Ἡ ἔμπρακτη ἁμαρτία καὶ οἱ συνοδοὶ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ μαρτυροῦν τὴν ἀνάγκη τῆς καθάρσεως. Ἡ ἐξάλειψη τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν καὶ ἡ κοινωνία τῶν λόγων τῶν ἀρετῶν ἀποτελοῦν ἔνδειξη κοινωνίας τῆς φωτιστικῆς Δωρεᾶς. Ὁ φωτισμένος λόγος εἰσάγει τὴν ψυχὴ στὴν ὑπὲρ λόγον σιγή, ὅπου ἡ ἴδια καθορᾶται “καθ’ ἑαυτήν” στὴν κατάσταση τοῦ κατ’ εἰκόνα, στὸν «γνόφο τῆς ἀπεκδύσεως». Ἐκεῖ εἶναι δυνατὸν νὰ ὁραθεῖ καὶ τὸ κτιστὸ φῶς τῆς ψυχῆς.
Ἡ ἱεραρχημένη τελείωση τῆς ψυχῆς, καὶ τὰ τρία γνωστὰ στάδια σὲ σχέση μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς ψυχῆς, διαγράφονται μὲ συνοπτικότατο τρόπο στὸν ἁγιοπνευματικὸ λόγο ἑνὸς συγχρόνου Γέροντος (Παΐσιου): «Στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ ἀγωνιζόμενος διώχνει τοὺς κακοὺς λογισμοὺς μὲ τὴν πνευματικὴ μελέτη, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν φιλότιμη ἄσκηση (κάθαρση). Κατόπιν ἔρχονται πλέον ὅλο καὶ πιὸ καλοὶ λογισμοὶ (φωτισμός). Ἀργότερα σταματᾶνε καὶ οἱ καλοὶ λογισμοὶ καὶ νιώθει ἕνα ἄδειασμα (γνόφος ἀπεκδύσεως). Τότε ἔρχεται ὁ θεῖος φωτισμὸς στὸν ἄνθρωπο», δηλαδὴ ἡ τελείωση τοῦ ἐνυπόστατου φωτὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πορευόμενοι μὲ σπουδὴ καὶ πνευματικὴ ἐπιμέλεια στὶς ἀτραποὺς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, κατακτοῦμε μὲ τὴν ὑπομονὴ τὴν “ἑβδοματικὴ" κάθαρση καὶ τὴν εἴσοδό μας στὴν ἐν Πνεύματι ἐλευθερία… Ἡ ἑβδοματικὴ κάθαρση, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ βαθειὰ μετάνοια, ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία· «διότι ὅπου καταβληθοῦν οἱ κόποι τῆς μετάνοιας, μὲ κακοπάθεια καὶ θέρμη ψυχῆς, καὶ ὅπου τρέξουν οἱ ποταμοὶ τῶν δακρύων ἀπὸ τὴν κατάνυξη, ἐκεῖ ὅλα τὰ ὀχυρὰ πέφτουν καὶ κάθε πυρκαϊὰ παθῶν σβήνει, καὶ συντελεῖται οὐράνια ἀναγέννηση μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου». Στὴν ψυχὴ αὐτὴ κατέρχεται πλέον ὁ Θεὸς «μὲ ἀνείπωτη χαρὰ καὶ φῶς» καί, καθήμενος σὰν σὲ ὑψηλὸ θρόνο στὸν νοῦ της, «δίνει εἰρήνη στὶς δυνάμεις της λέγοντας: εἰρήνη ὑμῖν ἀπὸ τῶν πολεμίων παθῶν».
Ἡ ἔλευση τῆς Χάριτος τοῦ Παρακλήτου συνιστᾶ μετοχὴ στὴν ζωὴ τοῦ καινοῦ αἰῶνος τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν νοητὴ αὐτὴ χώρα τῆς ψυχῆς, ὁ ἥλιος ποῦ λάμπει εἶναι τὸ Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεται τὸ παράκλητον καὶ πανάγιον Πνεῦμα καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη εἶναι ὁ Χριστός, τὸ Φῶς ἐκ τοῦ Φωτὸς τοῦ Πατρός. Ἐνδεδυμένος πλέον ὁ πιστὸς τὸν οὐράνιο κόσμο τῶν ἀρετῶν ἀναβοᾶ: «ἀγαλιάσθω ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίω, ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης, ὡς νύμφην κατεκόσμησέν με κόσμῳ». Τότε,«ὃν τρόπον εὐφρανθήσεται νυμφίος ἐπὶ νύμφῃ, οὕτως εὐφρανθήσεται Κύριος»μὲ τὴν ψυχὴ ἡ ὁποία «ὡς λαμπὰς καυθήσεται» γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀκτινοβολώντας «ὡς φῶς τὴν δικαιοσύνην του».
Χρυσοστόμου μοναχοῦ Διονυσιάσου,
Θεὸς Λόγος καὶ ἀνθρώπινος λόγος,
Οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς στὴν πατερικὴ ἀνθρωπολογία,
Ἅγιος Ὄρος 1998, σελ. 284-285.