.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ

2.) Κύρια σημεῖα τῆς νέας Ἐκκλησιολογίας

Ἡ νέα αὐτή ἐκκλησιολογία στηρίζεται στήν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως, ἢ ἕνα μέρος αὐτῆς, διασώζεται καί σὲ ἄλλες χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες. Ἀναιρεῖται, ἔτσι, ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας∙ ἀναιρεῖται ἡ ταυτότητα καί ἡ αὐτοσυνειδησία της.

Μέ τήν ἀποδοχή τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἔχουμε τήν ἐπέκταση τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά μήν ταυτίζεται ἀποκλειστικά μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.

Φτάνουμε, ἔτσι, νά διακηρύσσουμε καί νά ὁμολογοῦμε, ἀπό κοινοῦ μέ τήν πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καί ἀμφιλεγόμενων κοινοτήτων τοῦ ΠΣΕ, ὅτι «κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες […] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο εἴμαστε πτωχευμένοι»50.

Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ νέα ἐκκλησιολογία περικλείει ταυτόχρονα ὅλες τίς δυτικογενεῖς ἀντορθόδοξες θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας, περί διηρημένης ἐκκλησίας, τήν θεωρία τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν καί τήν μεταπατερική θεολογία.

Τήν πρώτη ἐπίσημη θεμελίωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἔχουμε στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καί συγκεκριμένα στό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ὅπου ὑπάρχει εἰδικό κεφάλαιο μέ τίτλο«Οἱ σχέσεις τῶν χωρισμένων ἀδελφῶν μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία». Ἐκεῖ ἀναφέρεται συγκεκριμένα: «Μέσα σ’ αὐτή, τή μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἐμφανίσθηκαν ἀπό μιᾶς ἀρχῆς μερικά σχίσματα, τά ὁποῖα ἀποδοκιμάζει αὐστηρά καί καταδικάζει ὁ Ἀπόστολος· κατά τούς ἑπόμενους αἰῶνες προκλήθηκαν εὐρύτερα σχίσματα, καί ὁλόκληρες Κοινότητες ἀποχωρίστηκαν ἀπό τήν ὁλοκληρωτική κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, μερικές φορές ὄχι χωρίς ἀνθρώπινη ἐνοχή καί ἀπό τίς δύο πλευρές. Ὅσοι γεννιοῦνται σήμερα σ’ αὐτές τίς Κοινότητες καί ζοῦν ἐκεῖ τήν πίστη τους στό Χριστό δέν εἶναι δυνατό νά κατηγορηθοῦν γιά τό ἁμάρτημα τοῦ σχίσματος καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία τούς ἀγκαλιάζει μέ ἀδελφικό σεβασμό καί στοργή»51.

Εἶναι πραγματικά ἐντυπωσιακή ἡ πιστότητα μέ τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές ἀντιγράφουν τήν Β΄ Βατικανή γιά τήν καθιέρωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας καί στήν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας, ταυτισμένος ἀπόλυτα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Κάτι αὐτονόητο, πού ὅμως εὔκολα παραθεωροῦν ἀρκετοί Ὀρθόδοξοι, εἶναι ὅτι οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι δέν ἐπέλεξαν, μέ διάθεση νά προσχωρήσουν σέ αἵρεση, τή χριστιανική ὁμολογία στήν ὁποία σήμερα ἀνήκουν, ἀλλά γεννήθηκαν σέ χώρα στήν ὁποία ἐπί αἰῶνες ἡ ὁμολογία αὐτή ἐπικρατεῖ. Π.χ. ὁ Νορβηγός στή Λουθηρανή Ἐκκλησία, ὁ Σκωτσέζος στήν Πρεσβυτεριανή. Πῶς τούς κρίνουμε διότι δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι;»52

Τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ» θεμελιώνει, ἐπίσης, τήν βαπτισματική θεολογία καί τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν».

Ἀναφέρει συγκεκριμένα: «Πραγματικά, ὅσοι πιστεύουν στό Χριστό καί ἔλαβαν ἔγκυρα τό βάπτισμα βρίσκονται σέ κάποια κοινωνία μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι ἀτελής… Ὡστόσο, ἔχοντας λάβει στό βάπτισμα τή δικαίωση ἀπό τήν πίστη, εἶναι ἐνσωματωμένοι στό Χριστό, καί ἑπομένως δίκαια φέρουν τό χριστιανικό ὄνομα καί πολύ σωστά ἀναγνωρίζονται ἀπό τά παιδιά τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας σάν ἀδελφοί “ἐν Κυρίῳ”»53.

Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἴδιου διατάγματος ἀναφέρεται: «…Δέν εἶναι ἐπίσης λίγες οἱ ἱερές πράξεις τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, πού τελοῦνται ἀπὸ τούς χωρισμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖες μέ διαφόρους τρόπους, ἀνάλογα μέ τὴ διαφορετική κατάσταση κάθε Ἐκκλησίας ἢ Κοινότητας, μποροῦν ἀναμφισβήτητα νὰ μεταδίδουν πραγματικά τὴ ζωὴ τῆς χάρης, καὶ πρέπει νὰ ἀναγνωριστοῦν ἱκανές νά ἀνοίγουν τὴν εἴσοδο πρός τήν κοινωνία τῆς σωτηρίας»54.

Οὐσιαστικά, ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἔθεσε, ἀπό τήν πλευρά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τά θεμέλια γιά τήν ἕνωση τῶν παπικῶν ἰδιαιτέρως μέ τούς Ὀρθοδόξους θέτοντας ὡς ἐμπροσθοφυλακή τόν νέο Οἰκουμενισμό. Ἡ ἴδια βάση τέθηκε καί ἀπό τούς ὀρθοδόξους οἰκουμενιστές σέ ὅλη τήν μακροχρόνια προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου.

Του Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου,
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου