Μία ἀπὸ τὶς ἀνάγκες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ γῆ εἶνε ἡ στέγη, τὸ σπίτι. Βράδιασε; Ὅπως τὸ πουλὶ κι αὐτὸ τὸ ἄγριο θηρίο γυρίζει στὴ φωλιά του, καὶ δὲν ὑπάρχει ζωντανὸ ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ φωλιά, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα μέρος ποὺ θὰ στεγάσῃ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του. Κανείς δὲν θέλει νά ᾽νε ἄστεγος· ὅλοι προσπαθοῦν νὰ χτίσουν ἕνα σπίτι. Κάνουν τὰ πάντα γι᾽ αὐτό· καὶ οἰκόπεδα ἀγοράζουν, καὶ χρήματα δανείζονται, καὶ τότε θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους εὐτυχῆ ὅταν μπορέσουν νὰ μποῦν μέσα στὸ σπίτι.
Σπίτια διάφορα, μεγάλα, πολυώροφα, παλάτια, οὐρανοξύστες. Ὁ κόσμος θεωρεῖ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν σὲ τέτοια μέγαρα εὐτυχισμένους. Ἀλλὰ εἶνε ἔτσι; Ὅταν ὁ Θεὸς σείει τὴ γῆ, τότε τὰ σπίτια πέφτουν κ᾽ οἱ ἄνθρωποι φονεύονται. Τὸ εἶπε κι ὁ Χριστός· ὅταν στὰ Ἰεροσόλυμα τοῦ ἔδειχναν τὶς μεγάλες οἰκοδομὲς εἶπε· Ὅλα αὐτὰ θὰ γκρεμιστοῦν, δὲ θὰ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθῳ» (Λουκ. 19,44). Τὰ καλύβια εἶνε εὐλογημένα· τὰ μέγαρα ποὺ στήθηκαν μὲ ἀδικίες καὶ πλεονεξίες, ἂν ἕνας ἄγγελος Κυρίου τὰ πιάσῃ καὶ τὰ στύψῃ, θὰ στάξουν αἷμα ἀδικημένων.
Ἀλλὰ γιατί, ἀδελφοί μου, σᾶς ἀπασχολῶ μὲ τὰ σπίτια, μικρὰ καὶ μεγάλα; Διότι γι᾽ αὐτὸ μᾶς μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ὁλόκληρος ὁ σημερινὸς ἀπόστολος λέει γιὰ κάποια οἰκοδομή. Θὰ ἤμουν εὐτυχής, ἂν μποροῦσα νὰ κάνω τὸν καθένα σας νὰ ἐπιθυμήσῃ ν᾽ ἀγοράσῃ ἕνα διαμέρισμα σ᾽ αὐτήν! Εἶνε μιὰ μεγάλη – τεράστια οἰκοδομή· ἀρχίζει ἀπὸ ᾽δῶ στὴ γῆ καὶ φτάνει μέχρι τὸν οὐρανό· χωράει μέσα ὅλους, ὄχι μόνο τοὺς βασιλιᾶδες ἀλλὰ καὶ τοὺς πιὸ φτωχούς· οἰκοδομὴ ἀθάνατη καὶ αἰωνία. Ποιά ἆραγε νὰ εἶνε αὐτὴ ἡ οἰκοδομή; καὶ πῶς μπορεῖ καθένας μας ν᾽ ἀποκτήσῃ ἕνα μέρος σ᾽ αὐτήν, νὰ συμπεριληφθῇ στοὺς ἐνοίκους της; Μᾶς τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε» (Α΄ Κορ. 3,9). Ἡ οἰκοδομὴ αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλ᾽ ὅταν λέμε «Ἐκκλησία», ἀγαπητοί μου, δὲν ἐννοοῦμε τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ. Τὰ κτήρια μπορεῖ νὰ τὰ γκρεμίσουν οἱ ἄπιστοι καὶ μιὰ μέρα νὰ μὴν ὑπάρχῃ καμμιά ἐκκλησιὰ πάνω στὴ γῆ. Ἡ οἰκοδομὴ ὅμως τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία, εἶνε κάτι ἄλλο, πολὺ μεγαλύτερο καὶ ὑψηλότερο. Ἡ Ἐκκλησία θὰ ὑπάρχῃ στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ δάση, ὅπως τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν.
Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ ντουβάρια· Ἐκκλησία εἶνε ὅλοι ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό. Ἐκκλησία δὲν εἶνε μόνο ὁ δεσπότης μὲ τὰ χρυσᾶ καὶ τὶς μίτρες, ὁ παπᾶς καὶ ὁ διᾶκος, οἱ ἐπίτροποι καὶ οἱ ψαλτάδες καὶ οἱ νεωκόροι·
Ἐκκλησία εἶνε καὶ μιὰ γριούλα ἀγράμματη ποὺ τὸ Δεκαπενταύγουστο γονατίζει στὴν Παναγιά, κ᾽ ἕνα παιδάκι φτωχὸ ποὺ ἀκούει τὸ μάθημα τοῦ κατηχητικοῦ καὶ τραγουδάει σὰν ἀηδονάκι τὰ τραγούδια τοῦ Χριστοῦ μας, κ᾽ ἐκεῖνος ὁ ζητιάνος ποὺ προσκυνάει τὶς εἰκόνες καὶ ζητάει τὴν προστασία τῶν ἁγίων· καθένας ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό, ἀπὸ τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ κρατάει στὴν ἀγκαλιὰ ἡ μάνα μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέρο, ὅλοι εἶνε Ἐκκλησία, οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται τοὺς μεγάλους, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο οἱουδήποτε χρώματος, κοινωνικῆς καταστάσεως καὶ φυλῆς. Προχωρῶ. Ἐκκλησία δὲν εἴμαστε μόνο ὅσοι ζοῦμε σήμερα· Ἐκκλησία εἶνε καὶ οἱ γονεῖς μας καὶ οἱ παποῦδες μας, γενεὲς γενεῶν, ὅλοι ὅσοι κοιμοῦνται στὰ νεκροταφεῖα. Γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει θάνατος· «δὲν εἶνε Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων» (Λουκ. 20,38). Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε Ἐκκλησία. Μὲ τὴ διαφορά, ὅτι ὅσοι εἶνε ἀκόμα ἐδῶ στὴ γῆ λέγονται Ἐκκλησία στρατευομένη, γιατὶ κάνουν πόλεμο, ἐνῷ ὅσοι πέρασαν τὶς πύλες τοῦ θανάτου καὶ εἶνε στὰ οὐράνια λέγονται Ἐκκλησία θριαμβεύουσα. Αὐτὴ εἶνε Ἐκκλησία, καὶ αὐτὴν ὀνομάζει «οἰκοδομὴ» ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀλλὰ ὅπως κάθε οἰκοδομὴ ἔχει θεμέλιο κι ὅσο πιὸ μεγάλη εἶνε τόσο τὰ θεμέλια πρέπει νά ᾽νε πιὸ γερὰ καὶ νά ᾽νε χτισμένη πάνω σὲ βράχο, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ οἰκοδομή, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, ἔχει θεμέλιο. Θεμέλια ὑπάρχουν πολλά· θεμέλιο γιὰ τὸ χρηματιστήριο εἶνε τὸ χρῆμα, θεμέλιο γιὰ τὸ πανεπιστήμιο εἶνε ἡ σοφία καὶ ἡ γνῶσι, θεμέλιο γιὰ τὸ κράτος εἶνε τὰ ὅπλα καὶ ὁ στρατός. Καὶ θεμέλιο γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποιό εἶνε; Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Ἀλλοίμονο ἂν ἡ Ἐκκλησία στηριχθῇ στὴ βία, στὴν ἔπαρσι τῆς ἐπιστήμης, στὸ χρῆμα καὶ στὰ τιμολόγια. Τότε θὰ ἔρθῃ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ προφήτης Ἠλίας μὲ τὴ ῥομφαία του, νὰ μᾶς κόψῃ ὅλους τοὺς κληρικούς, ὅσοι μεταβάλλουν τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ «οἶκον ἐμπορίου» (Ἰω. 2,16). Δὲν ἔχουν θέσι οἱ δίσκοι. Τί φοβερὸ τὴν ἱερώτερη στιγμὴ ν᾽ ἀκούγωνται τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα! Μὴ δίνουμε δικαίωμα στοὺς χιλιαστὰς καὶ τοὺς προτεστάντες νὰ κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία μας. Εἶμαι βέβαιος, ὅτι ὁ λαὸς θὰ δώσῃ περισσότερα χωρὶς δίσκους.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας; Μεγάλο λόγο λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸν θεμέλιο λίθο τῆς Ἐκκλησίας δὲ μποροῦν νὰ τὸν κλονίσουν οὔτε ὅλοι οἱ δαίμονες. Κανείς, λέει ὁ ἀπόστολος, δὲν μπορεῖ νὰ βάλῃ ἄλλον θεμέλιο στὴν Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὑπάρχει, καὶ αὐτὸς εἶνε Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (Α΄ Κορ. 3,11). Θεμέλιό της δὲν εἶνε ὁ τάδε βασιλιᾶς ἢ ἡ τάδε βασίλισσα ἢ οἱ κυρίαρχοι τοῦ κόσμου· θεμέλιο εἶνε ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστὰς Χριστός, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε πολὺ μικρὸς αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ βάλῃ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὅταν ρώτησε τοὺς ἀποστόλους «Τί λέει ὁ κόσμος γιὰ μένα;» καὶ ἄλλοι εἶπαν «Εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής», ἄλλοι «Εἶσαι ὁ Ἠλίας», ἄλλοι «Εἶσαι ὁ Ἰερεμίας ἢ ἕνας τῶν προφητῶν», τοὺς λέει· «Ἐσεῖς τί ἰδέα ἔχετε γιὰ μένα;». Τότε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀπήντησε· «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ ὁ Χριστὸς χάρηκε καὶ τοῦ λέει· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὄχι ὅπως τὰ ἑρμηνεύουν οἱ φράγκοι, ἀλλ᾽ ὅπως τὰ ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες· Πέτρε, εἶπες μιὰ μεγάλη ἀλήθεια. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶμαι αὐτὸς ὁ Θεός, ὁ ἕνας τῆς ἁγίας Τριάδος, αὐτὴ ἡ πίστις στὸ πρόσωπό μου, αὐτὸ εἶνε τὸ θεμέλιο ἐπάνω στὸ ὁποῖο θὰ θεμελιώσω τὴν Ἐκκλησία μου (Ματθ. 16,16-18).
Μιὰ οἰκοδομὴ ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ θεμέλιο ἔχει καὶ στύλους, κολῶνες. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας. Ποιές εἶνε οἱ κολῶνες, οἱ στῦλοι της; Ἂν διαβάσετε τοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἀπολυτίκια, θὰ δῆτε ὅτι κολῶνες ποὺ μετὰ τὸ Χριστὸ στηρίζουν τὴν ἁγία μας πίστι, «κρηπῖδες», «βάσεις», «στῦλοι» τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, λέγονται οἱ προφῆται, οἱ ἀπόστολοι, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ εἶνε οἱ στῦλοι της.
Μιὰ οἰκοδομὴ ἐπίσης χτίζεται μὲ λιθάρια, πλῆθος λιθάρια. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ θεμέλιο καὶ οἱ πατέρες οἱ στῦλοι, ἐμεῖς εἴμαστε τὰ λιθάρια της. Ὁ κάθε πιστὸς εἴμαστε ἕνα λιθαράκι, λιθαράκι ὄχι νεκρὸ ἀλλὰ ζωντανό, ποὺ τὸ παίρνει ἡ ἁγία Τριάδα μέσα ἀπ᾽ τὰ χώματα τὴ λάσπη καὶ τὴ βρώμα, τὸ πλένει καὶ τὸ καθαρίζει μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα, καὶ τὸ πελεκάει γιὰ νὰ τὸ βάλῃ στὴ θέσι του. Ὅπως ὁ μάστορας χτυπάει κάθε πέτρα μὲ τὴ σμίλη καὶ τῆς δίνει τὸ σχῆμα ποὺ θέλει, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε ἐλαττώματα, μᾶς χτυπάει – πελεκάει ὁ Θεός. Πῶς; Μὲ τὴ θλῖψι, τὰ δυστυχήματα, τὸν πόνο, τὰ δάκρυα, ἔτσι γινόμαστε πέτρες κατάλληλες γιὰ τὴν θεία οἰκοδομή.
Ἂς προσέξουμε κάτι ἀκόμη. Σ᾽ ἕνα τοῖχο, γιὰ νὰ κολλήσῃ τὸ ἕνα λιθάρι μὲ τὸ ἄλλο, χρειάζεται κονίαμα, λάσπη μὲ ἀσβέστη· χωρὶς αὐτὸ σπίτι δὲν χτίζεται. Ἔτσι καὶ στὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ποιό εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἑνώνει τὸν ἕνα Χριστιανὸ μὲ τὸν ἄλλο καὶ μᾶς κάνει ἕνα; Ἡ ἀγάπη· ἡ ἀγάπη ὅπως τὴν δίδαξε καὶ τὴν ἐφήρμοσε ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἀπόστολοι. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι στοὺς πρώτους Χριστιανοὺς ἦταν «ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (Πράξ. 4,32).
Μιὰ προφητεία καὶ τελείωσα. Εἶπε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, ὅτι θά ᾽ρθη μέρα ποὺ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν σὰν τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς (βλ. Ματθ. 24,29. Μᾶρκ. 13,25. Ἀπ. 6,13). Ἀπὸ τότε ποὺ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία του πέρασαν δυὸ χιλιάδες χρόνια καὶ θὰ περάσουν κι ἄλλα. Στὸ διάστημα αὐτὸ πολλὰ ἔγιναν καὶ θὰ γίνουν· θὰ πέσουν θρόνοι καὶ βασίλεια, θ᾽ ἀλλάξῃ ὁ χάρτης πολλὲς φορές. Μέσ᾽ στὸν ὠκεανὸ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου τί μένει; Μικρὰ – μεγάλα καράβια θὰ πνιγοῦν, ἀλλὰ ἕνα θὰ μείνῃ ἀβύθιστο καὶ θὰ θριαμβεύῃ αἰωνίως· ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο κι ἂν τὴν πολεμήσουν οἱ διῶκται, οἱ αἱρέσεις, οἱ δαίμονες, ἡ Ἐκκλησία θὰ μείνῃ· γιατὶ ἔχει θεμέλιο τὸ Χριστό, κι ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ᾅδου δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὴ νικήσουν (Ματθ. 16,18). Ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὴν Ἐκκλησία θὰ σπάσῃ τὰ μοῦτρα του, θὰ γίνῃ στάχτη· ἡ Ἐκκλησία θὰ μείνῃ μὲ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιού (σήμερα Παντανάσσης) Τζιτζιφιῶν – Ἀθηνῶν τὴν 4-8-1963.