.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ὄχι ἀντιοικουμενιστὲς ἀλλὰ μέλη τῆς Ἁγίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας



Δὲν εἶμαι βέβαιος ἂν κατάλαβα καλά τα ὅσα μᾶς εἶπε ὁ σεβαστὸς ἱερομόναχος, ὅταν τὸν ἐπισκεφτήκαμε στὸ μοναστήρι. Προσπάθησα νὰ τὰ μεταφέρω στὸ χαρτὶ μὲ φόβο καὶ ἐπιφύλαξη, ἀλλὰ καὶ παράκληση νὰ δείξουν κατανόηση οἱ ἀναγνῶστες στὰ ἀτοπήματα τῶν διατυπώσεών μου, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ὀρθότητα καὶ τὴν ἀκρίβεια, διότι εἶναι κρίμα νὰ τὸν ἐκθέσω ἔναντί τῆς ἀληθείας. 
Μᾶς εἶπε:
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ ἅπαν. Ἡ Ἐκκλησία τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων, τῶν ἀσκητῶν, τῶν μαρτύρων, τῶν ὁσίων, τῶν δικαίων, τῶν ὁμολογητῶν καὶ ὅλων των ἁγίων, ὅλων των αἰώνων. Εἶναι τὸ φῶς καὶ ἔχει ὅλη τὴν ἀλήθεια. 
Ἀγκαλιάζει τὸ παρελθόν, τὸ παρόν, τὸ μέλλον, τὴν αἰωνιότητα. Ὡς ἅγιος τόπος καὶ τρόπος, εἶναι ὁ ἐγγυητὴς καὶ παροχεύς, ἀπάντησης καὶ πλήρωσης, στὶς ἅπασες ἀνάγκες τῆς κτίσεως, κυρίως δὲ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀντιβασιλιὰ τῆς δημιουργίας, ἕως ἐσχάτων τῆς ἀβύσσου τῆς καρδιᾶς του. 
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ μοναδικὸ μέσο, τὸ ἀποκλειστικό, τὸ ταπεινό, τὸ χωρὶς ἀλαζονεία ὄχημα, ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ πιστεύει καὶ νὰ λέει κάθε ὀρθόδοξος καὶ μάλιστα ἐπίσκοπος, ποὺ ὡς φορέας τῆς πλήρους ἀλήθειας ὁδηγεῖ....

ἀσφαλῶς τὰ μέλη της στὴ σωτηρία.
Ἡ πίστη ἡ ὁποία ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, πληροὶ ὀντολογικῶς καὶ κορεννύει ἀκορέστως τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἕνα μόνο πράγμα χρειάζεται: Νὰ θέλει ὁ ἄνθρωπος. 
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἅπασα θέση, δὲν εἶναι ἡ ἀντίθεση. Οὔτε δίνει ἀφορμή, ὥστε νὰ γίνει αἴτιος γὶ` αὐτήν. Δὲν κομματιάζεται. Δὲν δημιουργεῖ κομμάτια τύπου πολιτικῶν κομμάτων. Δὲν εἶναι ἐργαστήριο παραγωγῆς ὀπαδῶν πρὸς χειραγώγηση. Δὲν ξεκόβει, νὰ σταθεῖ ἔναντι. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀντιτίθεται, δὲν ἀπολογεῖται, διότι εἶναι ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες. Ἀπὸ ποιὸν νὰ ἐλεγχθεῖ; Πῶς καὶ σὲ ποιὸν καὶ γιατί νὰ ἀντισταθεῖ καὶ νὰ ἀπολογηθεῖ ὁ παντοδύναμος Χριστός; Νὰ ἀπολογηθεῖ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι; Ἡ ἀλήθεια στὴν πλάνη; 
Ἡ ἀγάπη στὴν ἀπάτη; Ἡ παντοδυναμία στὴν οὐτιδανότητα; Ὁ δημιουργὸς στὸ πλάσμα του; Εἶναι ὁ ἀκλόνητος βράχος ἐπάνω στὸν ὁποῖο σπάζουν τὰ κύματα τοῦ σκότους, τοῦ ψεύδους, τῆς προδοσίας, τῆς ἄρνησης. Εἶναι ὅμως καὶ ὁ μοναδικὸς «εὔδιος λιμένας», μέσα στὸν ὁποῖο ἀσφαλίζεται καὶ ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴ σωτηρία.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀντί-. Δὲ ἔχει καὶ –ἰσμό. 
Δὲ χρειάζεται πρὸ-θέσεις, δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς προθέσεις, κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς. 
Δὲν ἐνεργεῖ σκόπιμα, ὑστερόβουλα, μηχανευόμενη τὸ ὁτιδήποτε. Εἶναι ἁπλή, ἔχει τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν καθαρότητα. Δὲν τοποθετεῖται μερικῶς καὶ ἀντὶ-θέτως κατὰ οἱουδήποτε «λείμματος», τὸ ὁποῖο ἀρνεῖται καὶ παύει νὰ πιστεύει στὴ γνησιότητά της καὶ τὴ μοναδικότητα τῆς σωτηριώδους δυνάμεώς της. Ἡ Ἐκκλησία ἀνοίγει «ἀγκάλας πατρικᾶς» καὶ ἀναμένει. 
Λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία δὲν παράγει ἰδεολογία, ὥστε νὰ δίνει δικαίωμα ὕπαρξης σὲ ἄλλο κομμάτι ὡς ἀντίπαλος. Ὅποιος θέλει μπορεῖ νὰ εἶναι μέσα στὰ ὅριά της, βάσει τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεών της. Ὅποιος θέλει μπορεῖ νὰ μείνει ἔξω καὶ νὰ λάβει τὸ ὄνομα, τὴ στάση καὶ τὸ χαρακτηρισμὸ ποὺ τοῦ ἀρέσει.
Τὰ πρόβατα ποὺ μένουν ὅμως μέσα, δὲν χαρακτηρίζονται μὲ κανέναν ἄλλο τρόπο, ἐκτὸς ἀπ` αὐτόν: εἶναι μέλη τῆς Ἁγίας, Ἀνατολικῆς, Ὀρθόδοξης, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν ἀντιοικουμενιστὲς οὔτε ἀντιοικουμενισμός. 
Ὑπάρχουν μέλη, ταπεινὰ ἀγωνιζόμενα γιὰ τὴ σωτηρία τους, μέσα στὴν ἀληθινὴ Κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας. Οἱ ἀποκλίναντες καὶ ἐκτραπέντες τῆς ἁγίας ὁδοῦ, ναί, εἶναι οἰκουμενιστὲς καὶ θέτουν ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διότι παρεκκλίνουν τῆς πίστεως τῶν Πατέρων. 
Οἱ μένοντες στὴν πίστη τῶν Πατέρων παραμένουν μέλη της, τέκνα της καὶ ὄχι ἀντιοικουμενιστές. Προσεύχονται δὲ μὲ πόνο, διότι τὰ ἀδέλφια τοὺς ἐγκαταλείπουν τὴν «Κιβωτὸ Σωτηρίας» καὶ πλέουν ἕρμαια, ἰδία εὐθύνη, στὸ πέλαγος τῆς σύγχυσης τοῦ παγκόσμιου ἰσοπεδωτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἄνευ φόβου καὶ ἄνευ πάθους ἀλλὰ μετὰ πολλῆς ἐν Χριστῷ ἀγωνίας.

Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 2-9-2016