ΝΗΦΑΛΙΟΣ ΜΕΘΗ ΚΑΙ ΑΝΟΜΟΣ ΛΥΣΣΑ
«Έλληνες και Βάρβαροι
Ποτέ δε χτυπήσαν οι καμπάνες χαρμόσυνα μιαν ολόκληρη μέρα.
Διακόπτουν στη μέση τις γιορτές σας οι βάρβαροι,
Έλληνες. Μέσα ή έξω απ’ τις πύλες, πάντοτε οι βάρβαροι.
...Και χτες και προχτές. Και σήμερα, οι βάρβαροι».
[Νικηφόρος Βρεττάκος, Νοέμβρης 1965]
Η τραγικότητα του νεώτερου Ελληνισμού, μετά το 1830, ήταν εξ αρχής ότι βολόδερνε μεταξύ του δυτικόφρονα μηδενισμού και της δικής του αιώνιας πνευματικής παράδοσης, μεταξύ της συμμόρφωσης στους νόμους του καθημερινού δαρβίνειου άγους και της απόδρασης στην συνείδηση του κοσμικού χρέους, μεταξύ της άνομης υλικής λύσσας και της νηφάλιας πνευματικής μέθης.
Ιδιαίτερα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, έχοντας ασπασθεί τις αξίες ενός δυτικού πολιτισμού τον οποίον κατά βάθος δεν πιστεύουν, αν δεν περιφρονούν κιόλας, οι Έλληνες βρέθηκαν στα πρόθυρα της βαρβαρότητας με αποτέλεσμα σήμερα να κρέμονται στο χείλος του γκρεμού.
«Η Ελλάδα έχει μια τραγικότητα διαφορετική από εκείνη της Δύσης», έλεγε ο Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης, σε μια ομιλία του που έκανε σε φοιτητές διαφόρων πανεπιστημίων της χώρας κατά την διάρκεια του 1984.
«Ο Έλληνας ανέκαθεν ζητά, μέσα στον χώρο και τον χρόνο, την Παραμυθία, την υπέρβαση του χώρου και του χρόνου, του ίδιου του εαυτού του. Ο Δυτικός αντίθετα, αρνιέται την Παραμυθία με την κατακτητική του στάση απέναντι σε όλα». (Ιερομόναχος Συμεών, Νηφάλιος Μέθη, 1984)
Ο Ιερομόναχος Συμεών, που μίλησε τριάντα χρόνια πριν για την «πλανερή αίγλη του δυτικού πολιτισμού», είναι ένας Περουβιανός, κατά κόσμον Χουάν ντε λα Χάρα, που μεγάλωσε στην Λίμα του Περού, σπούδασε κινηματογραφία στο Παρίσι, ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο... και κατάληξε στο Άγιον Όρος.
Με λίγα λόγια, η βαθύτερη αιτία των όσων τραγικών συμβαίνουν στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι το γεγονός ότι παραπαίουμε ανάμεσα σ’ έναν πολιτισμό που δεν είναι δικός μας και στην Παράδοσή μας που δεν ξέρουμε πια πώς να την αφουγκραστούμε.
Απέναντί μας έχουμε όλο το θρασύδειλο λεφούσι του Μαμωνά, που ορμούσε πάντα και θέριζε τις ψυχές μας, όπως το περιγράφει, σοφά, ο Βασίλης Ρώτας στο «Σάλπισμα του Μαμωνά»:
Εμείς ο Μαμωνάς, ο αφέντης του Άδη και του Χα,
ο κύριος του χρυσού και των καταχθονίων μετάλλων,
ο άρχοντας σε στοιχιά του Ερέβου, ζουδιακά του Σκότου
και φύτρα νεοπλασματικά της Τερατογονίας, εξουσιαστής εγκάτων, ο κλειδούχος στις σουρμές της φρίκης,
της παρά φύσιν ηδονής και της αλλοφροσύνης,
εμείς η ολανθισμένη η λώβη απ’ την παχειά σαπίλα,
σαλπίζουμε συναγερμό να συνταχτεί ο στρατός μας.
Ο Μαμωνάς, δια στόματος Σόϊμπλε, προστάζει Dura Lex… said Lex… Σκληρός ο Νόμος... όμως Νόμος.
Κανείς υποταχτικός μας, σκλάβος ή πλερωτός ...δεν τον παραβαίνει.
Προσκυνήστε κοπαδιασμένες φάλαγγες, ακέφαλα κορμιά τον… Μέγα Σκιάζαρο, Βόλφγκανγκ τον πορνοβοσκό, τους σατράπες του Βερολίνου και τους σαλτιμπάγκους των Βρυξελλών.
«Μπόγηδες, σφάχτες, μπράβοι και τραμπούκοι», που έλεγε ο Ρώτας. Και χτες και σήμερα, με την ίδια άνομη λύσσα, τον διεστραμμένο σαδισμό, όπως τον περιέγραφε κι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης μιλώντας για τους τρόπους βασανισμού των ανθρώπων από τους δημίους Γερμανούς στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, όπου έμεινε κλεισμένος από το 1943 ώς το τέλος του πολέμου. Ανάμεσα στ’ άλλα, γράφει και τούτα για έναν Τσέχο κρατούμενο, που τον σκότωσαν σε κάποιο δάσος κοντά στο Μαουτχάουζεν:
«...Ο Ες-Ες υπαξιωματικός τα ‘χε κανονίσει έτσι ώστε η εκτέλεση να γίνει μεσημέρι. Οι Ες-Ες στρατιώτες είχανε πάρει το συσσίτιό τους μαζί. Είπαν στο μελλοθάνατο να περιμένει κι αυτοί καθήσανε στο χορτάρι να φάνε. Τον ρώτησαν αν θέλει να φάει κι αυτός. Τους είπε πως το μόνο, που θέλει είναι να τον σκοτώσουν αμέσως. Ο υπαξιωματικός του απάντησε πως δεν πρέπει να βιάζεται, γιατί αυτουνού «του αρέσει όταν είναι εκδρομή να τρώει αργά. Εκτός αν προτιμά καμιά ξώφαλτση σφαίρα για πρώτη δόση». Ο Τσέχος δε μίλησε. Σαν αποφάγανε και καπνίσανε, ο υπαξιωματικός διέταξε τους στρατιώτες να ετοιμαστούν. Μπήκαν στη γραμμή, σήκωσαν τα όπλα. Ο Τσέχος κοίταζε ήρεμος τα όπλα. Ο υπαξιωματικός δεν είπε «πυρ». Τους έκανε νόημα να κατεβάσουν τα όπλα. Έβγαλε τα τσιγάρα του και πρόσφερε στο μελλοθάνατο. Αυτός αρνήθηκε. Ύστερα ο υπαξιωματικός του είπε: «Φύγε, είσαι ελεύθερος. Αυτά όλα γίνανε για να καταλάβεις πως αυτό που έκανες και σε φέρανε στο Μαουτχάουζεν δεν πρέπει να το ξανακάνεις. Φύγε».
«Ακούστε», είπε ο Τσέχος, «δεν φοβάμαι να βλέπω τα όπλα σας. Δεν χρειάζεται να με πυροβολήσετε στην πλάτη». «Ώστε δεν φοβάσαι;», μούγκρισε ο Ες-Ες: «Τότε απλώς θα σου δέσουνε τα μάτια». «Δεν θέλω τίποτα, δε φοβάμαι! Γιατί με βασανίζετε; Πυροβολείστε να τελειώνουμε». «Ούτε τα μάτια;» ξαναρώτησε ο Ες-Ες: «Τότε κλείστα αυτά τα γουρουνίσια μάτια, κλείστα να μην τα βλέπω». Κι όσο τα λεγε αυτά, χτυπούσε το μελλοθάνατο στο πρόσωπο με βέργα. Ο Τσέχος δεν έκλεινε τα μάτια. Ο υπαξιωματικός πρόσταξε να τον δέσουν γερά σ’ ένα δέντρο. Όταν τον δέσανε πλησίασε, έβγαλε το σουγιά του, τον άνοιξε, τύφλωσε τον Τσέχο κι ύστερα τον ρώτησε: «Μας βλέπεις τώρα;». «Όχι, αλλά σας θυμάμαι» απάντησε ο μελλοθάνατος. «Ε, τότε, πριν σε σκοτώσω θα σε κάνω να μας ξεχάσεις», συνέχισε ο Ες-Ες. Πριν τον αποτελειώσουν τον βασάνιζαν επί ώρες. Άρχισε να παραληρεί και να λέει ασυναρτησίες. Τον έλυσαν απ’ το δέντρο και διασκέδαζαν βλέποντάς τον να σέρνεται, να σηκώνεται, να σκουντουφλά, να τρακέρνει πάνω στα δέντρα. Όταν νομίσανε πως είχε αρκετά εξευτελιστεί η αντοχή του και το θάρρος του τον αποτελειώσανε με όλα τα τυπικά μιας καθωσπρέπει εκτελέσεως». (Βλ. Ιάκωβου Καμπανέλλη: «Μαουτχάουζεν», σελ.102-103)
Ο Μισέλ Τουρνιέ, ο Γάλλος συγγραφέας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα, που «έφυγε» από την ζωή πολύ πρόσφατα, είχε προλάβει να δηλώσει στο «Spiegel» τα εξής: «Η γερμανική ιστορία από τον Τριακονταετή Πόλεμο μέχρι την Πτώση του Τείχους, είναι ένα σκέτο χάος, αλλά οι Γάλλοι νομίζουν ότι πουθενά αλλού δεν υπάρχει καλύτερη οργάνωση απ’ ό,τι στην Γερμανία».
Όμως, αυτό το χάος φέρνει και τις θετικές εξελίξεις. Η απελπισία και η διάλυση που έφερε η Δύση φτάνει στο τέλος της, ανεξάρτητα αν ελάχιστοι το νοιώθουν. Ο πλανήτης μπαίνει σε μια νέα περίοδο, μέσα από πολλές καταστροφές και αίμα, καθώς οι ανθρωποφάγοι πλανητάρχες, Καίσαρες και Επίτροποι και Καγκελάριοι προσπαθούν να πνίξουνε της γης την ανταρσία.
Δύο εκατομμύρια οι νεκροί της Μέσης Ανατολής, από το δυτικό μαχαίρι.
Όλοι μαζί οι «πολιτισμένοι» φονιάδες, με τους οικονομικούς εκτελεστές τους, εποφθαλμιούν και την δική μας γη.
Όμως, οι δήμιοι ας ξέρουν ότι η περίοδος της απόλυτης κυριαρχίας τους τελειώνει οριστικά. Δεν τους φοβόμαστε τους βαρβάρους γιατί:
«Εδώ δεν υπάρχει:
πέτρα που πάνω της να μην έχει αίμα. Ούτε χαράκι
χωρίς ρυάκι πόνου. Ούτε και χώρος, αλώνι, πλαγιά,
χωρίς Αντιγόνη, ανυμέναιη, αφίλητη, άκλαυτη,
πάντοτε...»
Η μεγάλη εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση που έχει ανάγκη ο τόπος ΘΑ ΓΙΝΕΙ, θα γίνει ακόμα κι αν δεν μπορεί κανένας μας να τη φέρει σε πέρας... τότε θα σηκωθούν οι πέτρες για να το κάνουν, γιατί είναι θέλημα Θεού.
Νηφάλιος Μέθη και Άνομος Λύσσα
του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη