ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΚΑΙ ΘΑ ΔΙΚΑΣΗ ΤΟΥΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ AΠΑΤΕΩΝΕΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ; ΔΙΑΒΑΣΤΕ!
Από τὸ βιβλίο «Ἐκ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτός», τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΔΙΚΗ
« Καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη».(Ματθ. κε΄ 32)
Ἡ ἀνομία, ἀγαπητοί μου ἀκροαταί, ἡ ἀνομία πάντοτε μέν, ἀλλ’ ἰδίως εἰς τοὺς ἐσχάτους τούτους χρόνους ὕψωσε θρασεῖαν τὴν κεφαλήν. Ποῖος δὲν τὸ βλέπει; Θρασεῖς καὶ ἀσύστολοι παραβάσεις τῶν Νόμων, τῶν Θείων καὶ αἰωνίων, ἀναρίθμητοι λαμβάνουν χώραν καθημερινῶς. Ὁ σεισμογράφος τῆς ἀδιαφθόρου συνειδήσεως δονεῖται ἀκαταπαύστως. Ἀραὶ καὶ ψεύδη, διαβολαὶ καὶ συκοφαντίαι, ψευδομαρτυρίαι καὶ φρικταὶ βλασφημίαι, κλοπαὶ καὶ πορνεῖαι καὶ μοιχεῖαι καὶ φόνοι καὶ ἐγκλήματα στυγερὰ καὶ ἀποτρόπαια διαπράττονται καὶ μυριάδες θυμάτων ἀναστενάζουν καὶ ζητοῦν τὴν τιμωρίαν τῶν σαδιστῶν κακούργων, τὸν θρίαμβον τῆς δικαιοσύνης.Ἀλλὰ ποῦ ἡ ἰδεώδης δικαιοσύνη;
Καὶ εἶνε μὲν ἀληθὲς ὅτι πρὸς τιμωρίαν τῆς ἀδικίας καὶ τοῦ ἐγκλήματος ἡ πεπολιτισμένη ἀνθρωπότης ἐψήφισε Νόμους, συνέταξε ποινικοὺς κώδικας, ἵδρυσε δικαστήρια ἔκτισε φυλακὰς καὶ σωφρονιστήρια, καὶ διὰ μέσου πολλῶν εὐγενῶν τέκνων της, θυσιασθέντων εἰς τὸν βομὸν τῆς Δικαιοσύνης κατέβαλλε καὶ καταβάλλει πολλὰς προσπαθείας πρὸς τελειοτέραν ἀπονομὴν τοῦ δικαίου εἰς ὅλας τὰς σχέσεις τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ ἆράγε τὰ δίκτυα τῆς δικαιοσύνης ποὺ ἁπλώνονται ἐπάνω εἰς τὸν πλανήτην μας ὑπὸ τὴν μορφὴν ποικίλων δικαστηρίων τῶν ἐλευθέρων λαῶν, συλλαμβάνουν ὅλους τοὺς πραγματικῶς ἐγκληματίας καὶ τιμωροῦν ὅλα τὰ ἐγκλήματα πάσης μορφῆς; Ἀσφαλῶς ὄχι. Πολλοὶ εἶνε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι διὰ διαφόρους αἰτίας κατορθώνουν νὰ διαφύγον τὴν ἁρπάγην τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης, οὐχὶ δὲ σπανίως μεγάλοι καὶ διεθνεῖς ἀπατεῶνες καὶ ἐπιστήμονες τοῦ ἐγκλήματος μὲ σατανικὴν τέχνην σκεπάζουν τὰ κακουργήματά των, νίπτουν τὰς χεῖρας ὡς ἄλλοι Πιλᾶται καὶ ἐνῷ εἶνε Κάϊν καὶ Νέρωνες καὶ τὰ αἵματα τῶν θυμάτων των ἀκόμη ἀχνίζουν, αὐτοὶ φοροῦν τὸ προσωπεῖον τῆς ἀθωότητος καὶ παρουσιάζονται ὡς ἥρωες καὶ εὐεργέται τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἀξιοῦν ἀπὸ τοὺς τρέμοντας λαούς των νὰ τοὺς ἀνακηρύξουν ὡς Σωτῆρας! Ποῖος θὰ τοῖς ἀφαιρέσῃ τὰ προσωπεῖα;Ποῖος θὰ κάμῃ τὰ ἀποκαλυπτήρια τῆς ψυχικῆς των καταστάσεως καὶ θὰ τοὺς παραστήσῃ ἐνώπιον ὅλων ὁποῖοι πραγματικῶς εἶνε καὶ θὰ τοῖς εἴπῃ:«Κύριοι! Μὴ ἀπατᾶτε πλέον. Εἶσθε ὑποκριταὶ καὶ ἀπατεῶνες, ἐκμεταλλευταὶ καὶ πλαστογράφοι τῆς ἀρετῆς».
Καὶ ὄχι μόνον πλεῖστοι ἔνοχοι διαφεύγουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης καὶ περιφέρονται ἐλεύθεροι, εὐτυχοῦντες καὶ κομπάζοντες καὶ προκαλοῦντες τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα, ἀλλὰ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, τὸν πλήρη ἀντινομιῶν, συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο ἀπείρως τραγικώτερον, νὰ καταδικάζωνται οὐχὶ σπανίως ὑπὸ τῶν ἀτελῶν ἀνθρωπίνων δικαστηρίων ἑκάστης ἐποχῆς ἀθῷοι, ἄνδρες ὑπέροχοι, τοὺς ὁποίους ὡδήγησεν εἰς τὸ ἑδώλιον τοῦ κατηγορουμένου ἡ ὠργανωμένη κακία τῶν ἀνθρώπων. Ὤ! Ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Ἡ κακία αὐτὴ εἶνε μεγάλη. Δύναται νὰ ἐπιστρατεύσῃ ψευδομάρτυρας καὶ νὰ δημιουργήσῃ πλέγμα κατηγορίας καὶ διὰ τὸν ἀθωότερον ἄνθρωπον καὶ νὰ παρασύρῃ καὶ τοὺς δικαστὰς καὶ τοὺς πλέον ἐξ αὐτῶν ὀξυδερκεῖς καὶ εὐσυνειδήτους εἰς δικαστικὰς πλάνας καὶ τὸ «ἔνοχος θανάτου ἐστὶ» ν’ ἀκουσθῇ καὶ δι’ ἐκεῖνον ἀκόμη, τὸν ὁποῖον ἡ κοινωνία θὰ ἔπρεπε νὰ στεφανώσῃ μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανον τῆς ἀρετῆς. Κλασσικὸν παράδειγμα ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχομεν τὴν δίκην τοῦ Σωκράτους. Ὁ δικαιότερος οὗτος καὶ σοφώτερος τῶν Ἑλλήνων τῆς ἐποχῆς του, ὁ μηδὲν ἔγκλημα διαπράξας κατὰ τῆς Πατρίδος, τὴν ὁποίαν πάντοτε ὑπηρέτησε πιστῶν καὶ εὐόρκως, ἐσύρθη εἰς τὸ δικστήριον μὲ φρικτὰς κατηγορίας. Εἱς μάτην ἠγωνίσθη ν’ ἀποδείξῃ τὴν ἀθωότητά του, τὴν πρὸς τοὺς Θεοὺς εὐσέβειάν του, τὴν πρὸς τὴν Πατρίδα ἀγάπην του, τὴν πιστὴν ἐκπλήρωσιν τῶν καθηκόντων του ὡς πολίτου καὶ ὡς ἀνθρώπου. Ὑπερίσχυσεν ἡ κακία τῶν ἐχθρῶν του καὶ ὁ Σωκράτης κατεδικάσθη εἰς τὸν διὰ κωνείου θάνατον, καταδικαζόμενος δ’ ἀδίκως ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ εκἶπεν ὅτι, ἐὰν ἐδῶ δὲν εὖρε δικαιοσύνην, ἐκεῖ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον πρὸς τὸν ὁποῖον πορεύεται, θὰ συναντήσῃ λαμπρὰν τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖ δικασταὶ ἄνευ ἐλαττωμάτων καὶ ἀτελειῶν, σοφοὶ καὶ ἀμερόληπτοι, ὁ Νίνως, ὁ Αἰακὸς καὶ ὁ Ραδάμαντυς, θὰ κρίνουν τὴν ὑπόθεσίν του καὶ θὰ τῷ ἀποδώσουν τὸ δίκαιον, τὸ ὁποῖον ἐσφαγιάσθη ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ μὲ τὴν πίστιν περὶ τῆς πέραν τοῦ τάφου Θείας Δικαιοσύνης ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς του ὁ μέγας τῶν Ἀθηνῶν φιλόσοφος.Καὶ δὲν εἶνε μόνον ὁ Σωκράτης τὸ μοναδικὸν θύμα, ἀλλὰ καὶ ἀναρίθμητα ἄλλα θύματα τῆς ἀδικίας ἑκάστης ἐποχῆς καὶ ἐκ πάσης γωνίας τῆς γῆς, τὰ ὁποῖα ὑψώνουν τοὺς ὀφθαλμούς των πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπικαλοῦνται τὴν Θείαν Δικαιοσύνην, λέγοντα:«Κύριε δίκασον τοὺς ἀδικοῦντάς με». Καὶ «Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν».
Ἡ ἀνθρωπότης αἰτεῖ δικαιοσύνην π λ ή ρ η κ α ὶ τ ε λ ε ί α ν. Ἀλλὰ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν μόνον ψυχία δικαιοσύνης εὑρίσκονται. Διὸ καὶ πάντοτε θὰ ἀκούεται ἡ Θεία προτροπή:« Δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς».
Εἰς τὸ πανανθρώπινον αὐτὸ αἴτημα τῆς δικαιοσύνης ποὺ εἶνε μὲν φυτευμένον εἰς τὴν καρδίαν παντὸς ἀνθρώπου, ἀλλὰ τόσον ὀλίγον ἱκανοποιεῖται ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἀνταποκρίνεται τὸ Χριστιανικὸν δόγμα, τὸ ὁποῖον περιέχεται εἰς τὸ 7ον ἄρθρον τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας, καὶ κατὰ τὸ ὁποῖον ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ διακηρύσσομεν ὅτι πιστεύομεν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν «καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἐσται τέλος».
Τὴν εἰκόνα δὲ τῆς παγκοσμίου Δίκης ἐζωγραφισμένην μὲ ζωηρὰ χρώματα μᾶς παρουσίασεν ἡ Ἐκκλησία σήμερον, Κυριακὴν τῶν Ἀπόκρεων, κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς ὅλους τοὺς Ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀνεγνώσθη εἰς ἐπήκοον πάντων ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ περὶ Μελλούσης Κρίσεως.
Ὧ Ἱερὰ θύματα τοῦ κααθήκοντος, ὅσοι προσεφέρετε τὴν ζωήν σας ὡς θυσίαν ὑπὲρ τῆς εὐημερίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὦ μακάριαι ψυχαὶ τῶν ζωήν σας ὡς θυσίαν ὑπὲρ τῆς εὐημερίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὦ μακάριαι ψυχαὶ τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος, δετε τὴν μεγαλοπρεπῆ Εἰκόνα τῆς Παγκοσμίου Κρίσεως. Διὰ σᾶς, ποὺ ἐστάθητε ἄοκνοι ἐργάται τοῦ καλοῦ, ἡ εἰκὼν αὕτη εἶνε Θεία παρηγορία. Ἴδετε τὸν Κριτήν. Τὴν ἕδραν τοῦ Δικαστοῦ δὲν θὰ κατέχῃ ὁ Α ἤ Β Δικαστής, ὅστις ὁσονδήποτε σοφὸς καὶ ἐὰν εἶνε ὑπόκειται εἰς πλάνην, δὲν θὰ κατέχουν Μίνωες καὶ Αἰακοὶ καὶ Ραδαμάνθεις, ἀλλὰ θὰ τὴν κατέχῃ Ἐκεῖνος, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου θὰ κλίνουν γόνυ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. Θὰ εἶνε ὁ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων».(Φιλιπ. β΄ 10). Ποῖος ἀκούων τὸ ὄνομα τοῦτο δύναται νὰ ἀμφιβάλλῃ περὶ τῆς ἀμεροληψίας, περὶ τῆς ἄκρας δικαιοσύνης Του; Ἐνώπιον Αὑτοῦ θὰ συναχθοῦν ἅπαντα τὰ ἔθνη.
«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου!» Ἀλλ’ ὁποία διαφορὰ μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας Του παρουσίας!
Κατὰ τὴν πρώτην Του Παρουσίαν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐνεφανίσθη συμπαθὴς ὡς ἔλεος, ὡς ἀγάπη ἀπεριόριστος. Ἐπὶ μίαν τριετίαν τῆς δημοσίας δράσεώς του δὲν ἔπαυσε νὰ καλῇ ἀδιακρίτως ὅλας τὰς ψυχάς. Ἡ φωνή του ὑπερέβη καὶ τὴν στοργὴν τῆς πλέον φιλοστόργου μητρὸς «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἐφώναζεν, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν, ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου, ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. Ἰδοῦ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. Λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με δητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἄν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ἡ θάλασσα, οἱ ποταμοί, τὰ βουνά, τὰ ὄρη, αἱ νάπαι καὶ αἱ πεδιάδες καὶ αἱ ἔρημοι τῆς Ἁγίας Γῆς ἀντήχησαν ἀπὸ τὴν γλυκυτάτην Του φωνήν: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοὺς πάντας ἐκάλεσεν, ἀλλ’ οὐδένα ἐβίασε διὰ νὰ παραδεχθῇ τὸ πρόγραμμά του. Ἐναντίον οὐδενὸς παραβάτου τοῦ Θείου Νόμου ἐπέβαλλε τιμωρίας καὶ κυρώσεις. ἍΑπαξ μόνον ὕψωσε τὸ φραγγέλιον διὰ νὰ ἐκδιώξῃ τοὺς θεοκαπήλους λεγεῶνας ἀγγέλων πρὸς τιμωρίαν τῶν ἀποστατῶν, τῶν Σταυρωτῶν Του.Αὐτὸς ἐμακροθύμησε καὶ ἐδέχθη ἐμπτυσμοὺς καὶ ραπίσματα καὶ μαστιγώσεις καὶ μὲ μίαν ἀγάπην ἀνυπέρβλητον, Θείαν, προσηυχήθη ὑπὲρ τῶν δημίων, ὑπὲρ τῶν σταυρωτῶν Του. ― Κατὰ τὴν πρώτην παρουσίαν Του ἐνεφανίσθη ὡς ἀγάπη, ἐνεφανίσθη ὡς Σωτήρ. Ὁ διος τὸ δικήρυξεν:« Οὐκ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 12,47). Ἀλλὰ κατὰ τὴν Δευτέραν Του Παρουσίαν θὰ ἐμφανισθῇ ὡς Δικαιοσύνη, θὰ ἐμφανισθῇ ὡς ὑπέρτατος Κριτὴς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅσοι ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τοῦ τελευταίου ἀνθρώπου ἔκαμον τὴν ἐμφάνισίν των ἐπάνω εἰς τὸν πλανήτην μας. Τὶς δύναται νὰ περιγράψῃ τὸν Κριτήν; Τὸ πρόσωπον τοῦ Κριτοῦ θὰ λάμπῃ ὡς ἥλιος, ὑπὲρ τὸν ἥλιον, ὑπὲρ μυρίους ἡλίους. Θὰ συνοδεύεται ἀπὸ τάγματα καὶ ταξιαρχίας ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Θὰ προπορεύεται ὁ Τίμιος Σταυρός, ἡ ἔνδοξος, ἡ μοναδικὴ αὐτὴ σημαία τῆς Χριστιανοσύνης, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς ὁποίας ἐδόθησαν αἱ μεγαλύτεραι καὶ πεισματωδέστεραι μάχαι μεταξὺ Φωτὸς καὶ Σκότους. Καὶ ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ θὰ συγκεντρωθοῦν λλα τὰ ἔθνη, ὅλοι οἱ λαοί, διὰ νὰ γίνῃ ἡ δίκη ἡ παγκόσμιος. Τότε, ὤ τότε οἱ μεγαλύτεροι κακοῦργοι, οἱ ὁποῖοι ὡς τυφῶνες διῆλθον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσφαξαν καὶ ἐτυράννησαν καὶ ἐτρομοκράτησαν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ θὰ τρέμουν ὡς τὰ φύλλα τῶν δένδρων καὶ θὰ ζητοῦν ἔλεος αὐτοί, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἀπέναντι ἀνθρώπων ἔδειξαν ἔλεος. Τότε οἱ βλάσφημοι οἱ ὁποῖοι ἤνοιγον τὰ στόματα διὰ νὰ ἐκσφενδονίσουν τοὺς ἀφροὺς τῆς λύσσης των ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τοῦ Πλάστου καὶ τοῦ Σωτῆρός των, φ«ὄψονται εἰς ὅν ἐξεκέντησαν». Τότε οἱ ἀναιδεῖς περιγρονηταὶ τῶν θείων Νόμων, οἱ ὁποῖοι ἐφαντάσθησαν ὅτι δὲν θὰ λειτουργήσῃ ποτὲ ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, θὰ δουν καὶ θὰ πεισθοῦν ὅτι πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ διὰ τὴν Ὁποίαν δὲν ἐχύθη δάκρυ μετανοίας καὶ συντριβῆς, θὰ λάβῃ τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν. Τότε οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἀποστάται υἱοὶ θὰ ἀναστενάξουν καὶ θὰ επουν:«Τὰ ὄρη καὶ αἱ πέτραι, πέσατε ἐφ’ ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ Θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τὶς δύναται σταθῆναι:» (Ἀποκ. 6,16―17). Τότε μύριοι λαμπτῆρες θὰ ἀναφθοῦν καὶ τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους θὰ φωτισθοῦν καὶ τὰ πλέον ἀπόκρυφα ἐγκλήματα θ’ ἀποκαλυψθοῦν καὶ οἱ ἔνοχοι θὰ ἐμφανισθοῦν μὲ ὅλα τ’ ἀπαίσια χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν τρομερῶν των ἐγκλημάτων καὶ μύριαι φωναὶ θ’ ἀκουσθοῦν:«Ὦ Δίκαιε Θεέ. Ἦλθεν ἡ ὥρα ἡ μεγάλη, ἡ παγκόσμιος ὡρα τῆς τιμωρίας τοῦ ἐγκλήματος καὶ τῆς ἀδικίας.Ἔνοχοι! Τωρα ποῦ φύγετε;»
Ὤ! Ὁποία ὥρα τότε ἀδελφοί! Ὥρα τρομερὰ διὰ τὴν ἔνοχον ἀνθρωπότητα. Ἀλλὰ τίς, ἐφ’ ὅσον ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς αὐτῆς, τὶς δύναται νὰ καυχηθῇ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶνε ἀθῷος;
Καὶ ἐνῷ εμεθα ὅλοι ἔνοχοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ διὰ μυρίας παραβάσεις, ἄσωτοι υἱοὶ τοῦ Οὐρανίου Πατρός, ἐν τούτοις κοιμώμεθα ἀδιάφοροι. Κοιμώμεθα ἐπὶ τοῦ ἡφαιστείου τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Τὰ πάντα σκεπτόμεθα πλὴν τῆς ὥρας ἐκείνης. Οὐδεμίαν προετοιμασίαν κάμνομεν διὰ νὰ εὕρωμεν «καλὴν ἀπολογίαν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ» καθὼς καθ’ ἑκάστην Θ. Λειτουργίαν ἐντόνως μᾶς προτρέπει ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία. Καὶ ὅταν μὲν ἔχωμεν δίκην τινά, πρὸ ἑβδομάδων καὶ μηνῶν εμεθα ἐναγώνιοι καὶ φροντίζομεν πῶς νὰ ἐμφανισθῶμεν ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, ἀλλὰ περὶ τῆς Δίκης τῆς Παγκοσμίου, ἡ ὁποία θὰ κρίνῃ τὸ αἰώνιον μέλλον μας, οὐδεμία ἔννοια, οὐδεμία φροντίς, οὐδεμία προετοιμασία. Πλεῖστοι δὲ ὅσοι γελοῦν καὶ εἰρωνεύονται ἐκείνους οἱ ὁποῖοι παραδέχονται ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς παγκοσμίου Κρίσεως.
Ἀλλὰ ἡ τοιααύτη συμπεριφορὰ ὑπενθυμίζει ἕνα ἀνέκδοτον, ποὺ κάπου εἶχαἀναγνώσει. Ποῖον ἀνέκδοτον; Ἕνας βασιλεὺς εἶχε, ὅπως ἦτο συνήθεια τότε, ἕνα γελωτοποιόν. Μίαν ἡμέραν ὁ βασιλεὺς ἔδωκε ἕνα « μπαστοῦνι» εἰς τὸν γελωτοποιὸν καὶ τῷ εἶπε: «Λάβε καὶ φύλαξέ το καὶ ὅταν εὕρῃς κανένα πλέον ἠλίθιον ἀπὸ σέ, εἰς ἐκεῖνον νὰ τὸ δώσῃς!» Ἔκτοτε παρῆλθον ἔτη. Ὁ βασιλεὺς ἠσθένησε καὶ ἐκινδύνευσε ν’ ἀποθάνῃ. Μαζὺ μ’ ἄλλους ἦλθε καὶ ὁ γελωτοποιὸς νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ. Γέλωτες καὶ καγχασμοὶ δὲν ἠκούοντο πλέον εἰς τοὺς διαδρόμους καὶ τὰς αἰθούσας τῶν ἀνακτόρων. Ὁ γελωτοποιὸς εἰσέρχεται εἰς τὸν κοιτῶνα. Μὲ τὰς ὀλίγας δυνάμεις του ὁ βασιλεὺς τῷ λέγει λυπημένος: ― «Εἶμαι μοῦ φαίνεται διὰ ταξίδι». ― «Διὰ ποῦ;» ἐρωτᾷ ὁ γελωτοποιὸς προσποιούμενος ὅτι δὲν ἐννοεῖ. ― « Διὰ μακρυνὸ ταξίδι» ἀπαντᾷ ὁ βασιλεύς. ― «Θὰ ἐπιστρέψῃς γρήγορα, βασιλεῦ; Εἰς ἕνα μῆνα;» ― «Ὄχι». ― Εἰς ἕνα χρόνον;» ― «Ὄχι!» ― «Πότε, λοιπόν, Πολυχρονώτατε;» ― «Ποτὲ» ἀπήντησε τεθλιμμένος ὁ βασιλεύς. ― « Καλά, καὶ ἔχεις προετοιμασθῆ δι’ ἕνα τέτοιον ταξίδι;» ― Καθόλου» ἀπαντᾷ κατηφὴς ὁ βασιλεύς. ― «Ὥστε φεύγεις διὰ πάντα καὶ δὲν προητοιμάσθης καθόλου; Τρομερόν! Τότε, ΜΕγαλειότατε, πάρε τὸ μπαστοῦνι σου, διότι εὑρῆκα ἐκεῖνον ποὺ εἶνε πλέον ἠλίθιος ἀπὸ ἐμέ».
Ἀκούσατε, ἀγαπητοὶ ἀκροαταί, τὸ ἀνέκδοτον; Ἀπὸ ἡμᾶς ἐξαρτᾶται νὰ μὴ διαπράξωμεν τὴν ἰδίαν ἀνοησίαν. Ἄς προετοιμασθῶμεν, ἄς προετοιμαζόμεθα πάντοτε ὡς νὰ εἶνε ἑκάστη ἡμέρα ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς, ὡς νὰ εἶνε ἡ παραμονὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὡς λόγον ἀποδώσοντες διὰ τὰς πράξεις μας καὶ διὰ τοὺς λόγους μας καὶ διὰ τὰς σκέψεις μας καὶ οὕτω ζῶντες, ἀξιωθῶμεν ν’ ἀκούσωμεν τῆς μακαρίας ἐκείνης φωνῆς, ἡ ὁποία θὰ φέρῃ τὴν αὔραν τοῦ Παραδείσου εἰς τὴν καρδιά μας: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.