.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

“Βλέπω τι μας περιμένει, γι’αυτό πονάω”



Μάιος 1987

Περνούν τα χρόνια και τί δύσκολα χρόνια! Δεν τελειώνουν τα θέματα. Βράζει το καζάνι. Αν δεν είναι λίγο δυναμωμένος κανείς, πώς θα μπορέση να αντιμετωπίση μια δύσκολή κατάσταση;

Ο Θεός δεν έκανε ανεπρόκοπους ανθρώπους. Πρέπει να καλλιεργήσουμε το φιλότιμο. Αλήθεια, Θεός φυλάξοι, αν γίνη ένα τράνταγμα, πόσοι θα σταθούν όρθιοι; Πριν από τον πόλεμο του ’40 , στην Κόνιτσα, εκεί που είχα το μαραγκούδικο ήταν η αγορά και έφερναν οι χωρικοί καλαμπόκι, σιτάρι κ.λπ.

Μερικοί πλούσιοι -τί πλούσιοι, αυτοί δηλαδή που έπαιρναν κάποιους τόκους από τις Τράπεζες-, όταν πήγαιναν οι καημένοι οι χωρικοί το καλαμπόκι στην αγορά, για να το πουλήσουν, αυτοί το κλωτσούσαν με το πόδι και ρωτούσαν πόσο έχει. Όταν ήρθε ο πόλεμος και αναγκάσθηκαν να τα πουλήσουν όλα, «καλημέρα» έλεγε ο ένας, «έχεις καλαμπόκι;» ρωτούσε ο άλλος.

Γι’ αυτό τώρα να ευχαριστήτε τον Θεό για όλα. Κοιτάξτε να ανδρωθήτε. Σφιχτήτε λιγάκι. Βλέπω τί μας περιμένει, γι’ αυτό πονάω. Μην αφήνετε τον εαυτό σας χαλαρό. Ξέρετε τί τραβάνε αλλού οι Χριστιανοί; Στην Ρωσία μέσα στα κάτεργα. Τί δυσκολίες! Πού πνευματικά βιβλία! Αφήστε την Αλβανία. Δυστυχία! Δεν έχουν να φάνε. Ούτε Εκκλησίες άφησαν ούτε μοναστήρια.

Τα ονόματά τους τα άλλαξαν και αυτά, γιατί δεν ήθελαν να ακούγωνται χριστιανικά ονόματα. Και στην Αμερική ακόμη, οι Ορθόδοξοι είναι λίγοι, σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη, και ξέρετε τί τραβάνε; Να μην υπάρχη ορθόδοξη κοινότητα, να πηγαίνουν με το τραίνο ώρες μακριά, για να εκκλησιασθούν, να έρχωνται στο Άγιον Όρος να συμβουλευθούν για ένα θέμα! Είναι μεγάλη αχαριστία αυτό το χαλαρό πνεύμα που υπάρχει στην Ελλάδα.

Πόσους Αγίους θα παρουσιάση ο Θεός στα κράτη που υπήρχε κομμουνισμός! Μάρτυρες! Εκείνοι είχαν αποφασίσει τον θάνατο. Είχαν μεγάλες θέσεις και δεν συμφωνούσαν με τους νόμους, όταν ήταν αντίθετοι με τον νόμο του Θεού. «Δεν συμφωνώ σκοτώστε με, κλείστε με φυλακή», έλεγαν, για να μην παρασυρθούν και οι άλλοι. Εδώ πολλοί, χωρίς να ζορίζωνται, δείχνουν τέτοια αδιαφορία! Λίγο αν περνούσαν μια δυσκολία, έναν πόλεμο ή δύσκολα χρόνια, θα ήταν διαφορετικά.

Γιατί τώρα είναι σαν να μην συμβαίνη τίποτε. Είναι -πώς να το πη κανείς;- σαν ένας να έρχεται από την Αυστραλία με το αεροπλάνο την άνοιξη στην Ελλάδα και να φεύγη από ‘δω το φθινόπωρο για την Αυστραλία, οπότε φθάνει εκεί πάλι άνοιξη. Από άνοιξη σε άνοιξη, και χειμώνα δεν βλέπει δεν ξέρει ούτε τί γίνεται τον χειμώνα ούτε από κακοκαιρίες ούτε τίποτε.
Γέροντα, πώς μπορούμε να βοηθήσουμε έναν άνθρωπο αδιάφορο;

– Να του βάλουμε την καλή ανησυχία, να τον προβληματίσουμε, για να θελήση ο ίδιος να βοηθηθή. Με το ζόρι δεν γίνεται. Πρέπει να διψάη ο άλλος, για να του δώσης να πιή νερό. Δώσε σε έναν που δεν έχει όρεξη, να φάη με το ζόρι θα το κάνη εμετό. Όταν ο άλλος δεν θέλη, δεν μπορώ να του στερήσω την ελευθερία, το αυτεξούσιο.

Από το βιβλίο ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β΄: «Πνευματική αφύπνιση», ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ