.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΝΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ



Σε ένα κοινόβιο της Αιγύπτου ζούσε κάποιος ενάρετος διάκονος. Κάποτε ζήτησε άσυλο εκεί ένας άρχοντας, πολιτικός φυγάς, με την οικογένειά του. Ό διάβολος λοιπόν τα έφερε έτσι πού να πέσει σε αμαρτία ό διάκονος με μια από τις νεαρές φιλοξενούμενες αρχοντοπούλες. Το κακό δεν άργησε να φανερωθεί και να σκανδαλίσει πολλές συνειδήσεις. Ό φταίχτης όμως μετανόησε ευθύς. Πήγε χωρίς χρονοτριβή σ' ένα γείτονα του ερημίτη και με συντριβή εξομολογήθηκε την αμαρτία του. Ό γέροντας είχε μια κρύπτη στο εσωτερικό της καλύβας του και ό διάκονος το γνώριζε. Τον παρακάλεσε λοιπόν να του την παραχωρήσει. Ήθελε να ταφεί μέσα ζωντανός και να κλαίει μέχρι να τον βρει ό θάνατος! Έτσι κι έγινε. Ό αμαρτωλός κλείστηκε στο σκοτεινό του τάφο. Ό γέροντας κάθε βράδυ του έριχνε λίγο ψωμί από ένα μικρό άνοιγμα.

Πέρασαν χρόνια. Οι άνθρωποι έχασαν τα ίχνη του διακόνου. Σταμάτησαν με τον καιρό να σχολιάζουν το σκάνδαλο. Στο τέλος το λησμόνησαν. Μια εποχή ό Νείλος κρατούσε με πείσμα τα νερά του χαμηλά. Δε φούσκωνε να ποτίσει τη διψασμένη από το λιοπύρι αιγυπτιακή πεδιάδα. Τα χωράφια χλώμιασαν. Τα σπαρτά καταστρέφονταν σιγά σιγά, προμήνυμα μεγάλης δυστυχίας. Απελπισμένοι οι άνθρωποι έτρεχαν στα μοναστήρια και στις εκκλησίες για προσευχές και λιτανείες. Μάταια όμως. Τα νερά του ποταμού δεν ανέβαιναν με κανένα τρόπο. Τέλος, ό επίσκοπος μιας επαρχίας, ένας άγιος άνθρωπος, που έκανε πολλή προσευχή για τη δυστυχία του κόσμου, άκουσε φωνή στον ύπνο του να του λέει πώς, αν δεν προσευχηθεί ό διάκονος που είναι κρυμμένος στην καλύβα του τάδε γέροντα, το νερό δεν ανεβαίνει!

Την άλλη μέρα ό ευσεβής επίσκοπος με όλον τον κλήρο του και πολύ λαό πήγε στην καλύβα του γέροντα και έβγαλε διά της βίας τον διάκονο από την κρυψώνα του. Τον ανάγκασε να προσευχηθεί. Μόλις εκείνος ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και ψιθύρισε λίγα θερμά λόγια προσευχής, ό Νείλος πλημμύρισε και πότισε τα διψασμένα χωράφια. Οι άνθρωποι που προηγουμένως είχαν σκανδαλιστεί με το σφάλμα του, βλέποντας τώρα την παρρησία που είχε αποκτήσει με την καλή του μετάνοια, τον ευλαβήθηκαν και δόξασαν το Θεό.


ΠΡΩΤΟΠΡ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Κ. ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ, 
ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΪΚΩΝ,
 εκδ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΛΟΥ, 
2002, σ. 57 κ.ε.