.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μια συγκινητική δημόσια - ομαδική Εξομολόγηση 120 ανθρώπων μέσα στο δάσος…

Γράφει η Ελένη Κούκου:

«Την άλλη μέρα, μετά τη στρατοπέδευση, ο ιερεύς [π. Αχίλλειος, στον πόλεμο του ‘40] προχώρησε μοναχός στο εσωτερικό του πυκνού δάσους. Με κόπο δρασκέλιζε τους θάμνους και τα χαμόδεντρα, για να βαδίζει.

Είχε προχωρήσει αρκετά, όταν στάθηκε απότομα έκπληκτος, σαν τον εξερευνητή που ανακαλύπτει ξαφνικά στην έρημο χώρα ανθρώπους: Αρκετοί στρατιώτες φρουρούσαν την αρχή του δάσους απ’ την αντίθετη πλευρά.

Δυνατές κραυγές χαράς και εκπλήξεως βγήκαν απ’ τα στήθη τους κι έτρεξαν όλοι με πηδήματα, να τον προϋπαντήσουν. Ήταν 120 Αιτωλοακαρνάνες εύζωνοι όλοι τους γεροδεμένα παλληκάρια.

– Παππούλη, απ’ το Μεσολόγγι έχουμε να δούμε παπά. Τι χαρά μας έδωσες μεσ’ τη μοναξιά μας!… έλεγαν.

Κάθισε κοντά τους πάνω στα βρεγμένα χορτάρια και τους μίλησε με λόγια τονωτικά. Όλοι ζήτησαν να εξομολογηθούν, να κοινωνήσουν.

– Πόλεμος είναι παππούλη. Τώρα ζούμε κι έπειτα από μια ώρα πεθαίνουμε.

Η ώρα, όμως ήταν περασμένη .Δεν μπορούσε να τους εξομολογήσει όλους έναν–έναν. Έπρεπε να γυρίσει στο σύνταγμά του πριν πέσει το σκοτάδι. Ούτε πάλι ήθελε ν’ αφήσει κανένα παραπονεμένο.

Μπροστά στην ανάγκη συλλογίστηκε ένα άλλο τρόπο: Κάθισαν όλοι γύρω του. Ο ιερεύς ρωτούσε για ένα αμάρτημα και, όσοι ήσαν ένοχοι, απαντούσαν καταφατικά. Οι ανένοχοι σιωπούσαν.

Μεσ’ στην ερημιά του πυκνού δάσους, με υπόκρουση το μακρινό βουητό των κανονιών, ήταν κάτι βαθειά συγκινητικό η δημόσια αυτή εξομολόγηση 120 στρατιωτών, που ποιος ξέρει για πόσους θα ήταν και η τελευταία της ζωής τους.

Ακόμη, όμως συγκινητικότερο ήταν όταν πλησίασαν, έπειτα από σύντομη ακολουθία της Μεταλήψεως, να λάβουν απ΄το χέρι του ιερέως, εκεί κάτω απ’τα δένδρα, σαν τελευταίο εφόδιο, αφού περίμεναν το θάνατο, τον Άρτο της ζωής. 

Όταν τέλειωσε η απλή κι απέριττος εκείνη ακολουθία, η τόσο κατανυκτική,ένας αλαλαγμός χαράς γέμισε την ατμόσφαιρα :

– Παππούλη, μας έσωσες. Παππούλη, σ’ ευχαριστούμε .

Αργότερα στην τρομερή οπισθοχώρηση, έμαθε ο ιερέας απ’ το λοχία εκείνου του λόχου των ευζώνων, ότι απ’τους 120 μοναχά οι 40 γλύτωσαν απ’ τη θύελλα του πολέμου.

Οι άλλοι 80 έμειναν ανάμεσα εκείνους που δεν θα γυρίσουν ποτέ …. Και ο ιερεύς δάκρυσε τότε στην ανάμνηση εκείνων των 120 ευζώνων, που κάποιο αόρατο χέρι τον οδήγησε μεσ’ στο έρημο δάσος για να τους δώσει το τελευταίο εφόδιο για την άλλη ζωή».

(βιβλίο: Ο Πατήρ Αχίλλειος, Θεοδώρου Δημακοπούλου σελ. 65, στο ΄Η Εξομολόγηση αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 240-242)