Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με την απλότητα που μιλούσε στος ιεραποστολικές περιοδείες του λέει στην Τέταρτη Διδαχή του: «Αν αγαπάτε τους αποθαμμένους, κάμνετε ό,τι ημπορείτε δια την ψυχήν των∙ συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστείας, προσευχάς ελεημοσύνας».
Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας το κυριότερο που συνιστούν για την ανάπαυση των κεκοιμημένων μας είναι να μνημονεύονται τα ονόματά τους κατά την τέλεση του αγιωτάτου Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Αυτή την τάξη η Εκκλησία την τηρεί «από περάτων μέχρι περάτων», «βεβαίως και λίαν αναντιρρήτως» μέχρι σήμερα και θα τη συνεχίζει μέχρι «της του κόσμου λήξεως». Οι άγιοι Απόστολοι δεν τη θέσπισαν απλώς και ωςέτυχε. «Η απλανής θρησκεία των χριστιανών» δεν παρέλαβε τίποτε το μη ωφέλιμο, αλλά όλα είναι «επωφελή και θεάρεστα και λίαν ονησιφόρα (πολύ ωφέλιμα) και σωτηρίας μεγίστης πρόξενα», παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, ΕΠΕ 4, 156).
Δική μας φροντίδα είναι να ετοιμάζουμε ζυμωτό πρόσφορο, τυλιγμένο σε καθαρή λευκή πετσέτα, και να το πηγαίνουμε στην Εκκλησία μαζί με τα μνημονεύματα. Στο ένα χαρτάκι που έχει την ένδειξη «υπέρ αναπαύσεως» και το σταυρό γράφουμε σε γενική πτώση τα ονόματα των κεκοιμημένων και στο άλλο χαρτάκι που έχει την ένδειξη «υπέρ υγείας» γράφουμε τα ονόματα των ζώντων. Είναι τα λεγόμενα δίπτυχα.
Στην Ακολουθία της Προσκομιδής ο λειτουργός ιερέας εξάγει μερίδες για τα ονόματα των ζώντων και κεκοιμημένων που δίδονται προς μνημόνευσιν. Στη θεία Λειτουργία μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και το «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου…»απευθύνει μία σειρά ικετευτικών δεήσεων υπέρ όλων των πιστών, κάνοντας αρχή από τη μνημόνευση του τιμίου Προδρόμου, των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων, του αγίου που επιτελούμε τη μνήμη του, κι αμέσως κατόπιν προσθέτει: «Μνήσθητι, Κύριε, πάντων των κεκοιμημένων επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου».Κατόπιν μνημονεύει τα ονόματά τους, βοηθούμενος και από τον διάκονο, και στο τέλος κατακλείει τη θερμή δέηση λέγοντας: «Και ανάπαυσον αυτούς, ο Θεός, όπου επισκοπεί το φως του προσώπου σου».
Μετά τη θεία Κοινωνία των πιστών, κατά τη «συστολή», ο λειτουργός ιερέας τοποθετεί μέσα στο άγιο Ποτήριο όλες τις μερίδες των ζώντων και των κεκοιμημένων που είχαν μνημονευθεί στην Ακολουθία της Προσκομιδής, «μετά φόβου και πάσης ασφαλείας, ώστε μηδέ κόνιόν τι άγαν λεπτότατον εκπεσείν ή καταλειφθήναι ποσώς εκείσε» (με πολλή επιμέλεια και προσοχή, για να μην παραπέσει το παραμικρό ψιχουλάκι ή παραλειφθεί καμιά μερίδα), προφέροντας τους λόγους: «Απόπλυνον, Κύριε, τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τω Αίματί σου τω Αγίω∙ πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων σου των Αγίων. Αμήν.»
Καθώς εμβάπτονται οι μερίδες αυτές στο Αίμα του Κυρίου, παίρνουν δύναμη, χάρη, ευλογία, αγιασμό. Το Αίμα του Κυρίου μεταδίδει της θεία Χάρη στις ψυχές εκείνων για τους οποίους προσφέρθηκε. Η κάθε μερίδα «εισκομισθείσα τω ποτηρίω, ενούται τω αίματο. Διό και τη ψυχή, υπέρ ου προσήχθη, παραπέμπει την χάριν», παρατηρεί ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης(Περί του ναού και της θείας Μυσταγωγίας, P.G. 155,748).
Τον αγιασμό που μεταδίδει η θεία Κοινωνία τον καρπούνται και οι ζωντανοί και οι κεκοιμημένοι. Ο Χριστός μεταδίδει τον εαυτό Του όχι μόνο στους ζωντανούς αλλά και «στους κεκοιμημένους με τον τρόπο που Αυτός γνωρίζει», παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Την αλήθεια αυτή την αναλύει διά πολλών ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αγιότατο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας τελείται και για τους πεθαμένους και για τους ζωντανούς, αγιάζει και τους μεν και τους δε. Σε καμία περίπτωση δεν είναι κατώτεροι οι κεκοιμημένοι από τους ζωντανούς. Από μερικές πλευρές είναι και ανώτεροι, διότι δεν αμαρτάνουν, ενώ εμείς αμαρτάνουμε καθημερινά, όσο ζούμε και αναπνέουμε (Ερμηνεία εις την θείαν Λειτουργίαν, ΜΓ’, ΕΠΕΦ 22, 200-214).
Είναι πολύ μεγάλη τιμή να μνημονεύονται οι κεκοιμημένοι μας κατά την τέλεση των φρικτών Μυστηρίων! «Μεγίστη τιμή το μνήμης αξιωθήναι»! Δεν θεσπίστηκε από τους αγίους Αποστόλους να γίνεται αυτό χωρίς λόγο, παρατηρείο Ιερός Χρυσόστομος.Γνώριζαν πόσο πολύ είναι το κέρδος που προκύπτει από τη μνημόνευση, πόσο μεγάλη η ωφέλεια! «Ίσασιν αυτοί πολύ κέρδος γινόμενον, πολλήν την ωφέλειαν». Διότι όταν ολόκληρος λαός στέκεται με τα χέρια υψωμένα και όλο το ιερατείο, «όταν γαρ εστήκη λαός ολόκληρος χείρας ανατείνοντες, πλήρωμα ιερατικόν», και βρίσκεται στο μέσον η φρικτή θυσία, «και προκέηται η φρικτή θυσία», πως έιναι δυνατόν να μην κάμψουμε με τη θερμή ικεσία μας τον άγιο Θεό να γίνει ίλεως υπέρ αναπαύσεως των προσφιλών κακοιμημένων μας; «πως ου δυσωπήσομεν τον Θεόν υπέρ τούτων παρακαλούντες;» (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την προς Φιλιππησίους Ομιλία Δ’, ΕΠΕ 21,440).
Και σ’ άλλη ομιλία που προσθέτει ο χρυσορρήμων Πατήρ: Δεν θεσπίστηκαν τυχαίως αυτά, ούτε ματαιοπονούμε, όταν μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους μας κατά την τέλεση των φρικτών Μυστηρίων∙ «ου γαρ απλώς ταύτα επινενόηται, ουδέ εική μνήμην ποιούμεθα των απελθόντων επί των θείων μυστηρίων». Διότι την ιερή εκείνη στιγμή οι κεκοιμημένοι μας βρίσκονται πλάι στον Αμνό, που σήκωσε επάνω Του όλες τις αμαρτίες του κόσμου, και μνημονεύονται, για να έλεθει και σ’ αυτούς η θεία παρηγορία και ανάπαυση,«ίνα τις εντεύθεν αυτοίς γένηται παραμυθία». Να μην κουρασθούμε λοιπόν να βοηθούμε αυτούς που έφυγαν από την παρούσα ζωή, αλλά να προσφέρουμε υπέρ αυτών τη θεία Ευχαριστία. (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την Α΄ προς Κορινθίους Ομιλία ΜΑ΄, ΕΠΕ 18Α, 692).
Την ανάπαυση, την ωφέλεια, την αγαλλίαση που αισθάνονται οι ψυχές των κεκοιμημένων την ώρα που μνημονεύονται τα ονόματά τους στη θεία Λειτουργία δεν μπορεί ανθρώπινη γλώσσα να την εκφράσει. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων γράφει στις Κατηχήσεις του ότι «μεγίστην όνησιν» (πολύ μεγάλη ωφέλεια) δέχονται οι ψυχές εκείνων για τους οποίους γίνεται δέηση, «της αγίας και φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας» (τη στιγμή αυτή που προσφέρεται η αγία και τόσο φρικτή θυσία της θείας Ευχαριστίας) (Ε΄ Μυσταγωγική Κατήχησις, ΕΠΕ 2,384).
Αλλά και για ένα δεύτερο λόγο πάρα πολύ ωφελούνται οι κεκοιμημένοι μας, όταν μνημονεύονται τα ονόματά τους κατά την τέλεση των φρικτών Μύστηρίων.Διότι η μνημόνευσή των ονομάτων τους γίνεται εκ συμφώνου απ’ όλη την Εκκλησία. Κι όλοι γνωρίζουμε πόσο μεγάλη δύναμη έχει η προσευχή που αναπέμπεται στον Θεό από το σύνολο της Εκκλησίας. «Μεγάλη της ευχής η δύναμις της εν εκκλησία από του δήμου συμφώνως αναφερομένης εστί», παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος (P.G. 56,182).
Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι και κάθε άλλη προσφορά μας υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων τη δέχεται ο Θεός. Αλλά καμιά δεν αντικαθιστά την προσευχή της Εκκλησίας στη θεία Λειτουργία υπέρ αναπαύσεως των «επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου κεκοιμημένων» αδελφών μας.
Πηγή: «Η φροντίδα μας για τους κεκοιμημένους», Αβραάμ Μ. Κοκάλη, Εκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», Αθήναι 2012