.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«ΞΕΡΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΕΥΓΩ… ΜΕ ΑΦΑΝΙΣΕ Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΣΟΥ» - Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ



Σε κάποια Σκήτη αγίων μοναχών είχαν λάβει χώρα πολλά θαυμαστά γεγονότα. Η φήμη αυτών διαδόθηκε πολύ γρήγορα στη γύρω περιοχή. Έτσι, κάποιος ταλαίπωρος Πατέρας οδήγησε το δαιμονισμένο παιδί του στους γέροντες, προκειμένου να το θεραπεύσουν. Οι άγιοι όμως Πατέρες, από ταπείνωση απέφευγαν τη θεραπεία του νέου. Και ο δυστυχισμένος εκείνος νέος βασανιζόταν αρκετό καιρό από το δαιμόνιο.
Μία μέρα ένας εκ των γερόντων τον σπλαχνίστηκε. Τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό που είχε πάντα στη ζώνη του και ανάγκασε το ακάθαρτο πνεύμα να εγκαταλείψει τον νέο. Μα
μόλις βγήκε αγρίεψε και φρύαξε: «Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου θα έλθω να μείνω μέσα σου», λέγει στον γέροντα. Και ο γέροντας απαντά: Έλα.
Έτσι το δαιμόνιο μπήκε μέσα στον ασκητή και παρέμεινε εκεί βασανίζοντας τον δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Και ο άξιος εκείνος μοναχός υπέμεινε καρτερικά τον πόλεμο και αγωνιζόταν συνεχώς να καταβάλει τον εχθρό. Τα όπλα του ήταν μια υπεράνθρωπη νηστεία και μια ακατάπαυστη προσευχή. Δεν έβαζε τίποτα σχεδόν στο στόμα του, το βράδυ μασούσε λίγα κουκούτσια από φοίνικες και κατάπινε το ζωμό τους.
Σαν είδε και απόειδε το δαιμόνιο κίνησε να φύγει νικημένο.
- Ξέρεις γέροντα, του λέγει, εγώ φεύγω.
- Και γιατί φεύγεις ; Δε σε διώχνει κανένας από δω.
- Με αφάνισε η νηστεία σου, αποκρίθηκε το δαιμόνιο και έγινε άφαντο.
Τόση πράγματι δύναμη έχει η νηστεία. Διώχνει ακόμη και δαίμονες.



ΠΡΩΤΟΠΡ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Κ. ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΪΚΩΝ, 
εκδ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΛΟΥ, 
2002, σ. 25.