.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Έχω ένα ραντεβού με τον Θεό…



Ένας ερημίτης προσευχόταν πολύ σκληρά και επίμονα, ζητώντας να συναντηθεί με τον Θεό. Επιτέλους κατάφερε να κλείσει ένα ραντεβού μαζί Του...
«Αύριο, πάνω στο όρος», του είπε ένας άγγελος.

Την επόμενη ημέρα ο ερημίτης σηκώθηκε πολύ πρωί και κοίταξε το όρος, ήταν τελείως καθαρό από σύννεφα. Ξεκίνησε, λοιπόν, χαρούμενος και με δέος, προς την κορυφή του βουνού.

Κάποια στιγμή, εκεί που περπάταγε κατά μήκος του μονοπατιού συνάντησε έναν άνθρωπο, που είχε πέσει κάτω μέσα στα αγκάθια και του ζήτησε βοήθεια.«Λυπάμαι, βιάζομαι, έχω «ραντεβού» με τον Θεό», απάντησε ο ερημίτης και συνέχισε τον δρόμο του.

Λίγο πιο κάτω συνάντησε μια γυναίκα που έκλαιγε δίπλα στο άρρωστο παιδί της:«Βοήθησε με, σε παρακαλώ». «Λυπάμαι, δεν έχω χρόνο, ο Θεός με περιμένει στην κορυφή του βουνού».

Προχώρησε ακόμα πιο γρήγορα για να μην αργήσει, αλλά εκεί που το μονοπάτι έγινε πιο δύσκολο, είδε ένα ηλικιωμένο εξαντλημένο, που του έδινε ένα ασκί: «Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο, σε παρακαλώ πήγαινε να μου γεμίσεις το ασκί με νερό από την πηγή εδώ πιο κάτω». «Κάνε υπομονή, καλέ μου άνθρωπε, έχω ένα ραντεβού με τον Θεό και δεν θέλω να αργήσω!»

Όταν ο ερημίτης έφτασε επιτέλους στην κορυφή του βουνού, στην πόρτα της καλύβας, όπου επρόκειτο να συναντηθεί με τον Θεό, βρήκε κρεμασμένο ένα μήνυμα: «Συγχώρεσέ με που δεν είμαι εδώ, αλλά πήγα να βοηθήσω εκείνους που δεν βοήθησες εσύ στο διάβα σου».