Παράδειγμα πρῶτο (βλέπε καὶ ποινικὸ κώδικα, 232, παρ. 2):
Παρασιώπηση ἐγκλήματος χαρακτηρίζεται ἡ παράλειψη ἔγκαιρης ἀναγγελίας στὴν ἁρμόδια Ἀρχή (ἢ πλησιέστερη Ἀρχή) σχεδιαζομένου ἢ πραγματοποιουμένου κακουργήματος.
Στὴ νομικὴ ἐπιστήμη θεωρεῖται ὡς ἰδιώνυμο πλημμέλημα γνήσιας παράλειψης ποὺ τιμωρεῖται μὲ φυλάκιση μέχρι τριῶν ἐτῶν. Ἡ δὲ παρασιώπηση θεωρεῖται ἔγκλημα κατὰ τῆς ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης.
Παράδειγμα δεύτερο: Φιλικό μας ἢ συγγενικό μας πρόσωπο σιωπᾶ ἢ ἀνέχεται βαριὲς ὕβρεις ἢ ἀπαράδεκτες ἀναφορὲς στὸ προσωπό μας εἴτε ἀπὸ φόβο εἴτε ἐπειδὴ δὲν τὸ νοιάζει. Θὰ συνεχίσουμε νὰ ἔχουμε ἐπαφὴ μὲ τέτοιους "φίλους" ἢ "συγγενεῖς" ἢ θὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ κοντά τους, μέχρι νὰ καταλάβουν τὸ λάθος τους;
Παράδειγμα τρίτο: Πῶς χαρακτηρίζουμε πολιτικοὺς, ἐπιστήμονες καὶ ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος, γενικὰ ὑψηλὰ ὑφισταμένους ποὺ σιωποῦν (ὅπως τώρα μὲ τὴν κρίση), ἐνῶ συντελοῦνται ἀδικίες, ἐγκλήματα, ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀλλοιώσεις; Σωστούς, ἠθικούς, ἀνθρώπους μὲ εὐθύνη; Συνεχίζουμε νὰ τοὺς ἐκτιμοῦμε καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθοῦμε;
Ἐὰν μάθουμε π.χ., ὅτι ἕνας γιατρός, ἕνας καθηγητής κλπ. εἶναι κομπογιαννίτες, θα σιωπήσουμε ἢ θὰ προσπαθήσουμε νὰ προστατεύσουμε καὶ τοὺς συνανθρώπους μας ἀπὸ τὴν ἀπάτη τους; Καὶ ἐὰν σιωπήσουμε κὰι αὐτὸ ἀποκαλυφθεῖ, θὰ ἔχουμε δίκιο, ὅταν διαμαρτυρόμαστε, ἂν ὁ περίγυρός μας μᾶς ἀποφεύγει καὶ μᾶς κατηγορεῖ, ὅτι γνωρίζαμε καί παρόλα αὐτὰ σιωπήσαμε καὶ δὲν καταδικάσαμε;
Ἐὰν λοιπὸν στὴν κοσμική μας ζωὴ ἰσχύουν τέτοιοι νόμοι, γραφτοὶ καὶ ἄγραφτοι, θὰ ἀνεχθοῦμε στὴν τήρηση τοῦ δόγματος, στὴν ἐκκλησιαστική μας ζωή, τὴν σημαντικὴ δηλ. πλευρὰ τῆς ζωῆς μας, νὰ ἰσχύουν ἄλλοι;
Ὁλόκληρη ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώθηκε ὄχι μόνο πρὸς διδαχὴ καὶ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἀλλά κατὰ ἀντιπαράθεση πρὸς τὶς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες προσβάλουν τὸν Θεὸ τὸν ἴδιο καὶ ἐμποδίζουν τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας νὰ θεραπεύσει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία: Ἡ ἀποδοχὴ λοιπὸν τῆς αἱρέσεως ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν Κληρικὸ καὶ Ἱεράρχη καταστρέφει τὸ προστατευτικὸ καὶ θεραπευτικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. «Ὅπως στὸν ἰατρικὸ χῶρο σὲ ἕναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοῦ ἐπιτραπῇ νὰ θεραπεύῃ, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτραπῇ σὲ ἕναν αἱρετικὸ νὰ θεραπεύῃ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Διότι, ἐπειδὴ εἶναι αἱρετικός, δὲν γνωρίζει, δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύῃ» . (Ιωάννου Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, 2004, σελ. 203).
Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Χριστιανὸ καὶ κυρίως τὸν Κληρικὸ καὶ Ἱεράρχη, ποὺ συνειδητὰ σιωπᾶ ἢ ἀδιαφορεῖ νὰ καταδικάσει τὴν αἵρεση καὶ ἔτσι νὰ προφυλάξει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἑδραίωσή της. Εἶναι λοιπὸν εὐνόητο, βάσει καὶ τῆς κοσμικῆς καὶ τῆς πατερικῆς, ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς αἱρέσεως δὲν ἐλλοχεύει μόνο στὴν πλήρη ἀποδοχὴ καὶ πρέσβευση τῶν αἱρετικῶν δογμάτων, ἀλλὰ καὶ - ἀνεξαρτήτως ἂν ἡ ὑπόλοιπη συμπεριφορά μας εἶναι ἐπαινετή - στὴν συνειδητὴ ἀδιαφορία, στὴν σιωπὴ καὶ στὴν ἀπραξία ἀπέναντι στὴν αἵρεση καὶ μέσω αὐτῶν στὴν ἀποτροπὴ ἀντιδράσεων.
Γι’αὐτὸν τὸν λόγο στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη ἐπικρίνει ο Χριστός τοὺς Ἐπισκόπους,τῆς Περγάμου καὶ τῶν Θυατείρων, διότι ἐνῶ ἡ διαγωγή τους σὲ γενικὰ θέματα εἶναι καλή, μολαταῦτα ἐπιτρέπουν στοὺς αἱρετικοὺς Νικολαΐτες και ψευδοπροφῆτες νὰ πλανοῦν καὶ νὰ βλάπτουν τὸ ποίμνιόν τους· «Ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα, ὅτι ἀφεῖς τὴν γυναίκά σου Ἰεζάβελ, ἣ λέγει ἑαυτὴν προφῆτιν, καὶ διδάσκει καὶ πλανᾶ τοὺς ἐμοῦς δούλους πορνεῦσαι καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα». Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἐπαινεῖ τὸν ἀμελῆ σὲ μερικὰ θέματα Ἐπίσκοπον Ἐφέσου, διότι ἀναδεικνύει τοὺς ψευδοπροφήτες καὶ μισεῖ τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν «Ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἃ κἀγώ μισῶ» (Ἀποκ. 2, 12‐23 καὶ 2, 6).
Γι’αὐτὸν τὸν λόγο παραινεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τοὺς πιστούς, ὄχι μόνο νὰ μὴν ὑπακούουν σὲ κακοὺς ποιμένες ἀλλὰ καὶ νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ αὐτούς, λόγῳ τοῦ κινδύνου ποὺ ἐπιφέρουν (Ὁμιλ. εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους 34, 1. PG 63, 231), καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει, ὅτι δὲν δικαιολογεῖται ἡ ἀδιαφορία ἤ ἡ σιωπή ὅταν «πίστις τό κινδυνευόμενον». Ἡ σιγὴ σὲ θέματα πίστεως εἶναι τὸ τρίτο εἶδος ἀθεΐας μετὰ ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόρριψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ . (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, σελ. 479‐483).
Γι’αὐτὸν τὸν λόγο πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ μὴν ἔχουμε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ὄχι μόνο μὲ αὐτοὺς τοὺς Κληρικοὺς ποὺ κηρύττουν τὴν αἵρεση ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ σιωποῦν καὶ δὲν κάνουν τίποτα ἐναντίον της, μέχρι νὰ ἀλλάξουν στάση. Ἡ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας δὲν εἶναι μία μόνιμη κατάσταση, ἀλλὰ μία ποὺ ἰσχύει μέχρι νὰ ἐπανέλθει τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ἡ ὀρθόδοξη στάση στην Ἐκκλησία. Ὅσο ὅμως ἰσχύει ἡ αἵρεση, ἡ σιωπή, ἡ ἀπραξία καὶ ἡ ἀδιαφορία πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται, ὡς ὁμολογία ἀπέναντι στὸν Ὕψιστο, ὡς τεῖχος ἀπέναντι στὴν αἵρεση καὶ ὡς ἔνδειξη ἀγάπης καὶ ἐνδιαφέροντος στὴν Ἐκκλησία Του καὶ στοὺς ἀδελφούς μας.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου