Έβαψα και χάραξα κάθε πόρο, που μού ’δωσε ο Θεός στο σεντόνι του δέρματός μου, σχέδια και μηνύματα σουρεαλιστικών και ψυχεδελικών εμπνεύσεων. Ανάρτησα απάνω μου, μ’ εφηβική καύχηση, ρώμη και αλαζονεία, σύμβολα και σχέδια μιας άγριας επανάστασης που ακόμη περιμένω ν’ αντικρίσω τις πράξεις των ανατροπών της. Ντοπαρίστηκα στην άγρια ροκ μεθυσιά, στην ακράτητη κραιπάλη, που καίει την άυλη και κατεχόμενη ψυχή, ανάγκες και σχέσεις που ’κρύβαν θεμιτό και αθέμιτο βόλεμα, κουβέντες που ’μοιάζαν με ζεστή κουβέρτα της γιαγιάς, θωπεύματα που ’κρύβαν θολό και άπιαστο έρωτα παραμυθιών. Έτρεξα παθιασμένα στο απέραντο και πολύφρακτο λιβάδι του καμένου κόσμου. Έγινα ο πιο ανήσυχος κι ακούραστος ταξιδευτής, ο πιο συχνός αγύρτης έξω από τις κλειστές πόρτες των καρδιών. Άντεξα εμένα νά ’μαι αδύναμος, ανυπεράσπιστος, φτωχός κι απένταρος από επιλογές και από συγκυρίες των σχέσεων με ανθρώπους που αλάργευαν από μένα. Στάθηκα στωικός, ακατανόητος, καθόλα άσημος και ανεπίσημος, παρείσακτος, λιποτάκτης, απόβλητος και ανεπιθύμητος από πεποίθηση και από κάθε προκατάληψη. Εγκατέλειψα με αηδία σαλόνια και φώτα, φονικές ατσαλακωσιές, λούστρα υπόκρισης, αναλήθειες φρικτές, ψέματα χρυσά, τοξικά ανθρωπάκια πού ’χαν εθιστεί στη σαγήνη της υπόσχεσης στα χείλη, που κράταγαν μαχαίρια δόλου στην αστραφτερή στόφα τους. Δρασκέλισα με κάθιδρη φόρα απάτητα ναρκοπέδια της ασφάλειας και της τακτοποίησης, της έμμισθης ησυχίας, της πληρωμένης επανάπαυσης και του αγιάτρευτου κενού που γδέρνει υπαρκτικά τοιχώματα. Βρέθηκα, μόνος, απλησίαστος, ανέστιος και άοικος, έξω στο δρόμο, έξω κι από μένα ακόμη. Σκυλιά οι λογισμοί, περνούσαν απειλητικά από δίπλα μου γλείφοντας τις λασπωμένες σόλες μου· μια–δυο φορές, ένιωσα τα σαλιωμένα τους δόντια σα σπαραχτική ήττα και σαν απέλπιδα ηττοπάθεια μέσα μου. Μια επάρατη δειλία, όλος μου ο πληγωμένος εαυτός, ήταν ο μόνιμος εχθρός, κατάσκοπος και υπονομευτής μου. Άφησα τις άμυνες, τις αρνήσεις, τη φαντασία, τη λογική, κάθε νόμο, σιγουριά και ευπρέπεια· η καρδιά μου έμεινε γυμνή μπροστά στον αδυσώπητο κόλαφο του κόσμου, έκθετη στο μίσος που το λέμε πολλάκις «κριτική» και «κήρυγμα»· μαρμάρωσα πικραμένος έξω στ’ αγιάζι του ντουνιά, ν’ αγναντεύω σιωπηλά τον πηλό της ανελευθερίας που μας σκεπάζει όλους, μακριά από κάθε προσδοκία, αναμονή και αξίωση. Δε ζήτησα ηρωισμούς και ανδραγαθήματα, μόνο ετούτη τη γλυκιά ελευθερία της καρδιάς και του πνεύματός μου. Τη γύρεψα σαν πλάνος και σα τρελός, σα νεοφώτιστος και σαν προσήλυτος, σαν ένας γραφικά ηλίθιος, σαν αγιάτρευτα ερωτοχτυπημένος και αλγεινά κολλημένος, μα δε την είδα ακόμη· δε κατάφερα να τη θωρήσω μέσα μου. Αλλ’ άξιζε να κάνω όχι απλά κάτι, αλλά να γίνω τα πάντα γι’ αυτήν. Μήπως εσείς όλοι την είδατε πουθενά;…