.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΟΤΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΘΕΛΕΙ...

Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα, που για ό,τι καλό της συνέβαινε, με το παραμικρό έλεγε «Δόξα τω Θεώ».

Κοντά της όμως ζούσε ένας πλούσιος, ο οποίος, κάθε φορά που περνούσε μπροστά από το σπίτι της, την άκουγε να λέει «Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε» και κάθε φορά τον εκνεύριζε. 

Ώσπου μια μέρα λέει στο υπηρέτη του: «Πήγαινε στην αγορά, πάρε δυο καρότσια τροφές και πήγαινέ τα σ’ αυτήν την γυναίκα. Και όταν σε ρωτήσει ποιος τα έφερε, να της πεις: ο διάβολος τα έφερε». 

Πράγματι λοιπόν την άλλη μέρα χτυπάει το κουδούνι τής γυναίκας και καθώς ανοίγει, βλέπει τα δυο καρότσια με τα τρόφιμα και τον υπηρέτη από πίσω.

«Α, δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε», λέει εκείνη λάμποντας από χαρά.
«Δεν θέλετε να μάθετε, ποιος σας έφερε τα τρόφιμα;», ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης… 

«Όχι, παιδί μου, δεν έχει σημασία. Όταν ο Θεός θέλει, ακόμη και ο διάβολος τον υπηρετεί!», είπε η γυναίκα και μπήκε μέσα χαρούμενη με τα καρότσια.