.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ένωσις των ''Εκκλησιών

Τόν τελευταῖον καιρόν γίνεται πολύς λόγος διά τήν ἕνωσιν τῶν «Ἐκκλησιῶν». Εἰς τήν πραγματικότητα πρόκειται περί ἑνώσεως τῶν ἀπεσχισμένων ἀπό τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.

∆έν ὑπάρχουν πολλαί Ἐκκλησίαι διά νά ἑνωθοῦν. 

Μίαν μόνον Ἐκκλησίαν ἵδρυσεν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας συνέχειαν ἀποτελεῖ ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Καθολική (ἐκ τοῦ καθόλου - πλήρης, ἀληθής) Ἐκκλησία. 

Ἀπό τήν Μίαν αὐτήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἀπεσχίσθη ὁριστικῶς ὁ Πάπας τό 1054, ἕνεκα τῆς ἀρνήσεως τῶν Ὀρθοδόξων νά ὑποταχθοῦν εἰς τάς ἀντιχριστιανικάς ἀξιώσεις του περί πρωτείου ἐξουσίας ἐπί συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων αἱρέσεών του.

Λόγῳ δέ τῶν πολλῶν παρεκτροπῶν τοῦ παπισμοῦ, τό 1517 ἤρχισεν εἰς τήν ∆ύσιν ὁ ἀγών τῶν ∆ιαμαρτυρομένων (προτεσταντῶν ἤ εὐαγγελικῶν) κατά τοῦ παπισμοῦ, πού ὡδήγησε τούς ∆υτικούς Χριστιανούς εἰς πλῆθος διασπάσεων. Σήμερον ὑπάρχουν, ὡς γνωστόν, πολλαί ἑκατοντάδες προτεσταντικῶν ὀμάδων. 

Ἡ ἀληθής, λοιπόν, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν διεσπάσθη, ὥστε νά ὁμιλῶμεν περί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν.

Ἀντιθέτως συνεχίζει παρά τούς διωγμούς καί τάς ἀτελείας τῶν μελῶν της νά κρατῇ καί νά κηρύττῃ τό ἴδιον Εὐαγγέλιον καί τήν ἰδίαν πίστιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν αγίων Πατέρων. Ὥστε μόνον καταχρηστικῶς ἠμποροῦμεν νά ὁμιλῶμεν περί ἑνώσεως τῶν «Ἐκκλησιῶν». 

Ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως καί κατ' ἀκρίβειαν μόνον περί ἐπανενώσεως τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων, πού συνειδητῶς ἤ ἀσυνειδήτως εὑρίσκονται εἰς τήν πλάνην ἤ τήν αἵρεσιν, εἶναι δυνατόν νά ὁμιλῶμεν.

Ὅποιος πιστεύει ἀδιστάκτως ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, δέν πρέπει νά ὁμιλῇ περί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ' ἐπανόδου τῶν ἑτεροδόξων εἰς τήν ἀληθῆ Ἐκκλησίαν

∆υστυχῶς ὅμως εἰς τό θέμα αὐτό ὑπάρχει σήμερον πολλή σύγχυσις, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε λόγῳ ὀλιγοπιστίας.

∆ι' αὐτό ἀκούομεν συχνά, ἀκόμη καί ἀπό ἐπίσημα χείλη, ὅτι μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων δέν ὑπάρχουν διαφοραί, ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπό ὅλας τάς «ἐκκλησίας», ὀρθοδόξους καί μή, ἐφ' ὅσον καμμία ἱστορική ἐκκλησία δέν δύναται νά ἰσχυρισθῇ ὅτι ἔχει ἀκεραίαν τήν ἀλήθειαν, καί ὅτι πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά γίνῃ ἡ ἕνωσις μέ τούς ἑτεροδόξους, καί μάλιστα νά κοινωνήσωμεν ἀπό τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. 

Ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά ἀποτελοῦν σοβαράν ἐκτροπήν ἀπό τήν πίστιν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων και συνιστοῦν αἵρεσιν, διότι θίγουν τά θεμέλια τῆς Πίστεως.

Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας, πού εἶναι ὁ φύλαξ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, πρέπει νά γνωρίζῃ τήν ἀλήθειαν. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὑπάρχουν πολλαί καί σοβαραί διαφοραί μέ τούς ἑτεροδόξους Παπικούς ἤ Προτεστάντας. Ὅλαι αὐταί αἱ ἐπί μέρους διαφοραί συνοψίζονται εἰς τήν διδασκαλίαν περί Ἐκκλησίας.

Ποῖος ἀποτελεῖ τό κέντρον, τόν ἀποφασιστικόν παράγοντα, τήν ὑψίστην αὐθεντίαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν; Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἤ ὁ ἄνθρωπος;

Κατά τήν ἰδικήν μας ὀρθόδοξον πίστιν, Ἀρχηγός, Ἀλάθητος Κεφαλή, κριτήριον καί πηγή τῆς Ἀληθείας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καί τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἐπιφοιτᾷ ὄχι εἰς ἕνα ἄνθρωπον ἀλλ' εἰς ὅλην τήν Ἐκκλησίαν.

Κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὅμως ὑψίστη αὐθεντία καί κριτήριον ἀλάθητον εἶναι εἷς ἄνθρωπος, ὁ “ἀλάθητος” Πάπας τῆς Ρώμης. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχῃ καί νά εἶναι ἡνωμένη χωρίς τόν Πάπαν. Εἰς τούς Προτεστάντας πάλιν κριτήριον καί πηγή τῆς ἀληθείας δέν εἶναι ὁ εἷς πάπας τῆς Ρώμης, ἀλλά ἕκαστος Προτεστάντης δύναται νά εὑρίσκῃ τήν ἀλήθειαν ἤ τοὐλάχιστον μέρος τῆς ἀληθείας, χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητος ἡ αὐθεντία τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Καί εἰς τάς δύο δηλ. περιπτώσεις ἔχομεν ἕνα ὑποκειμενισμόν, ἀτομικισμόν, εἴτε πρόκειται περί τοῦ παπικοῦ ἀτομικισμοῦ εἴτε πρόκειται περί του προτεσταντικοῦ ἀτομικισμοῦ. Εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἔχομεν ἕνα Πάπαν. Εἰς τούς Προτεστάντας ἔχομεν τόσους Πάπας ὅσους καί Προτεστάντας.

Εἰς τό βάθος διακρίνομεν τήν ἰδίαν μεγάλην ἁμαρτίαν, τόν παραμερισμόν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπον.

Οἱ ∆υτικοί παραμερίζοντες τόν Θεάνθρωπον καί θέτοντες ὡς κέντρον τόν ἄνθρωπον γίνονται ἀνθρωποκεντρικοί. Ὁ ἀνθρωποκεντρισμός ἀποτελεῖ τήν οὐσίαν ὅλων τῶν αἱρέσεων τῆς ∆ύσεως. Ἐμεῖς, ἀντιθέτως, μένομεν εἰς τήν ἁγίαν Θεανθρωποκεντρικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Τελικῶς τό ὅλον θέμα εἶναι θέμα σωτηρίας. Ποῖος ἠμπορεῖ νά σωθῇ εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας κέντρον δέν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλά ὁ ἀλάθητος ἄνθρωπος, Πάπας ἤ Προτεστάντης;

∆ι' αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά δεχθῶμεν ποτέ νά συνυπάρξωμεν μέ τούς Παπικούς ἤ τούς Προτεστάντας, ἐφ' ὅσον ἐξακολουθοῦν νά ἐμμένουν εἰς τόν ἀνθρωποκεντρισμόν.

Κάθε ἕνωσις μέ τούς ἑτεροδόξους πρίν ἐπανέλθουν εἰς τήν θεανθρωποκεντρικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ προδοσίαν τοῦ Χριστοῦ...

Ο ὁποῖος δι' αὐτό ἀκριβῶς ἐσαρκώθη, ἔπαθε, ἀνέστη, ἀνελήφθη καί ἵδρυσε τήν Ἐκκλησίαν Του, διά νά γίνῃ τό κέντρον τῆς σωτηρίας μας καί νά καταργήσῃ κάθε ἀνθρωποκεντρισμόν... πού ἀποτελεῖ ἐπανάληψιν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐγωϊσμόν πού καταστρέφει τήν ἀληθῆ κοινωνίαν μέ τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους, ἀπιστίαν εἰς τόν Θεόν καί ἄρνησιν νά παραδοθῇ ὁ ἄνθρωπος ἄνευ ὅρων εἰς τήν σώζουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ.

Ἡ χριστιανική ἀγάπη ἐπιβάλλει νά ἀγαπῶμεν τούς ἑτεροδόξους ἀδελφούς μας, νά ἀναγνωρίζωμεν ὅ,τι καλόν ἔχουν, νά προσευχώμεθα καί νά ἐργαζώμεθα χωρίς φανατισμόν, διά νά ἀποκαλυφθῇ καί εἰς αὐτούς ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.

Αὐτό ὅμως δέν πρέπει νά γίνῃ ἐπί θυσίᾳ τῆς πίστεως καί χάριν μιᾶς ἑνότητος πού δέν θά βασίζεται εἰς τήν ἀλήθειαν, ἀλλά τόν συμβιβασμόν, τήν διπλωματίαν καί τήν οἱανδήποτε σκοπιμότητα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό ἐκφράζει ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοσις, εἶναι ἡ ἕνωσις ἐν ἀληθείᾳ.

Αὐτήν τήν στιγμήν μόνη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας κατέχει τό ἀληθές Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καί δι' αὐτό ἀποτελεῖ τήν μόνην ἐλπίδα τοῦ κόσμου.

Καί ἀπό τήν ἄποψιν αὐτήν ἡ μεγαλυτέρα προσφορά μας πρός τούς ἑτεροδόξους καί τόν κόσμον εἶναι νά κρατήσωμεν ἀναλλοίωτον καί ζῶσαν τήν ἁγία ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν πίστιν μας.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου
† Ἀρχιμ. Γεώργιος