.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ένα πολύ σημαντικό ερώτημα έθεσε ο Κύριος προς τους μαθητάς του και ιδιαίτερα σήμερα προς όλους μας: «Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γής;» (Λουκ.18,8).

Δεν συγκλονίζεται λοιπόν η Ιεραρχία μας;


Με πόνο και οδύνη γράφονται οι γραμμές, που ακολουθούν. Δεν έχουμε την πρόθεση να ασκήσουμε κριτική και έλεγχο προς τους Ιεράρχες μας στο σύντομο αυτό σχόλιό μας, ποιοί άλλωστε είμαστε εμείς; Μόνο μια έκκληση προς την Ιεραρχία μας ας θεωρηθούν, όσα επακολουθούν, μιά κραυγή πόνου και αγωνίας ενός τελευταίου και αναξίου κληρικού της πολύπαθης πατρίδος μας.
Ένα πολύ σημαντικό ερώτημα έθεσε ο Κύριος προς τους μαθητάς του και ιδιαίτερα σήμερα προς όλους μας: «Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γής;» (Λουκ.18,8). Όταν ο Υιός του ανθρώπου έλθει κατά την Δευτέρα του Παρουσία, για να κρίνη τον κόσμο θα εύρη άραγε επί της γής ανθρώπους, που θα κρατούν και θα ομολογούν την Ορθόδοξη πίστη ανόθευτη και απαραχάρακτη από κάθε αίρεση και πλάνη; Και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος σ’ ένα λόγο του στην Δευτέρα Παρουσία, προσθέτει: «Ουαί τοις μιαίνουσι την αγίαν πίστιν ή τοις αιρετικοίς συγκαταβαίνουσιν».[1] Αλλοίμονο σ’ εκείνους που μολύνουν την αγία πίστη με αιρέσεις, ή συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς. 
Το παρά πάνω ερώτημα του Κυρίου καθώς και τον λόγο του οσίου Εφραίμ νομίζω, ότι συνεχώς θα πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών εμείς οι κληρικοί, ιδιαιτέρως όμως οι Ιεράρχες μας, που είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την καταπολέμηση και εξουδετέρωση των αιρέσεων. Θα πρέπει να αποτελούν αφορμή αυτοκριτικής, ένα καθρέφτη, μέσα στον οποίον θα καθρεφτίζουμε συνεχώς την πορεία της ποιμαντικής μας διακονίας, εάν και κατά πόσον μιμούμεθα και ακολουθούμε την ζωή και την διαγωγή των αγίων και θεοφόρων Πατέρων μας, στους αγώνες και τις θυσίες που εκείνοι έκαναν, για να καταπολεμήσουν τις αιρέσεις της εποχής των και να διαφυλάξουν ανόθευτη την Ορθόδοξη πίστη. Την πίστη δηλαδή αυτή, την οποία με καύχηση, φορώντας τα επίσημα άμφιά μας μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, ομολογήσαμε πριν από λίγες ημέρες την Κυριακή της Ορθοδοξίας: «Οι Προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η Χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρρύσωμεν…». 
Εκείνοι για να διαφυλάξουν αυτή την πίστη θυσίασαν θέσεις και εκκλησιαστικά αξιώματα, μητροπολιτικούς και πατριαρχικούς θρόνους, υπέστησαν εξορίες, διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, ή ακόμη θυσίασαν και την ίδια την ζωή τους.
Εκείνοι τότε έπραξαν το χρέος τους. Εμείς άραγε σήμερα πράττουμε το χρέος μας; Μιμούμεθα το παράδειγμά τους απέναντι στη σύγχρονη παναίρεση του Οικουμενισμού, την φοβερότερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών, την φοβερή αυτή θύελλα, που έχει σαρώσει τα πάντα, μη υπαρχόντων ικανών αντιστάσεων και απειλεί να κατεδαφίσει τα πάντα; Ή μήπως καθ’ όν χρόνον το σκάφος της Εκκλησίας κλυδωνίζεται επικίνδυνα, καθ’ ον χρόνον η θύελλα μαίνεται, καθ’ όν χρόνον η αίρεση επεκτείνεται καλπάζοντας, εμείς κοιμώμαστε αμέριμνοι, (εκτός βέβαια ελαχίστων εξαιρέσεων), μεριμνούμε και τυρβάζουμε περί πολλά επουσιώδη και δευτερεύοντα και παραθεωρούμε το πρώτο και αναγκαιότερο «ου εστί χρεία», δηλαδή την αποτελεσματική καταπολέμηση και εξουδετέρωση της αιρέσεως με την επίσημη συνοδική καταδίκη της, αλλά και εκείνων που την προωθούν; 
Δεν θα σχολιάσω τα πλείστα όσα αντορθόδοξα και βλάσφημα, σωρηδόν και επί καθημερινής βάσεως λέγονται και πράττονται επισήμως και γυμνή τη κεφαλή από την πλευρά των Οικουμενιστών, για τα οποία θα ήταν αρκετό και ένα μόνον από αυτά να προκαλέση την οργή και την αγανάκτηση των αγίων Πατέρων μας, αν ζούσαν σήμερα στην εποχή μας! Ναί, ας μην αμφιβάλουμε, Σεβασμιώτατοι αρχιερείς, ότι αν ζούσαν σήμερα οι άγιοι Πατέρες μας, προ πολλού θα είχαν συγκροτήσει, όχι μία και δύο, αλλά πολλές Συνόδους, στις οποίες θα είχαν καταδικάσει την παναίρεση αυτή και τα παρακλάδια της, καθώς και εκείνους που την εκφράζουν. Εγώ θα επισημάνω μια άλλη πλευρά του θέματος, εξ’ ίσου σημαντική και αξία, νομίζω, πολλής προσοχής. Το γεγονός δηλαδή, ότι ο πιστός λαός του Θεού και ικανός αριθμός ακαδημαϊκών διδασκάλων της Θεολογίας καθώς και μοναστικών αδελφοτήτων, έχουν ήδη αφυπνισθή και κινητοποιηθή εδώ και δεκαετίες και αγωνίζονται με όλες τις δυνάμεις των κατά της αιρέσεως. Θα παραθέσω ελάχιστα μόνον γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας, γεγονότα ιστορικής σημασίας, τα οποία μαρτυρούν την αγωνία του πιστού λαού του Θεού. Γεγονότα, τα οποία θα έπρεπε να αφυπνίσουν και να κινητοποιήσουν έστω και τώρα, να συγκλονίσουν κυριολεκτικά την Ιεραρχία μας και να την θέσουν πρό των ευθυνών της.
Τον Σεπτέμβριο του 2004 διοργάνωσε το τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και η «Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών» μεγάλο (πενταήμερο) Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο στην αίθουσα τελετών του Α.Π.Θ. με τίτλο: «Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις». 
Οι 57 εισηγήσεις των εκλεκτών ομιλητών του Συνεδρίου, μάς έδωσαν μιά πανοραμική εικόνα της αιρέσεως με όλες τις πλευρές και τις πτυχές της και με όλα τα διαδοχικά στάδια εξελίξεώς της, από την γένεσή της μέχρι των ημερών μας. Τα πολύτιμα συμπεράσματα και πορίσματα καθώς και τα Πρακτικά του Συνεδρίου έχουν εκδοθή σε ένα μεγάλο δίτομο έργο (1030 σελίδων) από τις εκδόσεις «Θεοδρομία» το 2008. Ωστόσο το ιστορικό αυτό γεγονός, το οποίο έχει ήδη καταγραφή στην νεότερη εκκλησιαστική μας ιστορία, δυστυχώς δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα στην Ιεραρχία μας. Διότι ενώ θα έπρεπε κυριολεκτικά να συγκλονίση τους Ιεράρχες μας, να τους προβληματίση και να τους πείση να ασχοληθούν επί τέλους συνοδικά και να πάρουν θέση απέναντι στην αίρεση, αυτοί το προσπέρασαν αδιάφοροι. Όπως με λύπη και απογοήτευση σημειώνει ο Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης στα προλεγόμενα των Πρακτικών: «Λυπούμαστε, γιατί η δυνατή φωνή του Συνεδρίου, που ακούστηκε τον Σεπτέμβριο του 2004 στην Θεσσαλονίκη, ενώ έφθασε στα αυτιά των εκκλησιαστικών ηγετών, δεν επέδρασε θετικά στο νου και στις καρδιές τους, ώστε να αλλάξουν την καταστροφική οικουμενιστική τους πορεία. Εξακολουθούν προκλητικά να συγχρωτίζονται και να συμπροσεύχονται με τους αιρετικούς, να τους εγκωμιάζουν και να τους ευλογούν μέσα σε Ορθόδοξους ναούς, να συνθέτουν ακόμη και εκκλησιαστικούς ύμνους, για να τους τιμήσουν, με θεολογικά δε κείμενα και δηλώσεις, αλλά και με την συγκρητιστική ασεβή συμπεριφορά τους, να αθετούν και να προσβάλλουν τα δόγματα και τους Ιερούς Κανόνες, τους οποίους όμως μετά ζήλου και αυστηρότητος επικαλούνται και εφαρμόζουν, για να στηρίξουν θρόνους και δικαιοδοσίες, ή για να τιμωρήσουν ζηλωτάς και ομολογητάς κληρικούς, μοναχούς και λαϊκους»[2].
Ένα άλλο σημαντικότατο γεγονός, που αποτελεί εξ’ ίσου μεγάλο σταθμό στην ιστορία του αντιαιρετικού αγώνος κατά του Οικουμενισμού, αποτελεί η έκδοση και κυκλοφόρηση του κειμένου «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού», που συνέταξε η «Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών» το 2009. 
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο», σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδικτύου και στην «Θεοδρομία», μεταφράσθηκε στην Αγγλική, Σερβική και Ρουμανική, τυπώθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και μοιράσθηκε δωρεάν στον ελληνικό λαό, ο οποίος έσπευσε όχι απλώς πρόθυμα, αλλά με ενθουσιασμό και με αισθήματα ανακουφίσεως να προσυπογράψη το περιεχόμενό της. Κυριολεκτικά το Ορθόδοξο πλήρωμα αγκάλιασε το ομολογητικό αυτό κείμενο, όπως αγκάλιασε στο γνωστό θαύμα η Αγία Ευφημία τον τόμο των Ορθοδόξων Πατέρων της Δ´ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και πέταξε στα πόδια της τον τόμο των Μονοφυσιτών. «Λίαν ηύφρανε τους Ορθοδόξους και κατήσχυνε τους κακοδόξους». Δεν ευφράνθηκαν όμως οι του Φαναρίου και οι οικουμενιστικοί κύκλοι της ελλαδικής Εκκλησίας από την «Ομολογία», αλλά ενοχλήθηκαν, εστενοχωρήθηκαν, καταισχύνθηκαν. Την «Ομολογία» υπέγραψαν περίπου 25.000 κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, πολλοί ηγούμενοι αγιορειτικών Μονών, πολλοί αρχιμανδρίτες ηγούμενοι Ιερών Μονών, πρωτοπρεσβύτεροι, ιερομόναχοι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί, μοναχές, θεολόγοι κ.ά. Δυστυχώς από τους επισκόπους της ελλαδικής Εκκλησίας μόνον τρεις μαχητές και ομολογητές Ιεράρχες, μπροστάρηδες στον αντιαιρετικό αγώνα υπέ- γραψαν, οι Σεβασμιώτατοι Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Αιτωλοακαρνανίας κ. Κοσμάς και Κυθήρων κ. Σεραφείμ. Με την υπογραφή τους οι παρά πάνω Ιεράρχες ταυτόχρονα επεσήμαναν την ανάγκη Συνοδικής καταδίκης του Οικουμενισμού. Δυστυχώς και πάλι η Ιεραρχία μας εκώφευσε στην κραυγή αγωνίας του κλήρου και του πιστού λαού του Θεού. 
Και ενώ τόσος θόρυβος έγινε και συνεχίζει να γίνεται γύρω από την αίρεση, τόσα άρθρα εγράφησαν, ημερίδες διοργανώθηκαν, βιβλία εκδόθηκαν κ.λ.π., η Ιεραρχία μας αρνείται πεισματικά να ασχοληθή Συνοδικά και να καταδικάση την αίρεση. Μόνο ένα σύντομο ανακοινωθέν περιορίσθηκε να εκδώση στην πέμπτη τακτική Συνεδρία της στις 16 Οκτωβρίου 2009, στην οποία συζήτησε το θέμα του Διάλογου με τους Παπικούς (για πρώτη φορά μετά 30 σχεδόν χρόνια Διαλόγου) και την «Ομολογία Πίστεως», πιεζόμενη από τα γεγονότα και ιδίως από επιστολή, που απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο, στην οποία ο Πατριάρχης μέμφεται με πολύ σοβαρές εκ- φράσεις την προσυπογραφή της Ομολογίας από πολλούς Αρχιερείς, ηγουμένους, κληρικούς και λαϊκούς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μεταξύ άλλων ο Πατριάρχης «συνοδική διαγνώμη» εκφράζει «τον έντονον προβληματισμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και καταγγέλλει την «Ομολογία Πίστεως» ότι «παραπλανά μέρος του πιστού λαού», οδηγεί σε «σχίσμα» όχι μόνο τους πιστούς, αλλά και την ίδια την Ιεραρχία και επιπλέον δημιουργεί προβλήματα στη επικοινωνία της Εκκλησίας της Ελλάδος με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες! Ο Οικουμενικός κατακλύει την επι- στολή του με την πρόσκληση στην Ιεραρχία «το ταχύτερον δυνατόν λάβη επισήμως θέσιν» και να καταδικάσει την «Ομολογία» και τους κληρικούς, που την υπέγραψαν «αναλογιζομένη τον κίνδυνον, τον οποίο εγκυμονεί διά την ενότητα της Εκκλησίας η επιδεικνυμένη ανοχή ή, ως αποδείκνυται, και υπό τινων εκ των επισκόπων αυτής ενθάρρυνσις, τοιούτων διχαστικών ενεργειών». Στην ανακοίνωσή της η Ιεραρχία έσπευσε να καθησυχάση τον λαό, (ουσιαστικά έκλεισε το θέμα), ότι «οι Ιεράρχες είναι φύλακες της Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως ομολόγησαν κατά την εις επί- σκοπον χειροτονία τους» το δε κείμενο «Ομολογία Πίστεως» εχαρακτήρισε «ως εκ περισσού».
Θα κλείσω (παραλείποντας πολλά άλλα για να μην μακρύνω τον λόγο), με ένα τρίτο πολύ θλιβερό και εξ’ ίσου συγκλονιστικό γεγονός. Γεγονός, το οποίο θα έπρεπε τουλάχιστον αυτή τη φορά να αφυπνίση και να προβληματίση επί τέλους την Ιεραρχία μας. Πρόκειται για την αποτείχιση ικανού αριθμού, λαϊκών κυρίως, πι- στών, οι οποίοι με δήλωσή τους εγνωστοποίησαν την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 2011 την αποτείχισή τους «από τους αιρετίζοντες επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εξ’ αιτίας και πάλιν του Οικουμενισμού. Όπως γράφουν στην δήλωσή τους: «Η παναίρεση (κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς) του Οικουμενισμού είναι μια κατάσταση υπαρκτή, που οι επίσκοποί μας αρνούνται να εξετάσουν και να καταδικάσουν συνοδικά. Είναι πρωτοφανές γεγονός στην δισχιλιετή ζωή της Εκκλη- σίας, η Ιεραρχία να σιωπά εν καιρώ αιρέσεως και να συμπορεύεται δεκαετίες με την αίρεση. Ως φυσική συνέπεια έρχεται η ραγδαία επικράτηση του Οικουμενισμού, η οποία αλλοιώνει τα Ορθόδοξα αισθητήρια του λαού, διαγράφοντας από τις συνει- δήσεις των χριστιανών-διά καθημερινών λόγων και πράξεών της-την Ορθόδοξη πα- ράδοση και εισάγοντας «νέα» δήθεν «οδό σωτηρίας», διάφορη από εκείνη των αγίων…Γνωστοποιούμε λοιπόν την απόφασή μας, να αποτειχιστούμε από τους κατά τόπους αιρετίζοντες επισκόπους και να μην έχουμε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, έως ότου καταδικάσουν Συνοδικά με λόγια και με έργα την αίρεση του Οικουμενισμού και τους αιρετικούς, που την υπηρετούν και την προωθούν».[3] Δεν πονά λοιπόν και δεν οδύρεται η Ιεραρχία μας πρό αυτού του τραγικού φαινομένου, δεν σπαράσσεται να βλέπη τα λογικά της πρόβατα να αποσχίζονται και να αποχωρίζονται από την μάνδρα της, σκανδαλιζόμενα από την στάση της; Πως προσπερνά το οδυνηρό και συγκλονιστικό αυτό γεγονός, σφυρίζοντας αδιάφορα; Πως αμελεί να πράξη το καθήκον της, το οποίον ας σημειωθή, προβλέπεται από τους ίδιους τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας; Συγκεκριμένα ο 37ος Αποστολικός Κανών λέγει τα εξής: «Δεύτερον τοῦ ἔτους Σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλη- σιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…».[4] Δηλαδή δύο φορές τον χρόνο να συγ- κροτείται Σύνοδος σε επίπεδο τοπικών Εκκλησιών, και να γίνεται λεπτομερής ανά- κρισις και εξέτασις μεταξύ των επισκόπων, των δογμάτων της πίστεως, έτσι ώστε να διαλύονται οι μεταξύ αυτών τυχόν παρουσιαζόμενες εκκλησιαστικές αντιλογίες, προκειμένου να διαφυλάσσεται η ειρήνη και η ενότητα της πίστεως. Εάν λοιπόν για απλές εκκλησιαστικές αντιλογίες προβλέπει ο Κανόνας Σύνοδο, σκεφθείτε τι θα προέβλεπαν οι συντάκτες του Κανόνος αυτού προκειμένου περί της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, η οποία χρονίζει εδώ και πολλές δεκαετίες. Η εν ΚΠόλει Σύνο- δος του 1836 επί των αειμνήστων Πατριαρχών ΚΠόλεως Γρηγορίου ΣΤ΄ και Ιερο- σολύμων Αθανασίου με συνοδική της απόφαση ορίζει τα εξής σχετικά με το θέμα αυτό: «Ταύτα εισίν [τα αντιαιρετικά μέτρα], άπερ εντόνως διορίζομεν εις τους αρχιερείς, τους υπό τω καθ’ ημάς αγιωτάτω, πατριαρχικώ, αποστολικώ, και οικουμενικώ θρόνω υποκειμένους, εντελλόμενοι εκκλησιαστικώς, ίνα επιμελώς και αγρύπνως εκτελεσθώσι, θεωρούντες ως έγκλημα καθοσιώσεως πάσαν περί τα τοιαύτα αμέλειαν ή αδιαφορίαν. Πολλώ δή μάλλον ο τοιούτος αρχιερεύς δεν θέλει αποφύγει την οργήν του Θεού και της Εκκλησίας, ως αμελών των ουσιωδεστέρων χρεών της ποιμαντορίας και γινόμενος εκουσίως και αναπολογήτως ένοχος της φθοράς της Ορθοδοξίας και του έθνους και της απωλείας του ποιμνίου του».[5] 
Ο δε Μέγας Αθανάσιος προσθέτει: «…οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. Χρὴ γὰρ πρώτον πάσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι».[6] Δηλαδή εδώ ο άγιος θεωρεί τα θέματα της πίστεως ως θέματα πρώτης προτεραιότητος, των οποίων η εξέτασις και επίλυσις θα πρέπει απαραιτήτως, να προηγείται οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.
Κατόπιν των ανωτέρω αμείλικτο τίθεται το ερώτημα: Ποιά άραγε απολογία θα δώσουμε, Σεβασμιώτατοι αρχιερείς, την ημέρα της κρίσεως προ του φοβερού βήματος του Χριστού για την αμέλειά μας αυτή; Τι έχουμε να φοβηθούμε; Μήπως μας καθαιρέσουν κάποια εκκλησιαστικά ρετιρέ; Τιμή και καύχημά μας, γιατί έτσι αξιωνόμαστε, να μιμηθούμε έστω και στο ελάχιστο τους αγίους Πατέρες μας. Ανά- δειξε Κύριε στους εσχάτους καιρούς, που μας επεφύλαξες να ζήσουμε, αξίους και αγίους και ομολογητές Ιεράρχες προς καταισχύνην της πλάνης και δόξαν της αγίας Σου Εκκλησίας, «ην περιεποιήσω διά του ιδίου Σου αίματος». Αμήν.

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.
Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς

[1] Αγίου Εφραίμ του Σύρου, Λόγος εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εν: Οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα, τομ Δ΄, Εκδ. «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992,σελ.26.
[2] Πρωτ. π. Θεοδώρου Ζήση, Εισαγωγικά προλεγόμενα, εν: «Οικουμενισμός, Γένεση, προσδοκίες διαψεύσεις», Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Εκδ. «Θεοδρομία», τομ΄. Α΄, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 12.
[3] «Η αποτείχιση Ορθοδόξων πιστών από τους αιρετίζοντες επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δήλωση αποτειχίσεως», Μάρτιος 2011, σελ.5,9.
[4] Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πηδάλιον, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.41.
[5] Της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1836 εγκύκλιος κατά των Διαμαρτυρομένων Ιεραποστόλων & 8 εν: Ιω. Ρωμανίδου, «Ορθόδοξος και Βατικάνειος Συμφωνία περί Ουνίας, Balamand, Λίβανος 1993», σελ. 525.
[6] ΕΠΕ 9,284