.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟ


Στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἀδελφοί μου, ὑπάρχουν δύο ἀντιμαχόμενες παρατάξεις· ἡ μία λατρεύει τὴν ὕλη, ἡ ἄλλη –ἐμεῖς– λατρεύουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Αὐτοὶ λένε, ἐκ τῆς ὕλης τὸ πνεῦμα· ἐμεῖς λέμε, ἐκ τοῦ Πνεύματος ἡ ὕλη. Τελικῶς θὰ νικήσῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο. Χωρὶς αὐ­τὸ ἡ ζωή μας ἐξασθενεῖ, καταπίπτει, μένει χω­ρὶς χάρι καὶ φῶς, χάνει τὸν προσανατολισμό της. Μακριὰ ἀπὸ τὸ πανάγιο Πνεῦμα οἱ ἄν­θρω­ποι γίνονται ὑλισταί, ἄνθρωποι τῆς ὀκᾶς. Σὲ ὅ­ποια παράταξι κι ἂν ἀνήκουν, κυριαρχεῖ τὸ σύν­θημα τῶν ἐπικουρεί­ων «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ­­ριον γὰρ ἀποθνῄ­σκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α´ Κορ. 15,32)· ἀνέσεις, καλοπέρασι, ἀπολαύσεις, ἀπιστία, ἀμέλεια.
Τ᾽ ἀποτελέσματα; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἡ Ὕδρα, ἕνα νησάκι εὐλογημένο, ταράχθηκε ἀπὸ μιὰ τρα­γῳδία. Δυὸ μαθήτριες τῆς τελευταίας τάξεως τοῦ λυκείου, ἐπηρεασμένες ἀπὸ διδά­γμα­τα τοῦ ὑλισμοῦ, συμφώνησαν ν᾽ αὐτοκτονή­σουν. Πῆγαν σ᾽ ἕνα βράχο ὕψους 30 μέτρων. Ἡ μία ἔ­κανε βουτιὰ στὸ χάος καὶ αὐτοκτόνησε, ἡ ἄλ­λη τὴν τελευταία στιγμὴ δίστασε καὶ σταμάτη­σε. Ἄφησαν ὅμως μιὰ ἐπιστολή, ποὺ θά ᾽πρεπε νὰ τὴ διαβάσουν ὅλοι οἱ γονεῖς. Ἐ­μεῖς, λένε, εἴ­μαστε ἀπὸ σπίτια ποὺ δὲ μᾶς ἔ­λειψε τίποτε, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας ποτέ δὲ μᾶς μάλωσαν – τὰ γράφει ἡ ἐπιστολή. Χορτάσαμε, ἀηδιάσαμε. Ἡ ζωὴ ἔτσι δὲν ἔχει νόημα, καὶ αὐτοκτονοῦμε…
Ὦ πατέρες καὶ μητέρες, δὲν εἶνε ἔτσι ἡ ζωή. Ζωὴ ἴσον καθῆκον, θυσία! Μόνο ὅποιος ἀγωνίζεται καὶ θυσιάζεται γιὰ μιὰ ἰδέα, γιὰ ἕνα ἰδα­νικό, αὐτὸς ζῇ, οἱ ἄλλοι αὐτοκτονοῦν.
Ποιά εἶ­νε παρακαλῶ ἡ ἰδέα σου, ποιό τὸ ἰδανικό σου; σπίτι, αὐτοκίνητο, λεφτά…; 
Μικρὲς ἰ­δέες. Ὑ­πάρχουν ἰδέες μεγάλες ποὺ γέννησε ὁ οὐρα­νὸς καὶ ἀπεκάλυψε τὸ πανάγιο Πνεῦμα.
Ἐμᾶς τὸ ἔθνος μας ἔζησε μὲ μεγάλες ἰδέες. Ἂς παρακαλέσουμε σήμερα τὸ Θεό, νὰ ἔρθῃ Πνεῦμα ἅγιο στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὰ δικαστήρια, στὸ στρατό, στὴ βουλή, στοὺς ἄρ­χοντες καὶ στὸ λαό, σὲ πλουσίους καὶ φτωχούς. Ἂς ἔρθῃ πάλι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, νὰ μᾶς καθαρίσῃ, νὰ μᾶς ἁγιάσῃ, νὰ μᾶς ζωοποιήσῃ, νὰ γίνουμε ὑπάρξεις πνευματικές, ἀντάξιοι ἁγί­ων προγόνων, νὰ συνεχίσουμε τὴν ἱστορία τοῦ μικροῦ ἀλλὰ ἐνδόξου τούτου ἔθνους· ἀμήν.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν Δευτέρα 30-5-1977.