.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«ΝΥΚΤΑ ΕΙΔΟΝ ΚΑΤ΄ ΟΝΑΡ ΟΤΙ ΕΥΡΕΘΗΝ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ»



«Νύκτα τινά είδον κατ΄ όναρ ότι ευρέθην εν Κωνσταντινουπόλει εντός του Ιερού Ναού της του Θεού Αγίας Σοφίας, ιστάμενος μόνος εις το αριστερόν κλίτος του Ναού. Εις το δεξιόν κλίτος ευρίσκοντο άνδρες και γυναίκες ολοφυρόμενοι και γοερώς κλαίοντες. Τινές ήλθον προς με και κλαίοντες μοι είπον. ο Πατριάρχης και ο Βασιλεύς εκοιμήθησαν και δεν εγείρονται. σε παρακαλούμεν ελθέ να τους εγείρης. Έσπευσα και είδον τον Πατριάρχην ενδεδυμένον την πατριαρχικήν στολήν, εξηπλωμένον κείμενον ωσεί νεκρόν εν τω εδάφει του Ναού. Κατ΄ αρχάς τω εφώνησα μεγαλοφώνως.εγέρθητε Μακαριώτατε, λυπηθήτε το ποίμνιόν σας, τους χριστιανούς οι οποίοι κλαίοντες και οδυρόμενοι αναμένουν να εξυπνήσετε. 
Αλλ΄ επειδή ο Πατριάρχης έμενε νεκρός ακίνητος, επλησίασα, έθεσα την δεξιάν μου επί τον νώτον αυτού και προσεπάθουν να τον εγείρω. Μετά πολλού κόπου τον εσήκωσα έως δύο σπιθαμάς, αλλ΄ ήτο τόσον βαρύς, ώστε η χειρ μου εκ του βάρους ησθανόμην ότι εκινδύνευε να εξαρθρωθεί, και μη δυνάμενος να τον κρατήσω έπεσε πάλιν ως νεκρός.
Μετ΄ ολίγον η χειρ μου η δεξιά η οποία έτρεμε και επόνει έπαυσε να πονεί και να τρέμει και τότε έτρεξα εις τον Βασιλέα, όστις ωσαύτως εκοιμάτο ως νεκρός ανακείμενος 6 – 7 μέτρα μακράν του Πατριάρχου. Προσεπάθησα, κατέβαλον πάσας τας σωματικάς μου δυνάμεις να τον εγείρω, αλλ΄ εστάθη αδύνατον. 
Επάνω εις την μεγάλην μου αγωνίαν και την θλίψιν μου, ην είχον διότι δεν ηδυνήθην να εξυπνήσω τον Πατριάρχην και τον Βασιλέα, εξύπνησα.
Ο μεν Πατριάρχης εικονίζει την Εκκλησίαν, την οποίαν αντιπροσωπεύει, ο δε Βασιλεύς εικονίζει την πολιτείαν. 
Και η Εκκλησία και η πολιτεία και οι τούτων άρχοντες εις τας παρούσας πονηράς ημέρας κοιμώνται τον βαρύτατον ύπνον της αμελείας και της ραθυμίας. Εάν δεν εξυπνήσουν και δεν εγερθούν, εάν δεν εξυπνήσουν δε και τον κλήρον και τον λαόν εις ματάνοιαν, εις εργασίαν των εντολών του Θεού, των αρετών και των καλών έργων, θα δώσουν λόγον εν ημέρα κρίσεως και θα τιμωρηθώσι»


Ο ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ 
(Ο ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ 1884 – 1980), 
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980, σ. 586 κ.ε.