Συναντηθήκαμε σε μια κατασκήνωση, λίγο μετά το έτος 2000, με κάποιους συναδέλφους. Τα βράδια καθόμασταν αργά και οι συζητήσεις περιστρέφονταν σε διάφορα θέματα προς οικοδομή και ψυχαγωγία.
Ήταν πολύ ευλογημένα, παρόλο που είχαμε λίγες μέρες στη διάθεσή μας.
Ένα βράδυ, που η συζήτηση στράφηκε στο θέμα της νηστείας, ό συνάδελφος, ο Γιώργος από τα Γιαννιτσά, άρχισε να μας περιγράφει την ταλαιπωρία που πέρασε με την οικογένειά του κατά την ολιγοήμερη εκδρομή τους στα ορεινά χωριά της Ηπείρου, περίοδο νηστείας του Δεκαπενταύγουστου.
_Ξεκινήσαμε, είπε, το πρωί σιγά σιγά και κατά το μεσημέρι φτάσαμε σ΄ένα κεφαλοχώρι. Τα παιδιά άρχισαν να διαμαρτύρονται λόγω της κούρασης αλλά και της πείνας και σταματήσαμε στο πρώτο εστιατόριο για φαγητό. Ζητήσαμε κάτι νηστίσιμο, αλλά μας είπαν πως δεν είχαν τίποτε. Όλα τα φαγητά ήταν αρτύσιμα.
Φύγαμε με την ελπίδα πως θα βρίσκαμε κάτι στο επόμενο χωριό, που ήταν σε μεγαλύτερο υψόμετρο και πολύ μικρότερο σε πληθυσμό. Όμως και εδώ πέσαμε έξω.
_Τίποτε, μας είπε ο ταβερνιάρης. Δεν πρόκειται να βρείτε τίποτε νηστίσιμο ούτε στα παραπέρα χωριά. Μη βασανίζετε άδικα τα παιδιά.
Έτσι, αφού ήδη είχε προχωρήσει η ώρα και δε βρίσκαμε λύση, καθίσαμε και δώσαμε στα παιδιά ό,τι είχε το κατάστημα. Πήραμε όμως την απόφασή μας:Δεν πρόκειται να ξαναπάμε διακοπές την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου».
Τον ακούγαμε όλοι σιωπηλοί και σκεπτικοί. Κάποια στιγμή, ένας άλλος συνάδελφος της παρέας, ο Αθανάσιος, από το Χορτιάτη, ενθουσιώδης και εκδηλωτικός χαρακτήρας, πετάχτηκε και είπε φανερά συγκινημένος:
_ Πω πω! Δεν ξέρεις τι μου θύμισες με όλη αυτήν την ιστορία που μας είπες, Γιώργο. Αχ, πού είσαι παππού, να τα ακούσεις και να τρίξουν τα κόκαλά σου!
_ Δεν καταλαβαίνω. Τι θέλεις να πεις Θανάση;
_ Θα σας διηγηθώ κι εγώ μια αληθινή ιστορία και θα καταλάβετε στο τέλος τι θέλω να πω. Μου την ιστόρησε ο παππούς μου, ο οποίος ήταν στρατιώτης στη Μικρασιατική εκστρατεία και μάλιστα στο φοβερό Σύνταγμα Ευζώνων του Πλαστήρα, στο «σεϊτάν ασκέρ», όπως το έλεγαν οι Τούρκοι από το φόβο τους, δηλαδή στο στράτευμα του διαβόλου. Δεν θα αναφερθώ σε λεπτομέρειες ιστορικές, διότι άλλος είναι ο σκοπός της συζήτησης. Λοιπόν, αρχίζω:
_Κατά τη λήξη της Μικρασιατικής εκστρατείας, τα στρατεύματα άρχισαν να συσπειρώνονται προς τις ακτές της Ιωνίας, όπου, μαζί με τους πρόσφυγες, έρχονταν και τα παραλάμβαναν πλοία, με εντολή να τους μεταφέρουν στα νησιά. Σ΄ένα απ΄αυτά μπήκε και ο παππούς μου μαζί με άλλους συμπολεμιστές του.
Ξεκίνησε το πλοίο, αλλά, μόλις βγήκε στ΄ανοιχτά, κάποιοι στρατιώτες ξεσηκώθηκαν, έπιασαν τον καπετάνιο και τον υποχρέωσαν να αλλάξει πορεία και να κινηθεί προς τον Πειραιά. Μάταια εκείνος προσπαθούσε να τους πείσει, πως εκτελούσε διαταγές και δεν μπορούσε να το κάνει αυτό που ζητούσαν.
Του έβαλαν το όπλο στο σβέρκο:
_ Στείλε μήνυμα, του είπαν και πες στην κυβέρνηση το και το. Εμείς θέλουμε να μας πας στον Πειραιά.
Έστειλε μήνυμα ο καπετάνιος, αλλά η κυβέρνηση ήταν ανένδοτη. Το καράβι όμως προχωρούσε και μετά από κάποιες ώρες έφτασε κοντά στον Πειραιά. Όμως στην ακτή είχαν ήδη στηθεί κανόνια και πολυβόλα και απαγορεύτηκε η προσέγγιση του πλοίου, διότι η ενέργεια των στρατιωτών χαρακτηρίστηκε ως κίνημα, στάση κατά της κυβέρνησης.
Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, αλλά δεν γινόταν τίποτε. Τότε, μερικά παλικάρια, έβγαλαν τα ρούχα τους, πέσανε στη θάλασσα και βγήκαν στη στεριά.
_ Γιατί δε μας αφήνετε να βγούμε; τους είπαν. Είμαστε στρατιώτες. Υπηρετούμε την πατρίδα εδώ και τρία χρόνια, μακριά από τους δικούς μας, ταλαιπωρημένοι, εξαντλημένοι, πεινασμένοι. Θέλουμε να δούμε τα παιδιά μας, τις γυναίκες μας. Δε θέλουμε τίποτε άλλο ούτε έχουμε τίποτε εναντίον σας. Θέλουμε να πάμε στα σπίτια μας.
Τέλος πάντων, μετά από πολλές διαβουλεύσεις αποφάσισαν να τους επιτραπεί η κάθοδος, αφού πρώτα παραδώσουν τον οπλισμό τους. Πράγματι, το καράβι έπιασε ένα λιμανάκι έξω από τον Πειραιά, όπου κατεβαίνοντας οι στρατιώτες, παρέδιδαν τα όπλα τους και έφευγαν για την πόλη. Ήταν 29 Αυγούστου 1922, μνήμη της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου.
Βγήκαν οι στρατιώτες, βγήκε κι ο παππούς μου στον Πειραιά και άρχισαν να αναζητούν στα εστιατόρια και στις ταβέρνες φαγητό μαγειρεμένο, για να γεμίσουν το άδειο στομάχι τους. Γύρισαν σε όλη την πιάτσα. Δεν βρήκαν πουθενά μαγειρεμένο φαγητό:
_ Παιδιά, σήμερα είναι η γιορτή του Προδρόμου και δεν έχουμε μαγειρεμένο φαγητό, ήταν η απάντηση από όλους τους μαγαζάτορες.
_Και ποια ήταν η αντίδρασή τους; ρώτησα. Δεν διαμαρτυρήθηκαν;
_ Όχι, αν και είχαν το δικαίωμα, θα λέγαμε, να το κάνουν. Απόλυτος σεβασμός. Τίποτε. Έφαγαν ό,τι τους πρόσφεραν.
Αυτή ήταν η ιστορία. Σας λέει τίποτε;
_ Μάλιστα, είπε ο Γιώργος. Πού έχουμε φτάσει! Πόσο έχει αλλοιωθεί η στάση μας στο θέμα της νηστείας! Όλα στα μέτρα μας!
1922: Δε βρήκαν οι στρατιώτες αρτύσιμο φαγητό στη μεγαλούπολη κατά την περίοδο της νηστείας.
2002: Δε βρήκαμε νηστίσιμο φαγητό στα βουνοχώρια κατά την περίοδο νηστείας.
_ Αυτό ακριβώς. Δεν πρέπει να μας προβληματίσει αυτή η χαλάρωση, αυτός ο κατήφορος; Κάτι τέτοιες ιστορίες μας διδάσκουν, πως όλα μπορούν να γίνουν, όταν καλλιεργείται η ευσέβεια και ο σεβασμός στην ιερή παράδοση και όχι σε ό,τι θέλουμε εμείς να ονομάζουμε παράδοση κατά τις δικές μας επιθυμίες. Κάπως έτσι έκλεισε το λόγο του ο Αθανάσιος.
Κλείνοντας κι εμείς το λόγο μας, λέμε πως οι αναρτημένες φωτογραφίες, έτους 2015, ήταν η αφορμή για να γραφεί το παρόν άρθρο. Παρατηρώντας τες προσεκτικά ευκολότερα καταλαβαίνει ο καθένας γιατί αναρτήθηκαν και τι θέλουν να δείξουν. Δε χρειάζεται παρά να δει τις ημερομηνίες και τις ημέρες των αναγγελλόμενων εκδηλώσεων.
Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 12-8-2015