.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠ΄ ΟΛΑ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ»

Τμήμα τοιχογραφίας από τον νάρθηκα της 
Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας. 

«Περισσότερο απ΄ όλα ο διάβολος δεν θέλει να προσευχόμαστε. Όταν δει κάποιον να προσεύχεται, αν δεν μπορεί να τον εμποδίσει, προσπαθεί τουλάχιστον να παρασύρει τον νου του σε φαντασίες ή σε λογισμούς. Αν δεν το καταφέρει και αυτό, τότε παρουσιάζεται και ο ίδιος ακόμα, μόνο και μόνο για να σε ταράξει και να σε βγάλει έστω και λίγο από την προσευχή. Να, ήμουν μια φορά εκεί έξω, δίπλα στον τάφο του παπα – Τύχωνα. Ενώ έλεγα την δοξολογία με μετάνοιες, όταν έφθασα στο στίχο «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως», ξαφνικά ένα φως δυνατό σαν προβολέας ξεχύθηκε από πίσω μου και φώτισε όλη την περιοχή. Έφεξε μέχρι κάτω στην Καλλιάγρα. Κατάλαβα ότι ήταν δαιμονικό αυτό τι φως και δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα ατάραχος την προσευχή μου.
Αφού είδε (ο διάβολος) ότι δεν ταράχτηκα από το φως, έκανε κάτι άλλο. Λίγα μέτρα αριστερά μου παρουσιάστηκαν δυο διαβολάκια, περίπου ενάμισι μέτρο ύψος, τόσα δα, που έπαιζαν και χτυπιούνταν μεταξύ τους με τα χέρια και τα πόδια και γελούσαν. Σωστός κινηματογράφος. Ε΄ ! Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Ξέσπασα σε γέλια. Είδες τί έκανε ο πειρασμός ; Δεν τον πρόσεξα με το φως, έστειλε μετά τα διαβολάκια».


ΙΕΡΟΜΟΝ. ΙΣΑΑΚ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, 
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2004, σ. 229 κ.ε.