐ­λε­η­μο­σύ­νες» της. Κι αὐ­τή, ἀ­κό­μα καὶ τὶς γι­ορ­τά­δες, φό­ρα­γε κου­ρέ­λια καὶ μπα­λω­μέ­να.
- Χει­ρό­τε­ρη κι ἀ­πὸ ζη­τιά­να γυ­ρί­ζεις, μὲ ντρο­πιά­ζεις! γκρί­νια­ζε ὁ παπ­πούς.
- Δὲν πει­ρά­ζει, δὲν εἶ­μαι κό­ρη σου κι οὔ­τε πά­ω γιὰ νύ­φη».
Ἡ καρ­διὰ τῆς για­γιᾶς αὐ­τῆς ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­γά­πη. Γι’ αὐ­τὸ δὲν ἔ­βλε­πε τὴ φτώ­χεια τὴ δι­κή της, ἀλ­λὰ σκε­φτό­ταν πρῶ­τα τὴ φτώ­χεια τοῦ ἄλ­λου, ὅ­πως πα­ραγ­γέλ­λει τὸ ἅ­γιο Εὐ­αγ­γέ­λιο (Α΄ Κορ. 10, 24). Ἡ ἀ­γά­πη της τὴν ἔ­σπρω­χνε νὰ βρί­σκει τοὺς πιὸ πε­ρί­ερ­γους τρό­πους γιὰ νὰ βο­η­θή­σει. Ἂν κοί­τα­ζε τὸν ἑ­αυ­τό της, δὲν θὰ τῆς πε­ρίσ­σευ­ε πο­τὲ καὶ γιὰ κα­νέ­ναν τί­πο­τε. Εἶ­χε ὅ­μως καρ­διὰ καὶ οὔ­τε ποὺ ἔ­νοι­ω­θε νὰ τῆς λεί­πουν τὰ λε­φτά.
Ὑ­πέ­ρο­χες ψυ­χές! 
Σί­γου­ρα σή­με­ρα ἐ­μεῖς ἔ­χου­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ τὴ για­γιά, ποὺ πρό­σμε­νε νὰ τὴν τα­ΐ­σουν οἱ σκί­ου­ροι. Σὰν τί ἀ­πο­λο­γί­α θά ’­χου­με λοιπὸν γι’ αὐτὸν τὸν μί­ζε­ρο ἐγ­κλει­σμό μας στὸ κα­βού­κι τοῦ ἑ­αυ­τού­λη μας; Τί χει­ρό­τε­ρο κα­κὸ ἄλ­λω­στε ἔ­κα­νε καὶ ὁ ἄ­φρων πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς; (Λουκ. 12, 13-21). 
Καιρὸς ν’ ἀ­φή­σου­με τὴ φί­λαυ­τη καὶ στεί­ρα λο­γι­κή μας. Ἂς δώ­σου­με πι­ό­τε­ρη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν Θε­ό, ποὺ λέ­ει πὼς πλου­τί­ζει καὶ δὲν φτω­χαί­νει ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη(Τωβ. 4, 9-10· 12, 8-10). 
Ὄ­χι Χρι­στού­γεν­να λοιπὸν καὶ Πά­σχα μόνο, ἀλ­λὰ πάν­το­τε ἂς δί­νου­με δυ­να­μι­κὰ τὸ «πα­ρών», ἁ­μιλ­λώ­με­νοι σὲ προ­σφο­ρὰ ἀ­γά­πης. Δὲν τρῶνε μό­νο στῶν γι­ορ­τῶν τὶς μέρες οἱ φτωχοί, μὰ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν χρό­νο, ὅ­πως ὅ­λοι μας. Καὶ στοὺς καιροὺς τῆς κρί­σης δὲν λι­γο­στεύ­ουν, μὰ πληθαίνουν πάντα οἱ φτω­χοί. Τότε χρειάζεται ν’ αὐξάνουμε τὶς καλωσύνες μας κι ἐμεῖς, ἀν­τὶ νὰ τὶς στε­ρεύ­ου­με. 
Τὸ χέ­ρι τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ν’ ἁ­πλω­μέ­νο ἀ­δι­ά­κο­πα, ζη­τι­α­νεύ­ον­τας τὴν ὅ­ποι­α προ­σφο­ρά μας.
Λεφτὰ ὑπάρχουν! Ὅπου ὑπάρχει καὶ καρδιά!
Μόνο νὰ θέ­λου­με! Καὶ ἡ ἀ­γά­πη πάν­το­τε θὰ βρί­σκει τρό­πο!

π. Δ η μ η τ ρ ί ο υ  Μ π ό κ ο υ
(Σαρανταήμερο 2013)