.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Απάντηση γ. Σάββα σε συκοφαντική δημοσίευση!

Τετάρτη, 31 Αυγούστου 2016
Απάντηση γ. Σάββα σε συκοφαντική δημοσίευση!
Σύντομη απάντηση Γέροντος Σάββα Λαυριώτη


προς την Ι. Κοινότητα
και την Ι.Μ.Μ. Λαύρας,
για την συκοφαντική δημοσίευση
του ιστολογίου "Αγιορείτικες Μνήμες"!


«Τὴν κοιλία μου ἀλγῶ, καὶ τὰ αἰσθητήρια τῆς καρδίας μου· μαιμάσει ἡ ψυχὴ μου, σπαράσσεται ἡ καρδία μου» (Ἱερεμ. δ΄ 19), καὶ τὰ μάτια μας δακρύζουν στοχαζόμενοι τὴν κατάσταση τῶν ἀδελφῶν μας ἁγιορειτῶν, ποὺ ὄχι μόνον δὲν καταδικάζουν καὶ δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ Πατριάρχου, καθὼς ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι πνευματέμφοροι Πατέρες διδάσκουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δείξουν τὴν δουλικὴ ὑποταγὴ τους σὲ αὐτόν, περιτρέχουν στὰ κελλιὰ καὶ τὶς σκῆτες, φοβερίζοντας καὶ ἀπειλώντας τοὺς πατέρες, πὼς θὰ τοὺς ἐκδιώξουν, θὰ τοὺς τιμωρήσουν, καὶ ἄλλα ξένα πρὸς τὸ μοναχικὸ μας σχῆμα, γνώριμα ὅμως τῶν αἱρετικῶν.
Καὶ γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς, ὁ Ἡγούμενος τῆς Λαύρας π. Πρόδρομος, ἐν γνώσει τῆς γεροντίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς ποὺ ἐκτόξευσε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ σὲ Καυσοκαλυβῖτες Πατέρες, προσφάτως σὲ ἐπισκέψεις τουστὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στοὺς Ρουμάνους πατέρες, τοὺς ἀπείλησε πὼς θὰ τοὺς ἀπελάσει καὶ θὰ τοὺς διώξει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἂν συνεχίσουν νὰ ὑπογράφουν τὰ κείμενα ποὺ εἶναι ἐνάντια στὸν Πατριάρχη. Τὸ αὐτὸ εἶχε ξανακάνει καὶ μὲ ἄλλα κείμενα ποὺ εἴχαμε ὑπογράψει. Μερικοὶ πατέρες, φοβούμενοι ὅτι θά ἐκδιωχθούν, ἀνακάλεσαν τὶς ὑπογραφὲς τους, ὅπως ὁ πατὴρ Πολύκαρπος μὲ τὴν συνοδεία του (μοναχοὶ δύο) ποὺ ὑπηρετοῦν στὸ μετόχιον τῆς Λαύρας εἰς τὴν Καλαμάτα. Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν, ὁ Δικαῖος τῆς Σκήτης, νὰ ἀποστείλει γράμμα στὴν Κοινότητα καὶ στὴν Λαύρα, ποὺ νὰ λέει πὼς οἱ ὑπογραφὲς (15 στὸ σύνολο) δὲν ἐκφράζουν τὸ σύνολο τῶν μοναχῶν τῆς Σκήτης καὶ ὅτι ἡ Σκήτη συμμορφώνεται μὲ τοὺς κανονισμοὺς τοῦ Ἁγιωνύμου τόπου. Δύο ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀπέσυραν τὶς ὑπογραφὲς τους, ὅμως οἱ ἄλλοι παραμένουν σταθεροὶ καὶ τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι οὐδέποτε ἐμεῖς ἢ κάποιος ἄλλος τοὺς ἐπίεσε γιὰ αὐτὲς τὶς ὑπογραφὲς. Τὸ αὐτὸ ἐποίησε καὶ ὁ π. Νικόδημος ὁ Ἁγιοπαυλίτης, ὅταν ἀπαγόρευσε στοὺς πατέρες ἀπὸ τὴν Νέα Σκήτη, νὰ ὑπογράψουν τὸ περιοδικὸ «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ», διότι ὅποιος τὸ ἔκανε θὰ τὸν ἔδιωχναν πάραυτα. Πρόσφατα, ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Σιμωνόπετρας μὲ ἕναν κοινοτικό, σὲ ἐπίσκεψή τους στὸν Γέροντα Γαβριήλ τὸν Κουτλουμουσιανὸ, τόν «κατσάδιασαν» γιὰ τὶς ὑπογραφὲς του στὰ ὁμολογιακὰ κείμενα τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων. Καὶ τόσα ἄλλα παραδείγματα ποὺ ἂν χρειαστεῖ θὰ τὰ βγάλουμε στὸ φῶς τῆς δημοσιότητας. 
Τελευταία, τὸ ἱστολόγιο Ἁγιορείτικες Μνῆμες, μὲ τὴν εὐλογία καὶ σὲ συνεργασία μὲ τὴν Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας, δημοσίευσαν τὴν ἐπιστολὴ τῆς Ἱερᾶς Σκήτεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, διαστρέφοντας τὴν ἀλήθεια καὶ φυσικὰ συντασσόμενοι μὲ τὶς κακοδοξίες τοῦ Πατριάρχου, μᾶς κατηγορεῖ γιὰ νεοζηλωτὲς, ὅτι εἴμαστε «πεπλανεμένοι ἀδελφοὶ» καὶ ὅτι αὐτοὶ ποὺ ὑπέγραψαν τὸ τελευταῖο κείμενο τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων τὸ ἔχουν μετανοιώσει. Ἂν κάνουν μία πιὸ προσεκτικὴ ἀνάγνωση τοῦ κειμένου, θὰ δοῦν πὼς οἱ πατέρες δὲν ζητοῦν συγνώμη, ἀπλῶς ξεκαθαρίζουν τὴν θέση τους, λέγοντας πὼς «δὲν ἐναντιώνονται στοὺς ἀθωνικοὺς κανονισμοὺς καὶ πὼς τὸ ὑπογεγραμμένο κείμενο περὶ διακοπῆς μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου, δὲν ἐκφράζει τὸ σύνολο τῆς Σκήτης, διὰ τὴν ἐν Κρήτῃ διεξαχθείσης Συνόδου». Καὶ φυσικὰ δὲν ἐκφράζει τὸ Σύνολο τῆς Σκήτης ἀφοῦ δὲν ὑπογράφεται ἀπὸ ὅλους. Ὁ π. Πρόδρομος καὶ οἱ λοιποὶ ἀγαπητοὶ Λαυριῶτες ἀδελφοὶ, δεχόμενοι πιέσεις ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἐπιβληθοῦν σὲ μιὰ χούφτα μοναχοὺς, βλέπουν ὅτι τρίζει ἡ καρέκλα τους, οἱ «θεσούλες» τους κοινῶς, ἂν δὲν ὑπακούσουν στὰ προστάγματά του. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως, στὴν οὐσία συντάσσονται καὶ μὲ τὶς κακοδοξίες του.
Τὸ θέμα ἀγαπητοὶ πατέρες εἶναι ὅτι ἐφόσον συντάσσεστε μὲ τὸν «Παναγιώτατο» συντάσσεσθε καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ πιστεύει. Ὁπότε πατέρες πιστεύετε ὅ,τι πιστεύει. Ὁ Παναγιώτατος,
Πιστεύει καὶ κηρύττει τὶς ἰδέες τοῦ Ἀντίχριστου Οἰκουμενισμοῦ: «Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας». Ἡ μεγαλύτερη ὕβρις ὅλων τῶν ἐποχῶν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Ἂν καὶ οἱ ἄλλες θρησκεῖες ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία, τότε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ, τὴν διδασκαλία Του, τὰ θαύματα, ἡ Σταύρωση καὶ ἡ Ανάστασή Του ἦταν ἀνώφελα καὶ μάταια! Μόνο ἕνας διάβολος θὰ μποροῦσε νὰ υποστηρίξει τέτοια πράγματα. Καὶ ὅμως οἱ ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς προσκυνᾶτε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο! 
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι τὸ Κοράνιο (καὶ οἱ Γραφὲς τῶν ἄλλων θρησκειῶν) εἶναι «ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ ὅπως αὐτή» καὶ ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό.
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινὲς, διαφωνώντας ἀκόμα καὶ μὲ τὸν Κύριο!
Ὀνομάζει «εὐλογημένη» καὶ τιμᾷ τὴν Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων, ἐκεῖ ποὺ ὑβρίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Θεοτόκος, μὲ τέτοιου εἴδους ὕβρεις ποὺ μᾶς εἶναι ἀδιανόητο καὶ νὰ τὶς ὀνομάσουμε.
Πιστεύει καὶ κηρύττει τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας ὅτι δηλαδή: «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποίαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν».
Ἐπιδιώκει τὴν κατάργηση ἢ τροποποίηση πλειάδας Ἱερῶν Κανόνων, κάτι, ποὺ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, εἶναι γνώρισμα αἱρετικοῦ ἀνθρώπου. Ὀνομάζει τοὺς Ἱ. Κανόνες: «Τείχη τοῦ αἴσχους».
Πιστεύει καὶ κηρύττει -σὲ ἀντίθεση μὲ δεκάδες Συνόδους καὶ ἑκατοντάδες Ἁγίους- ὅτι ἡ Ρωμαϊκή «ἐκκλησία» εἶναι κανονική, τὰ μυστήριά της ἔγκυρα καὶ ὁ Πάπας κανονικὸς Ἐπίσκοπος. Τὸ 1995 συνυπέγραψε μὲ τὸν Πάπα «ΚΟΙΝΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑΝ ΠΙΣΤΕΩΣ». Τὸ 2011 μάλιστα, κατήχησε καὶ σπουδαστὲς παπικοῦ πανεπιστημίου ὑπὲρ τοῦ Πάπα: «Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δέχτηκε ἐπίσκεψη ὁμάδας φοιτητῶν τοῦ Ποντιφικοῦ Ἰνστιτούτου Sant Apollinare. Ἀναφερόμενος στοὺς φοιτητὲς τοὺς εἶπε: «Ἀκολουθῆστε τὸν Πάπα. Ὁ Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄ εἶναι ἕνας μεγάλος θεολόγος ποὺ κάνει καλὸ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Ἀκολουθῆστε τον μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια».
Συμπροσευχήθηκε μὲ Προτεστάντες ποὺ εἶναι διαστρεβλωτὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ, ὑβριστὲς τῆς Θεοτόκου, περιφρονητὲς τῶν Ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς Eἰκονομάχοι, βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κάνει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν Προτεσταντῶν (Λουθηρανῶν).
Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1993 προέβη σὲ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἡ κάθε πλευρὰ ἀναγνώρισε τὴν ἄλλη ὡς Ὀρθόδοξη. Τὶς καταδίκες καὶ τὰ ἀναθέματα τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς πρὸς τοὺς Μονοφυσῖτες (ποὺ τὰ ἐπανέλαβαν οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι) τὰ ὀνομάζει «παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος ποὺ ἔχουν ξεπεραστεῖ» ἀφοῦ «δὲν ὑπάρχει θεολογία ποὺ μᾶς χωρίζει»!
Ἀναγνωρίζει τὶς χειροτονίες τῶν Ἀγγλικανῶν.
Τὸ 1991 στὸ Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου ἀποδέχτηκε τὰ μυστήρια τῶν παπικῶν καθὼς καὶ τὴν Οὐνία…».
Στὸ συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ 2006, στὸ Porto Alegre, ἀποδέχτηκε τὴν κοινὴ δήλωση μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία,ἀλλὰ ὅτι οἱ 348 ἐκκλησίες -μέλη τοῦ ΠΣΕ- εἶναι γνήσιες ἐκκλησίες. Μία δὲ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Οἱ ποικίλες αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν Προτεσταντῶν θεωροῦνται ὡς διαφορετικοὶ τρόποι ἐκφράσεως τῆς ἰδίας πίστεως καὶ ὡς ποικιλία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενοι ἔτσι ὅτι τελικὰ δὲν ὑπάρχουν αἱρέσεις!! «Αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ συμβαδίζουν ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνοῦν».
Μὲ τὰ παραπάνω δεδομένα ἀρνεῖται τέσσερα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Εἶναι Ἁγιομάχος καὶ Πατρομάχος. Εἶπε: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν (τὸ Σχίσμα) προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων»!!! Είναι απροκάλυπτα αγιομάχος. Αὐτὸς ὅμως ποὺ βλασφημεῖ τοὺς Ἁγίους εἶναι ἀντίχριστος.

Θὰ μπορούσαμε νὰ γράψουμε πολλὰ περισσότερα, ἀλλὰ θὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ αὐτὰ τὰ ὁλίγα.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω (τὰ ὁποῖα πλέον τὰ κατοχυρώνει καὶ διὰ συνόδου) καὶ ἄλλα ποὺ δὲν ἀναφέραμε, ἀποδεικνύεται πὼς ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Ἀρχοντώνης ἀναδεικνύεται μείζων πασῶν τῶν αἱρετικῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, στὴν διαχρονία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Δημιουργεῖ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὅποιος τὸν ἀκολουθεῖ δημιουργεῖ καὶ αὐτὸς σχίσμα. Ὅποιος ὅμως δημιουργεῖ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία, οὔτε αἷμα μαρτυρίου δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ξεπλύνει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο. Ἐσεῖς, ὅμως, κατηγορεῖτε ἐμᾶς πὼς σχίζουμε τὴν Ἐκκλησία. Γιατὶ πατέρες; Ἐπειδὴ ἀκολουθοῦμε τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι τὸν Βαρθολομαῖο; Φρονεῖτε, λοιπὸν, πατέρες τὰ ἴδια μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἐλέγχετε; Φαίνεται πὼς τὰ πιστεύετε καὶ ἐσεῖς. Ἀλλιῶς διαψεύστε μας. Ὄχι ὅμως στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη, πατέρες. Ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι. Μπορεῖτε ὅμως νὰ πᾶτε κόντρα στὸν Παναγιώτατο; Νά χάσετε τὰ κεκτημένα σας; 
Ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πὼς εἶναι ἀλήθεια, εἶναι ὁ ἅγιος Πρῶτος. Ὁ ἀγαπητὸς, κατὰ τὰ ἄλλα, πατὴρ Βαρνάβας ὁ Βατοπαιδινὸς εἶναι ὑπὸ καθαίρεση γιὰ τὶς συμπροσευχὲς του, στὴν παπικὴ παρασυναγωγὴ τῆς Σμύρνης, μὲ τὸν Πατριάρχη στὶς 7-2-2016 (αὐτὸ καταφαίνεται στὸ 0:30’ μέχρι 0:40΄ ξεκάθαρα). 
Ὁ Ἡγούμενός του ὅμως ἀντὶ νὰ τὸν ἐπιπλήξει, τὸν ἐπιβράβευσε, στέλνοντάς τον γιὰ Πρῶτο στὶς Καρυὲς καὶ οἱ πατέρες, καθημερινῶς, ἀσπάζονται τὴν δεξιὰ του γιὰ εὐλογία. Καὶ οἱ πατέρες ἀπὸ τὰ μοναστήρια καὶ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, ἀντὶ νὰ τὸν ἐπιπλήξουν γιὰ νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ζητήσει συγνώμη γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκανε καὶ τὸν σκανδαλισμὸ ποὺ ἐπροκάλεσε, κυνηγοῦν τοὺς πατέρες ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὰ ἀνωτέρω, ποὺ πιστεύει ὁ Πατριάρχης καὶ ποὺ θέλουν νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἁγιοπατερικὴ γραμμὴ. Πῶς ὅμως νὰ τὸν ἐπιπλήξετε; Ἂν τὸ κάνετε, πρέπει πρώτα νὰ τὸ ἐφαρμόσετε στὸν Πατριάρχη. Θὰ τολμήσετε νὰ ἀκολουθήσετε τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ νὰ διωχθεῖτε διὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἢ θὰ προτιμήσετε τὶς θεσούλες σας καὶ τὰ πέτρινα κτίρια, ποὺ ὅμως δὲν θὰ ἔχουν πλέον τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν Ἅγιο Λαυρέντιο τοῦ Τσέρνικωφ; Ἔχετε τὸν οἶκο, ἔχουμε τὸν Ἔνοικο.
Ἂν θέλουμε, πατέρες, νὰ ὀνομαζόμαστε Ἁγιορεῖτες καὶ νὰ εἴμαστε ἐπόμενοι τῶν Ἁγίων μας, πρέπει νὰ ζητήσουμε τὴν καταδίκη καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του, καθὼς καὶ ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων ποὺ λυμαίνονται τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ μας, ἐὰν δὲν μετανοήσουν. Ὁ Πατριάρχης θὰ ἦταν ἕνας τέλειος παπικὸς καρδινάλιος δίπλα στὸν ἀγαπημένο του Πάπα. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πιστεύει ὅ,τι θέλει. Ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Πατριάρχης.
Συμφωνεῖτε πατέρες; Ἀναμένομεν ἀπάντησή σας.

Μετά τιμῆς, ἀγάπης καὶ ἀληθείας
Γέρων Σάββας Λαυριώτης.


Η δογματική διαστροφή του Παπικού «αλαθήτου»



Η δογματική διαστροφή του «αλαθήτου», μαζί με το Παπικό πρωτείο, καθίστανται οι κατ’ εξοχήν εμμονές, για τη μη επιστροφή των Παπικών στην Μία Αγία Εκκλησία. Tο αλάθητο ενισχύει το εξουσιαστικό Παπικό Πρωτείο. Αυτές οι δύο Παπικές πλάνες πρέπει να συζητούνται μαζί, καθότι η μία φανερώνει της άλλης το άτοπον. Ο παραλογισμός του «αλαθήτου» στη Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο, βρήκε τη μεγαλύτερη εδραίωσή του.

Το Παπικό δόγμα του «αλαθήτου», θεσπίστηκε κατά την Α΄ Σύνοδο του Βατικανού, με τη σημείωση «εκ καθέδρας». Όμως «το αλάθητο επεκτάθηκε σε κάθε απόφαση του Πάπα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης, δηλαδή όχι μόνο όταν αποφαίνεται ο Πάπας, αλλά όποτε αποφαίνεται. Ο Ομολογητής Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μιλώντας γι’ αυτούς που προσπαθούν «να αντικαταστήσουν την πίστη στον Θεάνθρωπο με την πίστη στον άνθρωπο, να αντικαταστήσουν το Ευαγγέλιο κατ’ άνθρωπο, τη φιλοσοφία κατά Θεάνθρωπο με την φιλοσοφία κατ’ άνθρωπο, την κουλτούρα κατά Θεάνθρωπο με την κουλτούρα κατ’ άνθρωπο. Με μια λέξη να αντικαταστήσουν τη ζωή κατά Θεάνθρωπο με τη ζωή κατ’ άνθρωπο», σημειώνει ότι «το 1870 στην Α΄ Σύνοδο του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν στο δόγμα του αλάθητου Πάπα» (Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς – Άνθρωπος και Θεάνθρωπος).

Kατά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, υποδείχθηκε ότι όποιος «αντείπει, ανάθεμα έστω», με αποτέλεσμα κάποιοι παπικοί θεολόγοι να λέγουν ότι και λάθος να πεί ο Πάπας, ως ορθό πρέπει τούτο να εκληφθεί. Και όπως είναι φυσικό το «αλάθητον», καθίσταται σοβαρός λόγος για την εμμονή, σε ότι πλάνο παρεισέφρησεν στον Παπισμό, καθότι δεν είναι εύκολο ο «αλάθητος πρώτος», να παραδεχθεί ότι λαθεύει.

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς σημείωνει τα εξής για το παπικό ‘’αλάθητο’’ : «Το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρώπινη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα εις την πραγματικότητα ο πάπας ανεκηρύχθη εις Εκκλησίαν και ο πάπας-άνθρωπος, κατέλαβε τη θέση του Θεανθρώπου. Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος του ουμανισμού, αλλά συγχρόνως και ‘’ο δεύτερος θάνατος’’ (Αποκ. 20,14. 21,8) του παπισμού, μέσω δε αυτού και του κάθε ουμανισμού. Όμως κατά την Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία από της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού υπάρχει εις τον επίγειον κόσμον ως θεανθρώπινον σώμα, το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνο αίρεσις, αλλά παναίρεσις. Διότι καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα – ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία· το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού. Το δόγμα αυτό είναι φευ! Η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην»

«Αλάθητος εις την Ορθοδοξία δεν είναι εις άνθρωπος, αλλά η Εκκλησία. Αντιθέτως εις την Δύσιν η Τριαδική συνοδική αρχή αντικατεστάθη δια της αντιτριαδικής ολοκληρωτικής παπικής συγκεντρωτικής αρχής. Ο ρωμαίος ποντίφιξ εκηρύχθη με μια εωσφορικήν υπερηφάνειαν ‘’αλάθητος’’ και υπέρτατος αρχή της Εκκλησίας», αναφέρει ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης.

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Παρακαλούμε, απαντήστε μας δια τα περί της «εν Κολυμπάρι Αγίας και Μεγάλης Συνόδου»!




ΣΧΕΤΙΚΑ: Δημοσιεύματα στον ηλεκτρονικό Τύπο

ΑΠΟ
Ομάδα Προσκυνητών Αγίου Όρους Αργολίδος
Εκπροσωπουμένη από τον κ. Ιωάννη Καρυανό

ΠΡΟΣ

1)ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ
« Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»
Σουρωτή-Βασιλικά 570 06 Θεσσαλονίκη
Τηλ. 23960 41320
Fax 23960 41594

2)ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
630 88 Μεταμόρφωση Χαλκιδικής.
Τηλ. 23750 61103 

3)ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 
Βατοπαίδι Χαλκιδικής τ.κ. 630 88
Τηλ . 23710 41880

4)ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΥΘΥΜΙΟΝ –ΙΕΡΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ.
ΚΑΨΑΛΑ –ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 63086 ΚΑΡΥΕΣ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Ναύπλιον 30 Αυγούστου 2016, εορτή του εν Αγίοις πατρός ημών Αλεξάνδρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού.


Αγαπητοί Πατέρες και Μητέρες εν Χριστώ ευλογείτε
Γνωρίζοντας την άρρηκτη πνευματική σας σχέση και καθοδήγηση που είχατε την ευλογία να φέρετε με τον ήδη ανακηρυχθέντα Άγιον Γέροντα Παϊσιο τον Αγιορείτη ,γεγονός που σας καθιστά στην συνείδηση των Ορθοδόξων πιστών ως θεματοφύλακες, συνεχιστές και εγγυητές του πνεύματος και του ομολογιακού χαρακτήρος του Οσίου και εν μέσω μίας εποχής που εντείνει ακόμη περισσότερο, μεθοδικά και δυναμικά, τον πόλεμο κατά της Ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως μας, παρακαλούμε από υμάς όπως μας γνωστοποιήσετε :
-Ποία η θέση και άποψή σας για την πρόσφατη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που έλαβε χώραν προσφάτως εις το Κολυμπάριον της Κρήτης και τα ψηφισθέντα υπ΄αυτής κείμενα;

Προς τούτο σας αποστέλλουμε συνημμένα

1) ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ Ή ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. Περίληψη κανονικο-δογματικής μελέτης –ΤουΚυριάκου Κυριαζόπουλου
καθηγητή (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.

Και

2) ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (19-26/7/2016) Καθηγητού κ.Δημητρίου Τσελλεγγίδη Α.Π.Θ (Τμήματος Θεολογίας-τομέως δογματικής Θεολογίας)
Παρακαλούμε θερμά και ενόσω το συγκεκριμένο θέμα τυγχάνει τόσο σοβαρής σημασίας σε σημείο που ήδη πολλοί πιστοί, λαϊκοί, κληρικοί και Μοναχοί ,εντός και εκτός Αγίου Όρους να αντιδρούν ομολογιακά, όπως μας απαντήσετε με πάσαν ειλικρίνεια βάζοντας το χέρι εις την υπό του Κυρίου ημών θερμαινόμενη καρδιά σας.
Η δική σας φωτισμένη γνώμη θα βοηθήσει τα μέγιστα εις τον συνειδησιακό προσδιορισμό μας δια το αναφερόμενο και τόσο σοβαρό προκύψαν ζήτημα.

Μετά τιμής και απείρου σεβασμού
Για την Ομάδα Προσκυνητών Αγ. Όρους
Μετά τιμής, εν Χριστώ προσκυνητής

Ιωάννης Καρυανός του Νικολάου (Α.Δ.Τ. ΑΗ233243)
Απόστρατος Αξιωματικός Σ.Ξ.
Εφέσου 14, Ναύπλιον
Τηλ.: 6972664871

1) ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ Ή ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. Περίληψη κανονικο-δογματικής μελέτης

–Του Κυριάκου Κυριαζόπουλου
καθηγητή (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου 
στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.

Η Ψευδο-Σύνοδος της Κρήτης εισήγαγε «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν, την Παναίρεση του Οικουμενισμού. Ο Οικουμενισμός, Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός, είναι Νεο-γνωστικισμός ή Θρησκευτικός Συγκρητισμός, και αναμειγνύει την Ορθοδοξία με αιρέσεις, με θρησκεύματα, με φιλοσοφικάσυστήματα, με τον Σατανισμό. Τον πολέμησαν σθεναρά οι Απόστολοι, όπως ο Ιωάννης και ο Παύλος, και οι Πατέρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων, όπως ο Άγιος Ειρηναίος, Επίσκοπος Λουγδούνου (σημερινής Λυών της Γαλλίας) στο έργο του «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως». Διότι ανατρέπει συνολικά την Ορθόδοξη πίστη, μέσω της αντιπατερικής ή μεταπατερικής θεολογίας, η οποία αλλοιώνει τους θεολογικούς όρους με δαιμονικές και ορθολογιστικές ερμηνείες τους.
Η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» δεν είναι Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά Ψευδο-Σύνοδος. Τούτο σημαίνει ότι δεν είναι έγκυρη, ούτε αυτοδικαίως άκυρη, αλλά είναι ακυρώσιμη, ήτοι μπορεί να ακυρωθεί από μια όντως Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδο, η οποία μπορεί ενδεχομένως να συγκληθεί στο μέλλον. Αυτή η Ψευδο-Σύνοδος συγκλήθηκε ουσιαστικά από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ δια στόματος της κυρίας Ελισάβετ Προδρόμου, αξιωματούχου του ίδιου Υπουργείου και Ειδικής Συμβούλου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο.
Οι λόγοι για τους οποίους η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» είναι Ψευδο-Σύνοδος είναι οι ακόλουθοι:
1 – Δεν καταδίκασε την Παναίρεση του Οικουμενισμού, αλλά την εισήγαγε «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν.
2 – Στην Ψευδο-Σύνοδο δεν συμμετείχαν όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά μόνον δέκα (10), που εκπροσωπούν μόνο το ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων πιστών, ενώ τέσσερις (4) Αυτοκέφαλες δεν συμμετείχαν που εκπροσωπούν τα δύο τρίτα (2/3) των Ορθοδόξων.
3 – Η Ψευδο-Σύνοδος συγκλήθηκε χωρίς έγκυρη απόφαση σύγκλησης, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δεδομένου ότι δεν υπογράφηκε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
4 – Λειτούργησε χωρίς έγκυρο κανονισμό, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δεδομένου ότι δεν υπογράφηκε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
5 – Είχε, μη έγκυρα, στην ημερήσια διάταξή της ως θέματα το σχέδιο κειμένου «Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού», το οποίο δεν είχε υπογραφεί από τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Γεωργίας στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016, όπως και τα λοιπά πέντε (5) σχέδια κειμένων τα οποία δεν είχαν υπογραφεί από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών.
6 – Μέλη με αποφασιστική ψήφο στην Ψευδο-Σύνοδο δεν ήταν οι συμμετέχοντες Αρχιερείς, αλλά οι δέκα (10) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες [τόσο κατά το πρότυπο του Συνεδρίου Εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης του 1923 επί Πατριάρχη Μελετίου Δ΄ (Μεταξάκη), το οποίο επέτρεψε στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να εισάγουν καινοτομίες (νέου εορτολογίου, δευτέρου γάμου κληρικών κλπ.) όσο και κατά το πρότυπο του λεγόμενου Παγκοσμίου Συμβουλίου «Εκκλησιών], ενώ όλα τα είδη Ορθοδόξων Συνόδων έχουν ως μέλη τους μόνον Αρχιερείς με αποφασιστική ψήφο, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και κατά το κοινό Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο. Τούτο συνιστά εκκλησιολογική αίρεση.
7 – Η Ψευδο-Σύνοδος αυτοαναγορεύθηκε σε ανώτατη αυθεντία σε θέματα πίστης, πράγμα το οποίο συνιστά αίρεση, ενώ η ανώτατη αυθεντία σε σχέση με το απλανώς θεολογείν (ή το αλάνθαστο σε θέματα πίστης) ανήκει μόνο στο Σώμα της Εκκλησίας (δηλ. στις Συνόδους των Συνοδικών Αρχιερέων, εφόσον οι αποφάσεις τους σε θέματα πίστης εκ των υστέρων εγκρίνονται από τους λοιπούς Αρχιερείς και γίνονται δεκτές από τους λοιπούς κληρικούς, τους μοναχούς και τους λαïκούς, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το κοινό Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
8 – Στις «συνοδικές» (ή δεσμευτικές) αποφάσεις της η Ψευδο-Σύνοδος απαρνήθηκε την Ορθόδοξη μέθοδο επιστημονικής θεολογίας, και υιοθέτησε την αντιπατερική ή μεταπατερική δαιμονική θεολογία, η οποία συνδυάζει την αλήθεια με το ψεύδος, ως μέθοδο δήθεν «Ορθόδοξης» θεολογίας στα πλαίσια της Νέας Εποχής, καθ’ υπόδειξη του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ δια στόματος της ανωτέρω αναφερόμενης κυρίας Ελισάβετ Προδρόμου.
9 – Η συμμετοχή στην Ψευδο-Σύνοδο όχι του Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, αλλά του Ιερώτατου Αρχιεπισκόπου Θαβωρίου κ. Θεοφίλου, ο οποίος εξελέγη αντικανονικά στον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων, διότι αντικανονικώς και αυθαιρέτως η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος» αποφάσισε στις 24-5-2005 την έκπτωση του Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, κατόπιν πολιτικής παρέμβασης, χωρίς κατηγορητήριο και χωρίς δίκη, και χωρίς να υφίσταται κανονική παραίτησή του από τον Πατριαρχικό Θρόνο.
10 – Ο Κανονικός Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίος, με το υπ’ αριθ. 86/20-6-2015 Διάγγελμά του προς το Ποίμνιό του, τους Αγιοταφίτες, τους Προκαθημένους των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών και το Χριστεπώνυνο Πλήρωμα της ανά την Οικουμένη Ορθοδοξίας, καθιστά σαφές ότι καταψηφίζει τις αποφάσεις της Ψευδο-Συνόδου, οι οποίες εισάγουν «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού, και κατά συνέπεια, 1) δεν είναι έγκυρη η θετική ψήφος για τις εν λόγω αποφάσεις του Αρχιεπισκόπου Θαβωρίου κ. Θεοφίλου, ο οποίος εξελέγη αντικανονικά στον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων, αλλά είναι έγκυρη η αρνητική ψήφος του Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, και 2) δεν ελήφθησαν εγκύρως οι αποφάσεις της Ψευδο-Συνόδου, διότι δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των δέκα (10) Αυτοκεφάλων που συμμετείχαν στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο (όπως ορίζει ο, κατά τα ανωτέρω, μη έγκυρος Κανονισμός της), δεδομένου ότι ο Κανονικός Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίος καταψήφισε τις αποφάσεις της ίδιας Ψευδο-Συνόδου.
Η Παναίρεση του Οικουμενισμού εισήχθη «συνοδικώς» μέσω της δογματικής απόφασης της Ψευδο-Συνόδου με τον τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Αυτή η δογματική απόφαση αλλοιώνει δογματικά τα άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως «Και εις το Πνεύμα το Άγιον … το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» και «Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών». Διότι:
Α – Αναγνωρίζει τον Παπισμό ως Εκκλησία εντασσόμενη στο «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», χωρίς οι εκπρόσωποι και οι οπαδοί του να μετανοήσουν για τις πλάνες τους, το μη προβλεπόμενο στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και στο Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο «δογματικό» πρωτείο επισκοπικής εξουσίας επί όλης της Εκκλησίας, το filioque (που έχει καταδικαστεί από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο και το οποίο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο της Πίστεως «Και εις το Πνεύμα το Άγιον… το εκ του Πατρός εκπορευόμενον…», τη σχολαστική νεοπλατωνική αυγουστίνεια θεολογία η οποία δεν έχει καμία σχέση με την Ορθόδοξη Πνευματικότητα της θεραπευτικής μεθόδου της κάθαρσης – φωτισμού – θέωσης κλπ
Β – Αναγνωρίζει, μαζί με τον Παπισμό, και τις λοιπές αιρέσεις, Μονοφυσίτες, Παλαιοκαθολικούς, Αγγλικανούς και λοιπούς Προτεστάντες ως Εκκλησίες εντασσόμενες στο «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».
Γ – Αναγνωρίζει το Παγκόσμιο Συμβούλιο των «Εκκλησιών», τα κείμενά του και τους σκοπούς του, ήτοι:
1) Ότι εν λόγω Παγκόσμιο Συμβούλιο είναι «Αδελφότητα Εκκλησιών», στη βάση της ισότητας ως προς την κατεχόμενη από αυτές θεολογική αλήθεια (αρθ. 1 Καταστατικού ΠΣΕ). Και
2) ότι οι «Εκκλησίες – μέλη του» (12 Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και περίπου 340 Προτεσταντικές «Εκκλησίες») έχουν στόχο την ορατή ενότητά τους, η οποία είναι διαφορετική από την ενότητα εν Χριστώ των Ορθοδόξων Εκκλησιών (αρθ. 3 Καταστατικού ΠΣΕ). Δηλ. έχουν ως στόχο τους την ενότητα της «Εκκλησίας του Οικουμενισμού» ή της Πράσινης Παγκόσμιας Θρησκείας του Σατανά, με βάση τη λεγόμενη «βαπτισματική θεολογία», δηλ. την ένταξη στην ακόμη αόρατη αδιαίρετη Εκκλησία «Εκκλησία του Οικουμενισμού» («θεολογία της ενωμένης αόρατης, αλλά διαιρεμένης ορατής Εκκλησίας») των Χριστιανών εν γένει μέσω βαπτίσματος στο όνομα της Αγίας Τριάδος χωρίς να απαιτείται ούτε ο κανόνας του τύπου της τριπλής κατάδυσης στο νερό ούτε η ακριβής Ορθόδοξη πίστη. Η μεν «θεολογία της αδιαίρετης αόρατης Εκκλησίας» αλλοιώνει δογματικά το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», η δε «βαπτισματική θεολογία» αλλοιώνει δογματικά το άρθρο «Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών».
Κατά την Παράδοση της Εκκλησίας και κατά την Πατερική Θεολογία (ενδεικτικά του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη), οι Ορθόδοξοι πιστοί, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, οφείλουν
– κατά τους Κανόνες 31ο Αποστολικό και 15ο της Πρωτοδευτέρας, με τελευταίο χρονικό σημείο κατ’ οικονομίαν διατηρήσεως της κοινωνίας, για όσους επιλέξουν την οικονομία, τη «συνοδική» εισαγωγή της «Παν)αιρέσεως (Επιστολή Αγ. Θεοδώρου Στουδίτη προς ηγούμενο Θεόφιλο), η οποία πραγματοποιήθηκε στις 25-6-2016, ημερομηνία ψηφίσεως της Παναιρετικής δογματικής απόφασης με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», οπότε έληξε πλέον η δυνατότητα της κατ’ οικονομίαν διατηρήσεως της κοινωνίας για όσους είχαν επιλέξει την οικονομία και δεν υφίσταται επομένως περαιτέρω δυνατότητα «ΑΧΡΙΚΑΙΡΙΣΜΟΥ» –
να παύσουν την εκκλησιαστική κοινωνία, ως εξής:
α) Οι μεν κληρικοί οφείλουν να παύσουν το μνημόσυνο της προϊσταμένης τους αρχής, εφόσον αυτή είναι Παναιρετική στο φρόνημα ή συμβιβασμένη με την Παναίρεση.
β) Οι δε μοναχοί και λαϊκοί οφείλουν να παύσουν την κοινωνία με τους κληρικούς, ιερείς και αρχιερείς, εφόσον αυτοί είναι Παναιρετικοί στο φρόνημα ή συμβιβασμένοι με την Παναίρεση.
Όσον αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την ειδησεογραφία, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, έλαβε υπόψη της στην Έκτακτη Συνεδρίασή της του Μαϊου 2016 τα δεδομένα της διαβούλευσης επί των προσυνοδικών κειμένων μόνον των Μητροπολιτών – μελών της, αρνούμενη να λάβει υπόψη της τα δεδομένα της ίδιας διαβούλευσης που προέρχονταν από τις λοιπές τάξεις του πληρώματός της (λοιπών κληρικών, μοναχών, και λαϊκών), σε αντίθεση με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία η Ιερά της Σύνοδος έλαβε υπόψη της τα δεδομένα της δικής της διαβούλευσης επί των αυτών προσυνοδικών κειμένων τα προερχόμενα από όλες τις τάξεις του πληρώματός της (αρχιερείς, λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί). Τούτο αποδεικνύει ότι όσοι Μητροπολίτες από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχθηκαν την εν λόγω πρόταση του Αρχιεπισκόπου, ακολουθούν όχι την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, αλλά την Μη ορθόδοξη εκκλησιολογία παπικής εμπνεύσεως του γνωστού εισηγητή της. Κατ’ αυτήν, όπου Επίσκοπος – έστω και Μη ορθοτομών, δηλ. Μη αποκόπτων τις απαγορευμένες από την Αγία Γραφή, τις Αγίες Συνόδους και τους Αγίους Πατέρες καινοτομίες, ως προστάτης του ποιμνίου της τοπικής του εκκλησίας – εκεί Εκκλησία, κατά το γαλλικό L’ Etat c’est moi (το Κράτος είναι δικό μου) του Βασιλιά Λουδοβίκου 14ου, το οποίο αναλόγως μεταφερόμενο (mutatis mutandis) σημαίνει «ο Επίσκοπος ή ο Προκαθήμενος είναι η Εκκλησία». Επίσης, η 25μελής αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης παραβίασε σαφώς την απόφαση του Μαϊου 2016 της Έκτακτης Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία έδιωσε την εντολή στην αντιπροσωπεία της να ψηφίσει στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο ότι ο Παπισμός δεν είναι εκκλησία.
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι σαφές ότι οι Προκαθήμενοι και οι Αρχιερείς που ανήκαν στις αντιπροσωπείες των δέκα (10) Αυτοκέφαλων Εκκλησιών διέπραξαν το εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα της ΑΙΡΕΣΕΩΣ, διότι οι εν λόγω Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ψήφισαν τη δογματική απόφαση με τον τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», η οποία περιλαμβάνει τις ανωτέρω αναφερόμενες δογματικές αλλοιώσεις του Συμβόλου της Πίστεως. Σε σχέση με την Εκκλησία της Ελλάδος, ο Προκαθήμενός της και τα λοιπά 24 μέλη – Μητροπολίτες της αντιπροσωπείας της στην Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης, διέπραξαν, εκτός του εκκλησιαστικού ποινικού αδικήματος της αιρέσεως, και εκείνο της παράβασης καθήκοντος, διότι παραβίασαν την απόφαση του Μαϊου 2016 του ανώτατου οργάνου διοικήσεως της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλ. της (Έκτακτης) Συνόδου της Ιεραρχίας της, η οποία έδωσε την εντολή στην αντιπροσωπεία της να ψηφίσει, στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο, ότι ο Παπισμός δεν είναι εκκλησία.

Σε πλήρη μορφή την εν λόγω μελέτης μπορείτε να αναγνώσετε στη ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ (theognosia.gr).


2) ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (19-26/7/2016)

Καθηγητού κ. Δημητρίου Τσελλεγγίδη Α.Π.Θ
(Τμήματος Θεολογίας-τομέως δογματικής Θεολογίας)

Μακαριώτατε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς,

Σας αποστέλλω, ευλαβώς, μια περιεκτική αποτίμηση για την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» και Σας παρακαλώ, να κάνετε τον κόπο να την μελετήσετε, επειδή πιστεύω, ότι θα μπορούσε να βοηθήσει, κάπως, στην υπεύθυνη συζήτηση που θα γίνει στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας, όταν αυτή συνέλθει. Η αποτίμησή μας θα κινηθεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο θα αφορά την αποτίμηση ως προς το τυπικό και Κανονικό μέρος της Συνόδου, ενώ το δεύτερο επίπεδο θα αφορά την αποτίμηση ως προς το ουσιαστικό μέρος της.
Ως προς την εκκλησιαστική τυπικότητα και Κανονικότητά της, η λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» -θεολογικά κρινόμενη- δεν είναι «Αγία», κατά κυριολεξία. Και τούτο, επειδή δεν είναι «επομένη τοις αγίοις Πατράσι», ούτε τυπικώς ούτε ουσιαστικώς, όπως θα γίνει φανερό με όσα θα πούμε στη συνέχεια. Δεν είναι όμως και «Μεγάλη», όχι μόνον επειδή δεν ήταν παρούσες όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά κυρίως, γιατί ήταν σε αυτήν πολύ μικρή και επιλεγμένη η αντιπροσώπευσή τους από τους κατά τόπους Αρχιερείς. Το σημαντικότερο, όμως, εν προκειμένω είναι, ότι η «Σύναξη» αυτή των Αρχιερέων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί -με αυστηρά θεολογικά κριτήρια- ούτε καν ως μία Τοπική Σύνοδος. Πρόκειται, μάλλον, για μια ιδιότυπη, διηυρυμένη, «Προσυνοδική Διάσκεψη Αρχιερέων» με δέκα Προκαθημένους, ή για ένα «Συνέδριο» δέκα συγκεκριμένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίες αντιπροσωπεύτηκαν από τους Προκαθημένους τους και το πολύ από 24 κατ’ επιλογήν Αρχιερείς.
Είπαμε, ότι η εν λόγω «Διάσκεψη» η το «Συνέδριο» αυτό δεν είναι καν μία Τοπική Σύνοδος, γιατί στην Τοπική Σύνοδο συνέρχονται και ψηφίζουν όλοι οι μετέχοντες σ’ αυτήν Αρχιερείς. Στην παρούσα όμως «Διάσκεψη-Συνέδριο», σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας της, ψήφο είχαν μόνο οι παρόντες δέκα Προκαθήμενοι. Η πράξη αυτή είναι πρωτοφανής στην Εκκλησιαστική μας Ιστορία και αυθαίρετη και δεν συνάδει καθόλου με την εκκλησιολογικού χαρακτήρα πρακτική των έως σήμερα Ορθοδόξων Συνόδων, οι οποίες προϋποθέτουν την αγιοπνευματική ισότητα όλων των Αρχιερέων, πράγμα που εμφαίνεται στην ισότιμη ψήφο τους. Κανείς απολύτως Επίσκοπος –μηδέ του Προέδρου της Συνόδου εξαιρουμένου– δεν είναι «άνευ ίσων» συνεπισκόπων του. Αυτό που ίσχυσε στην παρούσα «Διάσκεψη» παραπέμπει εμμέσως σε μία σαφή μορφή Παπισμού, έστω κι αν η ψήφος των Προκαθημένων έχει συλλογικό χαρακτήρα.
Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις της παραπάνω «Προσυνοδικής Διάσκεψης», ή του παραπάνω «Αρχιερατικού Συνεδρίου», δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Άρα και καμμία ισχύ, όχι μόνο για όλη την Εκκλησία, αλλά και για τις Τοπικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που αντιπροσωπεύτηκαν στο «Αρχιερατικό» αυτό «Συνέδριο» -όλως αθέσμως-, αφού οι μετέχοντες Αρχιερείς δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Αλλά οι αποφάσεις είναι άκυρες και για τον πρόσθετο λόγο της αρχής της Ομοφωνίας, η οποία παραβιάστηκε με την μη παρουσία των τεσσάρων Πατριαρχείων (Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας).
Επιπροσθέτως οι αποφάσεις της ιδιόρρυθμης «Συνόδου» του Κολυμπαρίου δεν είναι δεσμευτικές για την Ελλαδική Εκκλησία και για έναν πρόσθετο λόγο. Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας μας, αντί να υποστηρίξει την ομόφωνη θέση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας στο Στ Κείμενο, εισηγήθηκε άλλη θέση, η οποία έγινε αποδεκτή από τις εννέα άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Πρακτικώς, αυτό σημαίνει, ότι η θέση του Σώματος της Ελλαδικής Ιεραρχίας δεν εκπροσωπήθηκε, οπότε με βάση τον Κανονισμό Λειτουργίας της «Διάσκεψης», στο Στ Κείμενο δεν υπήρξε ομοφωνία. Άρα, το Κείμενο είναι άκυρο.
Και τώρα, η αποτίμηση του ουσιαστικού μέρους της ιδιότυπης «Συνόδου». Κατ’ αρχήν, οφείλουμε να πούμε γενικώς, ότι στη λεγόμενη «Σύνοδο» του Κολυμπαρίου της Κρήτης επιχειρήθηκε μια θεσμικού χαρακτήρα πνευματική έκπτωση από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. [Λέμε, ότι επιχειρήθηκε, επειδή –με βάση όσα είπαμε νωρίτερα– δεν προσδίδουμε θεσμικό ρόλο στις αποφάσεις της παραπάνω «Αρχιερατικής Διασκέψεως»]. Στην Κρήτη όχι μόνο δεν καταδικάσθηκε καμμία ετεροδοξία (αίρεση), αλλά και επιχειρήθηκε μια φοβερή, θεσμικώς, έκπτωση από την συνοδικώς οριοθετημένη πίστη της Εκκλησίας, μια έκπτωση ουσιαστικά από τον «Όρο Πίστεως» της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την έκπτωση από την δογματική διδασκαλία του Συμβόλου της Πίστεως, που αναφέρεται στην ταυτότητα της Εκκλησίας, καθ’ εαυτήν.
Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε, ότι πιστεύουμε «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Όμως, στη «Διάσκεψη» της Κρήτης, δέκα Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και η Εκκλησία της Ελλάδος, αποδέχθηκαν αθεολόγητα την «Βαπτισματική Θεολογία» και έμμεσα την «Θεωρία των Κλάδων», αναγνωρίζοντας ως Εκκλησίες τους Ρωμαιοκαθολικούς, τούςΜαρωνίτες, τους Νεστοριανούς, τους Μονοφυσίτες Αντιχαλκηδονίους, τους Μονοθελήτες, οι οποίοι καταδικάστηκαν για την χριστολογική τους αίρεση από σειρά Οικουμενικών Συνόδων (από την Τρίτη έως και την Έκτη), αλλά και την πανσπερμία των Προτεσταντών, που αντιπροσωπεύονται στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των λεγομένων Εκκλησιών. Αποτελεί πνευματική παραφροσύνη και πνευματικό πραξικόπημα η πράξη της απόπειρας για Συνοδική απόφαση στο Κολυμπάρι προς αναγνώριση ως Εκκλησιών των καταδικασθέντων αιρετικών από Οικουμενικές Συνόδους. Αυτό, στην πράξη, είναι συγκρητισμός και Οικουμενισμός.
Δεν κινήθηκε ο θυμός –το έλλογο νεύρο της ψυχής- των «Συνοδικών» Αρχιερέων προς τους νοητούς λύκους της Εκκλησίας. Απεναντίας, οι «λύκοι» ονομάστηκαν «πρόβατα» της μίας και μόνης λογικής ποίμνης, της Εκκλησίας. Εκ του αποτελέσματος συμπεραίνουμε, ότι στην Κρήτη δεν έγινε η αναμενόμενη από το ευλαβές πλήρωμα της Εκκλησίας «σύσκεψη» των «Συνοδικών» Αρχιερέων με το Άγιο Πνεύμα, ούτε και λειτούργησε η «σφενδόνη» του Αγίου Πνεύματος για την εκ νέου καταδίκη των αιρετικών. Ειδικότερα, για τους Ρωμαιοκαθολικούς, λεκτικώς, ομολογήσαμε την πίστη μας στον Όρο της Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρακτικώς όμως ακυρώσαμε αυτήν την πίστη, αναγνωρίζοντας ως Εκκλησίες, όχι μόνον αυτούς, αλλά και άλλες Χριστιανικές Κοινότητες, που αντίκεινται στον Όρο αυτό, δια του filioque. Ως γνωστόν, η οποιαδήποτε προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως -ακόμη και η ερμηνευτικώς σωστή- καταδικάζεται από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους μετά την Γ (συμπεριλαμβανομένης) και όσοι το κάνουν, ορίζεται να καθαιρούνται και να αφορίζονται από την Εκκλησία.
Σαφώς, λοιπόν, το filioque, ως προσθήκη, καταδικάζεται -έμμεσα, αυτομάτως και ετεροχρονισμένα- από Οικουμενικές Συνόδους, ως αίρεση, αφού εκπίπτουν από την Εκκλησία, όσοι το υιοθετούν, ως προσθήκη, κατά την απόφαση των ανωτέρω Συνόδων. Γι’ αυτό και η ετεροδοξία του filioque των Ρωμαιοκαθολικών και όλων των Προτεσταντών είναι κατεγνωσμένη αίρεση.
Άλλωστε, η προσθήκη του filioque καταδικάστηκε επί Μεγάλου Φωτίου στην Σύνοδο του 879/80 (Η’ Οικουμενική), όπου μετείχε και αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης, ενώ καταδικάστηκαν και άλλες κακοδοξίες του Ρωμαιοκαθολικισμού για την ταύτιση ουσίας και ενεργείας στον Τριαδικό Θεό και για τον κτιστό χαρακτήρα της θείας Χάριτος, στις Συνόδους του 1331 και 1351. Αλλά και ο Προτεσταντισμός καταδικάστηκε από σειρά Συνόδων στην Ορθόδοξη Ανατολή (1638, 1642, 1691).
Κατά συνέπειαν, δεν είναι δυνατόν σε ένα Συνοδικό δογματικού χαρακτήρα Κείμενο να μην υπάρχει θεολογική ακρίβεια και οι ετερόδοξοι να αναγνωρίζονται ως Εκκλησίες. Αυτό θα σήμαινε, ή ότι γίνεται συνειδητή έκπτωση στο εκκλησιολογικό δόγμα, ή ότι υπάρχει διγλωσσία, με ο,τι αυτό συνεπάγεται.
Με την ψήφιση του Στ Κειμένου, που χαρακτηρίζεται για τις σκόπιμες ασάφειες και ιδιαίτερα για τις θεολογικές αντιφάσεις του, η «Αρχιερατική Διάσκεψη» στην Κρήτη κατοχύρωσε θεσμικά τον Οικουμενισμό, εισάγοντας έτσι και προωθώντας την εκκλησιολογική σύγχυση στις συνειδήσεις των πιστών. Υπενθυμίζω συγκεκριμένα την παράγραφο 16, όπου σημειώνονται τα εξής: «Εν εκ των κυρίων οργάνων εν τη Ιστορία της Οικουμενικής κινήσεως είναι το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών (ΠΣΕ)… Παραλλήλως, υφίστανται και άλλοι διαχριστιανικοί οργανισμοί και περιφερειακά όργανα, ως η «Διάσκεψις των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών» (ΚΕΚ), το «Συμβούλιον Εκκλησιών Μέσης Ανατολής (ΣΕΜΑ) και το «Παναφρικανικόν Συμβούλιον Εκκλησιών». Ταύτα μετά του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών τηρούν σημαντικήν αποστολήν δια την προώθησιν της ενότητος του χριστιανικού κόσμου».
Την αποδοχή του όρου «Εκκλησία», για τους ετεροδόξους και ιδιαίτερα για τους Προτεστάντες, συναντούμε κατά κόρον και στις παραγράφους 19 και 21, στο ίδιο Κείμενο. Η παραπάνω διατύπωση σημαίνει, ότι εμείς, ως Ορθόδοξη Εκκλησία, συμφωνούμε πως οι ετερόδοξοι-αιρετικοί συμβάλλουν σημαντικά στην προώθηση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου! Από εδώ πιστοποιείται, ότι, όσοι ψήφισαν και όσοι υπέγραψαν αυτό το Κείμενο, δεν συνειδητοποίησαν σίγουρα, ότι «ο Οικουμενισμός έχει πνεύμα πονηρίας και κυριαρχείται από ακάθαρτα πνεύματα», κατά την χαρισματική εμπειρία του μακαριστού Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτη. Η θεμελιακή θέση του Οικουμενισμού είναι ο δογματικός πλουραλισμός. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, την δογματικά νομιμοποιημένη συνύπαρξη διαφορετικών δογματικώς πίστεων. Όποιος αμφισβητεί τον δογματικό αυτό πλουραλισμό, χαρακτηρίζεται φανατικός και φονταμενταλιστής.
Παράλληλα, οι Οικουμενιστές δεν επιτρέπουν αξιολογικές κρίσεις για την ορθότητα, την ανωτερότητα ή την κατωτερότητα των διαφόρων θρησκειών. Στον Οικουμενισμό όλοι χωρούν. Γιατί η ενότητα σ’ αυτόν δεν εμποδίζεται από την ποικιλία των διαφορετικών πίστεων, πράγμα που είναι εκκλησιολογικά απαράδεκτο από Ορθόδοξη άποψη.
Ως δογματολόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχω την βαθύτατη πεποίθηση, ότι ο Οικουμενισμός είναι η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση, αλλά και η επικινδυνότερη πολυαίρεση, που εμφανίστηκε ποτέ στην Ιστορία της Εκκλησίας. Και τούτο, γιατί ο Οικουμενισμός, εξαιτίας του συγκρητιστικού χαρακτήρα του, συνιστά την πιο δόλια αμφισβήτηση της πίστεως της Εκκλησίας, αλλά και την πιο σοβαρή νόθευσή της. Αμβλύνει σε απαράδεκτο βαθμό την δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας και δημιουργεί σύγχυση γύρω από την ταυτότητα της Πίστεώς μας. Κενώνει πονηρά την ακεραιότητα της σώζουσας Πίστεως της Εκκλησίας -πράγμα που έχει ολέθριες σωτηριολογικές συνέπειες- με το να θεωρεί όλες τις θρησκευτικές πίστεις νόμιμες σωτηριολογικώς, όταν υποστηρίζει, ότι όλες οι ετερόδοξες και ετερόθρησκες πίστεις είναι οδοί, που οδηγούν στην ίδια σωτηρία.
Αλλά, με όσα αντιφατικά, ως προς την Εκκλησιολογία, γράφονται στο Στ Κείμενο, δίνεται η εντύπωση, ότι οι ετερόδοξοι χριστιανοί εμπαίζονται, αφού στην αρχή κατονομάζονται ως «ετερόδοξες εκκλησίες», δηλαδή αιρετικοί, και στη συνέχεια ονομάζονται Εκκλησίες. Δεν επιτρέπεται να υποτιμούμε τη νοημοσύνη τους. Καταλαβαίνουν καλώς, ότι δεν τους αγαπούμε αληθινά, γιατί δεν τους λέμε την αλήθεια καθαρά. Τους λέμε ψέματα, πως είναι Εκκλησίες. Και με τον τρόπο αυτό δεν τους βοηθούμε, γιατί δεν τους καλούμε σε μετάνοια και άρνηση των δογματικών πλανών τους, ώστε να ενταχθούν στην μόνη αληθινή Εκκλησία, την Ορθόδοξη. Ευτυχώς, αρκετοί Αρχιερείς δεν υπέγραψαν αυτό το Κείμενο για δογματικούς λόγους.
Στο Κείμενο για «Το Μυστήριον του Γάμου και τα Κωλύματα αυτού», δεν θα επαναλάβω, όσα σχετικά έγραψα στην πρώτη μου Επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο, στις 3-2-2016, για να μη Σας κουράζω. Θα προσθέσω μόνο, ότι, ενώ ο 72ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, θέτει τις εκκλησιολογικές–δογματικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη του εκκλησιαστικού μυστηρίου του γάμου, η απόφαση της «Διασκέψεως» των Αρχιερέων στο Κολυμπάρι της Κρήτης -όλως αντι-Κανονικώς και αναρμοδίως- δίνει την δυνατότητα στις Τοπικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να αποκλίνουν από την περί των μυστηρίων δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, η προταθείσα εισήγηση των μικτών γάμων ως οικονομία -πέρα από την αντικανονικότητα και την παρανομία της, αλλά και το οξύμωρο της σχετικοποιήσεως ενός Κανόνα (72) Οικουμενικής Συνόδου (Πενθέκτης) από ήσσονα «Σύνοδο», στην οποία παραπέμπει το θέμα- είναι άκρως αθεολόγητη, εκκλησιολογικώς. Γι’ αυτό, άλλωστε, συνιστάται αυστηρώς από τον 72ο Κανόνα η ακύρωση και η διάλυση αυτού του γάμου, ως παράνομη εκκλησιολογικώς συμβίωση.
Η περαιτέρω μάλιστα θεολογική τεκμηρίωση του Κανόνα, δεν αφήνει καθόλου περιθώρια για οποιαδήποτε οικονομία. «Ου γαρ χρη τα άμικτα μιγνύναι», σημειώνει ο Κανόνας, «ουδέ τω προβάτω τον λύκον συμπλέκεσθαι, και τη του Χριστού μερίδι τον των αμαρτωλών κλήρον• ει δε παραβή τις τα παρ’ ημών ορισθέντα, αφοριζέσθω». Δεν εισηγείται, δηλαδή, ο 72ος Κανόνας οικονομία, αλλά εφιστά την προσοχή για την σοβαρότατη παρανομία. Η παρέκκλιση από τον συγκεκριμένο Κανόνα συνιστά σοβαρότατη Κανονική παρανομία και «παραοικονομία», που έχει, επίσης, σοβαρότατες εκκλησιολογικές συνέπειες, αφού αναμειγνύει τα άμικτα σε «άμικτη μίξη», «συμπλέκει» εκκλησιολογικώς το «πρόβατο» με τον «λύκο» και την «μερίδα» του Χριστού με τον «κλήρο» των αμαρτωλών. Τέτοια, όμως, μίξη είναι εκκλησιολογικώς αδιανόητη και θεολογικώς και πνευματικώς απαράδεκτη.
Στο Κείμενο: «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον», δίνεται η εντύπωση, ότι επιχειρείται ο εγκιβωτισμός Ορθοδόξων και ετεροδόξων, ενίοτε και ετεροθρήσκων. Τούτο είναι εμφανές, όταν τα σχετιζόμενα με την ειρήνη, η οποία βιώνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως καρπός του Αγίου Πνεύματος, λέγονται απροϋπόθετα και για τους εκτός αυτής. Αυτό, όμως, κενώνει στην πράξη την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και την ίδια την Εκκλησία, ενόσω αφήνει να εννοηθεί, ότι η ειρήνη του Χριστού, ως άκτιστη ενέργειά Του, μπορεί να κατορθώνεται και να οικειώνεται και εκτός αυτής από ετεροδόξους, ετεροθρήσκους και ανθρώπους απλώς «καλής θελήσεως», ενδεχομένως τότε και από αθέους. Αυτό όχι μόνο μαρτυρία δεν συνιστά, αλλά προκαλεί και σύγχυση ανάμεσα στους πιστούς για την ταυτότητα της Εκκλησίας και της δεδωρημένης σ’ αυτήν «άνωθεν ειρήνης».
Ως προς το ζήτημα της Ορθοδόξου Διασποράς, έχουμε την γνώμη, ότι με την εν λόγω «Αρχιερατική Διάσκεψη» επιχειρήθηκε η αντικανονική -έστω και πρόσκαιρη- λύση των Επισκοπικών Συνελεύσεων, οι οποίες όχι μόνο δεν θεραπεύουν, αλλά διαιωνίζουν τον ήδη συνοδικώς καταδικασμένο εθνοφυλετισμό (1872).
Μετά τη «Σύνοδο» της Κρήτης εκδόθηκε η «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Κρήτη, 2016), η οποία παρουσιάζει θεολογικές αντιφάσεις. Γι’ αυτό και θα αναφερθούμε επιγραμματικά σ’ αυτές. Συγκεκριμένα, στην δεύτερη παράγραφο σημειώνεται το εξής: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αποτελεί αυθεντικήν μαρτυρίαν της πίστεως εις τον θεάνθρωπον Χριστόν…». Εδώ, γεννάται εύλογα το λογικό και θεολογικό ερώτημα: Πως «η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αποτελεί αυθεντικήν μαρτυρίαν της πίστεως εις τον θεάνθρωπον Χριστόν», όταν αυτή αναγνωρίζει τους Νεστοριανούς, τους Μονοφυσίτες, τους Αντιχαλκηδονίους και τους Μονοθελήτες ως Εκκλησίες, ενόσω αυτοί έχουν καταδικασμένη από Οικουμενικές Συνόδους Χριστολογία;
Στην τρίτη παράγραφο μνημονεύονται Σύνοδοι καθολικού «κύρους», όπως είναι η επί Μεγάλου Φωτίου και αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και η Σύνοδος του 1484, με την οποία αποκηρύσσεται η ψευδοσύνοδος της Φλωρεντίας. Ακόμη και οι Σύνοδοι, που αποκηρύσσουν τις Προτεσταντικές δοξασίες. Πως συμβιβάζονται, όμως, όλα αυτά με την αναγνώριση των Ρωμαιοκαθολικών και των Προτεσταντών ως Εκκλησιών;
Στην παράγραφο 20 σημειώνονται τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι διαχριστιανικοί διάλογοι ελειτούργησαν ως ευκαιρία δια την Ορθοδοξίαν, δια να αναδείξη το σέβας προς την διδασκαλίαν των Πατέρων και δια να δώση αξιόπιστον μαρτυρίαν της γνησίας παραδόσεως της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. 
Οι υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας διεξαγώμενοι διάλογοι ουδέποτε εσήμαναν, ούτε σημαίνουν και δεν πρόκειται να σημάνουν ποτέ οιονδήποτε συμβιβασμόν εις ζητήματα πίστεως. Οι διάλογοι αυτοί είναι μαρτυρία περί της Ορθοδοξίας…». Η δήλωση αυτή, όμως, διαψεύδεται από τα κοινά Κείμενα, τα οποία υπεγράφησαν και από τους Ορθοδόξους, όπως είναι του Balamand, του Porto Alegre, της Ραβέννας και του Pussan. Και η Συνοδική Εγκύκλιος κατακλείεται ως εξής: «Ταύτα απευθύνονται εν συνόδω προς τα εν τω κόσμω τέκνα της αγιωτάτης Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας και προς την οικουμένην πάσαν, επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι και τοις συνοδικοίς θεσπίσμασι προς διαφύλαξιν της πατροπαραδότου πίστεως».
Όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία «επομένη τοις αγίοις Πατράσι και τοις συνοδικοίς θεσπίσμασι» δεν αναγνώρισε ποτέ στο παρελθόν, ως Εκκλησία, τους αιρετικούς, όπως επιχείρησε να κάνει η εν λόγω «Συνέλευση των Αρχιερέων» στην Κρήτη.
Ως προς το «Μήνυμα» της «Αρχιερατικής Διασκέψεως», αυτό συνοψίζει τις ληφθείσες αποφάσεις και παράλληλα προκαλεί τη νοημοσύνη των ενημερωμένων πιστών. Συγκεκριμένα, στην πρώτη παράγραφο του «Μηνύματος»σημειώνονται τα εξής: «Βασική προτεραιότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου υπήρξε η διακήρυξη της ενότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στηριγμένη στη θεία Ευχαριστία και την Αποστολική διαδοχή των Επισκόπων. Η υφισταμένη ενότητα είναι ανάγκη να ενισχύεται και να φέρει νέους καρπούς». Το εύλογο ερώτημα των αναγνωστών του «Μηνύματος» αυτού είναι: Πως διακηρύσσεται έτσι πανηγυρικά η ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όταν είναι γνωστό, ότι σ’ αυτήν την «Σύναξη» δεν παραβρέθηκαν τέσσερα Πατριαρχεία, που αντιπροσωπεύουν συντριπτικά περισσότερους πιστούς, απ’ όσους αντιπροσωπεύτηκαν από τους δέκα Προκαθημένους, που συμμετείχαν σ’ αυτήν; Και πως γίνεται με τόση άνεση η αναφορά στη Θεία Ευχαριστία, ως θεμέλιο της ενότητας, τη στιγμή που υφίσταται η διακοπή της διαμυστηριακής κοινωνίας ανάμεσα στα δύο πρεσβυγενή Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων και της Αντιοχείας;
Και στην ίδια παράγραφο σημειώνεται: «Η Συνοδικότητα διαπνέει την οργάνωση, τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις και καθορίζεται η πορεία της». Υπάρχει, όμως, κάποια μαρτυρία στην Ιστορία των Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπου οι αποφάσεις να λαμβάνονται μόνον από τους Προκαθημένους και χωρίς την ψήφο των συμμετεχόντων Αρχιερέων;
Στην τρίτη παράγραφο γίνεται λόγος για τους Θεολογικούς Διαλόγους με τους ετεροδόξους και σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Οι διάλογοι, που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σημαίνει ποτέ συμβιβασμό σε ζητήματα Πίστεως». Εδώ, υπενθυμίζουμε ενδεικτικά και πάλι τα Κείμενα του Balamand, του Porto Alegre, της Ραβέννας, του Pussan, τα οποία έχουν σοβαρές εκκλησιολογικές αιρέσεις.
Όλα τα παραπάνω λέγονται με έμπονη αγάπη και σεβασμό στην Αρχιερωσύνη Σας, χωρίς καμμία άλλη επιδίωξη, παρά μόνο, επειδή θέλουμε να μένουμε πάντοτε, ως ζώντα μέλη, στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία Του.
Με βαθύτατο σεβασμό
ασπάζομαι την δεξιά Σας

Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Άγιος Αλέξανδρος: “... δέν εἶναι σωστό ἔτσι ἁπλά νά δεχθοῦμε σέ κοινωνία «τόν τῆς αἱρέσεως εὑρετήν… »



Τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τόν συναντοῦμε πρώτη φορά στίς ἱστορικές πηγές κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συγκλήθηκε ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, «ἀνήρ θεοφιλής», ἦταν τότε πρεσβύτερος στό ἀξίωμα καί εἶχε ἡλικία ὁπωσδήποτε μεγαλύτερη τῶν 70 ἄν ὄχι τῶν 80, ἐτῶν. 

Τόν ἐπισκοπικό θρόνο τοῦ Βυζαντίου κατεῖχε ὁ ἅγιος Μητροφάνης, ὁ ὁποῖος ἐπειδή ἦταν ὑπέργηρος καί ἀσθενής δέν ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο, ἀλλά ἔστειλε ἀντιπρόσωπο τόν «συμπρεσβύτερό του» ἅγιο Ἀλέξανδρο, πού εἶχε ἀπό πολλῶν ἐτῶν βοηθό καί συνεργάτη στό ἔργο του.

Τά πρῶτα χρόνια
Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος γεννήθηκε περί τό 240. Ὡς ἐκ τούτου, ἔζησε σέ παιδική ἤ νεανική ἡλικία τούς τελευταίους μεγάλους διωγμούς κατά τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς αὐτοκράτορες Δέκιο (250) καί Βαλεριανό (257-260) καί σέ ὥριμη ἡλικία τούς διωγμούς τοῦ Διοκλητιανοῦ (303-305) καί τοῦ Γαλέριου Μαξιμιανοῦ (305-311).

Ἡ ἀρειανική αἵρεση καί ἡ ἀντιπαράθεσή του μέ τόν Ἄρειο
Ἡ ἀρειανική αἵρεση, παρά τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί παρ' ὅλες τίς προσπάθειες γιά τή διάδοση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς, δέν εἶχε ἐξαλειφθεῖ καί ἔμελε νά ταλαιπωρήσει τήν Ἐκκλησία γιά πολύ καιρό ἀκόμη. Ἡ ὁμάδα τῶν ἐπισκοπῶν, πού ὑπεστήριξαν τόν Ἄρειο στή Σύνοδο, παρ' ὅλο πού προσυπέγραψαν τίς ἀποφάσεις της, δέν ἡσύχασαν πότε. 

Ἡ ὁμάδα αὐτή εἶχε ἐν τῷ μεταξύ διευρυνθεῖ, ἡγέτης της ἦταν ὁ φιλόδοξος Εὐσέβιος Νικομηδείας, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλη ἐπιρροή στόν αὐτοκράτορα. Ἀκόμη πολλοί κρατικοί λειτουργοί καθώς καί πρόσωπα ἀπό τό οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ αὐτοκράτορα εἶχαν προσχωρήσει στήν αἵρεση, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Βασιλίνα, μητέρα τοῦ τελευταίου εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου.

Κατά τό τριακοστό ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (τό 335) καί κατόπιν πιέσεων ἀπό τόν κύκλο αὐτῶν πού ὑπεστήριζαν τόν αἱρεσιάρχη, κλήθηκε ὁ Ἄρειος ἀπό τόν αὐτοκράτορα στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐρωτηθεῖ καί νά ὁμολογήσει «εἰ τήν πίστιν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔχοι», ἄν ἔχει τήν πίστη, δηλαδή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὀρθή πίστη. 

Ὁ ἐρχομός τοῦ αἱρεσιάρχη στήν πρωτεύουσα ἀνα­ζωπύρωσε τή διαμάχη τῶν δύο μερίδων τοῦ λαοῦ, τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν, καί πάλι ἐπαναλήφθηκαν ταραχές στήν Πόλη. Ὁ Ἄρειος, χωρίς πότε νά ἔχει μετανοήσει ἤ νά ἔχει ἀλλά­ξει κάτι στίς αἱρετικές του δοξασίες, βασιζόμενος μόνον στή μεγάλη δύναμη πού εἶχαν οἱ ὑποστηρικτές του, ὡμολογησε μπροστά στόν βασιλιά ὅτι πιστεύει τήν κοινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε μάλιστα γραπτή ὁμολογία τῆς πίστεώς του. Ἡ ὁμολογία αὐτή ἦταν διατυπωμένη μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε, παίζοντας μέ τίς λέξεις, χρησιμοποιώντας χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί παραλείποντας ὅ,τι δέν τόν ἐξυπηρετοῦσε, τίς ἐνδεικτικές φράσεις δηλαδή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως τήν εἶχε διατυπώσει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, καί αὐτές τῆς αἱρετικῆς του διδασκαλίας, νά κρύβεται ἡ κακοδοξία του, γιά τήν ὁποία εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό τή Σύνοδο. 

Ἔτσι παρουσίασε ὅτι ἡ πίστη τοῦ ἦταν ἴδια μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας «ὑποκρινόμενος καί αὐτός, ὡς ὁ διάβολος τά τῶν Γραφῶν ρήματα», ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δέχθηκε τήν ὁμολογία του καί τόν ἔστειλε στόν πατριάρχη Ἀλέξανδρο λέγοντας του ὅμως: «Εἰ ὀρθή σου ἡ πίστις ἐστί, καλῶς ὤμοσας, εἰ δέ ἀσεβής ἐστιν ἡ πίστις σου καί ὤμοσας, ὁ Θεός ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κρῖναι τά κατά σέ», θέλοντας ἔτσι νά ἐκδηλώσει τήν ἐπιφυλακτικότητά του γιά τήν εἰλικρίνεια τοῦ Ἀρείου καί νά τόν καταστήσει ὑπεύθυνο τῶν πράξεών του. 

Μέ τό δόλιο αὐτό τρόπο καί διά τῶν συνηθισμένων σ' αὐτούς πιέσεων οἱ φιλικά προσκείμενοι στόν Ἄρειο ἐπίσκοποι καί κοσμικοί ἄρχοντες θέλησαν νά εἰσαγάγουν τόν Ἄρειο στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἡ δολιότητα καί ὁ ἐκβιασμός ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἐφ' ὅσον ὁ Ἄρειος εἶχε κριθεῖ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπό τήν κοινωνία τῆς μιᾶς καθολικῆς Ἐκκλησίας θά ἔπρεπε πάλι ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο νά κριθεῖ, ὥστε νά ἐλεγχθεῖ λεπτομερῶς ἡ πίστη του καί ἡ μετάνοιά του δέν ἦταν δυνατόν μία βασιλική ἀπόφαση ἡ μία ἁπλή ὁμολογία πίστεως τοῦ αἱρεσιάρχη ν' ἀνατρέψει ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ.

Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος στίς μεθοδεύσεις αὐτές μέ παρρησία ἀντέτασσε ὅτι δέν εἶναι σωστό ἔτσι ἁπλά νά δεχθοῦμε σέ κοινωνία «τόν τῆς αἱρέσεως εὑρετήν». 

Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ὡς ἀπάντηση στήν ἄρνηση τοῦ πατριάρχη μεταξύ ἄλλων τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά προκαλοῦσε τήν καθαιρεσή του καί τήν ἐξορία του, ἄν δέν δεχόταν τόν Ἄρειο σέ κοινωνία, ὅποτε οὕτως ἤ ἄλλως ὁ διάδοχός του θά δεχόταν τόν Ἀρειο. Τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο βέβαια δέν τόν ἀπασχολοῦσε τόσο ἡ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως, ὅσο ἡ ἀνάγκη νά τηρηθεῖ ἀπαρασάλευτη ἡ πίστη πού διακήρυξε ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας. 

Βλέποντας λοιπόν ὅτι στή φάση αὐτή τοῦ ἀγώνα ἡ θεολογική συζήτηση καί ἡ ἀπροκάλυπτη ἔρευνα τῆς ἀλήθειας δέν εἶχαν καμία δύναμη, ἄφησε κατά μέρος τήν προσπάθεια νά πείσει τούς αἱρετικούς γιά τό λάθος τους καί κατέφυγε στόν παντεπόπτη Θεό. Μέ νηστεῖες καί προσευχές, νύκτα καί ἡμέ­ρα παρακαλοῦσε τόν Θεό. Σύχναζε μάλιστα στήν ἐκκλησία τήν ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται πολύ κοντά στή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας (πού τότε χτιζόταν), ὅπου μόνος «ὑπό τήν ἱεράν τράπεζαν ἑαυτόν ἐπί στόμα ἐκτείνας ηὔχετο δακρύων»: ἄν μέν οἱ πεποιθήσεις καί τά σχεδία τοῦ Ἀρείου εὐοδωθοῦν, νά μήν εὑρεθεῖ στήν ἀνάγκη νά τόν συναντήσει κατά πρόσωπον, ἄν ὅμως ἡ πίστη τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὀρθή, τότε ὁ Θεός ἄς ἀποδώσει τό δίκαιο καί ἄς μήν ἐπιτρέψει ἡ αἵρεση νά νομι­σθεῖ ὡς εὐσέβεια. Στήν ἀγωνία του ὁ ἅγιος εἶχε συμπαραστάτη τόν πρεσβύτερο Μακάριο, γνωστό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐνημέρωσε γιά τά συμβάντα στήν Κωνσταντινούπολη.

Ὁ θάνατος τοῦ Ἀρείου
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἦρθε πράγματι ἄμεση. Τήν παραμονή τῆς ἡμέρας, κατά τήν ὁποία ὁ Ἄρειος ἐπρόκειτο νά γίνει δεκτός στήν ἐκκλησιαστικη κοινωνία καί ἐνῶ περιεφέρετο στήν ἀγορά τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνοδευόμενος, ὡς συνήθως, ἀπό πλῆθος ὀπαδῶν του, πέρασε ἀπό τά δημόσια ἀποχωρητήρια γιά κάποια σωματική ἀνάγκη. Ἐκεῖ μέσα βρῆκε οἰκτρό θάνατο «τοῖς σκυβάλοις μέν τά ἔντερα, τοῖς ἐντέροις δέ τήν ψυχήν ὁ δείλαιος συναποβάλλει». 

Τό γεγονός αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, προεκάλεσε ἰδιαίτερη αἴσθηση σέ ὅλους. Τό μέρος αὐτό γιά πολλά χρόνια δείχνονταν ἀπό τούς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀποφεύγονταν ἡ χρήση του, μέχρις ὅτου κάποιος ἀρειανόφρων ἀγόρασε τό χῶρο, γκρέμισε τά δημόσια ἀποχωρητήρια καί ἔκτισε μιά οἰκία ὥστε νά ξεχαστεῖ τό γεγονός. 

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σχολιάζοντας τόν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ Ἀρείου μᾶς θυμίζει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό κοινό τέλος ὅλων μας καί δέν εἶναι συνετό νά εὐχόμαστε τό θάνατο κανενός, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐχθρός, ἀφοῦ δέν γνωρίζουμε πότε, ἄν θά μᾶς βρεῖ τό βράδυ ζωντανούς ὁ θάνατος ὅπως τοῦ Ἀρείου ἔγινε κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες πού προκαλεῖ τήν ἔκπληξη καί τόν θαυμασμό μας. 

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἔμαθε γιά τό θάνατο τοῦ Ἀρείου, ἔμεινε ἐκπληκτος καί αὐτός γιά τό πῶς ἐλέγχθηκε ὁ αἱρεσιαρχής ὡς ἐπίορκος καί, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, μετά τό γεγονός αὐτό ἐξασθένησε κατά πολύ ἡ ἐπιρροή τῶν ἀρειανῶν ἐπισκοπῶν καί κοσμικῶν ἀρχόντων στόν αὐτοκράτορα. 

Τήν ἑπομένη ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος καί ὁ ὀρθόδοξος λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνάχθηκαν στήν Ἁγία Εἰρήνη καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό, ὄχι διότι χάρηκαν γιά τό θάνατο τοῦ αἱρεσιάρχη, ἀλλά διότι ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τό λαό του καί ἀποδίδει τό δίκαιο, παρά τά ἄδικα σχέδια καί τίς ἄδικες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Στήν Κωνσταντινούπολη ἐπανῆλθε ἡ εἰρήνη. Οἱ αἱρετικοί ντροπιάστηαν καί περιορίστηκαν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο ζοῦσε ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀπολάμβανε τήν εἰρήνη πού οἱ εὐχές καί οἱ ἀρετές τοῦ ἁγίου τῆς χαριζαν.

Ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
Τή θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, μετά τίς προσευχές τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου, θυμᾶται πενήντα χρόνια ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τό 381, ὅταν ἦταν καί αὐτός πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ ἐποχή ταραγμένη πάλι ἀπό τήν αἵρεση τῶν πνευματομάχων καί προετοίμαζε τήν Ἐκκλησία γιά τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπευθύνεται στό λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τούς λέγει ὅτι «ἔχουν παράδοση ὀρθοδοξίας ἀκολουθώντας ὡς μαθητές τόν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς Νέας Πόλεώς τους, τόν Ἀλέξανδρο (τόν πολύ τόν ξακουστό), μεγάλο ὑπέρμαχο καί κήρυκα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος μέ λόγους καί μέ ἔργα ἐξαφάνισε τήν ἀσέβεια ἀπό τήν Ἐκκλησία» καί τούς θυμίζει τή δύναμη τῆς προσευχῆς του, πού κατά τά ἀποστολικά πρότυπα «κατέλυσε τόν ἀρχηγό τῆς ἀσέβει­ας σέ χῶρο ἀντάξιο τοῦ βορβόρου πού ἔρρεε ἀπό τό στόμα του καί ἔτσι ἡ ὕβρις ἀντιστάθηκε στήν ὕβρι καί ὁ δίκαιος θάνατος (τοῦ Ἀρείου) στηλίτευσε τόν ἄδικο θάνατο πολλῶν ψυχῶν», πού παρασύρονταν ἀπό τίς αἱρετικές διδασκαλίες του

Ἡ κοίμηση τοῦ Ἁγίου
Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ τό 337 (ἕνα ἔτος μετά τόν Μέγα Κωνσταντῖνο) σέ ἡλικία 98 ἐτῶν, ἐνῶ εἶχε συμπληρώσει εἰκοσιτρία χρόνια στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Προσοχη… Προσοχη!!!



Έλληνα και Ελληνίδα 
Ορθόδοξοι Χριστιανοί

Όποιον δεσπότη ή παπά (της πόλης ή του χωριού σου) δεν τον ακούς να μιλάει εναντίον της κρυφής και Ύπουλης και Καταστροφικής ΠΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΣΜΟΥ
να ξέρεις οτι ή είναι Οικουμενιστής, ή Κρυπτοοικουμενιστής.

Να φεύγεις ΜΑΚΡΥΑ ΤΟΥ 
όπως φεύγουμε από το φίδι 
που θα συναντήσουμε.

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2006 - ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ....

«ΣΑΘΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ» του αειμνηστου Αγιου ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ Θεολογου Νικολαου Σωτηροπουλου απο το ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ, τον θρονον του ΘΕΟΥ

Τὸ κακὸ μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες παράγινε. Καὶ ἀπὸ τὶς διαμαρτυρίες τῶν εὐσεβῶν δὲν ἱδρώνουν τὰ αὐτιά τους. Ὅλο τὸν ἱδρῶτα τους ἔχυσαν κατὰ τὸν ἀγῶνα καὶ τὴνἀγωνία τους ν΄ ἀναρριχηθοῦν στοὺς ὑψηλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θρόνους. Καὶ γιὰ ἄλλη περίπτωση δὲν ἄφησαν οὔτε μιὰ σταγόναἱδρῶτος. Γι’ αὐτὸ οἱ εὐσεβεῖς ζητοῦν νὰ γίνη κατὰ τῶν οἰκουμενιστῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν κάτι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὶς διαμαρτυρίες. Καὶ ἰσχυρότερο ἀπὸτὶς διαμαρτυρίες εἶνε τὸ νὰπαύσουν κληρικοὶ τὸμνημόσυνοπροϊσταμένων, ἰδίως δὲ τοῦἀρχιοικουμενιστοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου. Ἡ παῦσι τοῦ μνημοσύνου θὰ στοιχίση στοὺςἐνόχους. Καὶ ἴσως σκεφθοῦν τὶς εὐθῦνες καὶ τὴν ἐνοχή τους, καὶἀλλάξουν μυαλὸ καὶ τακτική.


Ἀλλ' ἐκτὸς τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοῦπ. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ καὶ ἑνὸς ἢ δύο ἀκόμη κληρικῶν, θὰ εὑρεθοῦν ἄλλοι ἥρωες κληρικοί, γιὰνὰ παύσουν καὶαὐτοὶ τὸ μνημόσυνο ἐνόχων στὸ ὕψιστο ζήτημα τῆς Πίστεως; Ἡ παῦσι τοῦ μνημοσύνου δὲν στοιχίζει μόνο στοὺς ἐνόχους· στοιχίζει καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ παύουν τὸ μνημόσυνο, στοιχίζει ἀπηνεῖς διωγμούς.
Γι’ αὐτὸ καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως ἦταν ὑπὲρ τῆς παύσεως τοῦ μνημοσύνου, τώρα, κατόπιν, ὅπως φαίνεται, καταθλιπτικῶν πιέσεων, καὶ ὑπολογισμοῦ συνεπειῶν, κόστους δηλαδὴσ’ αὐτούς, λέγουν, ὅτι δὲν πρέπει νὰ παυθῆ τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου καὶ ἄλλων. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν παλινῳδίατους φέρουν δύο ἐπιχειρήματα.
Δὲν πρέπει, λέγουν, νὰ γίνη παῦσι τοῦ μνημοσύνου χάριν τῆς ἑνότητος τῆς ἐκκλησίας, καὶ γιὰ νὰ μὴ καθαιρεθοῦν οἱ παύοντες τὸ μνημόσυνο καὶ βρεθοῦν ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Σαθρὰ τὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἀντίθετα πρὸς τοὺς Ι. Κανόνες, τὸν ΛΑ΄ Ἀποστολικὸ καὶ τὸν ΙΕ' τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων δύναται κληρικὸς νὰ παύση τὸ μνημόσυνο προϊσταμένου γιὰ θέμα πίστεως καὶ δικαιοσύνης.
Κατὰ τὸν ΙΕ' Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου οἱ παύοντες τὸ μνημόσυνο δὲν προσβάλλουν τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ'ἐνεργοῦν ὑπὲρ τῆς ἑνότητας· δὲν δημιουργοῦν σχίσμα, ἀλλ'ἐνεργοῦν κατὰ τοῦ σχίσματος. Ἐπὶ λεξει ὁ Κανὼν λέγει: «Οὐκ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμαν, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Ἐπίσης ὁ Κανὼν γι' αὐτοὺς τοὺς κληρικοὺς λέγει, ὅτι, ὄχι μόνο δὲν ὑπόκεινται σὲ ἐπιτίμιο, ἄλλα καὶ εἶνε ἄξιοι τιμῆς. Καὶ συνεπῶς, ἂν ἀδίκως καθαιρεθοῦν, δὲν εἶνε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλ' ἀξιώτερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Καθαιρέθηκαν ἀδίκως καὶ μεγάλοι Πατέρες καὶ εἶνε οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι τῆς ἐκκλησίας.
Ἂς παυθῆ λοιτὸν τὸ μνημόσυνο τῶν προδοτῶν τῆς Πίστεως, μήπως μετανοήσουν καὶ σωθοῦν. Αὐτὸ ἐπιβάλλει ἡ ἀγάπη πρὸς τὴνὈρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτούς.


Ας διδαχθούν από τον ιερό Χρυσόστομο, όσοι παραποιούν την διδασκαλία της Εκκλησίας και πορεύονται σύμφωνα με μετα-πατερικές εφευρεύσεις συγχρόνων θεολογούντων


Ἐπειδὴ τὸ ἱστολόγιό μας ἔχει συγκεκριμένο σκοπό, νὰ παρουσιάζει τὴν Πατερικὴ διδασκαλία κυρίως ὡς πρὸς τὴν στάση μας κατὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ παραθέσουμε τμῆμα ἀπὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, τὸ ὁποῖο παρουσιάζει κάποιες ἀπὸ τὶς σχετικὲς θέσεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν καθένα μας νὰ ἐξετάσει πρῶτα μιὰ αἵρεση λεπτομερῶς, φιλοσοφικῶς καὶ θεολογικῶς καὶ μετὰ ἀπὸ δεκάδες χρόνια μελέτης τῆς αἱρέσεως (ἂν δὲν τὸν προλάβει ὁ θάνατος) νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τοὺς πρωτάρχους τῆς αἱρέσεως. Ἡ ἐξέταση καὶ ἀναίρεση εἶναι λεπτὸ θέμα καὶ ἔργο πρωτίστως ἐκείνων ποὺ λαμβάνουν ἕνα τέτοιο χάρισμα καὶ δευτερευόντως ὅσων τοὺς χρησιμοποιοῦν ὀρθοδόξως.
Γιὰ τὸν κάθε πιστὸ εἶναι ἀρκετὸ τὸ γεγονός, πὼς κάποιοι Ἅγιοι Πατέρες παλαιότερα -ἢ κάποιοι σύγχρονοι- διακρίβωσαν τὴν αἵρεση, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτή.

 Ὅ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος


Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ δεικνύοντας τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας διά τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούςαἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Παρ’ ὅτι ὁ Χρυσορρήμων ἅγιος ἔζησε σέ περίοδο πού εἶχαν εἰρηνεύσει τά πράγματα ἀπό τούς Ἀρειανούς καί Πνευματομάχους, ἡ διδασκαλία του εἶναι ἡ ἴδια σχετικά μέ τήν ἐπικοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς πρό συνοδικῆς κρίσεως (σ.σ. τῶν συγκεκριμένων αἱρετικῶν. Δες σχόλιο στὸ τέλος*).

Στήν ἑρμηνεία λοιπόν τοῦ ρητοῦ «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε...» (Ἑβρ. 13,17) ὁ ἅγιος ἀναφέρει:
«Κακόν μέν ἡ ἀναρχία πανταχοῦ, καὶ πολλῶν ὑπόθεσις συμφορῶν, καὶ ἀρχὴ ἀταξίας καὶ συγχύσεως· μάλιστα δὲ ἐν Ἐκκλησίᾳ τοσοῦτον ἐπισφαλεστέρα ἐστίν, ὅσον καὶ τὸ τῆς ἀρχῆς μεῖζον καὶ ὑψηλότερον... κρεῖττον γὰρ ὑπὸ μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι. Ὁ μὲν γὰρ πολλάκις μὲν ἐσώθη, πολλάκις δὲ ἐκινδύνευσεν· οὗτος δὲ πάντως κινδυνεύσει, εἰς βάραθρα ἀγόμενος. Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ' ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς...» (ΕΠΕ 25,370 –P.G. 63,231).


Πολύ ὡραῖα ἐδῶ ὁ ἅγιος ξεκαθαρίζει τά πράγματα, ἀναφέροντας καί θαυμάσια παραδείγματα. Ἡ διδασκαλία του συνοψίζεται εἰς ὅτι «εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν(ἐάν δηλαδή ὁ προεστώς ἔχει αἱρετική πίστι) φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δέ βίου ἕνεκεν μή περιεργάζου».
Ἐδῶ θαυμάζομε τήν ἀπόλυτον ταύτησι τοῦ ἁγίου μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή διά τά θέματα τῆς πίστεως δέν περιμένομε ἀποφάσεις Συνόδων, ἀλλ’ ἀπομακρυνόμεθα πάραυτα, ἐφ’ ὅσον βεβαιωθήκαμε ὅτι ὁ προεστώς ἔχει αἱρετικά φρονήματα. Δεδομένου δέ ὅτι ὁ ἅγιος ἀπευθύνετο ὄχι σέ κληρικούς καί μοναχούς, ἀλλά στό ποίμνιό του, ἐξυπακούεται ὅτι ἡ ἀσφαλής ὁδός διά τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἄμεσος ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν αἱρετικό προεστῶτα καί ὄχι ἡ ἀναμονή συνοδικῆς ἀποφάσεως.
Διά νά γίνη αὐτό πλέον κατανοητό θά ἀναφέρωμε ἕνα ἄλλο χωρίο ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου, εἰς τό ὁποῖο ὁ ἅγιοςπροτρέπει ὑπακοή στούς προεστῶτες, ὅταν αὐτοί σφάλλουν, ὄχι σέ θέματα πίστεως, ἀλλά σέ ἄλλα προσωπικά καί καθημερινά πράγματα. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας τήν β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου καί ἐξηγώντας, πῶς ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί ἁγιάζει τά μυστήρια τά ὁποῖα τελοῦνται ἀπό ἀναξίους ἱερεῖς:


«Τί οὖν; φησί· πάντας ὁ Θεὸς χειροτονεῖ, καὶ τοὺς ἀναξίους;Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ,διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ, εἰ καὶ αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι, διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν... Ἐπεὶ εἰ μέλλοιμεν τοὺς βίους ἐρευνᾷν τῶν ἀρχόντων, αὐτοὶ μέλλομεν εἶναι χειροτονηταὶ τῶν διδασκάλων, καὶ τὰ ἄνω κάτω γίνεται, ἄνω οἱ πόδες, καὶ κάτω ἡ κεφαλή... Ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ μεριμνάτω. Εἰ μὲν γὰρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κἂν ἄγγελος ᾖ, μὴ πείθου· εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ρήμασιν... Εἰ δὲ κατέμαθες καὶ ἐξήτασας καὶ εἶδες, ἀνάμενε τὸν κριτήν· μὴ προαρπάσῃς τοῦ Χριστοῦ τὴν τάξιν· ἐκείνου ταῦτά ἐστιν ἐξετάζειν, οὐ σοῦ· σὺ δοῦλος εἶ ἔσχατος, οὐ δεσπότης· σὺ πρόβατον εἶ· μὴ τοίνυν περιεργάζου τὸν ποιμένα, ἵνα μὴ καὶ ἐφ' οἷς ἐκείνου κατηγορεῖς, εὐθύνας δῷς» (ΕΠΕ 23, 492-494).
Ἐδῶ μέ σαφήνεια ὁ ἅγιος ἐξηγεῖ ὅτι μόνο διά τά θέματα τῆς πίστεως ἐλέγχομε τόν προεστῶτα, ἐνῶ ὅλα τά ἄλλα τά ἀφήνομε στήν κρίσι τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικά 
καί στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει: «εἰ μὲν γάρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κἄν ἄγγελος ᾖ, μή πείθου». Τό «μή πείθου» δέν ἔχει φυσικά τήν ἔννοια νά μήν πεισθῆς στό διεστραμμένο δόγμα τοῦ προεστῶτος, ἀλλά νά μήν ὑποταχθῆς εἰς αὐτόν.
Στήν ἑρμηνεία τοῦ ΡΜΓ΄(143) ψαλμοῦ ὁ ἅγιος μᾶς δίδει παραστατικά τό μέτρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας στά θέματα τῆς πίστεως. Λέγει δέ τά ἑξῆς:


«Ὅταν οὖν εὐ ποιεῖν δέῃ, πᾶς ἄνθρωπός σοι ἐγγὺς ἔστω· ὅταν δὲ ὁ τῆς ἀληθείας γυμνάζηται λόγος, ἐπιγίνωσκε τὸν οἰκεῖον καὶ τὸν ἀλλότριον. Κἂν ἀδελφὸν ἔχῃς ὁμοπάτριον καὶ ὁμομήτριον, καὶ μὴ κοινωνήσῃ σοι κατὰ τὸν τῆς ἀληθείας νόμον, ἔστω σοι τοῦ Σκύθου βαρβαρικώτερος· κἂν Σκύθης, κἂν Σαυρομάτης ᾖ, τῶν δογμάτων δὲ εἰδῇ τὴν ἀκρίβειαν, καὶ πιστεύῃ τοῦτο ὃ καὶ αὐτὸς σύ, αὐτοῦ τοῦ τὰς αὐτὰς ὠδῖνας σοὶ λύσαντος οἰκειότερος ἔστω καὶ ἐγγύτερος· καὶ τὸν βάρβαρον καὶ τὸν οὐ τοιοῦτον ἐντεῦθεν διακρίνωμεν, μὴ ἀπὸ τῆς γλώττης, μηδὲ ἀπὸ τοῦ γένους, ἀλλ' ἀπὸ τῆς γνώμης καὶ τῆς ψυχῆς. Τοῦτο γὰρ μάλιστα ἄνθρωπος, ὅταν δογμάτων ἀκρίβειαν ἔχῃ καὶ πολιτείαν φιλόσοφον...» (ΕΠΕ 7,400 καί P.G. 55, 461).
Kαί εἰς αὐτό τό σημεῖο μέ πολύ σαφήνεια ὁ ἅγιος ξεχωρίζει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν οἱανδήποτε ἄλλη βοήθεια καί συμπαράστασι. Τά παραδείγματα πού ἀναφέρει, τῶν βαρβάρων καί πολεμικῶν λαῶν, δεικνύουν καθαρά ὅτι ἡ ἀληθινή πίστις μᾶς ἑνώνει μέ τόν πλέον βάρβαρο καί ἀπολίτιστο, ἐνῶ ἡ πλάνη καί ἡ αἵρεσις καί τόν πλέον οἰκεῖο τόν καθιστᾶ ἐκκλησιαστικά τόν μεγαλύτερο ξένο καί ἐχθρό. Καί ὅλα αὐτά βεβαίως, χωρίς νά περιμένωμε συνοδικές ἀποφάσεις, ἰσχύουν δι’ ὅλους.
Παρ’ ὅτι λοιπόν, ὅπως βλέπομε, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει σαφῶς τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικά φρονοῦντας προεστῶτας, ἄν ἐξετάσωμε τήν στάσι του καί τήν διδασκαλία του κατά τήν περίοδο τῆς ἐξορίας του, θά διαπιστώσωμε ἀβίαστα ὅτι ὑπερέβη ὅλους τούς ἄλλους ἁγίους εἰς τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο, διότι κατά τήν περίοδο τῆς ἐξορίας του ἐδίδασκε σαφῶς καί ἀπροκάλυπτα τήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι ἀπό τούς Ἐπισκόπους ὄχι μόνο διά θέματα πίστεως, ἀλλά καί διά θέματα δικαιοσύνης.
Αὐτός δηλαδή, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι τό σχίσμα δέν τό συγχωρεῖ οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου, προέτρεπε, ἐνεθάρρυνε καί ἐγκωμίαζε ὅσους διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς διαδόχους του Ἀρσάκιο καί Ἀττικό καί ὅσους ἐπικοινωνοῦσαν μετ’ αὐτῶν, καί μάλιστα ὑφιστάμενοι διωγμούς, κινδύνους καί μαρτύρια. Ὅλοι αὐτοί δέ «οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης» (ὄχι πίστεως), κληρικοί καί λαϊκοί παρέτειναν τό σχίσμα, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τόν Πατριάρχη καί τούς κοινωνοῦντας μέ αὐτόν, μέχρι τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν λειψάνων του ἀπό τά Κόμανα στήν Κων/πολι ἐπί Πατριάρχου Πρόκλου, δηλαδή διάστημα περισσότερο ἀπό τριάντα χρόνια. Θά ἀναφέρωμε λοιπόν κάποια κείμενα τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἐξορία διά νά γίνη κατανοητό τό θέμα καί θά τό τοποθετήσωμε ἐν συνεχείᾳ μέσα στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί στά δικαιώματα τῶν Ὀρθοδόξων.
Κατ’ ἀρχάς θά ἀναφέρωμε ἕνα θαυμάσιο κείμενο ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου πρός τόν ἐξόριστο Ἐπίσκοπο Κυριακό. Ὁ Κυριακός, μετά τήν ἐξορία τοῦ ἁγίου, δέν ἤθελε νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ τόν διάδοχό του Ἀρσάκιο καί δι’ αὐτό ἐξορίσθη. Ὁ ἅγιος μέ ἐπιστολές του τόν παρηγορεῖ καί τόν ἐνισχύει διά νά ὑπομείνη τά δεινά τῆς ἐξορίας, ἐνῶ δέν ἀφήνει οὔτε ἴχνος ὑποψίας ὅτι ὁ Κυριακός δέν ἔπραξε σωστά, ἀπεναντίας δέ ἀναφέρει ὅτι ὅλα αὐτά πού ὑποφέρει θά γίνουν αἰτία νά ἀποκομίση πολύ μισθό ἀπό τόν Θεό.
Σέ μία λοιπόν ἀπό τίς ἐπιστολές πρός αὐτόν ἀναφέρει τά ἑξῆς:


«Ἤκουσα γὰρ κἀγὼ περὶ τοῦ λήρου ἐκείνου τοῦ Ἀρσακίου, ὃν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἐν τῷ θρόνῳ, ὅτι ἔθλιψε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς παρθένους μὴ θέλοντας αὐτῷ κοινωνῆσαι. Πολλοὶ δὲ αὐτῶν δι' ἐμὲ καὶ ἐν φυλακῇ ἀπέθανον. Ὁ γὰρ προβατόσχημος ἐκεῖνος λύκος, ὁ σχῆμα μὲν ἔχων ἐπισκόπου, μοιχὸς δὲ ὑπάρχων –ὡς γὰρ ἡ γυνὴ μοιχαλὶς χρηματίζει ἡ ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς ἑτέρῳ συναφθεῖσα οὕτω καὶ οὗτος μοιχός ἐστιν– οὐ σαρκός, ἀλλὰ πνεύματος· ζῶντος γὰρ ἐμοῦ ἥρπασέ μου τὸν θρόνον τῆς ἐκκλησίας» (ΕΠΕ 38, 240).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ...συντάσσεται μέ τούς ἀποτειχισμένους καί κατηγορεῖ τόν Ἀρσάκιο μέ βαριές ἐκφράσεις, λέγοντας ὅτι εἶναι μοιχός καί προβατόσχημος λύκος. Ἡ ἔκφρασις μάλιστα «πολλοί δέ αὐτῶν δι’ ἐμέ καί ἐν τῇ φυλακῇ ἀπέθανον» δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι δέν ὑπῆρχε θέμα πίστεως διά τήν ἀποτείχισι, ἀλλά θέμα δικαιοσύνης. Ἔχομε δηλαδή ἐφαρμογή τοῦ ΛΑ΄ (31ου) ἀποστολικοῦ Κανόνος. Τό ὅτι τά θέματα τῆς δικαιοσύνης εἶναι πολύ κατώτερα ἀπό τά θέματα τῆς πίστεως, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε. Ἀπό αὐτό λοιπόν γίνεται ἀντιληπτό πόσο αὐστηρότερος θά ἦτο ὁ ἅγιος διά τά θέματα τῆς πίστεως.
Στούς φυλακισμένους ἐπίσης Ἐπισκόπους καί κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν Πατριάρχη, ἐξ αἰτίας τῆς ἐξορίας του, ὁ ἅγιος ἔγραφε:
«Μακάριοι τοῦ δεσμωτηρίου, καὶ τῆς ἁλύσεως, καὶ τῆς τῶν δεσμῶν ὑποθέσεως ὑμεῖς· μακάριοι καὶ τρισμακάριοι, καὶ πολλάκις τοῦτο, οἳ πᾶσαν ἀνηρτήσασθε τὴν οἰκουμένην τῷ περὶ ὑμᾶς φίλτρῳ, ἐραστὰς ὑμῶν καὶ τοὺς πόρρωθεν ὄντας πεποιήκατε. Πανταχοῦ γῆς καὶ θαλάττης ᾄδεται ὑμῶν τὰ κατορθώματα, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἀπερίτρεπτος γνώμη, τὸ ἀδούλωτον φρόνημα. Οὐδὲν ὑμᾶς κατέπληξε τῶν δοκούντων εἶναι δεινῶν, οὐ δικαστήριον, οὐ δήμιος, οὐ βασάνων νιφάδες, οὐκ ἀπειλαὶ μυρίων γέμουσαι θανάτων, οὐ δικαστὴς πῦρ ἀπὸ τοῦ στόματος ἀφιείς.....Ἐγγέγραπται ὑμῶν τὰ ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, μετὰ τῶν ἁγίων κατηριθμήθητε μαρτύρων. ...Ὑμεῖς οἱ νόμοις πατέρων καὶ θεσμοῖς παραβαθεῖσι, καὶ ἱερωσύνῃ ἐπηρεαζομένῃ καὶ παρανομουμένῃ παραστάντες, καὶ τοσαῦτα παθόντες ὑπὲρ ἀληθείας, καὶ τοῦ λῦσαι συκοφαντίας ἀναισχύντους οὕτως, ἐννοήσατε ἡλίκην λήψεσθε τὴν ἀμοιβήν» (ΕΠΕ 38,48).
Ὁ ἅγιος λοιπόν ὅλους τούς ἀποτειχισμένους καί μή κοινωνοῦντας ἐκκλησιαστικῶς μετά τοῦ παρανόμου Πατριάρχου τούς συγκαταριθμοῦσε μετά τῶν μαρτύρων, ἐφ’ ὅσον ἔλεγε «ἐγγέγραπται τά ὀνόματα ὑμῶν ἐν βίβλῳ ζωῆς, μετά τῶν ἁγίων κατηριθμήθητε μαρτύρων».
Ἡ ἀποτείχισις κληρικῶν καί λαϊκῶν τήν περίοδο αὐτή τῆς ἐξορίας τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου δέν συνέβαινε μόνο στήν Κων/πολι ἀλλά καί στήν Ἀντιόχεια, τήν Καισάρεια καί σχεδόν σέ ὅλη τήν αὐτοκρατορία. Θά ἀναφέρωμε ἕνα χαρακτηριστικό τμῆμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου πρός τήν ὁσία Ὀλυμπιάδα, τήν διακόνισσα, διά νά κατανοήσωμε τήν στάσι τῶν κληρικῶν ἔναντι τῶν Ἐπισκόπων των στήν Καισάρεια τῆς Καπαδοκίας:
«Ἐδήλωσε γάρ μοι ὁ κύριός μου Παιάνιος ὅτι οἱ πρεσβύτεροι αὐτοῦ τοῦ Φαρετρίου πάρεισιν αὐτόθι οἳ ἔφησαν ἡμῖν κοινωνεῖν καὶ μηδὲν κοινὸν ἔχειν πρὸς τοὺς ἐναντίους, μηδὲ συγγίνεσθαι αὐτοῖς, μηδὲ κοινωνῆσαι» (ΕΠΕ, 37,430).
Οἱ πρεσβύτεροι λοιπόν τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Φαρετρίου, διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Φαρέτριον διά θέματα δικαιοσύνης, καί δέν ἤθελαν καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅλους ὅσοι παρηνόμησαν ἤ συμφωνοῦσαν μέ αὐτούς, ἀλλά μόνο μέ τόν ἅγιο καί ὅσους συμφωνοῦσαν μέ αὐτόν.
Εἶναι πολλές οἱ ἐπιστολές σέ κληρικούς καί λαϊκούς, στίς ὁποῖες ὁ ἅγιος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι συντάσσεται μέ τούς ἀποτειχισμένους, τούς ὁποίους ἐπαινεῖ καί ἐνθαρρύνει στόν ἀγῶνα των. Φυσικά ὁ ἅγιος δέν θεωροῦσε ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι ἔκαναν σχίσμα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὅτι αὐτοί μέ τήν ἔνστασί των εὑρίσκοντο εἰς τήν Ἐκκλησία καί οἱ συμβιβασμένοι ἦσαν ἐκτός αὐτῆς. Διότι δέν θά ἠδύνατο διαφορετικά ὄχι νά ἐπαινέση αὐτήν τήν πρᾶξι τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλά οὔτε νά τήν θεωρήση νόμιμη.
Θά ἀναφέρωμε ἐν κατακλεῖδι καί ἕνα ὑπέροχο τμῆμα ἀπό ἐπιστολή πάλι τοῦ ἁγίου πρός τήν ὁσία Ὀλυμπιάδα, τό ὁποῖο δεικνύει τήν γνώμη τήν ὁποία εἶχε ὁ ἅγιος διά τούς Ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του καί τό ὁποῖο βεβαίως ἔχει πολλά νά πῆ καί σέ μᾶς σήμερα:


«Οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα
ὡς τοὺς ἐπισκόπους
πλὴν ὀλίγων» 

(ΕΠΕ 37, 440).

Ὁ ἅγιος δηλώνει ἐδῶ ὅτι δέν ἐφοβήθηκε τίποτε περισσότερο ἀπό τούς Ἐπισκόπους. Ἀναφέρει δέ ὅτι ὀλίγοι ἦσαν ἐκεῖνοι πού συμπεριφέροντο ἀναλόγως εἰς τό ἀξίωμά των. Εἶναι βεβαίως φυσικό ὁ ἅγιος νά ἔχη αὐτή τή γνώμη, καθ’ ὅσον ὅλα τά δεινά τά ὑπέστη ἀπό τούς Ἐπισκόπους, μέ πρῶτο τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο. Αὐτό καί σήμερα θά πρέπει πολύ νά μᾶς προβληματίση ὡς πρός τούς λόγους πού ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται εἰς αὐτήν τήν κατάστασι καί ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαρκῶς προοδεύει.

(π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἱερομονάχου, Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν ἁγ. Πατέρων γιὰ τὸ ὑποχρεωτικὸ τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου).

(*) «Αἱρετικοὶ πρὸ συνοδικῆς κρίσεως»: Στὴν ἴδια κατηγορία ὑπάγονται σήμερα καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι –δὲν ἔχουν κριθεῖ ἕως τώρα ἀπὸ Σύνοδο– ἀλλά, π.χ.:
α) καταλύουν τὸ 8ο, 9ο και 10ο ἄρθρο τοῦ Σύμβόλου περὶ Πίστεως «Μίαν Ἐκκλησίαν» καὶ «ἓν Βάπτισμα», ἀποδεχόμενοι πολλὲς Ἐκκλησίες καὶ πολλὰ βαπτίσματα (θεωρία τῶν κλάδων, βαπτισματική θεολογία, ευχαριστιακή εκκλησιολογία, θέση περὶ διηρημένης Ἐκκλησίας...).
β) βλασφημοῦν εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα, χωρὶς νὰ ἄρουν τὶς δηλώσεις τους, παρὰ τὴν κριτικὴ ποὺ ἔγινε, ἀφοῦ
i) δηλώνουν ὅτι οἱ Ἅγιοί μας ἀπατήθηκαν ἀπὸ τὸν Διάβολο καὶ συνετέλεσαν στὸ σχίσμα μὲ τοὺς Παπικούς, δηλώνουν ὅτι ἔχουμε τὸν ἴδιο Θεὸ μὲ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ ἐπιτρέπουν στὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ποὺ διετύπωσε τὰ παραπάνω, νὰ εἶναι ἀκόμα Πατριάρχης, τὸν ὑποδέχονται δὲ (οἱ Ἐπίσκοποι) στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ φράση ποὺ ἁρμόζει στὸν Κύριο:«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος»!
ii) δηλώνουν ἀμετανοήτως ὅτι τὸ filioque δὲν εἶναι αἵρεση καὶ ὑπεστήριξαν αὐτὴ τὴ κακόδοξη θέση χρησιμοποιώντας μιὰ ἄλλη βλάσφημη φράση (Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος): δὲν ἤμουν ἐγὼ στὴν Ἁγία Τριάδα γιὰ νὰ δῶ ἀπὸ ποιόν γίνεται ἡ ἐκπόρευση τοῦς Ἁγίου Πνεύματος· μιὰ πραγματικὰ βέβηλη ἔκφραση, ποὺ ἴσως δηλώνει καὶ ἀπιστία, ἀφοῦ θέτει ὡς προϋπόθεση τῆς Πίστεως τὴν προσωπικὴ ἔρευνα τῆς Ἁγίας τριάδος, ὡσὰν νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ θέματος!
γ) Συμπροσεύχονται ΟΧΙ τυχαίως ἢ παρεμπιπτόντως, ἀλλὰ σκοπίμως, πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ἐμπέδωσης τῆς αἱρετικῆς θέσεως ὅτι καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἀποτελοῦν Ἐκκλησία.Ὅλα αὐτὰ ἡ Ἱεραρχία τὰ γνωρίζει, ἀλλ’ «ἀγρὸν ἠγόρασε