.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«ΜΑΚΑΡΙΕ ΔΕΝ ΕΦΘΑΣΕΣ ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΤΑΔΕ ΠΟΛΕΩΣ»



Κάποτε, ενώ προσευχόταν ο μέγας Μακάριος στο κελί του, άκουσε φωνή απ' τον ουρανό που του έλεγε!
- «Μακάριε, δεν έφθασες στο μέτρο των δυο γυναικών της τάδε πόλεως».
Σηκώθηκε λοιπόν το πρωί ο γέροντας και, αφού κράτησε το ραβδί του από βαγιά, άρχισε να βαδίζει, προκειμένου να φθάσει στη συγκεκριμένη πόλη που του υπεδείχθη. Αφού έφθασε στην πόλη, πήγε στο σπίτι που ήταν οι δύο γυναίκες και χτύπησε την πόρτα. Ήλθε η μία εκ των γυναικών, άνοιξε τη θύρα και δέχθηκε με πολύ χαρά το γέροντα. Και, αφού κάθισε, ήλθε και η άλλη γυναίκα. Τις παρακάλεσε τότε ο γέροντας να καθίσουν. Και απευθύνει το ερώτημα προς τις γυναίκες λέγοντας:
- «Για σας έκανα τόσο δρόμο και κουράστηκα τόσο ερχόμενος από την έρημο· πείτε μου λοιπόν πως εργάζεσθε;»
Και εκείνες του απάντησαν.
- «Πίστεψε μας πατέρα ότι δεν κοιμόμαστε ξεχωριστά από τους άνδρες μας. Ποια λοιπόν εργασία πνευματική ζητάς από μας;»
Και ο γέροντας τις παρακάλεσε να του μιλήσουν για την πνευματική τους ζωή. Και εκείνες του είπαν.
- «Εμείς μεταξύ μας είμαστε ξένες, αλλά συζευχθήκαμε δύο σαρκικά αδέλφια. 
Ζούμε δεκαπέντε χρόνια μαζί και δεν λογομαχήσαμε ούτε μία φορά. Αισχρό λόγο δεν είπε ποτέ η μία την άλλη, αλλά ζούμε αγαπημένες με ειρήνη και ομόνοια όλα αυτά τα χρόνια. Σκεφθήκαμε να εγκαταλείψουμε τους άνδρες μας και να πάμε να ζήσουμε σε μοναστήρι. Παρακαλέσαμε τους άνδρες μας να μας επιτρέψουν να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας, αλλά στάθηκε αδύνατο. Αφού αποτύχαμε το σκοπό μας κάναμε συμφωνία μεταξύ μας και με το Θεό, ώστε, μέχρι το θάνατο μας να μη λαλήσουμε λόγο κοσμικό».
Αφού άκουσε αυτά ο μεγάλος και θειος άνδρας, είπε με θαυμασμό:
- «Στ' αλήθεια δεν υπάρχει παρθένος ή νυμφευμένος ή μοναχός ή κοσμικός, αλλά ο Θεός ζητά μόνο προαίρεση καλή (δηλαδή θέληση) και το Άγιο Πνεύμα αγιάζει όλους». Και αφού ωφελήθηκε από την επίσκεψη αυτή επέστρεψε στο κελί του δοξάζοντας το Θεό.


ΠΡΩΤΟΠΡ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Κ. ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ, 
ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΪΚΩΝ, 
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΛΟΥ, 2002, σ. 7.