.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ



Ήταν στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου ένα γεροντάκι ονόματι Κωνστάντιος από την Κεφαλλονιά· ήταν κι ένα άλλο Γεροντάκι, Κεφαλλονίτης κι αυτός, από το Πυργί, που λεγόταν Δημήτριος και η μητέρα του Μαρία. Κάποτε έλαβε ένα γράμμα ότι η μητέρα του εκοιμήθη. Δεν είχαν τηλέφωνα τότε.

Πάει λοιπόν στον π. Κωνστάντιο και του λέει:
–Γερο-Κωνστάντιε, σε θερμοπαρακαλώ, κάνε ένα κομποσχοινάκι, ένα σαραντάρι (προσευχή για σαράντα μέρες) για την μητέρα μου.
–Θα κάνω, λέει αυτός, νά ’ναι ευλογημένο!

Αυτός ήταν αγωνιστής, όλη νύχτα τραβούσε κομποσχοίνι. Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες, εκεί που καθόταν και έκανε κομποσχοίνι λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον την δούλη Σου Μαρία», βλέπει μια γυναίκα να μπαίνει μέσα στο κελί του (ήταν η κεκοιμημένη Μαρία) και του λέει με ευγένεια πολλή:
–Ευλογείτε, Γέροντα!...
–Ο Κύριος!... Πού βρέθηκες εσύ εδώ πέρα;…
–Μη ταράζεσαι, Γέροντα, γιατί ο Θεός μ’ έστειλε να ’ρθώ.
–Και, τι θέλεις;…
–Δεν θέλω τίποτε· αλλά ήρθα μόνο να σ’ ευχαριστήσω, διότι αυτά τα κομποσχοίνια που μου έκανες, πολύ με ωφέλησαν και βρήκε ανάπαυση η ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ, Γέροντά μου, σ’ ευχαριστώ!...
Αυτά είπε κι εξαφανίστηκε.


[«Από την Ασκητική
και Ησυχαστική
Αγιορειτική Παράδοση»,
μέρος 2ο («Περιστατικά»),
κεφ. Κε΄, σελ. 356–357,
Άγιον Όρος 2011.]