Τὸ κεντρικότερο σημεῖο τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ὥρα τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Ἡ ὥρα δηλαδὴ ποῦ ἡ θυσία μᾶς ἀναφέρεται στὸ Θεό. Τὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο ἑνώνεται μὲ τὸ οὐράνιο. Ἐκεῖ ὅπου παραστέκουν «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων».
Γὶ αὐτὸ ὁ ἱερέας προτρέπει τοὺς πιστούς: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ζητᾶ ἀπὸ ὅλους μας νὰ ὑψώσουμε στὸ Θεὸ τὶς καρδιές μας. Ν’ ἀποσπασθοῦμε ἀπὸ τὰ γήινα ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ν’ ἀνυψωθοῦμε στὸν οὐρανό.
Πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ χερουβικὸς ὕμνος μᾶς προέτρεψε γιὰ κάτι ἀνάλογο: νὰ ἀποβάλουμε κάθε μέριμνα καὶ ἔγνοια ἐπίγεια: «Πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν».
Τώρα ἀκούγεται ἐντονότερη ἡ προτροπὴ τοῦ λειτουργοῦ. Μᾶς καλεῖ νὰ στρέψουμε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ διανοητικὲς δυνάμεις μας πρὸς τὸν Κύριο, πρὸς τὰ αἰώνια καὶ τὰ ὑπερουράνια. Ἡ διάνοιά μας κατὰ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ὧρες νὰ προσηλωθεῖ σ’ αὐτὰ ποῦ θὰ τελεσθοῦν. Οὔτε στιγμὴ νὰ μὴ φύγει ἡ προσοχή μας ἀπὸ τὴν προσφερόμενη θυσία. Ἡ σκέψη μᾶς ν’ ἀπορροφηθεῖ καὶ νὰ βυθισθεῖ στὶς εὐχαριστίες καὶ τὶς δεήσεις τῶν εὐχῶν. Καὶ ἡ καρδιά μας, ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος ὁλόκληρος νὰ θέλγεται, νὰ συναρπάζεται ἄπο τὰ τελούμενα στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο, ποῦ ἔχουν ἀναφορὰ στὸ ὑπερουράνιο.
Ἀνυψωμένες τὶς καρδιές μας πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸν Θεό, μᾶς προτρέπει νὰ ἔχουμε καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Ἀληθῶς», λέει, «κατ” ἐκείνην τὴν φρικωδεστάτην ὥραν ὀφείλομεν ἀφιέναι φροντίδας βιοτικός, μέριμνας κατ” οἶκον, καὶ ἔχειν ἐν οὐρανῶ τὴν καρδίαν πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον Θεὸν» (ἄρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, Ἀπὸ τὸν λειτουργικὸν μᾶς πλοῦτον, σέλ. 125).
Ἀλήθεια, τί μεγάλα καὶ φοβερὰ τελοῦνται τὴν ἱερὴ αὐτὴ ὥρα μέσα στὸ ναό; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι οἱ σαρκικοὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ λατρεύουμε τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ τοὺς ἅγιους ἀγγέλους, μὲ τὰ οὐράνια, λειτουργικὰ πνεύματα. Μὲ τὸ πνεύμαωμας ἀνυψωμένο ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἀφήνουμε τὴ γῆ καὶ νὰ φθάνουμε στὸν οὐρανό. Συνόμιλοι τῶν ἀγγέλων, πολίτες τοῦ οὐρανοῦ. Σὰν τοὺς τρεῖς Μαθητὲς στὸ ὅρος Θαβὼρ μᾶς παραλαμβάνει ὁ Κύριος κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας καὶ μᾶς καλεῖ ν’ ἀνέβουμε μαζί Του «εἰς ὅρος ὑψηλόν», νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δόξα Του, τὰ μεγαλεῖα Του.
Ἀνεβαίνει ἀσταμάτητα ἡ ψυχή μας νὰ συναντήσει τὸν Θεό, καὶ ὅσο περισσότερο ἀνεβαίνει τόσο πιὸ πολὺ ποθεῖ τὴν ἕνωση μαζί Του.
Στὴν προτροπὴ τοῦ λειτουργοῦ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», οἱ πιστοὶ ἀπαντοῦμε: «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», βεβαιώνοντας ὅτι ἔχουμε στραφεῖ πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸ ὕψος, πρὸς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ γήινα.
Τὸ ὑποσχόμαστε, τὸ ὁμολογοῦμε. Εἶναι ὅμως ἀλήθεια; «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον»τὶς καρδιές μας; Ποῦ ἔχουμε στραμμένα τὰ βλέμματά μας, τὴν προσοχή μας;
Τὸ θέλουμε. Ἐπιθυμοῦμε ὁ νοῦς, ἡ καρδιά μας, ὁλόκληρη ἡ προσοχή μας νὰ εἶναι στραμμένα πρὸς τὸν Κύριο. Συχνά, ὅμως, μὲ λύπη διαπιστώνουμε πῶς εἴμαστε αἰχμάλωτοί των γήινων σκέψεών μας, τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς μας, τῶν ἐργασιῶν τῆς καθημερινότητάς μας, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν παθῶν μας.
Ἀποδεικνύουμε πῶς εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι. Ὅμως ἃς μὴν ἀπογοητευόμαστε. Ἃς ἀγωνιζόμαστε νὰ ἐπαναφέρουμε τὴν προσοχή μας πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Βοηθεῖ πολὺ ἡ σκέψη πῶς ὁ Κύριος καὶ Βασιλέας τῆς δόξης εἶναι ἐνώπιόν μας, καὶ ἐμεῖς στεκόμαστε μπροστά Του μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ὡς δοῦλοι Τοῦ πιστοί.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ μᾶς ὑποδείξει: «Μὴν ἀφήσεις κανένα ἀπὸ τὰ δουλικὰ καὶ ἀνελεύθερα πάθη νὰ παρευρίσκεται μαζί σου στὸν τόπο τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Ἀνέβα μόνος ἐκεῖ ὅπου τίποτε τὸ γήινο δὲν μπορεῖ ν’ ἀνέβει. Ἄφησε κάτω στὴ χαμηλὴ γῆ κάθε ἄλογο καὶ ἀνόητο πάθος. Ἃς μὴ σ’ ἐνοχλεῖ τότε τίποτε, ἄλλα γίνε πιὸ ὑψηλὸς καὶ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς» (ΕΠΕ 19, 166-8).
Μακάρι νὰ καταλαβαίνουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε στὴν ἱερὴ ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, καὶ ἃς προσπαθοῦμε ὅλο καὶ ψηλότερα ν’ ἀνεβαίνουμε, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ γιὰ ν’ ἀντλοῦμε χάρη, δύναμη, ζωή, τὰ πάντα!