Πρὸ παντὸς χρῄζομεν τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐν παντὶ ἕτοιμοι ὄντες ἐν οἱωδήποτε λόγῳ, οὗ ἀκούομεν, ἢ ἔργῳ, λέγειν συγχώρησον· διὰ γὰρ τῆς ταπεινοφροσύνης πάντα τοῦ ἀντικειμένου διαφθείρεται.
Ἡ ταπεινοφροσύνη συνίσταται στὴν κατάφασι τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων τοῦ ἄλλου. Ποτὲ δὲν λέμε ὄχι· συγχώρησον, σημαίνει ναί. Ὅλες οἱ πλεκτάνες, ποὺ στήνει ὁ σατανᾶς γιὰ νὰ μᾶς συντρίψη, ἀχρηστεύονται, ἐκπίπτουν, ἀφ’ ἧς στιγμῆς δὲν ἀρνηθοῦμε, ἀλλὰ κάνωμε ὅ,τι μᾶς πῆ ὁ ἄλλος. Ὅ,τι ποῦν ἢ ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι εἶναι γιὰ μᾶς τέλειο.
Ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ὕπαρξις ἐντός μας ταπεινοῦ φρονήματος, τὸ ὅτι δὲν λογαριάζομε καθόλου τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ τὸν θεωροῦμε ὡς οὐδέν. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι νὰ μὴν ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὸ τί θὰ πῆ ὁ ἄλλος ἢ πῶς θὰ σκεφθῆ γιὰ μᾶς. Ἀντίθετα πάντοτε καταφάσκομε τοὺς λόγους του.
Ἐὰν ὅλες οἱ ἐνέδρες τοῦ διαβόλου ἀχρηστεύωνται ὅταν ζοῦμε καὶ σκεπτώμαστε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, καταλαβαίνετε ὅτι μία ἀντίθετη πρᾶξις μας εἶναι ἑτοιμασία παγίδων τοῦ διαβόλου. Κάθε συζήτησις γιὰ κάτι ποὺ ἔκανε ἢ εἶπε ὁ ἄλλος, εἶναι πρόσκλησις τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ μᾶς βάλη σὲ πειρασμούς. Ὅποιος κουβεντιάζει καὶ διαφωνεῖ καὶ συνεχίζει τὴν συζήτησι, νὰ καταλάβετε ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος χωρὶς καμία ἐξαίρεσι, χωρὶς κανέναν λόγο ποὺ νὰ ἐπιτρέπη τὸ ἀντίθετο, ἑτοιμάζει πό-λεμο ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του. Βεβαίως ὁ πονηρὸς καὶ ἡ πονηρὴ διάθεσις τοῦ ἀνθρώπου ἐφευρίσκουν αἴτια καὶ ἀφορμὲς γιὰ νὰ ἀντιλέγωμε, νὰ ἀντικρούωμε καὶ νὰ συνεχίζωμε τὴν συζήτησι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μεγαλύτερο μπέρδεμα καὶ στήσιμο παγίδων ἀπὸ τὸν διάβολο, γιὰ νὰ μᾶς ἐγκλωβίση.
Μὴ μέτρει σεαυτὸν ἐν παντὶ ἔργῳ σου, ἵνα γίνῃς ἀτάραχος ἐν τοῖς λογισμοῖς σου.
Μὴν κάθεσαι νὰ κρίνης τὸν ἑαυτό σου γιὰ κάτι ποὺ ἔχεις κάνει - καλό, κακό, ἀρετή, ἁμαρτία -, ἢ νὰ τὸν συγκρίνης μὲ τοὺς ἄλλους.
Πόσες φορὲς τὸ ἀντιμετωπίζομε αὐτό! Ἂς ἐπιλανθανώμεθα τῶν ὄπισθεν καὶ ἂς μὴ μᾶς ἐνδιαφέρη τὸ τι κάναμε. Διότι, ἐξετάζοντας τί κάναμε, ἀνακαλύπτομε ὅτι κάναμε κάτι σπουδαῖο ἢ κάτι κακό, κάτι μεγαλύτερο καὶ ὡραιότερο καὶ ἐπιτυχέστερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ ἄλλος, ἢ κάτι μικρότερο. Εἴτε καθ’ ἑαυτὸ τὸ κρίνομε εἴτε ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἄλλον, θὰ περιπέσωμε σὲ μία ἀπὸ τὶς δύο παγίδες: ἢ στὴν ὑπερηφάνεια, ἂν θὰ εἶναι καλὸ ἢ καλύτερο, ἢ στὴν ἀπογοήτευσι, στὴν κακομοιριά, στὴν κατάπτωσι τῆς ὑπάρξεώς μας, ἂν δὲν εἶναι καλό. Διότι, ὅσο καὶ ἂν νομίζωμε ὅτι εἴμαστε ὥριμοι, ὅσο καὶ ἂν πιστεύωμε ὅτι ἔχομε δύναμι, μέσα μας φέρομε τὴν ἀδυναμία τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, τὸ εὔθραυστο ἐγώ, ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ προπάτορές μας. Γιὰ νὰ μένης λοιπὸν ἀτάραχος στοὺς λογισμούς σου, ποτὲ μὴν κάθεσαι νὰ λογαριάσης τί ἔκανες. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε τι ποὺ μᾶς συμβαίνει.
Πῶς ὅμως θὰ ἐξομολογηθῶ, ἐὰν δὲν κρίνω;
Στὴν ἐξομολόγησι δὲν κάνω ἀνάλυσι τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ ἀναφορὰ τῶν ἁμαρτημάτων μου. Αὐτὸ εἶναι διαφορετικό, διότι δὲν ἀξιολογῶ τὰ ἔργα μου, ἁπλῶς τὰ ἀναφέρω. Δὲν κάθομαι προηγουμένως νὰ σκεφθῶ τί ἔκανα καὶ τι δὲν ἔκανα, διότι αὐτὸ δημιουργεῖ πνιγηρὴ ἀτμόσφαιρα στὴν ψυχή μου.
Ἐὰν διαπιστώσωμε ὅτι πᾶμε καλύτερα, καταλαβαίνετε σὲ τί βαθμὸ ἐγωισμοῦ μποροῦμε νὰ πέσωμε. Τὸ μὴ μέτρει σεαυτὸν ἐν παντὶ ἔργῳ σου εἶναι πραγματικὴ σοφία. Οἱ περισσότεροι, ὅταν πέφτωμε, πέφτομε καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἢ τὸν χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ δικαιολογοῦμε τὰ πάθη μας. Ἁμάρτησα, λόγου χάριν, μιὰ φορὰ καὶ μετὰ λέγω:
Τί ὠφελεῖ τώρα νὰ μετανοήσω; Τί κακομοιριά! Πόσο καταρρακώνεται ἔτσι τὸ εἶναι μας! […]
Ὁ δὲ τὴν ταπεινοφροσύνην κτησάμενος , ἀποκαλύπτει αὐτῷ ὁ Θεὸς τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦεἰς τὸ ἐπιγνῶναι αὐτάς· εἰ δὲ καὶ συνδράμῃ τούτῳ τὸ πένθος καὶ παραμείνῃ αὐτῷ τὰἀμφότερα, ἐκβάλλουσιν ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὰ ἑπτὰ δαιμόνια, καὶ τρέφουσι τὴν ψυχὴνἐκ τῆς ἰδίας τιμῆς καὶ ἐκ τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἀρετῶν.
Ὡραιότατος λόγος, μεστὸς νοημάτων. Ἀφοῦ παρουσίασε τὴν κόλασι τοῦ ξεπεσμένου μοναχοῦ, ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπαθείας καὶ τῆς βδελυρότητος τῆς ψεύτικης ζωῆς, ἐκθέτει τώρα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς κολάσεως καὶ φθάνει στὸν οὐρανό. Ὁ τὴν ταπεινοφροσύνην κτησάμενος εἶναι αὐτὸς ποὺ ξέρει ὅτι εἶναι γυμνός, ὅτι δὲν ἔχει τίποτε καὶ δὲν ἔκανε τίποτε. Ὁ ταπεινὸς ὄχι μόνον δὲν πιστεύει ὅτι εἶναι κάτι, ἀλλὰ καὶ θεωρεῖ ἀνάξιο τὸν ἑαυτό του νὰ θέλη κάτι. Δὲν ἔχει κανένα θέλημα, καμία ἐπιθυμία, καμία προσδοκία· πιστεύει στὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ δὲν ζητάει Θεόν· πιστεύει στὸν παράδεισο, ἀλλὰ δὲν ζητάει παράδεισο, γιατὶ νοιώθει ὅτι εἶναι μόνον γιὰ τὴν κόλασι· πιστεύει στὴν ἀπάθεια, ἀλλὰ νομίζει ὅτι εἶναι τόσο ἐμπαθής, ὥστε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ τὸν πνίξουν οἱ δαίμονες. Σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ εἰς τὸ ἐπιγνῶναι αὐτάς.
Ὅποιος ὅμως νομίζει ὅτι ἔχει πίστι, ἐλπίδα, δικαιοσύνη, οὐδέποτε ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Καὶ ἂν ἀκόμη πάη χίλιες φορὲς νὰ ἐξομολογηθῆ, ποτὲ δὲν θὰ πάη ὡς ἁμαρτωλός. Μπορεῖ νὰ βγάζη δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του, νὰ λέγη «ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» (Β΄ Βασ. 12, 13), ἀλλὰ οὐδέποτε συνειδητοποιεῖ τὴν πραγματικὴ ἁμαρτία του, ἡ ὁποία εἶναι πέραν τῶν ὅσων λέγει. Τὰ λόγια του ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν κενοδοξία του.
Τὰ λέγει καὶ κλαίει, διότι πιστεύει ὅτι ἔτσι πλησιάζει πιὸ πολὺ τὸν Θεόν. Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι ταπεινός, ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψη ὅτι κάποτε εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἶναι ἁμαρτωλός, αὐτὸς λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ χάρισμα τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἡ μετάνοια λοιπόν, ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ μετανοήσω. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μοῦ πῆ τί εἶναι ἡ ἁμαρτία, τί εἶναι ἡ μετάνοια καὶ νὰ μοῦ δώση τὴν μετάνοια. Πότε;
Ὅταν ἐγὼ εἶμαι ταπεινόφρων, ὅταν δὲν ζητῶ τίποτε, παρὰ μόνον χτυπιέμαι στὸν καθημερινό μου ἀγώνα γιὰ τὸν Θεόν.
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ ΑΡΧΙΜ.,
ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ, εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ.