.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΙ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ



Ζούσε κάποτε σέ μια ερημιά ένας άνθρωπος καλός και δίκαιος. Μα κάποια μέρα θέλησε να γυρίσει στον κόσμο. Ξεκίνησε, λοιπόν, έφτασε σέ μια πόλη και μπήκε στο σπίτι ενός άρχοντα πού τον δέχτηκε με τιμές. Ό άρχοντας αυτός είχε ένα οκτάχρονο γιό πού ήταν ή χαρά κι ή περηφάνια του.
Πέρασε καιρός. Μια μέρα ακούστηκαν θρήνοι έξω από την πόρτα του αρχοντικού. Περνούσε ένα λείψανο. 'Ο πατέρας είπε στο γιό του:
— Βγες στην πόρτα κι υστέρα έλα πες μου αν αυτός ό νεκρός σώθηκε ή καταδικάστηκε στην Κόλαση.
Το παιδί βγήκε κι υστέρα από λίγο γύρισε χαρούμενο:
— Σώθηκε! Σώθηκε!
Ύστερα από κάμποσο καιρό πέρασε άλλη μια κηδεία έξω από το σπίτι, κι ό πατέρας έστειλε και πάλι το γιό του να μάθει για το νεκρό. Αυτή τη φορά το παιδί γύρισε λυπημένο.
— Αυτός πάει για την Κόλαση.
Ό ερημίτης είπε τότε:
— ’Έζησα σαράντα χρόνια στην έρημο, ένας άγγελος μου έφερνε τροφή. Κι όμως, δεν καταφέρνω να ξεχωρίσω ποιός καταδικάστηκε στο πυρ το αιώνιο και ποιός σώθηκε. Πώς μπορεί να το μαντέψει αυτό το παιδί;
Και το παιδί αποκρίθηκε:
— Να πώς ξεχωρίζω τον καλό από τον κακό. Ακούω αυτά πού λένε οι άνθρωποι πού ακολουθούν τη κηδεία. Στον πρώτο έλεγαν: «Τί καλός, τι ευσεβής: κουνούπι δεν πείραξε». Κατάλαβα, λοιπόν, πώς είχε σωθεί. Οι πράξεις του το μαρτυρούσανε. Αυτή τη φορά, όμως, οι άνθρωποι βαρυγκωμούσαν. «’Ήταν κακός, άδικος, ψεύτης, αδίσταχτος». 
Τούς ανθρώπους τούς γνωρίζεις από τις πράξεις τους.


ΣΟΥΛΚΧΑΝ ΣΑΜΠΑ ΟΡΜΠΕΛΙΑΝΙ. 
Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ.