Ο αγαπητός π. Βασίλειος Βολουδάκης, στο νέο του άρθρο το πολύ εντυπωσιακό συνάμα και “επικοινωνιακό τρικ”: “Η ΠΕΡΙΛΑΛΗΤΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΕΘΑΝΕ ΚΑΙ ΕΤΑΦΗ”, αναφέρεται σε μία σύνοδο προ πολλού πεθαμένη και αδόξως ενταφιασμένη η οποία μάλιστα “όζει πολυήμερη”…
Συμφωνούμε απολύτως. Μα δεν είναι το θέμα εκεί. Δυστυχώς δεν μας λέγει την αλήθεια ο π. Βασίλειος… Η “πεθαμένη και θαμμένη” Σύνοδος δεν είναι ξεκάρφωτη ούτε “τυχάρπαστη” και περιθωριακή…. Έχει Οικουμενικό ΠΡΟΕΔΡΟ με Κανονολογικό Θεσμό και “πρεσβεία τιμής” κατοχυρωμένα από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο.
Το Ορθόδοξο Συνοδικό Σύστημα έχει Πρόεδρο εκάστοτε προεδρεύοντα. Η Εκκλησία της Ελλάδος και η Ιερά Σύνοδος έχει Πρόεδρο, έχει Προκαθήμενο. Αυτός εκπροσωπεί πληρεξουσίως όλους τους Μητροπολίτες και αυτοί δέχονται και προσυπογράφουν αυτή την εκπροσώπηση. Αυτοί με τη σειρά τους (και με τους Πρωτοπρεσβύτερους), εκπροσωπούν τους ιερείς και λαϊκούς. Ακόμη και τα μοναστήρια έχουν πρόεδρο, ηγούμενο ο οποίος εκπροσωπεί τους μοναχούς.
Ο ΙΕ’ Κανὼν της Αγίας, Αποστολικής ΑΒ´ Συνόδου, αναφέρεται σε Αποτείχιση-Απομάκρυνση από τον ΠΡΟΕΔΡΟ! “Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινά, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν ΠΡΟΕΔΡΟΝ κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες…..”
Δεν θα σταθώ στον περιεκτικό όρο “Πρόεδρος”, ο οποίος σε κάποιες Οικουμενικές Συνόδους υπήρξε η Πολιτική Εξουσία, ούτε πάλι θα σταθώ στον βαρυσήμαντο, κρισιμότατο και καθοριστικό όρο “διαστέλλοντες” ο οποίος δεν έχει καμία ανάγκη ερμηνείας, ειδικά για τον π. Βασίλειο (ο οποίος, δυστυχώς-δυστυχέστατα στο παρελθόν, εδήλωσε διπλωματικώς, ως οιδήμων σωστός και δεδοκιμασμένος, πως ο όρος “Αποτείχιση” είναι “αδόκιμος”) αλλά θα σταθώ με φιλαλήθεια, συνέπεια κι ευθύνη στον κατά πάντα υπεύθυνο όρο, ο οποίος μάλιστα όρος μας καθιστά όλους απολύτως υπευθύνους και αυτοκατακρίτους!
Είναι ο όρος “κοινωνία!”. “Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινά, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ἑαυτοὺς διαστέλλοντες…..”
Η Νομοκανονολογική αυτή διαστολή αποτελεί Θεαρχική διακοπή της Εκκλησιαστικής ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Ο όρος “κοινωνία” δεν πρέπει να εκληφθεί ως απλή επικοινωνία αλλά ως συγκοινωνία τέλεια-ενωτική, διακοινωνία δικαιοδοσιακή, ενσωμάτωση μυστηριακή, αλληλο-περιχώρηση εκκλησιολογική. Είναι η επ’ αόριστον αυτόματη και αυθύπαρκτη διαγραφή του συνειδητού ιερέως και πιστού λαϊκού (ο οποίος εκπροσωπείται από τον ιερέα) ως μέλους ενοριακού (και ΟΧΙ ως μέλους της Εκκλησίας του Χριστού διότι ο απομακρυνόμενος από αιρετικό ποιμένα ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ πιστά στην Διαχρονική Εκκλησία του Χριστού), είναι η δικαιωματική απάρνηση οποιασδήποτε πνευματικής πατρότητος του κηρύσσοντος αίρεσιν κατεγνωσμένην, όπως είναι βεβαιότατα η ΠΑΝ-αίρεση του Οικουμενισμού.
Οι Α΄ και Β΄ Θείοι και Ιεροί Κανόνες της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου προειδοποιούν και αναθεματίζουν: “Όποιος ενώθηκε (διά Μνημονεύσεως και Κοινωνίας) η πρόκειται να ενωθή με καταδικασμένους και εκτός Εκκλησίας ευρισκομένους αιρετικούς εγκαταλείποντας την Εκκλησία, εκπίπτει άμεσα της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και της ιερωσύνης!” Αναθεματίζονται Πνεύματι Αγίω «πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της Συνόδου εκβεβλημένοι, και ανενέργητοι υπάρχοντες» και «ήδη του επισκοπικού βαθμού απαλλοτριωθέντες» όπως κατακεραυνώνει ο Βαλσαμών (αφού τόσο πολύ θέλετε να τον επικαλείσθε), και μάλιστα προ Συνοδικής Διαγνώμης!
Από τη στιγμή που κάποιος, ιερέας ή λαϊκός, ασπάζεται κάποια αίρεση (έστω και θεωρητικώς) ή την κηρύττει δημοσίως χωρίς καμία αισχύνη (“γυμνή τη κεφαλή”), από την στιγμή που συμπροσεύχεται με αιρετικό, που τον αναγνωρίζει “επίσκοπο κανονικό” και τον Μνημονεύει λειτουργικώς εν πλήρη καταστολή από την Ωραία Πύλη, από τη στιγμή που ΚΟΙΝΩΝΕΙ μαζί του και αποδίδει συνοδικώς Εκκλησιαστικότητα στις αιρέσεις απωλείας, τότε αυτός μόνος (ή αυτοί ως σύνολο) αυτοστιγμή εκπίπτει άμεσα της κοινωνίας (δεν είναι πλέον Ορθόδοξος) και της ιερωσύνης (δεν είναι πλέον ιερεύς!).
Παρ’ όλον που η ιεροσύνη είναι ανεξάληπτη, ο αιρετικός ποιμήν εκπίπτει του δικαιώματος να λειτουργεί τα μυστήρια και οι Ορθόδοξοι Πιστοί δεν πρέπει να τον αναγνωρίζουν ως αληθινό ποιμένα αλλά να φεύγουν από αυτόν και να αποφεύγουν οποιαδήποτε κοινωνία με αυτόν.
Αντιθέτως, όταν οι Πρόεδροι των ιερέων ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΥΝ και ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ με αιρετικούς επισκόπους, όταν οι Προκαθήμενοί τους ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ με δεδηλωμένους και βλασφήμους Αιρεσιάρχες, τότε ιερείς και λαϊκοί γίνονται συγκοινωνοί: «Άνωθεν γαρ η του Θεού Ορθόδοξος Εκκλησία· την επί των αδύτων Αναφοράν (Μνημόνευσιν) του ονόματος του Αρχιερέως,συγκοινωνίαν τελείαν εδέξατο τούτο. Γέγραπται γαρ εν τη εξηγήσει της Θείας Λειτουργίας, ότι αναφέρει ο Ιερουργών το του Αρχιερέως όνομα, δεικνύων και την προς το υπερέχον (δογματικήν πίστεως) υποταγήν, και ότι κοινωνός εστίν αυτού, και πίστεως και των Θείων Μυστηρίων διάδοχος……… ὁ γάρ αἱρετικόν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι· καί ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας»(Ἐπιστολή Ἁγιορειτῶν πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, εἰς:Δοκίμιον Ἱστορικόν Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, ἐκδ 1896, σελ 97-107)
Δεν τους κάνουμε αιρετικούς λοιπόν, εμείς οι λαϊκοί. Οι αιρετικοί δεν γίνονται αιρετικοί μόνο με απόφαση Συνόδου, αλλά πρωτίστως από μόνοι τους καθίστανται “αυτοκατάκριτοι”, αυτομάτως, αυτοστιγμή! «Αιρετικόν άνθρωπον, μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος» (Τίτου Γ΄ 10-11). Δεν λέγει ο Απόστολος “περιμένετε πρώτα να καταδικαστούν ως αιρετικοί από σύνοδο και μετά παρατείστε τους” ούτε ο ίδιος αναφέρεται σε “αιρετικόν άνθρωπον διά συνοδικής αποφάσεως” αλλά “αιρετικόν άνθρωπον” σκέτο. Απλό και λογικό.
Ο Μέγας Αθανάσιος εντοπίζει το θέμα στην ορθή του βάση και εκεί βρίσκεται η όλη αλήθεια και ουσία της ΕΝΟΧΗΣ και αυτοκαταδίκης όλων όσωνκοινωνούν με ακοινωνήτους: «Καὶ ἐὰν κάποιος ὁμολογεῖ μεν τὴν ὀρθὴ πίστη (ιερέας, πνευματικός, γέροντας) ἀλλὰ ΚΟΙΝΩΝΕΙ μὲ αὐτούς (τους αιρετικούς), νὰ τὸν προτρέπετε νὰ σταματήσει νὰ τὸ κάνει· κι ἂν δεχτεῖ τὴν σύστασή σας νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό (όχι πλέον πνευματικό). Ἂν όμως ἐπιμένει, νὰ τὸν ἐγκαταλείπετε. Ἔτσι θὰ διατηρήσετε τὴν καθαρὴ πίστη καὶ ἐκεῖνοι βλέποντάς σας θὰ ὠφεληθοῦν» (Μ. Ἀθανασίου, Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι, P.G. 26, 1188ΒC).
Εφ’ όσον λοιπόν και εσείς ΚΟΙΝΩΝΕΙΤΕ μαζί με αυτούς που καταδικάζετε με άρθρογραφίες, επιστολές, “αποτιμήσεις”, λογο”κρισίες” και τον εν γένει ανούσιο, ανόσιο κι’ αναποτελεσματικό ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟ, τότε ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ συναποθανείσθε και συνθάπτεσθε τη σεσηπωμένη συνόδω αυτή!
Αγαπητοί ιερείς και καθηγητές,
σας παρακαλώ με αγάπη Χριστού και ανυπόκριτο σεβασμό προς το εντιμότατο πρόσωπό σας, ΜΗΝ προσπαθείτε να εφεύρετε δικούς σας άλλους νέους τρόπους, μεθόδους και οδούς απομακρύνσεως από τους αιρετικούς ποιμένες!
Την ΜΙΑ και Μόνη Οδό την υποδεικνύει σε όλους μας η ΟΔΟΣ ο Χριστός:“ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν” (Ιωάν. ι’ 5). ΦΕΥΞΟΝΤΑΙ!
Την υποδεικνύουν οι Άγιοι Απόστολοι: «Ώσπερ γαρ τω καλώ ποιμένι το μη ακολουθούν πρόβατον λύκοις έκκειται εις διαφθοράν. Ούτω τω πονηρώ ποιμένι το ακολουθούν πρόδηλον έχει τον θάνατον ότι κατατρώξεται αυτό. Διόφευκτέον από των φθορέων ποιμένων” (Αποστ. Διαταγαί Β΄ ιθ΄). ΦΕΥΚΤΕΟΝ!
Την υποδεικνύουν οι Άγιοι Πατέρες: «Αιρετικός εστίν ο ποιμήν; λύκος εστίν. Φεύγειν εξ αυτού και αποπηδάν δεήσει μην απατηθήναι προσέλθειν καν ήμερον αυτού παρισαίνειν δοκεί, φύγε την κοινωνίαν και την προς αυτόν ομιλίαν ως ιόν όφεως» (Μέγας Φώτιος). ΦΕΥΓΕΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΠΗΔΑΝ. ΦΥΓΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ.
Εσείς όμως, αντιθέτως, μας υποδεικνύετε να ΜΗΝ ακούμε το Χριστό, τους Αποστόλους και τους Πατέρες! Μας υποδεικνύετε ΝΑ ΜΗΝ φεύγουμε αλλά να κοινωνούμε για να μολυνθούμε, να συναποθάνουμε και να συνθαφτούμε! Εμείς τώρα, ΠΟΙΟΝ ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ;;; Να ακούσουμε το Χριστό ή εσάς τους συνταφέντες τη σεσηπωμένη Συνόδω διά του αυτού μολύσματος της κοινωνίας μετά ακοινωνήτων εν τω αυτώ κεκονιαμένω τάφω τω οικουμενιστικώ;;;
Κι αν είναι ο λόγος μου σκληρός, γίνεται με αγάπη! Φωτιά και σίδηρος η αγάπη, λάβα που καίει την σεσηπωμένη σας πληγή. Σας αφιερώνω τον εικοστό στίχο από τις Αντιπαπικές Διδαχές του Ηλία Μηνιάτη:
“Ελπίζω ο λόγος μου αυτός να σας φαίνεται πολλά σκληρός! Κοντάρι οξύ όπου σας λαβώνει την καρδίαν – μα τι να κάνωμεν; Όταν είναι σεσηπωμένη η πληγή,δεν χρειάζονται μαλακτικά ελαφρά, μα χρειάζεται φωτιά και σίδηρος! Και εις την υπόθεσίν μας δεν χρειάζονται λόγια κολακευτικά και γλυκά, μα πίκρα και φοβέρα!”
“Κι’ ο άγιος φοβέρα θέλει!”
του Αποτειχισμενου απο τους φιλους των Αιρετικων και τους Αιρετικους Οικουμενιστας Θεολογου Νικολαου ΠΑΝΤΑΖΗ