.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Εντολή Κυρίου να μη σιωπούμε κάθε φορά που κινδυνεύει η πίστις». Αλοίμονο σ' αυτούς πού σιωπούν με πρόφαση ότι τάχα δεν είναι αρμόδιοι!



Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη

Ἐπιστολὴ ΠΑ'. Πανταλέοντι Λογοθέτη. (ΦΗ') ΡG 99, 1321 Α.
(Ἀπὸ ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ)

Ἑρμηνεία.
Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Ἄνοιξε τό στόμα σου διά νά ὁμιλήσης κι ἐγώ θά τό γεμίσω ἀπό τή χάρι μου. Ἐπειδή ἔκανες ὑπακοή στήν ἐντολή μου. Διότι εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωποῦμε κάθε φορά πού κινδυνεύει ἡ πίστις. Ἐπειδή λέγει νά ὁμιλῆς καί νά μή σιωπαίνης. Καί λέγει ἐπίσης ἡ Γραφή·ἐάν ὑποχωρήσης ἀπό φόβο, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σέ σένα. Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέγει· ἐάν σιωπήσετε ἐσεῖς θά φωνάξουν δυνατά οἱ πέτρες.
Ὥστε ὅταν πρόκειται διά ζητήματα πίστεως δέν ἐπιτρέπεται κάποιος νά πῆ. Ἐγώ ποιός εἶμαι διά νά ὁμιλήσω; Εἶμαι ἱερεύς; φυσικά ὄχι. Μήπως εἶμαι ἀξιωματοῦχος; οὔτε κι αὐτό βέβαια. Στρατιώτης; ἀπό ποῦ; Μήπως εἶμαι γεωργός; οὔτε καί αὐτό τό τελευταῖο. Εἶμαι ἕνας πτωχός πού μέ δυσκολία βγάζω τήν καθημερινή τροφή μου. Ἄρα λοιπόν δέν ὑπάρχει λόγος νά φροντίσω ἐγώ δι' αὐτήν τήν ὑπόθεσι.
Ἀλοίμονο σέ σένα πού σκέπτεσαι ἔτσι. Οἱ πέτρες θά φωνάξουν δυνατά καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀμέριμνος; Ἡ ἀναίσθητος φύσις ὑπάκουσε στόν Θεό καί σύ γίνεσαι φυγάς; Αὐτή ἡ φύσις, ἡ ὁποία δέν ἔχει ζωή, οὔτε θά κριθῆ ἀπό τόν Θεό, σάν νά φοβῆται τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ φωνάζει δυνατά, καί σύ ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φέρεις εὐθύνη καί θά κριθῆς κατά τήν δευτέρα παρουσία καί δι' ἕνα ἀργό λόγο, ἔστω καί ἄν εἶσαι ζητιάνος λέγεις μέ παραλογισμό. Ποιά φροντίδα πρέπει νά ἔχω ἐγώ δι' αὐτό τό θέμα;
Αὐτά δέσποτά μου, λέγει ὁ Παῦλος, τά μετέφερα στόν ἑαυτό μου καί στόν Ἀπολλώ γιά χάρι σας, ὥστε ἀπό ἐμᾶς νά μάθετε νά μήν ἔχετε φρόνημα διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἔχει γραφῆ. Ὥστε καί αὐτός ὁ πτωχός θά εἶναι ἀναπολόγητος κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἐάν τώρα δέν ὁμιλεῖ διά τά θέματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα θά κατακριθῆ καί μόνο δι' αὐτό. Καί βέβαια δέν θά ξεφύγη ἀπό τήν κρίσι καθένας ἀπό τούς ἀνωτέρους στά ἀξιώματα, μέχρι καί αὐτοῦ τοῦ βασιλέως. Σ' αὐτόν βέβαια θά εἶναι πολύ αὐστηρότερη ἡ κρίσις. Ἐπειδή ἔχει γραφῆ ὅτι οἱ ἄρχοντες θά ἐξετασθοῦν αὐστηρότερα. Καί ἀλλοῦ πάλι. Κρίσις αὐστηρά θά γίνη στούς ἰσχυρούς.
Νά ὁμιλῆς λοιπόν, κύριέ μου, νά ὁμιλῆς. Δι' αὐτόν τόν λόγο καί ἐγώ ὁ ταλαίπωρος ἐπειδή φοβοῦμαι τήν κρίσι ὁμιλῶ. Ὡμίλησε δέ τόσο ὥστε νά σέ ἀκούση καί ὁ βασιλεύς, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνήκεις σ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀξιώματα.

ΚΕΙΜΕΝΟ:
Τάδε λέγει Κύριος· Ἄνοιξον τό στόμα σου, καί πληρώσω αὐτό· ἀνθ' ὧν ὑπήκουσας φωνῆς μου. Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. Καί· Ἐάν ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Καί· Ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστεὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, Ἐγώ τίς εἰμί; Ἱερεύς; ἀλλ'οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καί οὐδ' οὕτως. Στρατιώτης; καί ποῦ; Γεωργός; καί οὐδ' αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καί αὐτός λαιλαπιστής; ὅ μή ἐψύχωται, μηδέ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικός οἱονεί τό πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καί σύ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπό Θεοῦ ἐν καιρῷ ἐτάσεως, καί περί ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν· Τίς μοι ἐν τούτῳ φροντίς; Ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησίν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτόν· καί Ἀπολλώ δι' ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τό μή ὑπέρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. Ὥστε καί αὐτός ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μή τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καί διά τοῦτο μόνον· μή ὅτι γέ τις τῶν ἐφεξῆς καθ'ὑπεροχήν, μέχρις αὐτοῦ τοῦ τό διάδημα περικειμένου· ᾧ καί ἀνυπέρβλητον τό κρῖμα· Δυνατοί γάρ δυνατῶς ἐτασθήσονται, φησί. Καί· Κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι. Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει. Διά τοῦτο κἀγώ ὁ τάλας δεδοικώς τό κριτήριον λαλῶ. Φθέγξαι ἕως τῶν θεοηχῶν ὤτων τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως· ἐπείπερ εἶ τῶν ὑπερεχόντων.