ΣΤΑ ΤΡΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ
Τό Παπικό Πρωτεῖο καί ἡ Ὀρθοδοξία
Τοῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν
Ὁ Ἠλίας Μηνιάτης γεννήθηκε το 1669 στό Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας καί ἐκοιμήθη τήν 1η Αὐγούστου 1714, ὡς ἐπίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων. Ἀναγνωρίσθηκε ὡς ἓνας τῶν μεγαλυτέρων ἱεροκηρύκων τῆς δουλείας καί ἀγαπήθηκε ὡς «νέος Χρυσόστομος». Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, το Ἐθναρχικό μας Κέντρο, το 1704 τόν ἀνεκήρυξε «ἱεροκήρυκα καί διδάσκαλόν» της. Στίς 2 Αὐγούστου τοῦ τρέχοντος ἒτους τό Ληξούρι, ὡς γενέτειρά του, τόν ἐτίμησε μέ εἰδική Θεία Λειτουργία καί Μνημόσυνα καί ἂλλες ἐκδηλώσεις, πού καταστέφθηκαν μέ Ἑσπερίδα προς τιμήν του, στήν ὁποία παρουσίασαν τόν Ἂνδρα ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ἀβύδου κ. Κύριλλος, καταγόμενος ἐκ Ληξουρίου (Χαυδάτα) καί Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, ὁμότιμος Καθηγητής τῆς ἲδιας Σχολῆς καί ὁ ἐκπαιδευτικός κ. Γεράσιμος Γαλανός.
Ἡ ἐκδήλωση ἒλαβε χώρα στό προαύλιο τοῦ ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Μηνιατῶν, ὃπως ὀνομάζεται ἀπό την οἰκογένεια τοῦ τιμωμένου, μέ την παρουσία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κεφαλληνίας κ. Σπυρίδωνος καί μεγάλου ἀριθμοῦ Κληρικῶν καί Λαϊκῶν. Ὁ φιλότιμος ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ, π. Νικόλαος Σωτήρας, προσέφερε συμβολικά στούς Ὁμιλητές τό βιβλίο τοῦ Ἠλία Μηνιάτη «Πέτρα Σκανδάλου» (α΄ ἒκδοση στή Λειψία τό 1718 καί μέ πολλές ἀνατυπώσεις), τό ὁποῖο μαζί μέ τίς γνωστότατες καί πολυεκδεδομένες και αὐτές «Διδαχές» του (ἀπό τό 1716 κ. ἑ.) κατέστησαν τόν Μηνιάτη ἰδιαίτερα προσφιλῆ στήν Ἑλλάδα και τήν Ὀρθοδοξία, ἰσχύει δέ ἀπόλυτα τό σχόλιο τοῦ σπουδαίου γερμανοῦ ἱστορικοῦ καί θεολόγου, Gerhard Podskalsky: Ὁ Μηνιάτης μέ τά δύο αὐτά ἒργα του «κατόρθωσε μετά θάνατον περισσότερα ἀπό ὃσα πολλοί ἂλλοι μέ ὁλόκληρες βιβλιοθῆκες κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τους»1
Ἡ μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπρόσ μενη νέα ἐπαφή μέ τήν «Πέτραν...»2 τοῦ ληξουριώτη Θεολόγου ἦταν για μέ παρακίνηση νά μελετήσω γιά μία ἀκόμη φορά τό ἒργο του αὐτό, πού ἀναφέρεται στό σχίσμα Ἀνατολῆς-Δύσεως, τήν τραγικότητά του3 και τίς μεγάλες δογματικές διαφορές Παπισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας. Ὁ Μηνιάτης ἒγραψε τό βιβλίο θέλοντας νά δείξει τήν αὐθεντικότητα τῆς ’Ορθοδοξίας του. Πράγματι, κινούμενος στό πλαίσιο τῆς πατερικῆς παραδόσεως, πρίν καί μετά τό Σχίσμα (ἐπιμένει ἰδιαίτερα στό α΄ λεγόμενο σχίσμα τοῦ 9ου αἰῶνος, 867), μετά τήν ἱστορία τοῦ σχίσματος, πού προδίδει πληρεστάτη γνώση τῆς ἱστορίας καί τῆς θεολογίας, ἀσχολεῖται μέ τίς «πέντε διαφορές» Ὀρθοδοξίας καί Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ὃπως διατυπώθησαν στην ἑνωτική ψευδοσύνοδο Φερράρας- Φλωρεντίας (1438/39).
Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικό, ὃτι ὁ Μηνιάτης, ὃπως καί ὃλοι οἱ μεγάλοι μας Θεολόγοι τῆς περιόδου τῆς διπλῆς δουλείας (ὀθωμανικῆς καί φραγκικῆς), στήν ὁποία ἒζησε καί αὐτός, δέχεται ὡς σπουδαιότερο σημεῖο διαφορᾶς τό παπικό πρωτεῖο, συνδεόμενο ἂμεσα καί μέ την διεκδίκηση ἀλαθήτου ἐκ μέρους τῶν Παπῶν. Καί κατά τόν Ἠλία Μηνιάτη ἀπό τό πρωτεῖο, τή ρίζα και πηγή τῆς δυτικῆς ἐκκοσμίκευσης, προέρχονται ὃλες οἱ ἂλλες διαφορές, καί αὐτό τό Filioque (=καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ), ἡ βλάσφημη προσθήκη στό ἱερό σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381). «Πρώτην διαφοράν ἐγώ νομίζω -παρατηρεῖ- την περί τῆς ἀρχῆς τοῦ πάπα, διατί τοῦτο εἶναι κατά τούς παρόντας καιρούς (Γ.Δ.Μ.: καί σέ κάθε ἐποχή) τό μέγα μεσότειχον, ὁποῦ χωρίζει τάς Ἐκκλησίας»4. Πιστεύει δέ ὃτι ἀπό τήν διεκδίκηση τοῦ πρωτείου ἐκ μέρους τῶν Παπῶν «προέρχεται ἡ μεγάλη ἐκείνη ἒχθρα, ἡ ὁποία και ἐμποδίζει τόν τρόπον τῆς συμφωνίας εἰς τάς ἢ περί δογμάτων ἢ περί διατάξεων διαφοράς, καί ἀναβρύει μάλιστα ἂλλας νέας, αὐξάνουσα καθ’ ἑκάστην τό σκάνδαλον»5. Καταλήγει δέ σέ κάτι, πού ἀφορᾶ ἒμμεσα στήν οἰκουμενιστική ἐποχή μας, πού ὂχι μόνο ὁ παπισμός, ἀλλά καί ἡ ὑστερόβουλη παποφιλία τῶν ἡμετέρων, ἀγωνίζονται νά θεμελιώσουν καί στηρίξουν τό ἀντιχριστιανικό καί γι’ αὐτό προκλητικό παπικό πρωτεῖο. Γράφει: «Ἂν ὃλοι κοινῶς οἱ Χριστιανοί ἐσυμφωνοῦσαν εἰς τό ἂκρον τοῦτο κεφάλαιον, ποῖος δηλαδή νά εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ταύτης κυβερνήσεως, ἀριστοκρατικός τάχα,
ὡς θέλομεν ἡμεῖς, ἢ μοναρχικός, ὡς θέλουσιν οἱ Λατῖνοι, εὒκολον ἦτον νά συμφωνήσωμεν καί εἰς τά λοιπά»6. Τόσο μεγάλη, δηλαδή, σημασία δίδει εἰς τήν διεκδίκηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐκ μέρους τῶν Παπικῶν.
Ἡ ἀπόλυτα ἀρνητική καί ἀπορριπτική αὐτή στάση τοῦ Μηνιάτη ἀπέναντι στό παπικό πρωτεῖο ἀναλύεται σέ διάφορα σημεῖα τοῦ ἒργου του:
Ὁ πάπας ὡς ἐπίσκοπος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καί ὂχι ὡς ἂτομο, «ἒχει τά πρωτεῖα τῆς τιμῆς καί ὂχι τῆς ἐξουσίας, ὣστε ὁποῦ νά εἶναι πρῶτος τῶν ἂλλων ἀδελφῶν, καί τοῦτο ὃταν συμφωνῇ τοῖς ἂλλοις ἀδελφοῖς, τῷσυνδέσμῳ τῆς πίστεως»7. Ἂς κρατήσουμε αὐτά τά λόγια τοῦ Μηνιάτη, καί μάλιστα τά ὑπογραμμισθέντα ἀπό τόν γράφοντα, διότι εἶναι τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῆς δογματικῆς παραφροσύνης στήν σημερινή ἀναφορά στόν Πάπα ἀπό τούς Οἰκουμενιστές μας, και μάλιστα τήν ἡγεσία τους. Τήν ἐπισήμανσή του δέ αὐτή διευρύνει και στήν συνέχεια: «Τῶν μελῶν τά μέν εἰσι κατώτατα, τά δέ εἰσιν ἀνώτερα, ἀνάμεσα εἰς τά ὁποῖα εἶναι ἓνας και ὁ πάπας, ὃταν εὐχαριστεῖται να μείνῃ εἰς τόν βαθμόν, ὁποῦ τον ἒβαλαν οἱ ἃγιοι πατέρες, ὂχι να ἐβγαίνῃ ἒξω τῶν ὃρων του διά πλεονεξίαν, θέλοντας νά εἶναι ὁ κύριος τῶν δούλων, ὂχι πρῶτος τῶν ἀδελφῶν»9. Εὐστοχότερη θεολογικά καί φιλολογικά διατύπωση τῆς οὐσίας τοῦ παπικοῦ πρωτείου δεν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει. Ὁ Πάπας, δηλαδή, ὡς ἐπίσκοπος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἒλαβε ἀπό το ἐκκλησιαστικό σῶμα διά τῶν ἁγίων Πατέρων «τά πρεσβεῖα τιμῆς» («πρωτεῖο τῆς τιμῆς καί ὂχι τῆς ἐξουσίας»), ἀλλά τά πρεσβεῖα αὐτά τοῦ ἀναγνωρίζονται ὀρθόδοξα- ἐκκλησιαστικά τότε μόνο, ὃταν εἶναι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας10, δηλαδή συμφωνεῖ μέ ὃλους τούς ἁγίους «τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης καί τῆς πίστεως». Ἀγάπη χωρίς πίστη -ὀρθοδοξία δηλαδή-δέν ὑπάρχει, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει (πρβλ. τό ἀποστολικό: «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη», Γαλ. 5,6). Ἡ «πλεονεξία» ὃμως τῶν Παπῶν τούς ἒβγαλε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Γι’ αὐτό ὃλη ἡ ἀπό τήν ἐποχή κυρίως τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα (+1972) , τοῦ πρωταγωνιστοῦ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ μας παραληρήματος, χρησιμοποιούμενη ὁρολογία περί «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καί «πρεσβυτέρας Ρώμης», στερεῖται κάθε ἐρείσματος,
ἀλλά καί ἀκριβείας, ἀφοῦ ἒχουμε ἀπέναντί μας σχισματική καί αἱρετική παποσύνη, πού οὐδεμία σχέση ἒχει μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως ΔΕΝ εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά αἳρεση, ἐκτός τῆς ΜΙΑΣ και ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας πλέον. Περί τῆς σημερινῆς Λατινικῆς «Ἐκκλησίας» ἰσχύει δυστυχῶς αὐτό πού ἒλεγε ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιά τούς Ἀρειανούς, συμβουλεύοντας τους Ὀρθοδόξους νά μή παρασύρονται ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματα καί να χαρακτηρίζουν τόν Ἀρειανισμό Ἐκκλησία, διότι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, οἱ δέ ὀπαδοί του «ἀρειομανῖται», μανιακοί ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου. Δυστυχῶς ὃμως καί οἱ Παπικοί εἶναι «πρωτειομανῖται». Τό τραγικό ὃμως εἶναι, κατά τόν Μηνιάτη, ὃτι ὁ παπισμός δέν θέλει «ἀδελφούς», ἀλλά «δούλους», νά εἶναι δηλαδή ὁ Πάπας κύριος δούλων καί ὂχι πρῶτος μεταξύ ἀδελφῶν, ὃλων τῶν πιστῶν δηλαδή. Εἶναι δέ ὁ ὁμολογητής ἐπίσκοπός μας κατηγορηματικός, ὃταν λέγει ὃτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα, ὑπέρκειται τοῦ Πάπα καί παντός ἂλλου. Γι’ αὐτό «καθώς τοῦ δίδομεν (=τοῦ Πάπα) τό πρωτεῖον τῆς τιμῆς, ὃταν εἶναι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἒτζη ἀρνούμεθα τό πρωτεῖον ἐξουσίας»11.
Ὁ Μηνιάτης εὒστοχα ἐπισημαίνει καί μία ἂλλη ὂψη τοῦ προβληματισμοῦ αὐτοῦ, πού «οἱ κατ’ ἂνθρωπον κεφαλές» μας συνήθως παραβλέπουν, μέ ὃλους τούς δυνατούς τρόπους. Πρόκειται γιά τό βασιλικό ἀξίωμα τοῦ Πάπα. Στήν ἐπίσημη τιτλοφορία του ὁ πάπας ὀνομάζεται μέχρι καί σήμερα , μεταξύ τῶν ἂλλων, «ἡγεμών τοῦ Βατικανοῦ», τοῦ παπικοῦ Κράτους δηλαδή. Ἐνθυμούμεθα ἀσφαλῶς, ὃτι ὃταν ὁ μακαριστός ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, προσεκάλεσε, για τούς δικούς του λόγους, τόν Πάπα στήν Ἀθήνα, σέ μιά στιγμή προέκυψε ἡ ἀνάγκη νά προσκαλέσει τον Πάπα καί ἡ Πολιτεία μας διά τῆς κεφαλῆς της, διότι ὁ Πάπας, στήν πίστη καί πράξη τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι μόνο ἐκκλησιαστική, ἀλλά καί πολιτειακή κορυφή καί ἐξουσία. Καί εἶναι ἐντιμότεροι ἀπό μᾶς οἱ Ρωμαιοκαθολικοί , διότι οὐδέποτε ἀρνοῦνται αὐτή τη θέση τους, ἒστω καί ἂν σοφιστικά προσπαθοῦν, χάριν τοῦ «διαλόγου», νά τήν ἁπαλύνουν. Αὐτό, λοιπόν, πού ἐπιμένουν να ἀποσιωποῦν οἱ νεοεποχίτες οἰκουμενιστές μας, ὁ Μηνιάτης τό παρουσιάζει ὡς μέγα σκάνδαλο, και δικαίως. «Ἀρνούμεθα παντάπασιν -λέγει- ὃτι ὁ Πάπας, ὃστις εἶναι ἀρχιερεύς μόνον καί ὂχι βασιλεύς, ἒξω ἀπό τήν πνευματικήν, νά ἒχῃ μιᾶς λογῆς ἐξουσίαν κοσμικήν»12. Καί συμπληρώνει: «Εἶναι φοβερόν τέρας μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἓνας ἀρχιερεύς, ὁμοῦ και βασιλεύς, ὁποῦ μέ τό ἓνα χέρι να κρατῇ τόν σταυρόν καί μέ τό ἂλλο τήν μάχαιραν»13. Ἐπισημαίνει δέ και κάτι ἀκόμη βαρύτερο γιά τή φύση καί λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος: «Διάδοχον τοῦ πάπα κάνει ἡ τῶν καρδιναλίων σύναξις, ὁποῦ θέλει νά εἰπῇ ἡ ἐκκλησία»14. Ἡ ἀναφορά αὐτή σέ ἓνα σημαντικότατο δεδομένο τοῦ Παπισμοῦ δεν διευκρινίζεται δυστυχῶς, ἀλλά εἶναι εὒκολο ἀπό ὃλο τό ἒργο του νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα τοῦ Μηνιάτη. Ἡ «σύναξις τῶν καρδιναλίων» εἶναι σῶμα τῶν πριγκίπων τοῦ Παπισμοῦ (Παπικοῦ κράτους), πού ἀναλαμβάνουν τό ἒργο τῆς «ἐκκλησίας» στήν ἐκλογή τοῦ ἑκάστοτε Πάπα. Οἱ Πρίγκιπες, δηλαδή, ἐκλέγουν τόν βασιλέα καί ὂχι τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων, ἡ ἱερά δηλαδή σύνοδος, τόν ἱεράρχην.
Καί ἡ κορωνίδα στό μνημειῶδες ἒργο τοῦ Ἠλία Μηνιάτη: Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως χαρακτηρίζει τήν «ἀληθινή ἐκκλησία». «’Ανάμεσα εἰς τ’ ἂλλα χαρακτηριστικά, ὃθεν γνωρίζεται ἡ ἀληθινή ἐκκλησία, τοῦτο εἶναι πρῶτον, τοῦτο τό κύριον και ἐξαίρετον, νά εἶναι μία, ἢγουν ὃλοι οἱ πιστοί νά συμφωνοῦσιν εἰς ἑνότητα πίστεως15.
Ὁ Ἠλίας Μηνιάτης, ὡς ἀληθινός ὀρθόδοξος, ἐκφράζει τή θλίψη του γιά τό σχίσμα, κάνοντας λόγο «περί τοῦ δυστυχοῦς σχίσματος»16 (τοῦ 867), τό ὁποῖο ἐπέφερε «πολλήν φθοράν εἰς τήν ἐκκλησίαν»17, εὒχεται δέ «νά ἑνώσῃ (τίς δύο ἐκκλησίες), μέ ἂλυτον δεσμόν, ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος»18. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ σοφός διδάσκαλος τοῦ θείου Λόγου εἶναι καί σήμερα πολύ ἐπίκαιρος. Διότι, ὡς αὐθεντικός ὀρθόδοξος, δέν ἐπιχαίρει για τήν ἀπόσχιση τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἀπό τή Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού καί κατ’ αὐτόν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος, ὡς φυσική συνέχεια, στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων μας, τῶν Ἀποστόλων καί Πατέρων. Δέν παύει δέ ὁ ληξουριώτης ὁμολογητής μέ το ἒργο του αὐτό νά ἐλέγχει τούς σημερινούς μεταπατερικούς θεολόγους μας, οἱ ὁποῖοι, μιμούμενοι τον πατριάρχη Ἰωάννη Βέκκο, ἀπό παλαιότεροι ἀντιπαπικοί καί ἐπικριτές τοῦ παπισμοῦ στά πρώιμα ἒργα τους, σήμερα μετεστράφησαν σε «λατινόφρονες»19. Ἀκριβῶς δέ ἡ «μεταπατερική» (κατ’ αὐτούς) «θεολογία», πού ἐφευρέθηκε ὡς φάρμακο γιά τήν θεραπεία (δῆθεν) τῆς νόσου τοῦ σχίσματος, «μείζω την νόσον ποιεῖ», γιά νά θυμηθοῦμε τον Μ. Βασίλειο. Οἱ Λατῖνοι, ὃπως δυστυχῶς ἡ πορεία τοῦ διαλόγου ἀποδεικνύει, δέν εἶναι πρόθυμοι να ἐγκαταλείψουν καμιά ἀπό τίς πλάνες τους. Φαίνονται ὃμως πρόθυμοι νά θυσιάσουν τά πάντα, γιά νά σωθεῖ τό παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα, στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ θέση καί ὁ ρόλος τοῦ Κράτους τους στό πλέγμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού, κατά τίς δυτικές πηγές, ἒχει ἀναδείξει τόν Πάπα σέ «Πλανητάρχη Νο 2», ὡς ἀρχηγό στήν νεοεποχίτικη κίνηση τῆς Πανθρησκείας.
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός
Σημειώσεις:
1. Gerhard Podskalsky, μετάφρ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ Ἑλληνική Θεολογία ἐπί Τουρκοκρατίας, 1453-1821, Ἀθήνα 2005, σ. 403.
2. Χρησιμοποιῶ ἐδῶ τήν ἒκδοση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας (ἐπιμελείᾳ π. Κωννου Γκέλη), Ἀθῆναι 1969.
3. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τό ΣΧΙΣΜΑ: Ἡ τραγωδία τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, στο βιβλίο του «Γράμματα Σπουδάσματα» (Ὀρθόδοξος Κυψέλη), Θεσσαλονίκη 2014, σ. 81-100.
4. Πέτρα, ὃπ. π., σ.103.
5.Στό ἲδιο.
6. Στό ἲδιο.
7. σ.105.
8. Τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
9. σ.122.
10.Καί αὐτό θά γίνει μετά τήν «ἐν ἀληθείᾳ» (ὀρθοδοξίᾳ) ἓνωση.
11. σ.113.
12.σ.105.
13. σ.130.
14. σ.124.
15. σ. 111.
16.σ.43.
17. σ.53.
18. σ.99 .
19. βλ. σ.90/91.
Ορθόδοξος Τύπος, 05/09/2014