Ἡ ἁμαρτία
Εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνομε, «ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται, καὶ οὐχ ἁμαρτήσει». Ἐκεῖνο, ἑπομένως, τὸ ὁποῖο διακρίνει τὸν Χριστιανὸ ἀπὸ τὸν μὴ Χριστιανὸ δὲν εἶναι ἡ ἀναμαρτησία, ἀλλὰ ἡ μετάνοια.
Μετὰ τὴν ἀποστασία τῶν πρωτοπλάστων μὲ τὴν διάπραξη τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας μπῆκε γιὰ τὰ καλὰ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρτία, ποὺ εἶναι ἡ ἀθέτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπάγεται τὸν χωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ Αὐτόν, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ παρὰ φύσιν κατάσταση, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὸς εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ ζεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν ἐν Τριάδι Θεό.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ πορευόταν «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ἡσ. 9,1), μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὑποχείριος τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ κατάσταση αὐτὴ ἦταν μοιραία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδύνατο νὰ σωθεῖ μὲ τὶς δικές του μόνο δυνάμεις· Ὁ «Προμηθεὺς Δεσμώτης» τοῦ Αἰσχύλου εἰκονίζει ἀκριβῶς τὴν τραγικὴ καὶ ἀδιέξοδη ἀνθρωπίνως αὐτὴ κατάσταση.
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωση
Ἀλλ᾿ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α´ Ἰω. 4,16). Ἀπὸ ἀγάπη ἔφερε στὴν ὕπαρξη τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ ἀγαπάει, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἀποστασία του. Καρπὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τὸ ὁποῖο ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ μετὰ τὴ διάπραξη τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ προπαρασκευάσει τὸ ἔδαφος καὶ νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο τὴν εὐκαιρία ἐλευθέρως νὰ θελήσει ἐν Χριστῷ νὰ ἐπιστρέψει στὴν φυσική του κατάσταση, κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν ἐν Τριάδι Θεό.
Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἐλάλησεν» (Ἑβρ. 1,1) ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους μέσῳ τῶν δικαίων, τῶν πατριαρχῶν, τῶν προφητῶν. Προπαρεσκεύασε ἔτσι τὸ ἔδαφος τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ προανήγγειλε τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσίου γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ» (Γαλ. 4,4), ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου». Αὐτὸς κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία του ἐφανέρωσε τὴν ἀλήθεια στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν διδασκαλία, τὴν ζωὴ καὶ τὰ θαύματά Του. Ἐν τέλει ὁ «Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός», ὁ ὁποῖος «ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλιπ. 2,7), γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀμαυρωθεῖσα εἰκόνα εἰς τὸ «ἀρχαῖον κάλλος», ὑπέμεινε κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ἑκουσίως πολλὰ ἀτιμωτικὰ πάθη, τὸν ἐπονείδιστο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θάνατο καὶ τὴν τριήμερο ταφή. Γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ τὴν τρίτη ἡμέρα, νὰ ἀναληφθεῖ τὴν τεσσαρακοστὴ καὶ νὰ καθίσει ὡς Θεάνθρωπος πλέον «ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός». Γιὰ νὰ «πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῷ κόσμῳ» κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν φανερώθηκε δημοσίως ἐπὶ γῆς ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο ἐγκεντριζόμενος ὁ ἄνθρωπος σώζεται.
Μὲ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, ὁ Χριστὸς συνέτριψε τὸ διάβολο, τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ ἔσωσε τόν ἄνθρωπο, ἐλευθερώνοντάς τον ἀπὸ τὴν δουλεία στοὺς παράγοντες αὐτοὺς καὶ δίνοντάς του τὴν δυνατότητα ἐλευθέρως νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπιστρέψει στὴ φυσική του κατάσταση, στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ πετύχει τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του, τὸν ἁγιασμό, τὴν κατὰ χάριν θέωση.
Ἡ σύσταση τοῦ Μυστηρίου
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος» (Γεν. 8,21) καὶ οἱ τρεῖς ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος ὁ ἐν τῷ πονηρῷ κείμενος, παρεμβαίνουν στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν σωτηρία καὶ προκαλοῦν πτώσεις καὶ τραύματα, ὁ Χριστὸς ἤδη μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅταν ἐνεφανίσθη στοὺς Μαθητές, παρέδωσε τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως μὲ τὰ ἀθάνατα λόγια Του «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. 20,2).
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο χάρισε στὸν ἄνθρωπο τὸ ἰατρεῖο γιὰ νὰ θεραπεύεται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν χάρη τὴν ἀπορρέουσα ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἐφ᾿ ὅσον, βεβαίως, αὐτὸς συναισθάνεται τὴν κατάστασή του, συντρίβεται, μετανοεῖ καὶ καταφεύγει ἐλευθέρως σ᾿ αὐτό, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὸ χαρακτηρίζουν ὡς «δεύτερον βάπτισμα».
Οἱ ὅροι τελέσεως τοῦ Μυστηρίου
Τὸ ἰατρεῖο εἶναι πάντα ἀνοικτὸ καὶ ἐπισκέψιμο. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν δυνατότητα, ὅσες φορὲς ἀγωνιζόμενος τραυματίζεται καὶ ἁμαρτάνει, νὰ προσέρχεται ἐν μετανοίᾳ σ᾿ αὐτὸ καὶ νὰ θεραπεύεται ριζικῶς, λαμβάνοντας τὴν χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ πηγάζει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἀναγνώσεως τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς ἀπὸ τὸν πνευματικὸ πατέρα, φέροντα ἐπιτραχήλιον, ὅπως ὁρίζει ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ νὰ γίνουν ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀπαραίτητο ὁ ἄνθρωπος νὰ προσέρχεται στὸ Μυστήριο μὲ πίστη σ᾿ ὅλα ὅσα εἴπαμε, μὲ ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του, μὲ προσωπικὴ ἀνάληψη τῆς εὐθύνης, μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια. Νὰ προσέρχεται ἐλευθέρως καὶ ὄχι ὑπὸ πίεση, ἀνάγκη ἢ σκοπιμότητα. Νὰ εἶναι ἀπολύτως εἰλικρινής, χωρὶς τὴ διάθεση νὰ ἀποκρύψει κάποιες ἢ κάποια ἔστω ἁμαρτία, ἀπὸ φόβο ἢ ντροπή.
Ἂν αὐτὸ συμβεῖ, ὄχι μόνο δὲν θὰ συγχωρεθεῖ καμμία ἁμαρτία, ἀλλὰ στὶς προηγούμενες θὰ προστεθεῖ καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς προσπαθείας ἐξαπατήσεως τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Ἀλλ᾿ «ὁ Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6,7).
Τέλος, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προσέρχεται στὸ Μυστήριο μὲ τὴν βεβαιότητα στὴν ἀλήθεια, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ ὑπερβαίνει τὸ ἔλεος, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει, λοιπόν, ἁμαρτία ἀσυγχώρητος, πλὴν μιᾶς, τῆς ἀμετανοησίας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος, ἐμμένοντας ἐγωιστικὰ στὴν ἁμαρτία του, ἀρνεῖται τὴν χάρη τῆς ἀφέσεως καὶ τὴν σωτηρία, διότι ὁ Θεὸς «θέλει μὲν πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. 2,4), ἀλλ᾿ «οὐδένα ἀναγκάζει σωθῆναι».
Ἐμπόδια γιὰ τὴν προσέλευση στὸ Μυστήριο. Γνωρίζουμε βεβαίως, ὅτι οὔτε ὁ διάβολος, οὔτε ὁ κακὸς ἑαυτός μας, οὔτε ὁ κόσμος, ποὺ ζεῖ χωρὶς Χριστό, καὶ «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α´ Ἰω. 5,19), θέλουν νὰ προσερχόμαστε στὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως. Ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀνίερη συμμαχία σκοπὸ ἔχει τὴν καταστροφὴ καὶ ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου, πολεμάει μὲ λύσσα τὴ συμμετοχή του στὸ Μυστήριο, ναρκοθετώντας καὶ παγιδεύοντας μὲ διαφόρους τρόπους καὶ μέσα τὸ δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ σ᾿ αὐτό. Ἂς ἀναφερθοῦμε σὲ μερικά, τὰ πιὸ συνηθισμένα.
Κατ᾿ ἀρχάς, οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ τοῦ ἀνθρώπου τὸν παρακινοῦν στὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, τὴν ὁποία ἐξωραΐζουν καὶ προβάλλουν ὡς κάτι τὸ φυσικὸ καὶ ἀκίνδυνο. Ὅταν ὅμως παρασύρουν τὸν ἄνθρωπο στὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, τότε μεγαλοποιοῦν τὰ πράγματα, προσπαθώντας νὰ τὸν κρατήσουν δέσμιο στὴν κατάσταση αὐτή. Τοῦ λέγουν, ὅτι ἡ κατάσταση εἶναι μὴ ἀναστρέψιμη καὶ δὲν ὑπάρχει σωτηρία γι᾿ αὐτόν.
Ἂν δὲν πετύχουν τίποτα μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐπιστρατεύουν τὸν φόβο καὶ τὴν ντροπή, ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο. Ἂν κι ἐδῶ ἀποτύχουν, τεχνηέντως προσπαθοῦν νὰ πλήξουν τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴν ἐχεμύθεια τοῦ πνευματικοῦ πατρός.
Ἀκόμη προσπαθοῦν νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο, ὑποδεικνύοντας ὡς ἐναλλακτικὴ λύση τὸ νὰ ἐξομολογηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἁμαρτήματά του στὶς εἰκόνες ἢ ἀπ᾿ εὐθείας στὸν Θεό. Ἀλλ᾿ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔδωσε στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους αὐτῶν, ἐπισκόπους καὶ κατ᾿ ἐντολὴν αὐτῶν εἰς τοὺς πρεσβυτέρους, τὴν ἐξουσίαν τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὁδηγουμένη, καθώρισε τὸν συγκεκριμένο τρόπο τελέσεως τοῦ Μυστηρίου, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ μόνο χορηγεῖται ἡ χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν στὸν ἄνθρωπο.
Ἂν σ᾿ ὅλα αὐτὰ προσθέσουμε τὴν παρακίνηση ἀναβολῆς τῆς ἐξομολογήσεως γιὰ ἀργότερα ἢ καὶ γιὰ τὰ γεράματα ἀκόμη, ἢ τὴν πολὺ δόλια παγίδα, στὴν ὁποία πέφτει ὁ ἄνθρωπος ὅταν λέγει, γιατί νὰ πάω νὰ ἐξομολογηθῶ, ἀφοῦ θὰ ἁμαρτήσω καὶ πάλι, μὲ κίνδυνο νὰ φανῶ ὅτι ἐμπαίζω τὸ Μυστήριο, καταλαβαίνουμε, ὅτι ὁ Χριστιανὸς «διαβαίνει ἐν μέσῳ παγίδων πολλῶν» (Σοφ. Σειρὰχ 9,13) κατὰ τὴν πορεία του πρὸς τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως.
Ἀλλ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐμπόδια καὶ οἱ παγίδες τῶν «ἐχθρῶν τοῦ ἀνθρώπου», ποὺ σκοπὸ ἔχουν νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τὸ νὰ μετάσχει στὸ Μυστήριο, μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς συμμετοχῆς μας σ᾿ αὐτό, ποὺ εἶναι ὅρος «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» γιὰ τὴν σωτηρία μας, καθὼς καὶ τὴν προσοχὴ καὶ τὸν σεβασμὸ ποὺ πρέπει νὰ μᾶς διακρίνουν, γιὰ νὰ γίνονται ὅλα «εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν» (Α´ Κορ. 14,40).
Ἐπιλογὴ πνευματικοῦ καὶ συνεργασία μαζί του
Κατ᾿ ἀρχάς, εἶναι ἀπαραίτητο μὲ πολλὴ προσευχὴ καὶ πολλὴ προσοχὴ νὰ ἐπιλέξουμε τὸν πνευματικό μας πατέρα, ποιμένα «καλόν, γραμματισμένον, σοφόν, ἐνάρετον, εὐλαβῆ» (ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός), γιὰ νὰ κάνουμε ὑπακοὴ καὶ νὰ συνεργασθοῦμε ἐλευθέρως, μὲ χαρὰ καὶ ὑπομονὴ μαζί του γιὰ τὴν πνευματική μας προκοπή. Κατόπιν, εἶναι ἀπαραίτητο ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συναίσθηση τῆς καταστάσεώς μας καὶ τὴν εἰλικρίνεια τῆς ἐξομολογήσεως νὰ ἀναλαμβάνουμε πλήρως τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν διάπραξη τῶν «λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ» ἁμαρτιῶν καὶ νὰ ἀποφεύγουμε νὰ ἐπιρρίπτουμε αὐτὴν στοὺς ἄλλους.
Ἐπίσης, ἀπολύτως ἀπαραίτητο εἶναι νὰ ἀπορρίπτουμε κάθε συμβιβασμὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ ἀγωνιζόμαστε ἀκατάπαυστα, μὲ ὑπομονὴ καὶ πνεῦμα συνεργασίας μὲ τὸν πνευματικό, γιὰ τὴν ὁριστικὴ νίκη κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, εἶναι αὐτονόητο, ὅτι θὰ δεχόμαστε μὲ χαρὰ τὶς συμβουλές, τὶς παρατηρήσεις καὶ τὰ φάρμακα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ἐπιτιμᾶ ὁ πνευματικός, ὅταν τὸ κρίνει ἀπαραίτητο.
Πρὶν κλείσουμε τὴν σύντομη αὐτὴ ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως, ἐπιθυμοῦμε νὰ θίξουμε μερικὲς ἀκόμη πτυχὲς αὐτοῦ, ποὺ ἀπασχολοῦν τοὺς ἀνθρώπους, γιατί ὑπάρχει σύγχυση γύρω ἀπὸ αὐτές.
Ἡλικία συμμετοχῆς στὸ Μυστήριο
Σχετικὰ μὲ τὴν ἡλικία, ποὺ ἀρχίζει κανεὶς νὰ ἐξομολογεῖται, πιστεύουμε ὅτι καλὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀρχίζει τὴν ἐξομολόγηση ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Ἀπὸ τότε ποὺ τὸ παιδὶ ἀρχίζει νὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ καταλαβαίνει ὅτι μὲ τὰ λόγια ἢ τὰ ἔργα του ἐνεργεῖ ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Βεβαίως δὲν ὑπάρχει ὁ ἴδιος βαθμὸς συνειδητότητας ἢ καταλογισμοῦ τῆς ἁμαρτίας μὲ τοὺς ἐνήλικες, πλὴν ὅμως ἔτσι τὸ παιδὶ συνηθίζει νὰ ἀναλαμβάνει τὶς εὐθύνες του καὶ νὰ ζητεῖ συγγνώμη γι᾿ αὐτὲς ἀπὸ τὸν Θεό, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀρίστη προπαρασκευὴ γιὰ τὴν ἀναμέτρηση μὲ τὴν ἁμαρτία, μέσα ἀπὸ τὴν συνειδητὴ συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο, ὅταν μεγαλώσει.
Συχνότητα προσελεύσεως στὸ Μυστήριο
Ὡς πρὸς τὴν συχνότητα προσελεύσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ Μυστήριο τοῦτο ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις. Ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ἡ συχνότητα δὲν πρέπει νὰ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν περιδεῆ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνάγκη πνευματικῆς ἐξαρτήσεως αὐτοῦ ἀπὸ τὸν πνευματικό, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ χωρὶς πραγματικὸ λόγο κάθε τρεῖς καὶ λίγο στὸ ἐξομολογητήριο, ὅπως τὸν κατὰ φαντασίαν ἀσθενῆ στὸν γιατρό.
Ἐπίσης, δὲν πρέπει νὰ καθορίζεται βάσει τῆς χαλαρῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς τυπικῆς, κατ᾿ ἔθος ἢ μαγικῆς προσεγγίσεως τοῦ Μυστηρίου, διότι καὶ αὐτὸ πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὴν συνειδητὴ προσέλευση στὸ μυστήριο μὲ συντετριμμένη καρδία.
Οὔτε πάλι πρέπει νὰ συνδέεται ἀποκλειστικῶς μὲ τὴν συμμετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γιατί ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐκφυλισθεῖ σὲ μιὰ τυπικὴ διαδικασία λήψεως τῆς ἀδείας τοῦ πνευματικοῦ γιὰ νὰ κοινωνήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ συχνότητα συμμετοχῆς στὸ Μυστήριο δὲν εἶναι αὐστηρὰ καθορισμένη.
Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς πτώσεις του στὴν διεξαγωγὴ τοῦ πολέμου κατὰ τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν τῆς σωτηρίας του. Δηλαδή, ὁ Χριστιανὸς προσέρχεται στὸ Μυστήριο, ὁσάκις συντρέχει λόγος, ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει στὸν γιατρό, ὅταν εἶναι ἄρρωστος.
Ἐπιτίμια
Δυὸ λόγια γιὰ τὰ ἐπιτίμια. Κι ἐδῶ ὑπάρχει πολλὴ σύγχυση. Ἀκούγονται καὶ γράφονται σχετικῶς τὰ πλέον ἀντιφατικὰ πράγματα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση ἑτεροδόξων διδασκαλιῶν.
Κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἐπιτίμια δὲν εἶναι ποινές, ποὺ πρέπει νὰ ἐκτίσει ὁ ἁμαρτωλὸς γιὰ νὰ ἐξιλεώσει τήν θεία δικαιοσύνη, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ αἱρετικοί. Τὰ ἐπιτίμια εἶναι φάρμακα πνευματικά, τὰ ὁποῖα χορηγοῦνται μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ διάκριση ἀπὸ τὸν πνευματικό, ὅταν κρίνει ὅτι χρειάζεται νὰ ἐνισχυθεῖ ὁ πιστὸς στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν καταστολὴ τῶν παθῶν καὶ τὴν παγίωση τῆς μετανοίας του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐπιβολὴ τῶν ἐπιτιμίων δὲν εἶναι ἀναγκαῖος ὅρος γιὰ τὴν χορήγηση τῆς ἀφέσεως.
Τὰ ἐπιτίμια χορηγοῦνται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἀπαθῶς, μὲ ἀγάπη καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἀνάλογα μὲ τὴν σοβαρότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ πάθους, ποὺ καλοῦνται νὰ θεραπεύσουν, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἑτοιμότητα καὶ διάθεση τοῦ πιστοῦ γιὰ μετάνοια.
Εἴδη δὲ ἐπιτιμίων εἶναι ἡ πρὸς καιρὸν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ ἐπὶ πλέον νηστεία, προσευχή, ἐλεημοσύνη, οἱ γονυκλισίες κ.ἄ.
Ἐπιθυμοῦμε νὰ κατακλείσουμε τὴν ἐργασία μὲ σύντομη ἀναφορὰ σὲ δύο παραμέτρους τοῦ θέματος ἐξόχως ἐνδιαφέρουσες καὶ ἐπίκαιρες, γύρω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὅμως ὑπάρχει πλήρης σύγχυση, ποὺ ἐγκυμονεῖ μεγάλους κινδύνους.
Πρόκειται γιὰ τὴ σχέση τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως μὲ τὴν «ἐξομολόγηση» τῶν αἱρετικῶν καὶ γιὰ τὴν σχέση τοῦ Μυστηρίου τούτου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ψυχοθεραπεία ἢ τὴν ψυχανάλυση.
Διαφορὲς μυστηρίου Ἐξομολογήσεως καὶ «ἐξομολογήσεως» αἱρετικῶν
Ὡς πρὸς τὸ πρῶτο θέμα, ἐκ προοιμίου λέγομε, ὅτι ἡ ὅποια ὁμοιότης εἶναι ἐξωτερική. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐμπνεομένη καὶ καθοδηγουμένη, μὲ τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως χορηγεῖ στὸν εἰλικρινῶς μετανοοῦντα καὶ ἐξομολογούμενον ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ, τὴν σωστικὴ χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν. Οἱ αἱρετικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἀποκόψαντες ἑαυτοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν ἔχουν τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἑπομένως τὰ «μυστήριά» τους εἶναι ἁπλὲς ἀπομιμήσεις τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ φυσικὰ δὲν χορηγοῦν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δὲν ὑπάρχει στὴν αἵρεση. Αὐτὸ ποὺ εἴπαμε γενικῶς γιὰ τὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν ἰσχύει βεβαίως καὶ γιὰ τὴν «ἐξομολόγηση» τῶν αἱρετικῶν. Κατόπιν ὅλων αὐτῶν καθίσταται προφανές, ὅτι ἀποτελεῖ βαρυτάτη ἁμαρτία ἡ τυχὸν συμμετοχὴ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν στὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν, ὅπως καὶ ἡ παροχὴ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στοὺς ἐμμένοντας στὴν αἵρεση.
Διαφορὲς Ἐξομολογήσεως καὶ ψυχοθεραπείας / ψυχαναλύσεως
Καὶ ὡς πρὸς τὸ δεύτερο καὶ τελευταῖο θέμα, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ὅποια ὁμοιότης μεταξὺ ἐξομολογήσεως καὶ ψυχοθεραπείας ἢ ψυχαναλύσεως εἶναι ἐξωτερική.
Στὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως οἱ πρωταγωνιστὲς εἶναι τρεῖς· ὁ Χριστός, ποὺ χορηγεῖ τὴν χάρη τῆς ἀφέσεως, ὁ πνευματικός, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὡς διάκονος τῆς καταλλαγῆς, ὑπηρετεῖ στὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου καὶ ὁ ἐν συντριβῇ καὶ μετανοίᾳ ἐξομολογούμενος, ὁ ὁποῖος ζητεῖ καὶ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Χριστὸ διὰ τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς τὴν χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν συνακόλουθο ψυχικὴ ἰσορροπία καὶ τὴν ἐν γένει πνευματικὴ ὑγεία. Κυρίαρχα στοιχεῖα ἐδῶ εἶναι, ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν, ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ σύγχυση καὶ τὸ κενό, καὶ νὰ μεταστεῖ ἀπὸ τὴν παρὰ φύση ζωὴ τῆς ἁμαρτίας στὴν κατὰ φύση ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ παντοδύναμος χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ «τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα».
Στὴν ψυχοθεραπεία καὶ τὴν ψυχανάλυση, αὐτονόμως ἐνεργοῦσες, οἱ πρωταγωνιστὲς εἶναι δύο· ὁ ψυχοθεραπευτὴς ἢ ὁ ψυχαναλυτὴς καὶ ὁ ἀσθενής, ὁ ὁποῖος βιώνει τὰ πάσης φύσεως ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα. Ἐδῶ ὁ ψυχοθεραπευτὴς προσπαθεῖ αὐτονόμως, μὲ μόνη τὴν ἐπικουρία τῆς ἐπιστήμης, χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ προσεγγίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ διαφόρους μεθόδους καὶ ἀγωγές, φαρμακευτικὲς ἢ μή, νὰ τὸν βοηθήσει κατασταλτικὰ ἢ ἐξισορροπητικὰ σὲ κάποιο ἐπίπεδο, πάντως ποτὲ θεραπευτικά, ἐφ᾿ ὅσον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγίσει τὸ ταραγμένο ὀντολογικὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπροσπέλαστο στὴν ἀνθρώπινη παρατήρηση καὶ τὸ πείραμα. Ἑπομένως ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἐξομολόγηση καὶ ψυχοθεραπεία εἶναι διαφορετικὰ μεγέθη, μὴ συγκρίσιμα, τὸ μὲν θεανθρώπινο, τὸ δὲ ἀνθρώπινο.
Πρωτοπρ. Γεωργίου Χρ. Εὐθυμίου,