.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Θλίψη - Χαρά, Εκκοσμίκευση και Οικουμενισμός



Ἀπὸ Ὁμιλία στὴν «Ἀποκάλυψη» τὴ δεκαετία τοῦ 1980!

Τό χω­ρί­ο πού ἀ­να­λύ­ου­με ἀρ­χί­ζει μέ μί­α πο­λύ τρυ­φε­ρή προ­σοι­κεί­ω­ση· «Ἐ­γὼ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ἀ­δελ­φὸς ὑ­μῶν», ὁ ἀ­δελ­φός σας, «καὶ συγ­κοι­νω­νὸς ἐν τῇ θλί­ψει καὶ βα­σι­λεί­ᾳ καὶ ὑ­πο­μο­νῇ».
Καί ὅ­πως βλέ­που­με, ὑ­πάρ­χει κοι­νή θλί­ψη· καί ἡ κοι­νή θλίψις πάν­το­τε ἀ­δελ­φώ­νει. «Ἐ­γώ, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, σέ σᾶς· ὁ ἀ­δελ­φός σας καί συγ­κοι­νω­νός σας. Σέ τί; Στήθλί­ψη, στή βα­σι­λεί­α, στήν ὑ­πο­μο­νή». Τρί­α με­γά­λα θέ­μα­τα!
Ἄς δοῦ­με τό πρῶ­το.
Θλί­ψη. Τί εἶ­ναι ἡ θλί­ψη; Εἶ­ναι ἡ συμ­πί­ε­ση καί ἡ ἐξ αὐ­τῆς στε­νο­χω­ρί­α τῆς ψυ­χῆς. Θλί­βω, ζου­λά­ω· σύν­θλι­ψη, ζού­ληγ­μα. Ζου­λι­έ­ται ἡ ψυ­χή, ἄ­ρα καί στε­νο­χω­ρεῖ­ται. Στε­νοχω­ρεῖ­ται· στε­νός χῶ­ρος.
Ἀλ­λά ἄν, ἡ ἐν Κυ­ρί­ῳ χα­ρά, εἶ­ναι ὁ καρ­πός τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τος, ἡθλίψιςεἶ­ναι τό πε­ρι­κάρ­πιο τοῦ καρ­ποῦ! Ἀ­π’ ἔ­ξω θλί­ψη, μέ­σα χα­ρά· ἀ­π’ ἔ­ξω τό τσό­φλι, μέ­σα τό ἀ­μύ­γδα­λο. Τό ἀ­μύ­γδα­λο δέν εἶ­ναι μό­νο του· ἔ­χει τό τσό­φλι του· πρέ­πει νά προ­στα­τευ­θεῖ. Ἡ θλίψις –ἀ­κοῦ­στε αὐ­τά τά ὀ­ξύ­μω­ρα ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως– ἡ θλίψις προ­στα­τεύ­ει τήν χα­ρά! Τό φαν­τα­στή­κα­τε πο­τέ; Αὐ­τά εἶ­ναι δυ­να­τά μό­νο μέ­σα στό χρι­στι­α­νι­κό βί­ω­μα. Ἄν δέν τά ζή­σου­με ἔ­τσι, πρέ­πει νά ἀμ­φι­βάλ­λου­με γιά τήν χρι­στι­α­νι­κή μας ἰ­δι­ό­τη­τα.
Δη­λα­δή δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ καί πε­ρι­σω­θεῖ ἡ χα­ρά καί ἡ πνευ­μα­τι­κό­τητα πού τήν γεν­νᾶ, ἄν ἀ­που­σιά­ζει ἡ θλί­ψη.
Ἀλ­λά ἡ ἐν Κυ­ρί­ῳ θλίψις δέν εἶ­ναι κά­τι πού ἔρ­χε­ται ἀ­πό μέ­σα –ἀ­φοῦ ἡ χα­ρά εἶ­ναι ὁ καρ­πός, καί αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τό πε­ρι­κάρ­πιο– ἀλ­λ’ εἶ­ναι κά­τι πού ἔρ­χε­ται ἀπ’ ἔ­ξω. Αὐ­τό ση­μει­ῶ­στε το. θλίψις εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­ση πού δη­μι­ουρ­γεῖ­ται στούς πι­στούς ἀ­πό τίς ἐ­ξω­τε­ρι­κές ἀν­τι­δρά­σεις τοῦ κό­σμου καί τοῦ Δι­α­βό­λου.
Ὁ Κύ­ριος, τό ξέ­ρε­τε, μᾶς εἰ­δο­ποί­η­σε σχε­τι­κά· «πα­ρα­δώ­σου­σιν ὑ­μᾶς εἰς θλῖ­ψιν». Ἄ, ὥ­στε λοι­πόν, ἀ­π’ ἔ­ξω εἶ­ναι τό πρᾶγ­μα· θά μᾶς πα­ρα­δώ­σουν σέ θλί­ψη. Τί εἶ­ναι ἡ «θλί­ψη»; Ὁ δι­ωγ­μός, οἱ φυ­λα­κές, οἱ στε­ρή­σεις, ὁ θά­να­τος, τό μαρ­τύ­ριο! Ἀλ­λ’ αὐ­τά εἶ­ναι ἀ­π’ ἔ­ξω· δέν εἶ­ναι ἀ­πό μέ­σα.
Ἐν τού­τοις αὐ­τή ἡ θλίψις δί­νει ἄ­φα­τη καί ὑ­πε­ρεκ­βλύ­ζου­σα χα­ρά! τό­ση πολ­λή, ὥ­στε νά γρά­φει στούς Κο­ριν­θί­ους ὁ Ἀ­πό­στο­λος «πε­πλή­ρω­μαι τῇ πα­ρα­κλή­σει, ὑ­περ­πε­ρισ­σεύ­ο­μαι τῇ χα­ρᾷ ἐ­πὶ πά­σῃ τῇ θλί­ψει ἡ­μῶν». Πε­ρί­ερ­γο πρᾶγ­μα· πε­ρί­ερ­γο! Ἀ­κοῦ­στε τήν με­τά­φρα­σή του: Εἶ­μαι γε­μᾶ­τος ἀ­πό πα­ρη­γο­ρί­α, «πε­πλή­ρω­μαι τῇ πα­ρα­κλή­σει»· ὑ­πέρ-πε­ρισ­σεύ­ο­μαι... σοῦ­περ-πε­ρισ­σεύ­ο­μαι –νά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά τό πῶ μ’ αὐ­τή τήν σύγ­χρο­νη ἔκ­φρα­ση– σοῦ­περ-πε­ρισ­σεύ­ο­μαι στή χα­ρά, μέ ὅ­λη ἐ­κεί­νη τή θλίψις μας! Ὤ, ἅ­γι­ε Παῦ­λε!
Νά για­τί ὁ καρ­πός εἶ­ναι ἡ χα­ρά, τό πε­ρι­κάρ­πιο ἡ θλί­ψη. Ἄν βγά­λεις τήν θλί­ψη, θά χά­σεις τήν χα­ρά· ἄν βγά­λεις τό τσό­φλι, θά χά­σεις τό ἀ­μύ­γδα­λο.
Ἀλ­λά προ­σέξ­τε. Ἡ θλίψις εἶ­ναι γνώ­ρι­σμα ἐ­κεί­νων πού θά κλη­ρο­νο­μή­σουν τήνΒα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, πά­λι εἰς τὰς Πρά­ξεις –τό εἶ­χε πεῖ με­τά τόν λι­θο­βο­λι­σμό του στά Λύ­στρα, αὐ­τό τό πε­ρί­φη­μο: «διὰ πολ­λῶν θλί­ψε­ων δεῖ ἡ­μᾶς εἰ­σελ­θεῖν εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ». Ἐ­κεῖ­νο τό «δεῖ» εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό τό πρέ­πει, πού συν­δέ­ει τό μέ­σα μέ τό ἔ­ξω, τή χα­ρά μέ τή θλί­ψη. Δέν χω­ρί­ζον­ται αὐ­τά· δέν μπο­ροῦν νά χω­ρι­σθοῦν. Γι’ αὐ­τό λέ­ει ὅτι πρέ­πει νά μποῦ­με στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ μέ πολ­λές, ὄ­χι ἁ­πλῶς θλί­ψεις, ἀλ­λά μέ πολ­λές θλί­ψεις!
Ἡ ἐ­πο­χή μας προ­σπα­θεῖ νά δη­μι­ουρ­γή­σει –ἐ­δῶ πρέ­πει νά προ­σέ­ξου­με– ἕ­ναν Χρι­στι­α­νι­σμό χω­ρίς θλί­ψεις, ἕ­ναν Χρι­στι­α­νι­σμό γε­μᾶ­το ἀ­πό συμ­βι­βα­σμούς καί ἀ­πό ἀ­νέ­σεις. Δέν θέ­λου­με νά ζου­λη­χθοῦ­με ἀ­πο­λύ­τως σέ τί­πο­τα. Πρό­κει­ται γιά τόν ἕ­να ἀπό τούς δύ­ο κιν­δύ­νους πού ἀ­πει­λοῦν τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας στόν πα­ρόν­τα αἰ­ῶ­να. Ὁ ἕ­νας κίν­δυ­νος λέ­γε­ται ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί ὁ ἄλ­λος κίν­δυ­νος οἰ­κου­με­νι­σμός, ἤ θρη­σκευ­τι­κός συγ­κρη­τι­σμός. Αὐ­τοί οἱ δυ­ό με­γά­λοι κίν­δυ­νοι αὐ­τήν τή στιγ­μή ἀ­πει­λοῦν τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Θά τούς ξα­να­πῶ: οἰ­κου­με­νι­σμός καί ἐκ­κο­σμί­κευ­ση, ἐκ­συγ­χρο­νι­σμός, ἡ κο­σμι­κο­ποί­η­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ κο­σμι­κο­ποί­η­ση τοῦ φρο­νή­μα­τος.
Θά μᾶς πεῖ ὁ ἀ­πό­στ. Παῦ­λος: «Δέν ξέ­ρε­τε ὅ­τι Βα­σι­λεί­α Θε­οῦ ἄ­δι­κοι δέν θά κλη­ρο­νο­μή­σουν;». Λέ­ει μά­λι­στα: «Για­τί δέν μά­θα­τε νά ἀ­δι­κεῖ­σθε; Για­τί δέν μά­θα­τε νά ἀ­πο­στε­ρεῖ­σθε; Ἀλ­λά σεῖς καί ἀ­δι­κεῖ­τε καί ἀ­πο­στε­ρεῖ­τε, καί μά­λι­στα ἀ­δελ­φούς!»…
Δη­λα­δή ὁ σύγ­χρο­νος Χρι­στια­νός ἀ­παι­τεῖ μιά πί­στη μέ τό ἀ­ζη­μί­ω­το. Μιά πί­στη μέ τό ἀ­ζη­μί­ω­το!... Δη­λα­δή μιά πί­στη χω­ρίς σταυ­ρό· μί­α πνευ­μα­τι­κό­τη­ταἀ­ντι­σταυ­ρι­κή, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως παύ­ει πλέ­ον νά εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κό­τη­τα μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καί πα­ρα­μέ­νει ἕ­να ὑ­πο­κα­τά­στα­το τῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τος· ὄ­χι πλέ­ον ὡς πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πιά... Δρα­πέ­τευ­σε πλέ­ον τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γι­ο!
Τό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, ἀ­γα­πη­τοί μου, μᾶς εἰ­δο­ποι­εῖ καί μᾶς λέ­ει: «ἐ­δό­θη αὐ­τῷ –ποι­ό «αὐ­τῷ»; «τῷ θη­ρί­ῳ», στό Θη­ρί­ο– πό­λε­μον ποι­ῆ­σαι», τοῦ πα­ρα­χω­ρή­θηκε νά κά­νει πό­λε­μο, «με­τὰ τῶν ἁ­γί­ων καὶ νι­κῆ­σαι αὐ­τούς». Ἀ­κού­σα­τε; νά κά­νει πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἁ­γί­ων, τῶν πι­στῶν, καί νά τούς νι­κή­σει! Ἀ­κού­σα­τε;πα­ρα­χω­ρή­θηκεἀ­πό τόν Θε­ό νά νι­κη­θοῦν οἱ πι­στοί ἀ­πό τό Θη­ρί­ο! «καὶ ἵ­να μή τις δύ­νη­ται ἀ­γο­ρά­σαι ἢ πω­λῆ­σαι, εἰ μὴ ὁ ἔ­χων τὸ χά­ραγ­μα» –οἰ­κο­νο­μι­κός ἀ­πο­κλει­σμός!– καί νά μήν μπο­ρεῖς νά ἀ­γο­ρά­σεις ἤ νά που­λή­σεις, πα­ρά μό­νο ἐ­άν ἔ­χεις τό χά­ραγ­μα· ὅ­τι εἶ­σαι Μα­σό­νος, ὅ­τι εἶ­σαι Λά­ϊ­ονς, ὅ­τι εἶ­σαι Ρο­τα­ρια­νός, ὅ­τι εἶ­σαι..., τί ἄλ­λα θά βγοῦν δέν ξέ­ρω. Ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­άν ἔ­χεις τό «χά­ραγ­μα».
Αὐ­τό εἶ­ναι τό «χά­ραγ­μα» τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου· αὐ­τό εἶ­ναι· κάθε ἀν­τί­χρι­στη ἐ­νέρ­γεια, βί­ω­ση, το­πο­θέ­τη­ση, σχῆ­μα. Αὐ­τό εἶ­ναι τό «χά­ραγ­μα». Ἐ­άν λοι­πόν εἶ­σαι ἔ­τσι, τό­τε ὅ­λες οἱ πόρ­τες εἶ­ναι ἀ­νοι­χτές. Δέν εἶ­σαι; τό­τε δέν θά μπο­ρέ­σεις οὔ­τε νά ἀ­γο­ρά­σεις οὔ­τε νά που­λή­σεις. «εἰ μὴ ὁ ἔ­χων τὸ χά­ραγ­μα, τὸ ὄ­νο­μα τοῦ θη­ρί­ου ἢ τὸν ἀ­ριθ­μὸν τοῦ ὀ­νό­μα­τος αὐ­τοῦ χξς΄». «Ὦ­δέ ἐ­στιν ἡ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἡ πί­στις τῶν ἁ­γί­ων», ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή καί ἡ πί­στη τῶν ἁ­γί­ων. Ἐ­δῶ εἶ­ναι! Σάν νά λέ­ει: Γιά νά δοῦ­με τώ­ρα· ποι­οί θά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού θά ἔ­χουν πί­στη καί ὑ­πο­μο­νή, καί θά ποῦν: «Ἀ­πο­κλει­σμό; ἀ­πο­κλει­σμό! Στό πε­ρι­θώ­ριο; στό πε­ρι­θώ­ριο!».
Ὅ­πως βλέ­πε­τε, πό­λε­μος καί δι­ωγ­μός τῶν Χρι­στια­νῶν καί οἰ­κο­νο­μι­κός ἀ­πο­κλει­σμός, πού ση­μαί­νει μέ κά­θε τρό­πο νά ἐ­ξον­τω­θοῦν οἱ πι­στοί.
Ὅ­λα αὐ­τά ἀ­πο­τε­λοῦν τήν θλί­ψη, τό πε­ρι­κάρ­πιο τῆς χα­ρᾶς, τήν προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Δέν ὁ­μι­λεῖ ἐ­δῶ τό ἱ­ε­ρό κεί­με­νο οὔ­τε πε­ρί ἀ­νέ­σε­ων οὔ­τε πε­ρί συμ­βι­βα­σμῶν· ἀλ­λά τί; το­νί­ζει τό «ὧ­δέ ἐ­στιν ἡ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἡ πί­στις τῶν ἁ­γί­ων»!

Ἀ­γα­πη­τοί μου, 
τί ξη­με­ρώ­νει αὔ­ριο δέν ξέ­ρου­με· 
ἄς προετοιμαζόμαστε

π. Α. Μυτιληναίου