Μὲ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ζεῖς στὸν Παράδεισο. Ἅμα γνωρίσεις καὶ ἀγαπήσεις τὸν Χριστό, ζεῖς στὸν Παράδεισο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Παράδεισος. Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπὸ δῶ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπὶ γῆς Παράδεισος, ὁμοιότατος μὲ τὸν ἐν οὐρανοῖς. Ὁ Παράδεισος, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, ὁ ἴδιος εἶναι κι ἐδῶ στὴ γῆ. Ἐκεῖ ὅλες οἱ ψυχὲς εἶναι ἕνα, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα, ἀλλὰ εἶναι ἑνωμένα κι ἀποτελοῦν ἕνα.
Κύριο μέλημά μας εἶναι νὰ ἀφοσιωθοῦμε στὸν Χριστό, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἂν μποῦμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μπαίνουμε στὴν Ἐκκλησία. Ἂν δὲν μποῦμε στὴν Ἐκκλησία, ἂν δὲν γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἐδῶ, τὴν ἐπίγεια Ἐκκλησία, ὑπάρχει φόβος νὰ χάσουμε καὶ τὴν ἐπουράνια. Κι ὅταν λέμε ἐπουράνια, μὴ νομίζουμε ὅτι θὰ βροῦμε στὴν ἄλλη ζωὴ κήπους μὲ λουλούδια, βουνὰ καὶ νερὰ καὶ πουλιά. Δὲν ἔχει ἐκεῖ τὶς ἐπίγειες ὀμορφιές, εἶναι κάτι ἄλλο, κάτι πολὺ ὑψηλό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ πᾶμε στὸ κάτι ἄλλο, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπ’ αὐτά, ἀπ’ τὶς γήινες εἰκόνες κι ὀμορφιές.
Ὅποιος ζεῖ τὸν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μὲ τὴν Ἐκκλησία Του, ζεῖ μιὰ τρέλα! Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι διαφορετικὴ ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστίν»1.
Ἔρχεται μέσα μας ὁ Χριστὸς κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του. Καὶ συμβαίνει ὅπως μ’ ἕνα κομμάτι σίδηρο, πού, τοποθετημένο μὲς στὴ φωτιά, γίνεται φωτιὰ καὶ φῶς· ἔξω ἀπ’ τὴ φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.
Στὴν Ἐκκλησία γίνεται ἡ θεία συνουσία, γινόμαστε ἔνθεοι. Ὅταν εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό, εἴμαστε μέσα στὸ φῶς· κι ὅταν ζοῦμε μέσα στὸ φῶς, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει σκότος. Τὸ φῶς, ὅμως, δὲν εἶναι παντοτινό· ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς. Συμβαίνει ὅπως μὲ τὸ σίδηρο, ποὺ ἔξω ἀπ’ τὴ φωτιὰ γίνεται σκοτεινός. Σκότος καὶ φῶς δὲν συμβιβάζονται. Ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουμε σκοτάδι καὶ φῶς συγχρόνως.Ἢ φῶς ἢ σκότος. Ὅταν ἀνάψεις τὸ φῶς, πάει τὸ σκότος.
Γιὰ νὰ διατηρήσουμε τὴν ἑνότητά μας, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, στοὺς ἐπισκόπους της. Ὑπακούοντας στὴν Ἐκκλησία, ὑπακούουμε στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς θέλει νὰ γίνουμε μία ποίμνη μ’ ἕναν ποιμένα2.
Νὰ πονᾶμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Νὰ τὴν ἀγαπᾶμε πολύ. Νὰ μὴ δεχόμαστε νὰ κατακρίνουν τοὺς ἀντιπροσώπους της. Στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ πνεῦμα ποὺ ἔμαθα ἦταν ὀρθόδοξο, βαθύ, ἅγιο, σιωπηλό, χωρὶς ἔριδες, χωρὶς καυγάδες καὶ χωρὶς κατακρίσεις. Νὰ μὴν πιστεύουμε τοὺς ἱεροκατηγόρους. Καὶ μὲ τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε κάτι ἀρνητικὸ νὰ γίνεται ἀπὸ κάποιον ἱερωμένο, νὰ μὴν τὸ πιστεύουμε, οὔτε νὰ τὸ σκεφτόμαστε, οὔτε νὰ τὸ μεταφέρουμε. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ λαϊκὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Ὅλοι εἴμαστε Ἐκκλησία. Ὅσοι κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὰ λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μὲ σκοπὸ δῆθεν νὰ βοηθήσουν γιὰ τὴ διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία, οὔτε βέβαια τὸν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ὅταν μὲ τὴν προσευχή μας ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καὶ κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνουμε τὸ πᾶν, ὅπως Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει»3.
Νὰ προσέχουμε καὶ τὸ τυπικὸ μέρος. Νὰ ζοῦμε τὰ μυστήρια, ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Σ’ αὐτὰ βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Προσφέρεται ὁ Χριστὸς στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια καὶ κυρίως μὲ τὴ Θεία Κοινωνία.
Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἡ θρησκεία τῶν θρησκειῶν, ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως, ἡ πραγματική, ἡ ἀληθινὴ θρησκεία. Οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀνθρώπινες, κούφιες. Δὲ γνωρίζουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Δὲ γνωρίζουν ὅτι ὁ σκοπός μας, ὁ προορισμός μας, εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ χάριν, νὰ ὁμοιωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό, νὰ γίνουμε ἕνα μ᾽ Ἐκεῖνον καὶ μεταξύ μας. Αὐτὰ οἱ ἄλλες θρησκεῖες δὲν τὰ γνωρίζουν. Ὁ ἀπώτερος σκοπὸς τῆς θρησκείας μας εἶναι τὸ «ἵνα ὦσιν ἕν». Ἐκεῖ ὁλοκληρώνεται τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Εἶναι μέσα μας ὅλ’ αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἡ ἀπόκτησή τους.
Γιὰ πολλούς, ὅμως, ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μιὰ ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος.
Γι’ αὐτὸ πολλοὺς ἀπ’ τοὺς «θρήσκους» τοὺς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατὶ βλέπουνε σὲ τί χάλια βρίσκονται. Κι ἔτσι εἶναι πράγματι. Γιατὶ ἂν δὲν καταλάβει κανεὶς τὸ βάθος τῆς θρησκείας καὶ δὲν τὴ ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστια καὶ μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καὶ φέρεται ὑπὸ τοῦ κακοῦ πνεύματος. Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι μιὰ σατανικὴ ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τὴ θρησκεία σὰν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στὴν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε, «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι». Καὶ μόλις βγοῦνε ἔξω, ἀρχίζουν νὰ βλαστημᾶνε τὰ θεῖα, ὅταν λίγο κάποιος τοὺς ἐνοχλήσει. Φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὑπάρχει στὸ μέσον δαιμόνιο.
Στὴν πραγματικότητα, ἡ χριστιανικὴ θρησκεία μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὄμως, προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμὸς σκοτίζει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀνθρώπου, τὸν μπερδεύει. Τὸν ὁδηγεῖ στὴν πλάνη, στὴν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια. […]
Ὅσοι ἀρνοῦνται τὴν ἀλήθεια εἶναι ἄρρωστοι ψυχικά. Εἶναι σὰν τὰ ἄρρωστα παιδιά, πού, ἐπειδὴ τοὺς ἔλειψαν οἱ γονεῖς ἢ χώρισαν ἢ μάλωσαν, ἔγιναν ἀπροσάρμοστα. Καὶ στὶς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι.Μπερδεμένα παιδιὰ μπερδεμένων γονέων. Ὅμως ὅλοι αὐτοὶ οἱ μπερδεμένοι καὶ ἀπροσάρμοστοι ἔχουν ἕνα σθένος καὶ μιὰ ἐπιμονὴ καὶ κατορθώνουν πολλὰ πράγματα. Ὑποτάσσουν τοὺς νορμὰλ καὶ τοὺς ἥσυχους ἀνθρώπους, διότι ἐπηρεάζουν κι ἄλλους ὅμοιούς τους καὶ ὑπερτεροῦν καὶ στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι πιὸ πολλοὶ καὶ βρίσκουν ὀπαδούς. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι, πού, ἐνῷ δὲν ἀρνοῦνται τὴν ἀλήθεια, ἐν τούτοις εἶναι μπερδεμένοι κι ἄρρωστοι ψυχικά.
Ἡ ἁμαρτία κάνει τὸν ἄνθρωπο πολὺ μπερδεμένο ψυχικά. Τὸ μπέρδεμα δὲν φεύγει μὲ τίποτε. Μόνο μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ γίνεται τὸ ξεμπέρδεμα. Τὴν πρώτη κίνηση τὴν κάνει ὁ Χριστός. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες...»4. Μετὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποδεχόμαστε αὐτὸ τὸ φῶς μὲ τὴν ἀγαθή μας προαίρεση, ποὺ τὴν ἐκφράζουμε μὲ τὴν ἀγάπη μας ἀπέναντί Του, μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴ συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὰ μυστήρια.
Πολλὲς φορὲς οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροὶ προσελκύουν τὴ χάρι.Ὑπάρχουν μυστικά. Τὸ οὐσιαστικότερο εἶναι νὰ φεύγεις ἀπ’ τὸν τύπο καὶ νὰ πηγαίνεις στὴν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη.
Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νὰ κάνει θυσίες. Σ’ ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια5, κλωτσάει ἡ ψυχή, ἀντιδρᾶ. Ἡ ἀγάπη ἑλκύει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔλθει ἡ χάρις, ἔρχονται τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἔστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια»6. Αὐτὰ εἶναι ποὺ πρέπει νὰ ἔχει μιὰ ὑγιὴς ψυχὴ ἐν Χριστῷ.
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Χριστὸ γίνεται χαριτωμένος καὶ ζεῖ ἔτσι πάνω ἀπ’ τὸ κακό. Τὸ κακὸ γι’ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο τὸ ἀγαθό, ὁ Θεός. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κακό. Δηλαδή, ἐφόσον ἔχει τὸ φῶς, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σκοτάδι. Οὔτε μπορεῖ νὰ τὸν καταλάβει τὸ σκοτάδι, διότι ἔχει τὸ φῶς.
ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
«Βίος καὶ λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου»,
ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγῆς,Χανιὰ 2003, σσ. 194-203.
1. Πρβλ. Λουκ. 17, 21.
2. Πρβλ. Ἰωάν. 10, 16.
3. Α΄ Πέτρ. 2, 23
4. Ματθ. 11, 28.
5. Ἀγγάρια: ὡς ἀγγαρεία.
6. Γαλ. 5, 22-3.