Πῶς νὰ παρηγοροῦμε;
τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»
Σὰν κεραυνοὶ ξέσπασαν οἱ θλιβερὲς εἰδήσεις γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς περιουσίας καὶ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τῶν παιδιῶν τοῦ Ἰώβ. Ὅλα χάθηκαν τόσο ξαφνικὰ καὶ ἀπρόσμενα! Καὶ τώρα καθισμένος ἔξω ἀπὸ τὸ σπιτικό του ὁ θεοσεβὴς καὶ πιστὸς Ἰώβ, μὲ ἕνα κομμάτι ἀπὸ πήλινο δοχεῖο στὰ χέρια του προσπαθεῖ νὰ ἀνακουφίσει τὸν πόνο ποὺ τοῦ προκαλοῦν οἱ πληγὲς τῆς ἀσθένειάς του.
Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ ἄσχημα ποὺ μᾶς συμβαίνουν, σκέφτηκε ὁ Ἰώβ. Καὶ ὁ δίκαιος ἄνδρας τὰ δέχεται ὅλα μὲ πίστη καὶ ὑπομονή. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον» (Ἰὼβ α´ 21)· αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ μπροστὰ στὰ τόσα δεινά.
Κι ἐνῶ αὐτὸς δοξάζει τὸν Θεὸ μέσα στὴ θλίψη του, ἡ σύντροφος τῆς ζωῆς του τὸν κακίζει γι’ αὐτὴ τὴ στάση του. Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ σταθεῖ δίπλα του καὶ νὰ τὸν παρηγορεῖ στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες, μὰ ἐκείνη μιλᾶ σὰν ἄφρων, ἀνόητη γυναίκα. Τὸν παροτρύνει νὰ βλασφημήσει τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Θεοῦ καὶ σ’ Αὐτὸν νὰ ρίξει τὸ φταίξιμο ὅλης τῆς συμφορᾶς ποὺ τοὺς βρῆκε, προσθέτοντάς του ἀκόμη μεγαλύτερο πόνο. Ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία περίμενε νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ, νὰ σηκώσει μαζί του τὸν σταυρὸ τῶν θλίψεων, ἐκείνη γίνεται τώρα νέος πειρασμός.
Ἀκόμη καὶ οἱ φίλοι του Ἐλιφάζ, Βαλδὰδ καὶ Σωφὰρ ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν, τὸν πλήγωσαν καὶ τὸν ἀπογοήτευσαν. «Παρακλήτορας κακῶν» (Ἰὼβ ιϛ´ [16] 2) τοὺς χαρακτήρισε ὁ ἴδιος ὁ Ἰώβ. Διότι κάθισαν κοντά του ἑπτὰ μερόνυχτα καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν παρηγορήσουν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν «σὰν τὸν ὁρμητικὸ χείμαρρο ποὺ φεύγει καὶ ρίχνεται στὴ θάλασσα χωρὶς νὰ ποτίζει τὴν πεδιάδα, ἢ σὰν τὸ κύμα, ποὺ μόλις φανεῖ ἐξαφανίζεται», ὅπως γράφεται στὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ (ς´ 15).
Μόνος καὶ ἀπαρηγόρητος μένει ὁ πολύαθλος Ἰώβ. Ἐπαληθεύονται οἱ στίχοι τοῦ Ψαλμωδοῦ στοὺς ὁποίους τονίζεται ἡ ἀνάγκη αὐτὴ τῆς συμπαραστάσεως μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον». Περίμενα κάποιον νὰ μὲ συμπονέσει, καὶ δὲν φάνηκε κανείς· καὶ ἀναζήτησα κάποιους νὰ μὲ παρηγορήσουν καὶ δὲν βρῆκα κανένα (Ψαλ. Ξη´ [68] 21).
Δύσκολες οἱ ὧρες τοῦ πόνου, τῶν θλίψεων, τῶν ἀπροσδόκητων ἀσθενειῶν, τοῦ αἰφνίδιου θανάτου προσφιλῶν προσώπων. Ὧρες ποὺ ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι βοήθεια, συμπαράσταση, παρηγοριά.
Ἡ παρηγορία εἶναι χάρισμα. Μὲ πληρότητα μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὴ χαρίσει σ’ ὅσους πονοῦν. Αὐτὴ ἡ θεία παρηγοριά, ἡ οὐράνια παράκληση, εἶναι τὸ φάρμακο τὴν ὥρα τοῦ πόνου καὶ ὅσο πιὸ γρήγορα ἔλθει, τόσο πιὸ εὔκολα μαλακώνει ἡ ψυχὴ καὶ στηρίζεται. Ὡς ἄνθρωποι ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη καὶ τῆς ἀνθρώπινης συμπαραστάσεως, τῆς παρηγοριᾶς καὶ βοήθειας τῶν συνανθρώπων μας.
Ὅλοι μας τὴ θέλουμε καὶ ὅλοι ὀφείλουμε νὰ προσφέρουμε τὴν παρηγοριά μας στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας. Πῶς ὅμως; Κάποιες φορὲς προσπαθήσαμε, κάναμε ὅ,τι μπορούσαμε, μὰ ἀποτέλεσμα δὲν εἶχε ἡ προσπάθειά μας. Δὲν καταφέραμε νὰ διασκεδάσουμε τὸν πόνο τοῦ ἄλλου, ἢ καὶ προσθέσαμε ἴσως πόνο ἐπιπλέον μὲ τὶς φλυαρίες μας, μὲ τὰ πολλά μας λόγια, μὲ τὰ παραδείγματα ἀπὸ παρόμοιους δικούς μας πόνους. Ἄλλοτε σιωπήσαμε, ἐνῶ περίμεναν λόγια στηριγμοῦ οἱ ἄλλοι ἀπὸ μᾶς. Καταλάβαμε τότε πὼς τὸ νὰ παρηγορεῖς τὸν ἄλλον δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα. Εἶναι χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸν ἀπόστολο Βαρνάβα τὸν ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφὴ «υἱὸν παρακλήσεως» (Πράξ. δ΄ 36), δηλαδὴ ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ ἐνισχύει τοὺς ἄλλους.
Θέλει καρδιά, θέλει ἀγάπη ἡ παρηγοριά!
Πρωτίστως νὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὴ δυσκολία τοῦ ἄλλου. Νὰ βάλουμε τὸν ἑαυτό μας στὴ δική του θέση. Νὰ καταλάβουμε τὴν ἀγωνία του, τὴν ψυχολογία του τὴν ὥρα ἐκείνη. Πῶς θὰ θέλαμε νὰ μᾶς συμπεριφερθοῦν σὲ ἀνάλογη στιγμή; Μὴ τὰ θεωροῦμε εὔκολα ὁρισμένα πράγματα καὶ πιέζουμε ἢ μὲ ὕφος εἰδικοῦ ἐπιτιμοῦμε ἢ ἀναζητοῦμε τὶς εὐθύνες καὶ τὶς αἰτίες τῆς δοκιμασίας.
Σὰν τὸ καλάμι ποὺ τὸ σαλεύουν οἱ ἄνεμοι εἶναι ὁ ἄνθρωπος τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας. Θέλει στηριγμό, ὄχι ἔλεγχο καὶ ἐπιτιμήσεις. Ἂς τὸ κατανοήσουμε. Τὰ λόγια μας νὰ εἶναι λίγα καὶ οὐσιαστικά. Λόγια παρακλητικά, παρηγορητικά, λόγια ἐνθαρρυντικά, λόγια ἁπλὰ καὶ ἁπαλά, ποὺ θὰ ἁπαλύνουν τὸν πόνο καὶ θὰ ἐπουλώνουν τὶς πληγές.
Ὑπάρχουν καὶ στιγμὲς ποὺ συμπαραστεκόμαστε στὸν πάσχοντα ἀδελφό μας μὲ τὴ διακριτικὴ καὶ σιωπηλὴ παρουσία μας. Στὸν πόνο του ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ θέλει νὰ μείνει καὶ μόνος, νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ μιλήσει μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐκζητήσει τὸ ἔλεός Του. Ἡ σιωπηλή μας παρουσία λέει πολλά, δείχνει τὴν ἀγάπη μας, κι ἂς μὴ μιλᾶμε.
Οὐσιαστική, ἀληθινὴ παρηγοριὰ προσφέρει καὶ ἡ προσευχή μας. Ὅταν γίνεται μὲ πίστη, μὲ ἀγάπη, μὲ θέρμη ψυχῆς, ἔχει θαυμαστὰ ἀποτελέσματα. Ἀποροῦν πολλοὶ πῶς ἄντεξαν τὴν ὥρα τῆς σκληρῆς δοκιμασίας, πῶς σήκωσαν αὐτὸ τὸν σταυρό. Καταλαβαίνουν πὼς ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὴν προσευχὴ ποὺ οἱ ἄλλοι ἔκαναν γι’ αὐτούς. Αἰσθάνθηκαν τὴ δύναμή της καὶ κατόπιν εὐχαριστοῦν.
Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς φωτίζει γιὰ τὸ πῶς νὰ συμπαραστεκόμαστε στὶς ὧρες ποὺ πονοῦν οἱ ἀδελφοί μας καὶ ἂς ἐκδηλώνουμε πρόθυμα καὶ σωστὰ τὴν ἀγάπη μας.