Υπάρχει, ωραιότατε Κύριε, πιο γλυκό και πιο μακάριο πράγμα, από το να Σε βλέπει κανείς και να παρακολουθεί την πορεία Σου;
Ν’ ακούει τα θεία και ζωοποιά λόγια Σου, κατά το δημόσιο βίο Σου, όπως αυτά περιγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια και συμπληρώνονται από τις ερμηνείες των Αγίων Σου; Αλλά και από την οδό της λεπτής πνευματικής θεωρίας γύρω από το εράσμιο Πρόσωπό Σου; Πώς ευφραίνεται η ψυχή μου, ευεργέτη και Σωτήρα του κόσμου Σου, να μελετώ ό,τι είναι σχετικό με τη σάρκωσή Σου, τη θεϊκή δράση Σου, τα θαύματά Σου, τις πορείες Σου, την αναστροφή Σου με τους απλούς και ταπεινούς και καταφρονεμένους!
Αυτή την ευφροσύνη αισθάνομαι, γλυκύτατε και ερασμιότατε Χριστέ μου, διαβάζοντας για την παρουσία Σου στο γάμο που έγινε στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου προσκλήθηκες μαζί με τους μαθητές Σου, που ήταν και η γλυκύτατη Μητέρα Σου εκεί. Ω, υπεράγαθε Κύριε, τι μεγαλειώδης στην κοινωνική απλότητά της πραγματικότητα ήταν αυτή! Εσύ, Θεός και άνθρωπος, αγνοούμενος ως Θεός και θεωρούμενος σαν ένας κοινός προφήτης, μεταξύ των απλοϊκών εκείνων ιουδαίων συμπατριωτών Σου!
Με τους ψαράδες μαθητές Σου και τη θεωρούμενη σύζυγο του μακαρίου Ιωσήφ Παναγία αειπάρθενο, σ’ ένα κοινωνικό και κοινό γεγονός, σ’ ένα ιουδαϊκό γάμο, όπου ασφαλώς δέσποζες ακτινοβολώντας από απροσδιόριστη μεγαλειότητα!
Η καρδιά μου σκιρτάει, αξιαγάπητε και παντέλειε Θεάνθρωπε, από αγάπη και δέος για να μάθει και για να πιθανολογήσει, πώς τάχα να συμπεριφερόσουν;
Σε ποιο σημείο του τραπεζιού να καθόσουν στον δείπνο; Τι έλεγες; Τι ευχήθηκες στους νεόνυμφους; Πώς έτρωγες, Εσύ, ο κρυμμένος μέσα στη σάρκα Θεός, που θέσπισες τον γάμο και που οι ιουδαίοι της Βίβλου ακολουθούσαν τους λόγους Σου: «γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άντρας τον πατέρα και τη μητέρα του και θα ενωθεί με τη γυναίκα του και οι δύο θα γίνουν ένας άνθρωπος» (βλ. Ματθ. 19, 5);
Τον γάμο, που ανήγαγες σε υψηλή λειτουργία, ώστε το σκεύος Σου, ο Απόστολος Παύλος, να τον ονομάσει «μυστήριο» (βλ. Εφεσ. 5, 32). Αλλά, παρά τούτο, καθιέρωσες σαν υπέρτερη μορφή ζωής την παρθενία, την οποία και Εσύ ο Ίδιος τίμησες με το να γεννηθείς από Παρθένο, που ήταν και είναι Παρθένος πριν τον τόκο, στον τόκο και μετά τον τόκο1.
Θαυμάζω, Ιησού μου, και μεγαλύνω την άμετρη αγάπη Σου στα πλάσματά Σου, τα κακοποιημένα από τον σατανά. Αδιαφορείς όμως για την ασχήμια τους και συναγελάζεσαι μ’ αυτά, γιατί βλέπεις στους απλοϊκούς προσκαλεσμένους στο γάμο, τα τέκνα Σου, την πνοή Σου, την εικόνα Σου, όσο και αν είναι αυτή αχρειωμένη από την αμαρτία και από την αδαμιαία κληροδοσία. Και ούτε δυσχεραίνεις ακούγοντας μωρίες, ανοησίες, αγροίκες φωνές, αλλά και ανθρώπινα πάθη και πολλή αγνωσία, γιατί, φιλανθρωπότατε, βλέπεις στα βάθη της ψυχής. Και η άπειρη αγάπη Σου τα παραβλέπει όλα και καλύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες με την Πατρική Σου συγκατάβαση.
Ω, πόσο θα ήθελα να έβλεπα τον Σαρκωμένο Θεό μου, να συζητεί ίσος προς ίσους και να συμπεριφέρεται όπως όλοι στη χαρούμενη ατμόσφαιρα του γάμου! Και ν’ ακούω τη διδασκαλία Σου για το γάμο, που αγίασες με την παρουσία Σου και τι θα έλεγες στους νεόνυμφους.
Βέβαια, Εσύ, που είσαι πέρα από κάθε έννοια παρθένος, Εσύ που αξιολόγησες την παρθενία σαν υπέρτερη μορφή βίου, Εσύ που τίμησες την Παναγία Μητέρα Σου με την αειπαρθενία, Εσύ που χαρακτήρισες την παρθενική ζωή σαν δυναμική, αφού «δεν μπορούν να τη βαστάξουν όλοι» (Ματθ. 19, 11), ασφαλώς δεν ύμνησες την έγγαμη ζωή. Όμως την καθιέρωσες για τα πολλά τέκνα Σου που, με την ευαγγελική διδασκαλία Σου, την αξιώνεις με τα στεφάνια των νικητών και της αιώνιας ζωής. Άλλη, όμως, είναι η δόξα των «εκατό σαράντα τεσσάρων χιλιάδων» (πρβλ. Αποκ. 7, 1–17 και 14, 1–5).
Διαβάζοντας, Χριστέ μου, για το θαύμα της μεταβολής του νερού σε καλό κρασί, στάθηκα στο «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι» («Τι κοινό υπάρχει, γυναίκα, ανάμεσα σε Μένα που ως Μεσσίας και Υιός του Θεού ενεργώ τώρα με τη θεϊκή Μου δύναμη, και σε σένα που με γέννησες ως άνθρωπο;»· βλ. Ιωάν. 2, 4). Ασφαλώς, Ιησού μου, αυτό αποτελούσε την οριοθέτηση σχέσεων. Από τη στιγμή αυτή, δεν ήσουν πλέον ο «υποταγμένος» (βλ. Λουκ. 2, 51), αλλά ο πανελεύθερος Θεός. Και τότε άρχιζε η θεανδρική Σου δράση. Χωρίς να ταπεινώσεις την Παναγία Μητέρα Σου, της υπέδειξες νέα όρια υιότητας και μητρότητας. Η Μητέρα Σου, όμως, ανθρώπινα και χαιρόταν και ευφραινόταν για τον Υιό της και θαύμαζε και δόξαζε και ακόμη περισσότερο υποτασσόταν προς τον Υιό του Θεού, τον ακατάληπτο και ανερμήνευτο, Ιησού μου.
Δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς, σήμερα, μόλις τελείωσα τις εωθινές ταπεινές προσευχές μου, όταν άρχισε να διαυγάζει η μέρα και να «κινούνται οι σκιές», ζωντάνεψε στον άβακα της φαντασίας μου ο γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, τον οποίο σχολίαζα προ ημερών. Αλλά δεν θα με παρασύρει η περιέργεια να μάθω το πώς. Και αρκούμαι να θαυμάζω την παναγία παρουσία Σου, που μου έτρωσε με γλυκερά βέλη την καρδιά καθώς και την εκούσια εξομοίωσή Σου με τα απλά και αφώτιστα πλάσματά Σου, Χριστέ μου. Και η παρουσία της αειπάρθενης Μητέρας Σου, επίσης με γεμίζει με χαρά και δέος.
Η δίψα της περιέργειάς μου επικεντρώνεται στο πώς συμπεριφερόταν η Θεοτόκος με την υπερσεραφειμική αγιότητα, απέναντι στους νεόνυμφους, στους συγγενείς τους και στους καλεσμένους. Μιλούσε, χαιρόταν στο γαμήλιο γεγονός, σιωπούσε, προσευχόταν μυστικά, θαύμαζε τον μονογενή Υιό της; Μήπως διακονούσε; Τι, τάχα, να ευχόταν στους συζύγους και στους συμμετέχοντες; Ή μήπως διακριτικά να συμβούλευε; Πώς συμμετείχε στην πεζότητα ενός γάμου, συμβιβάζοντας μέσα στην πυρφόρα καρδιά της την αυτοσυνειδησία ως Μητέρας ανύμφευτης του Σαρκωμένου Θεού; Αυτό, δεν ήταν τεκμήριο μιας άκρας ταπείνωσης;
Κύριέ μου Ιησού, αναλογιζόμενος με κατάνυξη και θαυμασμό τα καταπληκτικά γεγονότα, που ακολούθησαν την ενανθρώπισή Σου, παντού βλέπω μεγαλειώδεις, θείες και άρρητες αντιθέσεις που εξίσταται ο νους και η ψυχή φλέγεται στην αγάπη Σου. Γιατί, Θεός Εσύ, κατέρχεσαι, φαινομενικά τουλάχιστον, στα επίπεδα των ανθρώπων. Αυτό το γεγονός δεν αποκαλύπτει την ατίμητη αξία που έδωσες στα λογικά και κατά χάρη αθάνατα πλάσματά Σου;
Και θαυμάζω ακόμη και την ασύλληπτη ταπείνωση της Παναγίας Μητέρας Σου. Βασίλισσα αυτή των Ουρανών, συναναστρέφεται με τους συμπατριώτες της και συμμετέχει στις χαρές και τις θλίψεις τους, επειδή είναι φιλανθρωπότατη και φιλάδελφη, μη θέλοντας να ξεχωρίσει απ’ αυτούς, ως υπερφυώς υπερέχουσα. Άλλωστε, γνώριζε ότι γι’ αυτούς έγινες άνθρωπος. Και ότι γι’ αυτούς Εσύ θα πέθαινες σταυρωμένος, όπως της είχε πει ο γηραιός Συμεών, τόσο συνεσκιασμένα, όσο για να φαίνεται αόριστα μονάχα η λάμψη της ρομφαίας που θα έσχιζε τη θεοφόρα καρδιά της. Όλ’ αυτά, Ιησού μου, δεν είναι αρκετά για να Σ’ ευχαριστούμε, κλαίγοντας σ’ όλη μας τη ζωή από θαυμασμό, χαρά και ευγνωμοσύνη, ω, Φως του κόσμου;…2
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ
–ΔΥΟ ΣΧΟΛΙΑ–
Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου
(1916–2006)
[1] Για την πανίερη παρθενία
Είναι οι πνευματικοί ίμεροι του Ερημίτη Νικόδημου να έβλεπε και σωματικά τον Χριστό, όπως άλλωστε όλοι οι Άγιοι το επιθυμούσαν. Βέβαια, τώρα ζητούν να δουν το πάγκαλλο Πρόσωπό Του όχι στη γη, αλλά στον ουρανό· αυτό που εκφράζει ο επίσης πληγωμένος από την αγάπη του Δαβίδ: «Πότε θα ’ρθώ να δω το Πρόσωπό Σου, Θεέ μου;» (βλ. Ψαλμ. 41, 3).
Επίσης, θίγοντας το θέμα της παρθενίας, παραθέτω τις απόψεις του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: Γενικά, η ηθική ζωή των πιστών, πιο ειδικά όμως η παρθενία, αντιμετωπίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας σαν τέχνη που πρέπει να μάθουν όσοι την επιθυμούν. Όσοι μάλιστα από τους Πατέρες έγραψαν έργα περί παρθενίας, κατοχυρώνουν θεολογικά τη θέση ότι αυτή αποτελεί την καλύτερη εκλογή, δίνοντας και τις κατάλληλες οδηγίες, με βάση την εν Χριστώ ασκητική τους εμπειρία και τέχνη, προκειμένου να προφυλάσσονται οι εραστές του παρθενικού βίου από τους κινδύνους που τους απειλούν. Και εδώ συμβαίνει τούτο το εκπληκτικό: Ενώ το ανθρώπινο γένος είναι κατώτερο από τους αγγέλους, ως προς τη φύση, με την τέχνη της παρθενίας προσπαθεί να ξεπεράσει τις δυνάμεις του και να εξισωθεί μ’ αυτούς, όσο αυτό είναι δυνατό. Και όπως ακριβώς έργο και επιθυμία των ασώματων δυνάμεων είναι να βλέπουν τον Πατέρα της αφθαρσίας και να στολίζουν τη μορφή τους σύμφωνα με το αρχικό κάλλος, το ίδιο και όποιος κατανόησε μέσα του την απάτη του κόσμου τούτου, φλέγεται από την επιθυμία του Θεού, έχει σαν βοηθό και συνεργό την παρθενία, αν θέλει να ομοιώνεται με την ασώματη φύση. Η ιδιότητα λοιπόν της παρθενίας είναι για τον ιερό συγγραφέα κάποια τέχνη και δύναμη που βοηθά τη ψυχή μας να βιώνει ελεύθερη τη θεία και μακάρια ηδονή, όπως ακριβώς στα διάφορα επαγγέλματα επινοήθηκαν μέθοδοι για την τελειοποίησή τους.
[2] Για την Θεοτόκο και για το «Φως του κόσμου»
Ο Ερημίτης Νικόδημος από την ασκητική παραδοσιακή του αγωγή, μόρφωσε μέσα του ορθή δογματική συνείδηση, τρεφόμενος και με τα λειτουργικά βιβλία της ορθόδοξης λατρείας. Επόμενο ήταν να οικειωθεί το πνεύμα των θείων Πατέρων σχετικά με την Μαρία Θεοτόκο. Έτσι, ακόρεστοι οι ουράνιοι απαθείς πόθοι που έφλεγαν άφλεκτα το νου και την καρδιά των Αγίων, κατά το μέτρο της γνώσης που είχαν για τη θεομητορική αξία. Αίνοι και ύμνοι και σκιρτήματα αγιασμένων ψυχών και σωμάτων, μπροστά στο θείο εκτύπωμα της βρεφοκρατούσας Παναγίας· κλαυθμοί και αλάλητοι στεναγμοί ιστάμενοι στις πολυώνυμες και πολύτυπες βυζαντινές Εικόνες, καθώς απαγγέλλονται προς αυτές οι Χαιρετισμοί και ψέλνονται οι Παρακλήσεις.
Η Θεοτόκος Μαρία έγινε μέσα στην Ορθόδοξη ευσέβεια το σημείο αναφοράς των προσευχών και των ελπίδων σωτηρίας των ανθρώπων. Και ο Χριστός; Ο Σωτήρας βρίσκεται πάντοτε μέσα στις άχραντες ωλένες της Μητέρας Του, για να δέχεται χρεωστικώς τις αιτήσεις των δούλων της. Άλλωστε, πώς διδάσκει η Εκκλησία ότι «πολὺ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου»; Και πώς ψάλλει ο Ορθόδοξος λαός προς την Θεοτόκο, ότι «ἔχεις τὸ δύνασθαι τοῦ θέλειν ἰσοτάλαντον»;
Όσοι διαβάζουμε τους θεολογικούς λόγους και ακούμε τις εξαίσιες υμνολογίες των αγίων Πατέρων, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι καθαρές ψυχές τους από κάθε γήινη επιθυμία και ο ένθεος πόθος που είχε τραυματίσει τις καρδιές τους, τους γεννούσαν συνεχώς υψηλούς και θείους λογισμούς ώστε να διατελούν αδιάλειπτα σε κατάσταση καιομένης καμίνου από το θείο έρωτα. Έτσι ερμηνεύεται και η ακατάπαυστη παραγωγή ύμνων θείων ερώτων και λόγων θεολογικών σε χιλιάδες σελίδες, που τρέφουν την Εκκλησία αιώνες και θα την τρέφουν μέχρι τερμάτων αιώνων. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό ρεύμα κινείται, όπως προκύπτει από τα κείμενά του, ο Ερημίτης Νικόδημος. Επίσης ήθελα να σταθώ και στην τελευταία φράση του «Ω, Φως του κόσμου…». Και αυτό, επίσης, είναι εκφραστικό των δικών του θείων ερώτων προς τον Χριστό, που «οι καθαροί στην καρδιά» (βλ. Ματθ. 5, 8) Τον βλέπουν ως Κάλλος και ως Φως.
[Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου:
«Νικοδήμου Ερημίτου·
Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου»,
α΄ τόμ., κεφ. 24–26,
σελ. 48–52 και 120–123 (τα Σχόλια),
εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 1991.]