.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΑΓΑΠΗ, Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ

Από το Συναξάρι της 18ης Αυγούστου, του οσίου Αρσενίου του εν Πάρω (1800–1877), επιλέγουμε ένα μικρό πλην όμως άκρως ωφέλιμο απόσπασμα:
«… Εκτός από τις εθελούσιες κακοπάθειες της ασκήσεως, ο όσιος Αρσένιος χρειάστηκε να δοκιμάσει και θλίψεις προερχόμενες από τους προκρίτους του νησιού, ακόμα και από τον μητροπολίτη, ο οποίος τον έπαυσε προσωρινά από τα ιερατικά καθήκοντά του.
Ωστόσο χαιρόταν για τις θλίψεις αυτές, όπως ο άγιος Παύλος (βλ. Β΄ Κορ. 7, 4) και προσευχόταν για τους εχθρούς του. Υπέφερε επίσης για τις ταραχές και διχοστασίες ανάμεσα στις μοναχές της Μονής Μεταμορφώσεως, σε σημείο που αφού οι επιπλήξεις του παρέμεναν άκαρπες, αποφάσισε να τις εγκαταλείψει στην κακή τους θέληση. Στον δρόμο όμως συνάντησε τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ο οποίος τον παρότρυνε να υπομένει τις αμαρτίες και τα πάθη των πνευματικών του τέκνων, όπως ο Χριστός υπομένει τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, και έτσι ο Αρσένιος αποφάσισε να επιστρέψει στην μονή…».


Δοκιμάζουμε ουκ ολίγες θλίψεις από τους «προκρίτους», τους «προϊσταμένους» και τους «διοικητές» της μικρής και μεγάλης, της προσωπικής, διαπροσωπικής και αχανούς κοινωνίας, από τις μωρές, απάνθρωπες και απρόσωπες εξουσίες της, από κάθε έναν που επιβουλεύεται δολερά, σκληρά και άσοφα την ελευθερία και την ειρήνη μας και, για πολλούς και περιπεπλεγμένους λόγους, γίνεται εύκολα και αιφνίδια, ένας αδυσώπητος «μάστορας» και «αφέντης» στη ζωή και πορεία μας.
Αντί να απολαύσουμε την ποθητή ενότητα, τη γαλήνη και την ξεκούραση, λαμβάνουμε πικρότατη πείρα των «ταραχών» και των «διχοστασιών» που επικρατούν σήμερα σε κάθε σχέση με τα όποια πρόσωπα. Και τα πρόσωπα ως συνήθως έχουν αμετάβλητους λογισμούς και ανυποχώρητες διαθέσεις. Άσπρο εμείς–μαύρο οι άλλοι. Η ενότητα, η συμψυχία και η ανιδιοτέλεια ως επί το πλείστον ανύπαρκτες. Μια βάρβαρη αρένα έχουν καταντήσει σχεδόν όλα τα συναπαντήματά μας, γιατί διαπιστώνουμε έντρομοι ότι αυτό που επικρατεί παντού είναι ένας πόλεμος «κακών θελημάτων». Κάθε άνθρωπος και ένα σκαιό θέλημα, μια παράλογη ιδέα, μια ανεδαφική πρόληψη και μια ανομολόγητη πλάνη. Ποιος να εγκαταλείψει τον εαυτό του, τον ταυτισμένο βαθιά υπαρξιακά με τα στρεβλά θελήματα και τις αγιάτρευτες εμμονές του, προκειμένου να ακούσει την καρδιά του άλλου; Κανένας δεν αντέχει κανέναν, κανένας δεν ακούει κανέναν, κανένας δεν αναγνωρίζει κανέναν. Πώς να σταθεί λοιπόν μέσα στη βαβελική και φαύλη κοινωνία μας η αγάπη και η υψηλότερη έκφρασή της που είναι η συγχώρεση; Το θέμα από μόνο του είναι όντως ένα τραγικό αδιέξοδο.
Αν στραφούμε όμως, ολόψυχα και αδίβουλα, στον καρδιακό χριστιανισμό θα βρούμε συγκλονιστικές απαντήσεις που δεν φανταζόμασταν ότι υπάρχουν για μας. Η ζωή μας αν δεν ιχνηλατεί βαθμιαία τον Χριστό, αν δεν αποτελεί εγκάρδια μίμηση της ζωής Του, αν δεν ακολουθεί έμπρακτα τα βήματά Του, τότε θα είναι μια αβίωτη ζωή που σε πολλά επίπεδα έχει ήδη συνθηκολογήσει με την κόλαση, η οποία πάλι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απουσία αγάπης και η παρουσία απόγνωσης.
Η υπομονή στις θλίψεις δεν είναι ένας ψυχολογικός πειθαναγκασμός: είναι μυστήριο που ανάγεται στο ίδιο πρόσωπο του Χριστού, είναι η ακατάλυτη δύναμη των αγίων Του που έγιναν ένα μ’ Αυτόν. Η συγχώρεση πάλι δεν είναι μια στείρα ηθική εντολή που μας κάνει αυτόματα «καλύτερους» και «ανώτερους» ανθρώπους έναντι των άλλων: είναι η οντολογική μας κατά Χριστόν καταξίωση, γιατί μόνο στη θεϊκή αγάπη εμείς βρίσκουμε την πλήρη αποκατάστασή μας. Το θέλημα στον άνθρωπο συνιστά φιλαυτία και, με δαύτη, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να ακούσει τη φωνή και το κέλευσμα του διπλανού του, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει τα αιτήματα της καρδιάς του άλλου, κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην ενότητα των προσώπων που είναι το χαρακτηριστικό της εν Χριστώ ζωής, ο τρόπος της παραδείσιας αγάπης.
Παύουν όλα τα παραπάνω να είναι λόγια και θεωρίες, πότε; Όταν εμείς λάβουμε μέσα μας αισθαντικά τις αιώνιες εμπνεύσεις και ενισχύσεις που αποζητά η καρδιά μας και που δίνονται είτε από τον Ίδιο τον Χριστό είτε από τους αγίους Του. Ο σημερινός άνθρωπος έχει ανάγκη από τούτη την έμπνευση του Πνεύματος, για να αρχίσει επιτέλους να αγαπάει. Αλλά η έμπνευση του Πνεύματος δεν κατέρχεται παρά μόνο όταν δει «κάτι» μέσα μας, μέσα στην κρυμμένη και αφανή μας προαίρεση, «κάτι» που να την ελκύει δυνατά. Ο εμπνευσμένος εσωτερικά άνθρωπος δεν δύναται να έχει αγάπη δίχως υπομονή και συγχώρεση, γιατί δεν υπάρχει ποτέ αγάπη χωρίς αυτά τα δύο. Ο εμπνευσμένος άνθρωπος αγαπά αληθινότερα και καλύτερα, γιατί η υπομονή και η συγχώρεση δεν καλλιεργούν ποτέ μέσα του το θέλημα, τη φαντασία και την αυταπάτη. Και η έμπνευση αυτή είναι περισσότερο μια ακαταμάχητη τρέλα, παρά μια αναγκαία λογική ώθηση. Κι όταν αγαπά κανείς εμπνευστικά, τότε μόνο μπορεί να υπομένει, τότε μόνο επιθυμεί να συγχωρεί την κακότητα· προσπερνά το σάλο, την ταραχή, την ποταπότητα και την ακαταστασία και επιστρέφει δριμύς και χαλκέντερος πίσω στη δική του «μονή», πίσω στο αγαπημένο μετερίζι του αγώνα του, ανανεωμένος και δυνατός. Να μας δίνει η αγάπη του Χριστού κάθε έμπνευση και κραταίωση στην καρδιά, ώστε να συνεχίσουμε με ενότητα, υπομονή, ανδρεία και αγάπη την πορεία μας…

π. Δαμιανός