.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τρέλα και αφροσύνη!



Ποιοὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ τολμοῦν νὰ σταθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ ἐχθρικὲς διαθέσεις; 
Ποιοὶ εἶναι οἱ τόσο δυνατοί, ποὺ ἀποφασίζουν νὰ πολεμήσουν τὸν Παντοδύναμο; 
Ποιοὶ θεωροῦν τὸν ἑ­αυτό τους τόσο μεγάλο, ὥστε νὰ ζητοῦν νὰ καταργήσουν τὸν Ἄπειρο; Ποιοί;

Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε αὐτοί. Ναί! Οἱ μικροὶ καὶ ἀδύναμοι ἄνθρωποι κάποτε πολεμοῦμε τὸν ἄπειρο καὶ παντοδύναμο Θεό. Ὑψώνουμε ἀγέρωχοι τὴ γροθιά μας καὶ Τοῦ λέμε: Δὲν ὑπάρχεις! Γεμίζουμε τὰ ὅπλα μας καὶ σημαδεύουμε τὸν οὐρανό. Ὀργανώνουμε τὴ ζωή μας καὶ δὲν Τὸν καλοῦμε κοντά μας. Ψηφίζουμε τοὺς νόμους μας καὶ δὲν λαμβάνουμε ὑπόψη μας τὸν δικό Του αἰώνιο Νόμο. Παιδαγωγοῦμε τὰ παιδιά μας καὶ δὲν θέλουμε οὔτε νὰ ἀναφέρουμε τὸ ὄνομά Του. Φτιάχνουμε τὶς δικές μας λέσχες, ἑταιρεῖες καὶ κοινωνίες καὶ δὲν ἀνεχόμαστε νὰ ὑπάρχει ἡ δική Του θεανθρώπινη κοινωνία, ἡ ἁγία Του Ἐκκλησία. Τὴν πολεμοῦμε, δὲν θέλουμε νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνή της, δὲν δεχόμαστε νὰ ἐπηρεάζει τὴ ζωή μας, νὰ κρίνει τὸν κόσμο μας, νὰ ἐλέγχει τὴ συνείδησή μας.

Ὄχι! Ὄχι! Δὲν μοῦ χρειάζονται αὐτά. Δὲν Σὲ θέλω, Κύριε. Δὲν δέχομαι τὴν παρουσία Σου στὴ ζωή μου. Φύγε μακριά μου! Δὲν θέλω νὰ γνωρίζω τοὺς δρόμους Σου. «Ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰ­δέναι οὐ βούλομαι», ξεσπάει μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ ἀποτομία ὁ ἄφρων ἄν­θρωπος κάθε ἐποχῆς στὸν Πατέρα Θεό (Ἰὼβ ιδ΄ [14] 10).

Ἄνθρωπε, τί εἶπες; Πῶς μπορεῖς νὰ ζήσεις χωρὶς Αὐτὸν ἐσύ, ποὺ σ’ ἔπλασε ὁ Θεὸς μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ φροντίδα; Πῶς μπορεῖς νὰ Τὸν ἀγνοεῖς ἐσύ, ποὺ φέρεις τὴν εἰκόνα Του μέσα σου; Ἐσύ, ὁ προορισμένος νὰ ὁμοιάσεις μὲ τὸν Θεό, ποῦ θὰ φθάσεις, ἂν Τὸν πολεμεῖς; Ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία Του ἐπὶ τῆς γῆς γιὰ νὰ ζεῖς ἐκεῖ μέσα τὴν ἀναγέννησή σου, νὰ βρίσκεις τὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία σου, καὶ ἐσὺ τὴν πολεμεῖς; «Λῦσον τὸν πόλεμον, ἵνα μὴ καταλύσῃ σου τὴν δύναμιν»· σταμάτα τὸν πόλεμο, γιὰ νὰ μὴ σοῦ ἐξαφανίσει ὅλη τὴ δύναμη, τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καὶ συνεχίζει: Μὴν ἀ­νοί­γεις πόλεμο μὲ τὸν οὐρανό. Ἂν πολεμεῖς κάποιον ἄνθρωπο, ἢ θὰ νικήσεις ἢ θὰ νικηθεῖς. Ἂν ὅμως πολεμεῖς τὴν Ἐκ­κλησία, εἶναι ἀδύνατο νὰ νικήσεις. Διότι ὁ Θεὸς εἶ­ναι ὁ ἰσχυρότερος ἀπ’ ὅλους. Μήπως προκαλοῦμε τὸν Θεό; Μήπως εἴμαστε ἐ­μεῖς πιὸ ἰσχυροὶ ἀπὸ Αὐτόν; Ὁ Θεὸς ἐθεμελίωσε τὴν Ἐκκλησία. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐπιχειρήσει νὰ τὴ σαλεύσει; Δὲν γνωρίζεις τὴ δύναμή Του. Βλέπει ἀπὸ ψηλὰ τὴ γῆ καὶ τὴν κάνει νὰ τρέμει. Δίνει ἐντολὴ καὶ αὐτὰ ποὺ σείονται, στερεώνονται ἀ­με­τα­κίνητα. «Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρα» (PG 52, 429).

Ὁ Θεὸς «πάντων ἰσχυρότερος». «Ἡ Ἐκ­κλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα». Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἁρπάζει τὶς πέτρες καὶ πετροβολᾶ τὸν οὐρανό. Τεντώνει τὸ τόξο του καὶ σημαδεύει τὸν οὐρανό. Καὶ δὲν καταλαβαίνει ὅτι μὲ ὅσο μεγαλύτερη μανία ἐκ­σφενδονίζει τὰ βέλη του, μὲ τόσο μεγαλύτερη ὁρμὴ αὐτὰ θὰ πέσουν καὶ θὰ καρφωθοῦν στὸ κεφάλι του.

Δὲν τὸ βλέπουμε; Βγάζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ αὐτὴ χάνει τὸ νόημά της. Πορεύεται χωρὶς τὸν Θεὸ στὸν κόσμο αὐτό, καὶ δὲν βρίσκει σκοπό. Θέλει νὰ κτίσει κάτι μεγάλο, καὶ αὐτὸ μόλις λίγο ὑψωθεῖ ἀπὸ τὴ γῆ, σωριάζεται σὲ ἐρείπια.

Ἀρνοῦνται πολλοὶ καὶ στὸ ἔθνος μας τὸν Θεό. Δὲν θέλουν νὰ σηκώσουν τὸ χέ­ρι τους νὰ κάνουν τὸν σταυρό τους. Δὲν θέλουν νὰ προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰ­κόνες. Περιφρονοῦν τὶς ἱερὲς καὶ ἅγιες Πα­­ραδόσεις του. Ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τροφό τους, τὴν ἁγία Ἐκ­κλησία τοῦ Χριστοῦ. Νομοθετοῦν ἀντίθετα μὲ τὸν αἰώνιο Νόμο Του. Ἀρνοῦνται τὴν ἱερότητα τοῦ Γάμου. Ἀπορρίπτουν τὴ χριστιανικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων. Δὲν θέλουν νὰ προσεύχονται τὰ παιδιὰ στὰ σχολεῖα μας, νὰ ἐκκλησιάζονται, νὰ διδάσκονται ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μας.

Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Περιφρόνηση, ἐκ­μετάλλευση, καταδυνάστευση καὶ πολεμικὴ ἀπὸ τοὺς μεγάλους τῆς γῆς. Φτώχεια καὶ ἀνεργία, κατάρρευση τῆς οἰκογένειας, ἀνηθικότητα, ἐγκληματικότητα καὶ ναρκω­τικά, ψυχικὰ ἀδιέξοδα, ἀπογοήτευση καὶ μιζέρια.

Καὶ ὅταν ὁ κόσμος στὴν πλειονότητά του ἀρνεῖται τὸν Θεό, γίνεται ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε σήμερα. Δηλαδὴ ὁ κόσμος τῆς τρομοκρατίας, τοῦ ἐγκλήματος, τῆς ἀδικίας καὶ ἐκμεταλλεύσεως, ὁ κό­­­σμος τῆς ἀθλιότητος καὶ κακίας, ὁ κόσμος τῶν διαρκῶν πολέμων καὶ τῆς ἀπανθρωπίας.

Ὁ ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ χειρότερος ἐχθρὸς τοῦ ἑαυτοῦ του. Κάθε πολεμικὴ κα­τὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι πολεμικὴ κατὰ τοῦ ἀν­θρώπου. Οὔτε ὁ ἄνθρωπος, οὔτε τὰ ἔθ­νη, οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μποροῦν νὰ σταθοῦν χωρὶς τὸν Θεό. Ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ γίνεται τελικὰ καταστροφὴ τοῦ κόσμου.

Ἡ ἀθεΐα εἶναι ἡ χειρότερη ἀπανθρωπία, τρέλα καὶ ἀφροσύνη. Αὐτὴν δυστυχῶς διαλέγουν πολλοὶ σήμερα καὶ στὴν πατρίδα μας, τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα.

Πρὶν ξεσπάσει ἡ ὀργὴ τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τὴν ἀποστασία μας, ὅσο ὁ πανάγαθος Θεὸς μακροθυμεῖ, ἂς σκεφθοῦμε συνετά, νὰ μετανοήσουμε εἰλικρινὰ καὶ μὲ βαθιὰ συντριβὴ νὰ γονατίσουμε ἐνώπιόν Του. Γιὰ νὰ ζητήσουμε ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του καὶ νὰ δεχθοῦμε πλούσια τὴ Χάρι Του στὴ ζωή μας.