ΚΡΑΥΓΗ ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ἤ ΠΑΡΑΦΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
(τῆς Συνόδου ἀποτελέσματα)
ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Γεώργιος Τζανάκης
«Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπικοὺς
καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας.
Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα.
Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια»
(Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης)
Ἔβλεπε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος, στὸν καιρό του, τὴν περιφρόνησι πρὸς τὰ οὐσιώδη συστατικὰ τοῦ βίου τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ συνεχῶς, μὲ τὸν τρόπο του ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων, ὅπου ἐδημοσιεύοντο τὰ διηγήματά του, σχολίαζε, διαμαρτυρόταν καὶ ἐπρότεινε τρόπους ἀντιμετωπίσεως.
Ἔβλεπε τὸν ξενισμό, τὸν πιθηκισμό, τὸ φράγκεμα τοῦ λαοῦ. Ἔβλεπε τὴν ἀνωτέρα τάξι, τοὺς πολιτικούς, τοὺς λογίους, τοὺς ἐπιστήμονες, τοὺς δημοσιογράφους νὰ περιφρονοῦν «ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι έγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν».
Ἔβλεπε τοὺς κληρικοὺς νὰ χάνουν τὴν θερμουργὸ πίστι καὶ«μηχανικῶς, ἀπροσέκτως, ραθύμως, καὶ ὡς ἀγγαρείαν τινὰ ἐκτελοῦντες τὰ τυπικὰ χρέη των», τοὺς ἐπισκόπους νὰ μετατρέπονται σὲ«νευρόσπαστα» –δηλαδὴ μαριονέτες– «τῶν πολιτικῶν», νὰ ἀσχολοῦνται μόνον μὲ τὶς τελετουργίες, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ζωή τοῦ λαοῦ.
Ἔβλεπε τὴν Σύνοδο «παραγνωρίσασα ὅλως τὸν ἀληθῆ αὐτῆς προορισμὸν καὶ θεωρήσασα ἑαυτὴν μέχρι τοῦδε ἁπλοῦν ἐργαστήριον δεσποτάδων καὶ παπάδων, οὓς στρατολογοῦσα συνήθως ἐκ τῆς κοινωνικῆς ὑποστάθμης, ἄνευ ἐλέγχου παιδείας καὶ ἠθικῆς, ἐξαποστέλλει αὐτοὺς οὐχὶ ὡς ποιμένας, ἀλλ’ ὡς λύκους βαρεῖς, μὴ φειδομένους τοῦ ποιμνίου τοῦ Κυρίου». Μὲ ἀποτέλεσμα «τὴν ἀθλίαν κατάστασιν».
Καὶ δὲν δίσταζε νὰ φωνάξει: «Τίς πταίει; Βεβαίως πρῶτον οἱ ἐπίσκοποι, εἶτα οἱ ἱερεῖς, καὶ τελευταῖος ὁ λαός».
Αὐτὰ στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου, τότε ποὺ ἔζησε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911).
«Καὶ ὅμως εὑρίσκονται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐκ τῶν ἡμετέρων τινές, τόσον ἐκφυλισμένοι, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!».
Ὡς ὀρθόδοξος, πνευματικὸς ἀπόγονος τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων (τῶν συκοφαντηθέντων ὡς «κολυβάδων»), ἔβλεπε τὰ κτυπήματα στὸ οἰκοδόμημα, τὶς πρῶτες ἀλλαγές, τὶς καινοτομίες, τοὺς πρώτους «ἐκσυγχρονισμοὺς» στὰ πλαίσια τοῦ νεοϊδρυθέντοςκράτους. Ἔβλεπε «τὰ κτυπήματα τῶν ξένων» ἀλλὰ καὶ τὴν ξενομανία τῶν ἡμετέρων.
Ἔβλεπε ὅτι: «Δὲν ἔπαυσαν τ’ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχονται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρνουν τ’ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν». Ἀλλὰ ἔβλεπε καὶ τοὺς «γραικύλους τῆς σήμερον» νὰ τὰ ἐνστερνίζονται καὶ νὰ θέλουν νὰ νοθεύσουν τὴν ζωή ἐπιβάλλοντάς τα.
Τότε ἔβλεπε ἐκεῖνα καὶ ἀγωνιοῦσε, καὶ ἐνίοτε ἀγανακτοῦσε καὶ ἔκρουε τὸν κώδωνα...
Τώρα, ἐδῶ, στὴν χώρα ἐτούτη –ὅπου ἡ ἐλευθερία εἶναι λέξις ποὺ περιγράφει μόνο τὴν δυνατότητα τοῦ κάθε ὑπονομευτὴ ἐντόπιου ἢ ξένου, τοῦ κάθε ἀλλοτριόφρονος, τοῦ κάθε ἐπιθυμοῦντος νὰ προπαγανδίσει, νὰ συκοφαντήσει, νὰ καταστρέψει ὁτιδήποτε ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ λαοῦ– τί θὰ ἔλεγε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος;
Τώρα ποὺ οἱ σταγόνες ποὺ ἔβλεπε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος ἔχουν γίνει ποτάμι βουερὸ ποὺ παρασέρνει τὰ πάντα στὸ διάβα του.
Τώρα ποὺ ὁ δηλητηριώδης ἑσπέριος ἄνεμος ἔχει γίνει τυφώνας ποὺ ξεθεμελιώνει ὅτι βρεῖ μπροστά του.
Τώρα ποὺ τὸ «ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν» ἔχει γίνει μόνιμη καὶ ἐπιθετικὴ πραγματικότης.
Τώρα ποὺ οἱ ταγμένοι φύλακες εἶναι ὑπάλληλοι τῶν ληστῶν.
Τώρα ποὺ οἱ ποιμένες ἔχουν γίνει λύκοι καὶ τρῶνε τὰ πρόβατα.
Τώρα, τί θὰ ἔλεγε καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος;
Ἄν ἀποροῦσε γιὰ τοὺς «τόσον ἐκφυλισμένους, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!» τί θὰ ἔλεγε σήμερον ποὺ ὅχι μόνον θαυμάζουν, ὄχι μόνον μιμοῦνται, ἀλλὰ φέρνουν μέσα στὴν Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία «τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας» καὶ μάλιστα διὰ «Συνοδικῆς» ἀποφάσεως!!!
Πόσο «ἐκφυλισμένοι» πρέπει νὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Τί εἴδους «ἐκφυλισμὸ» ἔχουν ὑποστεῖ;
Λέγει ὁ κυρ Ἀλέξανδρος: «Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπικοὺς καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας».
Τώρα ὄχι μόνον μιμούμεθα ἀλλὰ ταυτιζόμεθα. Γινόμαστε ἕνα. Καὶ μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ μὲ τοὺς Προτεστάντες. Εἴμαστε ἕνα. Ἀπομένει σιγὰ σιγὰ νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ καὶ ὁ λαός. Νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ, ὥστε νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ. Καὶ ἀρχή, τῆς τελευταίας φάσεως, εἶναι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Αὐτὰ φρονοῦν οἱ γραικύλοι τῆς σήμερον. Αὐτὰ ὑπογράφουν οἱ «δοκοῦντες ἄρχειν» τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ δὲν βλέπουν «τὴν Τουρκικὴ βία καὶ τὸν λατινικὸ δόλο». Κοπέλια τῶν Τούρκων καὶ κοπέλια τῶν Φράγκων. Πῶς νὰ καταλάβουν, οἱ ποιμένες αὐτοί, «τὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος, τὴν τότε καὶ τὴν διαρκῆ καὶ τὴν παντοτινήν!» ἀλλὰ καὶ «πόσον ἀπέχομεν ἡμεῖς νὰ τὴν ἐννοήσωμεν καὶ νὰ τὴν αἰσθανθῶμεν!»; Στὴν θέσι τῆς Ἑλλάδος βεβαίως, ἂς ἐννοήσωμεν καὶ τὴν θέσι τῆς Ὀρθοδοξίας, τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν. Τὴν θέσι τῆς μιᾶς καὶ μόνης κατὰ Χριστὸν πίστεως.
Τὸ δὲ ὀχληρὸ καὶ ἀσύληπτο ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς εἶναι τὸ ὅτι τὰ ἐντόπια φερέφωνα τῶν κεκραγμένων οἰκουμενιστῶν (αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιδιώκουν τὸν συμφυρμὸ μὲ κάθε αἵρεσι ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη θρησκεία προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθοῦν οἱ στόχοι τους ποὺ μόνον μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη δὲν ἔχουν σχέσι) ἀποκαλοῦν «προτεστάντες» ὅσους δὲν ἀποδέχονται, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξετάσεως, τὶς ἐνέργειες καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν γραικύλων τῆς σήμερον. Ἐνῷ ἀποδέχονται τὸν συμφυρμὸ μὲ τοὺς Προτεστάντες, ἀποκαλοῦν προτεστάντες αὐτοὺς ποὺ ἀντιδροῦν στὸν συμφυρμὸ αὐτόν. Καὶ ἀκοῦς «πνευματικὰ» πρόσωπα, ἱερεῖς, ἐπισκόπους, ἡγουμένους καὶ ἡγουμένες, νὰ λέγουν δημοσίως τέτοια λόγια.
Ἀλλὰ στὴν ἄθεη Ἑλλάδα τῆς σήμερον εἶσαι ὅ,τι δηλώσεις ἤ ὅ,τι φαίνεσαι. Ὁπότε, ὅποιος φορεῖ τὸ τίμιο ράσο, ἄνευ ἄλλης προϋποθέσεως, εἶναι «πνευματικὸ πρόσωπο», εἶναι «ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας» καί, τελευταίως, εἶναι «ἡ Ἐκκλησία». Ὅ,τι λοιπὸν λέγουν, ἤ ὅ,τι τοὺς λένε νὰ λέγουν, εἶναι «ἡ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας», ἀσχέτως ἄν εἶναι προδήλως ἀλλότριο ἤ καὶ ἐντελῶς ἀντίθετο μὲ ὅσα ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἁγίων της διδάσκει.
Βγαίνουν λοιπὸν οἱ «πνευματικοὶ» καὶ φασκιώνουν τὰ πνευματικὰ τους τέκνα (ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Παϊσιος) καὶ τὰ καθυσυχάζουν καὶ τὰ νανουρίζουν καὶ τοὺς λένε:
-μὴ μιλᾶτε,
-ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὴν Ἐκκλησία,
-δὲν θὰ ἀφήσει ὁ Θεός,
-ἔ, καὶ τί μποροῦμε νὰ κάνουμε;
-δὲν ξέρουν τόσοι ἐπίσκοποι καὶ τόσοι πατριάρχες;
-αὐτὰ ἔχουν ξαναγίνει στὸ παρελθόν, κλπ.
Ὅποιος, εὐλόγως, τολμήσει νὰ προβάλει τὴν παραμικρὴ ἀντίρρησι, εἶναι μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων, καὶ ἐπηρμένος, φανατικός, ὑπερορθόδοξος, ἐκκλησιομάχος, ἱεροκατήγορος καὶ ἐν τέλει, ἀπὸβλαμμένος ζηλωτής ἕως παράφρων...
Ἂς ἀναλογιστοῦν, ὅσοι διατηροῦν ἀκόμη τὴν ἱκανότητα νὰ σκέφτονται ὅτι, ἄλλο ἡ διοίκησι τῆς ἐκκλησίας καὶ ἄλλο ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλο ὑπακοὴ στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκλησία Του καὶ ἄλλο ὑπακοὴ στὰ πρόσωπα ποὺ ἀποτελοῦν τὴν διοίκησι τῆς ἐκκλησίας, ὅταν οἱ πράξεις καὶ ὁ λόγος τους εἶναι προφανῶς ἀντίθετα μὲ τὴν πράξι καὶ τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στὸν θρυλούμενο Ρασπούτιν ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; Στὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Βέκκο ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; Στὸν Ἄρειο ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός; (Μιλοῦμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀνῆκαν στὴν πνευματική τους δικαιοδοσία). Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, γιατὶ δὲν ἔκανε ὑπακοὴ σὲ κανένα ἐπίσκοπο, ὅταν νόθευσαν τὴν πίστη; Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, γιατὶ δὲν ἤθελε οὔτε στὴν κηδεία του νὰ παραστοῦν οἱ λατινόφρονες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Πατριάρχης, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς; (Ναί!, εἶναι ὁ ἅγιος ποὺ οἱ σημερινοὶ οἰκουμενιστὲς λένε ὅτι συμπροσευχήθηκε μὲ τὸν πάπα Ρώμης, γιὰ νὰ ἔχουν ἥσυχη τὴν συνείδησί τους μιὰ ποὺ οἱ ἴδιοι συναγελάζονται, συμπροσεύχονται, φιλοῦν τὸ χέρι τοῦ ποντίφικος καὶ τὸν ἀποκαλοῦν «ἁγιώτατον ἀδελφόν» –τὸ πότε καὶ γιατὶ συμπροσευχήθηκε δὲν μπαίνουν στὸν κόπο νὰ τὸ ψάξουν καὶ δὲν τὸ θεωροῦν ἀναγκαῖο, ἔχουν ἐξ ἄλλου λαμπροὺς καὶ φωτισμένους μὲ τὴν γνῶσιν τῆς Ἑσπερίας καὶ συνταξιοδοτηθέντας ἀπὸ τὰ Παπικὰ πανεπιστήμια θεολόγους, οἱ ὁποῖοι τοὺς παροχετεύουν τὰ νάματα τῆς θεολογίας τους).
Σήμερα, ὅποιος κάνει ἀδιάκριτη ὑπακοὴ σὲ ὅσα σχεδιάζει καὶ ἐκτελεῖ τὸ Φανάρι, θεωρεῖται ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὴν «μαρτυρικὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία» καὶ τὴν στηρίζει. Μόνον ποὺ οἱ σημερινοὶ ἔνοικοι τοῦ Φαναρίου, μᾶλλον ὑπήκοοι τῶν Ἀμερικάνων, καὶ ὅσων εἶναι πίσω τους, φαίνονται καὶ τοὺς γεωπολιτικοὺς σχεδιασμούς τους ἀσμένως ἐξυπηρετοῦν, παρὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐνδιαφέρονται. Οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια τους αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ μόνον οἱ ἐκ φύσεως ἢ προαιρέσεως τυφλοὶ καὶ κουφοὶ δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ ἐνίοτε μυρικάζουν τὸν κίνδυνο τῆς τρίτης Ρώμης, λὲς καὶ οἱ πρωτοκαθεδρίες καὶ οἱ «Ρῶμες» εἶναι ἡ οὐσία τῆς πίστεως.
Μὲ τὸ νὰ ἀποδέχονται τὸν Πάπα ὡς «πρῶτον» τῇ τάξει ἐπίσκοπο τῆς ἐκκλησίας (μαζί μὲ τὸ ἀλάθητό του καὶ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρέσεις του) ὁδηγοῦν εὐθέως ἐκεῖ ποὺ ὁδήγησε τὸ παραλήρημα τῶν εὐρωπαϊστῶν πολιτικῶν μας (δηλαδὴ τῶν «γραικύλων τῆς σήμερον») ὅτι «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν». Τώρα ποὺ ἡ Δύσι μᾶς χρησιμοποιεῖ κατὰ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ τὰ συμφέροντά της –ἀφοῦ μόνοι μας δηλώνουμε ὅτι τῆς ἀνήκουμε– πιστεύω νὰ μποροῦν νὰ νοιώσουν πλέον τί σημαίνει στὴν πράξι αὐτό.
Ὅταν ὁ «Πρῶτος», ὁ θρησκευτικὸς πλανητάρχης καὶ «ἀλάθητος», θὰ ἀποφασίζει «ἀλαθήτως» γιὰ τὴν πορεία τῆς Νέας Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας –τὴν πορεία ποὺ προετοιμάζει καὶ ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμβαρίου (τῶν «πάντων» ἑνότητα)– πρὸς τὴν Νέα Παγκόσμια Θρησκεία, αὐτὴν ποὺ ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ ἀποκαλοῦσε Νέα Θρησκεία τοῦ μέλλοντος –καὶ ποὺ πλέον φτάνει ἡ ὥρα νὰ γίνει Νέα Παγκόσμια Θρησκεία τοῦ παρόντος... – τότε ὅλοι αὐτοὶ ποὺ δὲν κατάλαβαν τί ἔγινε στὸ Κολυμπάρι– καὶ λένε: «Ἐγὼ δὲν κατάλαβα τίποτα, οὔτε τί ἔγινε, οὔτε τί ἀποφάσισαν. Ἄστο. Τελείωσε. Τί ἐπίδρασι ἔχει αὐτὸ στὴ ζωή, ἐξ ἄλλου; Τί ἄλαξε;»– τότε λοιπὸν θὰ καταλάβουν.
Ἂν μποροῦν πλέον νὰ καταλάβουν. Διότι ὁ «ἐκφυλισμός», ποὺ διέκρινε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος στοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ του, δὲν εἶναι κάτι στατικό. Εἶναι μία πνευματικὴ νόσος, ἕνα πνευματικὸ ἀλτσχάϊμερ, ποὺ δὲν σταματᾶ παρὰ μόνον ὅταν καταλάβει ὅλον τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταβάλλει σὲ ἕνα ἀσπόνδυλο δογματικὰ μαλάκιο, ὅπως ἐπιτάσει ἡ Νέα Ἐποχὴ στὴν ὁποία ζοῦμε.
Τότε ποιός θὰ μᾶς νουθετήσει, τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν καὶ κυλιομένους ὡς χοίρους στὸν βόρβορο τῆς αἱρέσεως καὶ καυχωμένους ταυτοχρόνως ὅτι εἴμεθα ὀρθόδοξοι, ποιμαίνοντες καὶ ποιμαινομένους;
Οὕτως ἤ ἄλλως, κατὰ τὸν κυρ Ἀλέξανδρο: «Ἄνθρωποι ἤ κοχλίαι, τὴν ίδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των».
19.9.2016
Γ. Κ. Τζανάκης
Ἀκρωτήρι Χανίων