. Στὸ δωδέκατο ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας ἀποτυπωμένο τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας. «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε». Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου; Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴ σκληρὴ πέτρα. Καὶ ἐσὺ τί ἔκανες γιὰ Ἐμένα; Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Τὸ ἀντιμίσθιο τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν εὐεργετη του ἦταν ὁ σταυρός. Τὸ ξύλο τῆς ἀτιμίας ποὺ ἔγινε ξύλο τιμῆς καὶ σωτηρίας.
. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ συμπατριῶτες τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἑβραῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν ὡς Μεσσία, γιατὶ δὲν νοοῦσαν Θεὸ θανατούμενο πάνω στὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὴ δόξα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν αἴγλη τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ. Σὲ αὐτὸ τοὺς μοιάζουμε καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, ποὺ σήμερα ζητοῦμε μιὰ ζωὴ ἀσταύρωτη, ζητοῦμε νὰ κατακτήσουμε τὸν παράδεισο χωρὶς νὰ σηκώσουμε σταυρὸ στὴ ζωή μας. Θέλουμε δόξα χωρὶς σταυρό. Ἔτσι, γινόμαστε καὶ ἐμεῖς ἄπιστοι. Ἀρνούμενοι τὸ σταυρό μας, τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴν ἄσκηση ἀρνούμαστε τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο μας Ἰησοῦ. Καὶ ἀρνούμενοι τὸ Χριστό μας αὐτονομούμαστε καὶ ἐγωϊστικὰ φερόμενοι πέφτουμε στὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ.
. Γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ ἐνσυνείδητους Χριστιανοὺς ὁ σταυρὸς καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι ἡ δύναμή μας, εἶναι τὸ σθένος μας, εἶναι ἡ ἰσχύς μας σὲ ἀντιθέση ποὺ τοὺς ἀπίστους, ποὺ γιὰ αὐτοὺς ὁ σταυρὸς εἶναι μωρία καὶ αἰσχύνη. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κορινθ. α´ 18).
. Γιὰ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοφρονοῦντες Χριστιανοὺς τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ εἶναι τὸ σημεῖο τῆς νίκης, τὸ σημεῖο τῆς ἐπιτυχημένης πορείας στὸ δρόμο τῆς ἐπίγειας διαδρομῆς μας. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς δυσκολίες μας, αὐτὲς στὶς ὁποῖες ὑποβαλλόμαστε ἀπὸ τὸ μισόκαλο δαίμονα, φωνάζουμε μὲ παρρησία: «Συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ τιμίου σταυροῦ σου πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις». Καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ κατορθώνουμε καὶ ἀπωθοῦμε μακριὰ τὴ δύναμη τοῦ πονηροῦ.
. Μιὰν ἡμέρα ὁ Γέροντας Δωρόθεος, ὁ Θηβαῖος, ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὸ πηγάδι νὰ φέρει νερό. Ἐκεῖνος μόλις ἔσκυψε καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ ρίψει στὸ νερὸ τὸν κουβὰ εἶδε μιὰ ἀσπίδα, ἕνα δηλητηριῶδες φίδι, νὰ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτό. Ἐγκατέλειψε τότε τὸν κουβᾶ καὶ ἔτρεξε στὸ Γέροντα φωνάζοντας:
-Ἀββᾶ χαθήκαμε, τό πηγάδι δηλητηριάστηκε ἀπὸ μιὰ ἀσπίδα.
-Κι ἂν ο διάβολος ἀποφασίσει νὰ ρίψει ἀσπίδες σὲ ὅλα τὰ πηγάδια, ἐσὺ θὰ πεθάνεις ἀπὸ τὴ δίψα;
. Ἔτσι τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας κουνώντας τὸ κεφάλι, γιὰ τὴ δειλία τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Μετὰ πῆγε ὁ ἴδιος στὸ πηγάδι πῆρε τὸν κουβᾶ καὶ ἔβγαλε μόνος του νερό. Τὸ σταύρωσε, ἤπιε ὁ ἴδιος καὶ ἔδωσε καὶ στὸν ὑποτακτικό του λέγοντας: Ὅπου ὑπάρχει σταυρὸς δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ.
. Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι δύναμη σωτηριώδης, δύναμη εὐεργετική, δύναμη θεϊκῆς δωρεᾶς πρὸς τὸν ἀνίσχυρο ἄνθρωπο. Καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅλους αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ, σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση σὲ βορρὰ καὶ νότο, ἀφοῦ κατὰ τὸ τροπάριο τῶν αἴνων τῆς ἑορτῆς του «εὗρος καὶ μῆκος Σταυροῦ, οὐρανοῦ ἰσοστάσιον». Δηλαδὴ τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος τῶν ἀκτίνων τοῦ Σταυροῦ ἐπεκτεινόμενα καλύπτουν ὅλη τὴ γῆ καὶ φθάνουν μέχρι τὰ πέρατα τοῦ οὐρανοῦ δεικνύοντα ταυτόχρονα καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου ποὺ εἶναι ἀπεριόριστη, εἶναι ἡ ἀγάπη χωρὶς σύνορα, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὅλους μας καὶ μᾶς ἀνεβάζει στὸν ὁλόφωτο οὐρανό.
. Ἀναφέρεται ὅτι κάποιος νέος παραστράτησε, μὰ τόσο μετανόησε, ὅταν ἡ Θεία Χάρη τὸν ἐπισκέφτηκε ἀπὸ ἕνα κήρυγμα ποὺ ἄκουσε, ὥστε ἄφησε τὸν κόσμο κι ἔγινε καλόγερος. Ἔφτιαξε μιὰ καλύβα στὴν ἔρημο κι ἔκλαιγε κάθε μέρα μὲ πολὺ πόνο τὶς ἁμαρτίες του. Μὲ τίποτα, ὅμως, δὲν μποροῦσε νὰ παρηγορηθεῖ.
. Μιὰ νύχτα παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἰησοῦς, περιτριγυρισμένος ἀπὸ φῶς οὐράνιο. Πῆγε κοντά του μὲ καλωσύνη καὶ τοῦ εἶπε μὲ τὴ γλυκιὰ φωνή Του:
– Τί ἔχεις, ἄνθρωπε καὶ κλαῖς, μὲ τόσο πόνο;
– Κλαίω, Κύριε, ἀπάντησε ἐκεῖνος, γιατὶ ἔπεσα σὲ ἁμαρτία, εἶπε μὲ ἀπελπισία ὁ ἁμαρτωλός.
– Ὤ, τότε σήκω, τοῦ εἶπε παρήγορα ὁ Χριστός μας!
– Δὲν μπορῶ μόνος, Κύριε, ἀπάντησε ὁ μοναχὸς τρέμοντας.
. Ἅπλωσε τότε τὸ Θεϊκό Του χέρι ὁ Κύριος τῆς ἀγάπης καὶ τὸν βοήθησε νὰ σηκωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σταμάτησε νὰ κλαίει.
– Τώρα γιατί κλαῖς; Τοῦ εἶπε!
– Πονῶ, Χριστέ μου, γιατὶ σὲ λύπησα. Ξόδεψα τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Σου σὲ ἀσωτίες, συνέχισε ὁ μοναχός.
. Ἔβαλε τότε μὲ στοργὴ τὸ χέρι Του ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης στὸ κεφάλι τοῦ πονεμένου ἁμαρτωλοῦ καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἱλαρότητα:
– Ἀφοῦ γιὰ μένα πονᾶς τόσο πολύ, ἐγὼ ἔπαυσα πιὰ νὰ λυπᾶμαι γιὰ τὰ περασμένα, γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου.
. Ὁ νέος σήκωσε τὸ βλέμμα του, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Σωτήρα του, μὰ Ἐκεῖνος δὲν βρισκόταν πιὰ ἐκεῖ. Στὴ θέση ποὺ πατοῦσε εἶχε σχηματισθεῖ ἕνας πελώριος ὁλόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πιὰ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἔπεσε ὁ μοναχὸς καὶ τὸν προσκύνησε. Μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ψυχή, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ἐκεῖνο, κατέβηκε πάλι στὴν πολιτεία ὁ νέος μοναχός, γιὰ νὰ γίνει πιὰ θερμὸς κήρυκας τῆς μετανοίας καὶ νὰ ὁδηγήσει στὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ πολλοὺς ἄλλους παραστρατημένους.
. Ἐμεῖς, οἱ σταυροφόροι χριστιανοὶ ποὺ βιώνουμε τὴ μετάνοια εἰλικρινά, ὀφείλουμε νὰ ἀποτελοῦμε τὸ ἀνάχωμα τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως τῆς κοινωνίας μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ μας. Ἡ ἠθικὴ κατάπτωση τῶν γύρω μας, αὐτῶν ποὺ δὲν σηκώνουν τὸν σταυρό τους μὲ προθυμία καὶ ὑπομονὴ ἔφερε τὴ σημερινὴ οἰκονομικὴ κρίση, ποὺ δὲν παύει, ὅμως, νὰ εἶναι «παδαγωγὸς εἰς Χριστόν» (Γαλ. γ´ 24), γιατὶ μᾶς φέρνει κοντά Του, γιατὶ μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ ἐλαττώνουμε τὶς ὑπέρμετρες ἐπιθυμίες μας καὶ νὰ αὐξάνουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας σ’ Αὐτόν. Ἡ οἰκονομικὴ κρίση μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ δοῦμε τὴ ζωὴ στὶς πραγματικές της διαστάσεις, καὶ ἐπιστρέφοντας στὶς ἠθικὲς ρίζες μας νὰ τὴν ἀναδιοργανώσουμε στὸ πρότυπο τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τοῦ ἐλέους τοῦ πολυεύσπλαγχνου Θεοῦ μας, ποὺ ζητᾶ νὰ βρεῖ εὐκαιρία, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Οἱ σταυροφόροι Χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀποτελοῦμε τὸ καύχημα τῆς κοινωνίας καὶ νὰ δείχνουμε τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάζει τὸ πρόσωπό της μὲ συμπάθεια, ἀφοῦ στηρίζεται στὴν ἐνεργὴ ἀγάπη, αὐτὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐμφορεῖτο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς. Ἔτσι οἱ σταυροφόροι Χριστιανοὶ γινόμαστε «εὐχάριστοι τοῖς πᾶσι» (Κολασ. γ´ 15), εἴμαστε φιλόθεοι καὶ φιλάνθρωποι, ἐμπνέουμε τοὺς γύρω μας μὲ τὸ σταυροαναστάσιμο ἦθος μας, δημιουργοῦμε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο στὸ περιβάλλον μας μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ παράδειγμά μας, προβάλλουμε τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημά μας μὲ παρρησία καὶ ἀγωνιζόμαστε «κόντρα στὸ ρεῦμα» κατὰ τῆς ἐνορχηστρωμένης πολεμικῆς τῆς ἀποδομήσεως τῶν Ἑλληνορθοδόξων θεμελίων τοῦ ἔθνους μας.
. Ἐπειδὴ κανείς, ἀδελφοί μου, δὲν μπῆκε στὸν Παράδεισο χωρὶς ἀγόγγυστα νὰ σηκώσει τὸν προσωπικό του σταυρό, ἂς μὴν δυνανασχετοῦμε γιὰ τὸ σταυρό μας, γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε σταυρό μας. Νὰ εἴμαστε καὶ νὰ παραμείνουμε σταυροφόροι μέχρι τέλους, γνωρίζοντας ὅτι ἔχουμε εὐσυμπάθητο Κυρηναῖο, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε τὸ σταυρὸ λέγοντας μας «Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μουἐλαφρόν ἐστιν» Ματθ. ια´ 30) καὶ μᾶς βοηθᾶ νὰ τὸν σηκώσουμε λέγοντάς μας “Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν” (Ἰωάν. ιε´ 5). Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἀνυπέρβλητη, εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἐσταυρωμένου, ἡ δύναμη τῆς ἐπιτυχίας, ἡ δύναμη καὶ τὸ σύμβολο τῆς νίκης μας ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, αὐτῶν ποὺ καὶ ὡς πρόσωπα καὶ ὡς κοινωνία καὶ ὡς ἔθνος θέλουν νὰ μᾶς ρίψουν στὸ χάος τῆς καταστροφῆς μέσα ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀσταύρωτης ζωῆς.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας