Μετά θλίψεως και οδύνης παρετήρησα ολίγα τινά εκ του χθεσινού φεστιβάλ ευρωπαϊκού τραγουδιού. Η σαθρότης και δυσωδία που εκπέμπει έτη τώρα το καθιστά παράδειγμα θεάματος προς αποφυγήν.
Πριν κάποια έτη διωργανώθη υπό της χώρας μας ετούτο το φεστιβάλ. Και ενθάδε εις τα άγια χώματα ελλήνων ηρώων και πνευματικών ανθρώπων ανεδείχθησαν νικηταί «τέρατα», απαίσια εις την όψιν, εκπέμποντα δυσωδίαν και φρίκην μέσω της μουσικής που αν δεν απατώμαι εκαλλιεργήθη ίνα εξημερώνη τα ήθη και να προκαλή ευφράδια εις την ψυχήν. Και εις την ανάδειξιν τότε εκείνων των αποκρουστικών και φρικαλέων είχε πρωτοστατήσει η πατρίς μας.
Εχθές πάλι η δύσμοιρη πατρίς πρωτοπόρησε και πάλι δίδοντας ους βαθμούς του νικητή εις τι και πάλι το αποκρουστικόν, εις έν πλάσμα με ηλλοιωμένην την φύσιν. Δεν χρήζει ετέρας αποδείξεως ότι κάτι πλέον δεν πάει καλά εις τον τόπον μας. Έχει αλλοιωθεί τόσον το ήθος των Ελλήνων ώστε μόλις και μετά δυσκολίας θα ευρεθή τις όστις αγανακτήσας θα αναφωνήση μετά σθένους… «αληθώς ώ Έλληνες, εκεί καταντήσαμε ώστε να θεωρούμε ιδανικόν άσμα δια τα παιδιά μας και δια εμάς τι το οποίον προέρχεται εκ της δυσώδους παρακρούσεως της Αρετής;» Αυτά επιθυμούμε πλέον; Επιθυμούμε ινδάλματα των θυγατέρων μας και των αγοριών μας πλάσματα και όντα που ενώ είναι άρρενα εμφανίζονται ως θήλεα;
Η ανάδειξις τοιούτων ανηθίκων όντων ως νικητάς υφ’ απάσης της Ευρώπης δεικνύει την κατάντια μας. Η δύση έχει διαβρωθεί εις το έπακρον. Δεν υπάρχουν υγιείς δυνάμεις να μας ανορθώσουν από την σαπίλα και τον βόρβορον της ηθικής κατρακύλας και καθίζησης. Όλα πλέον είναι εις μάτην. Ή μάλλον θα ήτο εις μάτην. Διότι ως είπεν και ο Ίων Δραγούμης αρκεί και είς Έλλην να μείνη ζωντανός, είς ενάρετος Έλλην δια να κάμνη Έλληνας κι άλλους χιλιάδας. Διότι ο Έλλην είναι ο φέρων το φώς. Ο πιστεύων εις τον θεόν των προγόνων του, εις Εκείνον που δίδαξε το αγαθόν και εθυσιάσθη δια την θανάτωσιν της αμαρτίας. Και δεν είναι δυνατόν εφ’ όσον έστω κι είς εξ ημών να πιστεύη εις Εκείνον και την αγιότητά του να μην υπάρχη ελπίς ότι αυτά τα Σόδομα άτινα αντικρύζουν οι οφθαλμοί μας δεν θα ριφθούν κάποτε εις το θειάφι και δεν θα αναγεννηθή η αρετή και το φώς, το δίκαιον και το αγαθόν.
Προτιμούμε ημείς οι ελάχιστοι όσοι μείναμε αληθώς να μην υπάρχουμε μεταξύ των κοράκων, οίτινες κατατρώγουν τα ψοφίμια και ζούν με τον θάνατον. Αληθώς επιθυμούμε με όσην δύναμην διαθέτομεν ακόμα να υψιπετούμε εις τον ουρανόν, πλησίον εις το φώς και εις τον ουράνιον πατέρα μας, όστις τα πάντα ορά και παρορά και μακροθυμεί.
τοῦ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν