Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
ΚΑΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΕΙΛΟΣ
ΕΙΝΑΙ «ΛΕΩΝ ΠΥΡ ΠΝΕΩΝ»!
Τί λέει ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος;
—Πιστεύεις στὸ Χριστό; ᾿Εκτελεῖς τὸ θέλημά του τὸ ἅγιον; Πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία; Μεταρσιώνεσαι, ἐξυψώνεσαι εἰς μέτρα μεγάλα καὶ ὑψηλά; Κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων;… ῎Ω, λέει, ὅταν κοινωνῇς «μετὰ φόβου…, πίστεως καὶ ἀγάπης» (θ. Λειτ.), τότε πλέον δὲν πατᾷς στὴ γῆ… Τότε πλέον δὲν εἶσαι ἕνας ἄνθρωπος ἀδύνατος, μικρὸς καὶ ἀσήμαντος. Τότε πλέον, τί εἶσαι· «λέων, πῦρ πνέων»!… «Λέων, πῦρ πνέων»!… ῎Οχι ἁπλῶς λιοντάρι, βγάνεις φωτιές!… Καὶ δὲ᾿ μπορεῖ νὰ σὲ κάνῃ κανείς τίποτα. Τρόμος καὶ φόβος εἰς τοὺς ἐνόχους καὶ ἁμαρτωλούς…
Λέοντες, πῦρ πνέοντες… Τέτοιοι ἔπρεπε νὰ εἴμεθα καὶ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, πρωτοπόροι, καὶ ἐπαναστάται, καὶ δημιουργοὶ ἑνὸς καινούργιου πολιτισμοῦ μέσα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Δυστυχῶς ὅμως δεν εἴμεθα. – Μᾶς διακρίνουν τώρα, ἐμᾶς τοὺς ἐπισκόπους οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὰ ῥάσα, ἀπὸ τὰ γένια, ἀπὸ τὰ καλυμμαύχια, ἀπὸ τὶς μπαστοῦνες, ἀπὸ τὶς μίτρες, ἀπὸ τὰ χρυσάφια. ᾿Απ᾿ αὐτὰ μᾶς διακρίνουν, ὅτι εἴμεθα ἐργάται τοῦ εὐαγγελίου. Ὁ Χριστιανὸς εἶνε «λέων, πῦρ πνέων». Κι αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς εἶνε δημιουργὸς μιᾶς μεγάλης ἡρωϊκῆς ἐπαναστάσεως εἰς τὸν κόσμο τοῦτο.
᾿Αλλά, ἐὰν ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶνε λέων, πρὸ παντὸς λέοντες, πῦρ πνέοντες, πρέπει νὰ εἶνε οἱ κληρικοί, καὶ μάλιστα οἱ ἐπίσκοποι. Αὐτὸ ποὺ λέω τὸ βλέπουμε στὴν ἐκκλησία.
῞Ο,τι εἶνε μέσ᾿ στὸ ναό ἔχει μεγάλη διδασκαλία. Σ’ ὅλους τους ναούςὑπάρχει δεσποτικὸς θρόνος, ποὺ κάθεται ὁ δεσπότης. ῍Αν προσέξετε, ἐπάνω μέν, ψηλὰ εἶνε ἡ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ· ἀλλὰ κάτω, εἰς τὰ βάθρα τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου εἶνε ζωγραφισμένο ἕνα λιοντάρι, μαρμάρινο, ἢ ξύλινο!
Γιατί ἆραγε ὥρισε ἡ ᾿Εκκλησία στὰ βάθρα τῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων νὰ εἶνε ζωγραφισμένα – σκαλισμένα λιοντάρια;
Αν θέ᾿τε νὰ δῆτε τὴν ἑρμηνεία, πᾶτε στὰ σπίτια σας καὶ ἀνοίξετε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη· καὶ θὰ δῆτε ἐκεῖ τὸν ᾿Αμὼς τὸν προφήτη, ποὺ λέγει κεφάλαιο 3, στίχος 9)· «Λέων ἐρεύξεται, καὶ τίς οὐ φοβηθήσεται;». Λιοντάρι, λέει, ἐφώναξε· ποιός δὲ᾿ θὰ φοβηθῇ!;
Μοῦ ᾿λεγε ἕνας πατριώτης μου, ἀπὸ τὸ φτωχὸ χωριό μου, τὶς Λεῦκες, γιὰ τότε ποὺ φεύγανε πολλοὶ καὶ πηγαίναν κάτω στὴν ᾿Αφρική, μέσα στὴν ἔρημο καὶ ἐργαζόνταν στὶς σιδηροδρομικὲς γραμμὲς ποὺ ἔκανε τὸ κράτος – ἡ Αἴγυπτος. Ὅταν ἐνύχτωνε, προτοῦ νὰ δύσῃ – «ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ» (Ψαλμ. 103,19)… ῍Ε λοιπόν, μόλις ἐβασίλευε ὁ ἥλιος, νά καὶ βγαίναν τὰ λιοντάρια. Μᾶς εἶχαν διατάξει, προτοῦ νὰ δύσῃ ὁ ἥλιος, ἀμέσως νὰ μαζευόμεθα σ᾿ ἕνα τοῦνελ ἀπὸ σίδερο. ῎Ετσι… Καὶ μπαίναμε μέσα, κ᾿ εἴμεθα ἀσφαλεῖς. Κ᾿ ἐρχόνταν τὰ λιοντάρια· καὶ πηδοῦσαν ἀπὸ ᾿δῶ, καὶ πηδοῦσαν ἀπὸ ᾿κεῖ· μὰ δὲ᾿ μποροῦσαν νὰ μᾶς κάνουν τίποτα, γιατὶ εἴμεθα μέσα φραγμένοι, μέσ᾿ στὸ σιδηροῦν κλουβὶ ποὺ εἶχαν φτειάσει οἱ προϊστάμενοι. «Λέων ἐρεύξεται, καὶ τίς οὐ φοβηθήσεται;» (᾿Αμ. 3,8)… Λιοντάρι, λέει, φώναξε…
᾿Επιτρέψατέ μου νὰ τελειώσω μὲ τὸ ἑξῆς. Μὲ μιὰ ἀνάμνησιν τοῦ πολυπράκτου βίου μου… ῞Οτι πρὸ 40-45 ἐτῶν ἤμουν ἱεροκήρυκας πλανόδιος. Εἶχα γίνει φοὺτ – μπὼλ στὰ κατύματα τῶν ἀρχιερέων· κλώτσησε ἀπὸ ἐδῶ, κλώτσησε ἀπὸ ᾿κεῖ, δώδεκα – δεκαπέντε μητροπολίτες πέρασα. ῍Ας εἶνε καλά. Τοὺς εὐγνωμονῶ! Μοῦ ᾿δῶσαν καιρὸ νὰ περιοδεύσω τὴν ῾Ελλάδα.
Πῆγα σὲ μιὰ μητρόπολι καὶ ἔλεγα στὸ δεσπότη· —Μά, δέσποτα, συμβαίνουν φοβερά πράγματα στη μητρόπολη, γιατί δὲ᾿ διαμαρτύρεσαι; Γιατί δὲν ἐλέγχεις; Γιατί δὲ᾿ λὲς ἕνα «οὐκ ἔξεστί σοι» (Ματθ. 14,4· Μᾶρκ. 6,18· ᾿Ιωάν. 5,10).
—῎Α, λέει, δὲ᾿ μπορῶ ἐγὼ νὰ πῶ τίποτα ἀπ᾿ αὐτά που λές, γιὰ νὰ μην έχω προβλήματα και μὲ διώξουν.
—Μά, λέω, γιατί; ᾿Εδῶ εἶνε ἱστορία ὁλόκληρη, τί κάναν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας; Τότε λοιπόν, τοῦ λέω· Ξέρεις τί θὰ κάνω; Θά ᾿ρθω μιὰ μέρα στὴν ἐκκλησία· θὰ πάρω ἕνα πριόνι, θὰ βγάλω τὸ λιοντάρι ἀπὸ τὰ βάθρα τοῦ δεσποτικοῦ καὶ θὰ βάλω ἕνα λαγό… Θὰ βάλω ἕνα ξύλινο λαγό!
Λοιπόν, σκληρὸς ἦταν ὁ λόγος – αὐτὸς φοβήθηκε κ᾿ ἔβαλε φρουρὰ τὴν ἑπομένη μέρα καὶ φύλαγε. —Μήπως ἔρθῃ ὁ Καντιώτης καὶ μοῦ ξεῤῥιζώσῃ τὸ λιοντάρι!
Ὅμως ἔλεγα μιὰ ἀλήθεια· Δυστυχῶς, ἀπὸ τοὺς θρόνους τῶν ἀρχιερέων μας, τῶν περισσοτέρων ἀρχιερέων μας —τὸ λέγω μετὰ λύπης—, πρέπει νὰ ξεῤῥιζωθοῦν τὰ λιοντάρια καὶ νὰ μποῦνε λαγοί, ξύλινοι λαγοί!
Αὐτὸ τὸ πιστεύω, τὸ βλέπω. Εἶνε σπουδαῖοι, εἶνε μορφωμένοι, εἶνε εἶνε εἶνε…· ἀλλὰ στεροῦνται τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει τὸν Χριστιανό, καὶ δὴ τὸν ἐπίσκοπον· τὸ θάῤῥος.
῏Ηταν κάποτε ἐποχή, ποὺ λέοντες, πῦρ πνέοντες ἦταν οἱ ἀείμνηστοι πατέρες (Χρυσόστομοι, Βασίλειοι καὶ μεγάλοι πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας). Καὶ αὐτοί, τί ἤτανε; ῎Ητανε ὁ φόβος εἰς τοὺς ἄρχοντας! τοὺς ἔτρεμαν οἱ ἄρχοντες, τοὺς ἔτρεμαν… Μολονότι δὲν εἴχανε σπαθιά, μολονότι δὲν εἶχαν ὅπλα φονικά, ἐν τούτοις, μὲ τὸ θάῤῥος των, μὲ τὴν παῤῥησία τους, μὲ τὴν ἁγνότητα τοῦ βίου τους ἦταν τρόμος τῶν μεγάλων καὶ ἰσχυρῶν!
Τώρα καταντήσαμε —στὰ τελευταῖα χρόνια—, ἐμεῖς ποὺ εἴμεθα ὁ τρόμος τῶν μεγάλων καὶ ἰσχυρῶν, νὰ γίνουμε τώρα – οἱ ἄρχοντες νὰ γίνουν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος! —Μὴ μὴ μὴ μὴ μὴ πειράξῃς!… (Τὸ ἀκροατήριο ξεσπᾷ σὲ πολλὰ χειροκροτήματα καὶ γέλωτες, γιατὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ προφέρει τὰ τελευταῖα «μὴ» ὁ γέροντας, ἀκούγεται ὡς «Μιμή», καὶ μᾶλλον τὸ μυαλό τους πρέπει νὰ πῆγε στὴ Δήμητρα Παπανδρέου – Λιάνη).
῍Αχ ἂχ ἄχ! ἀναστενάζω, ἐγὼ ὁ γέρων ἐπίσκοπος, ὅπου σήμερα – αὔριο φεύγω ἀπὸ τὸ μάταιο κόσμο… Δύει ἡ ζωή μου, φεύγω… ᾿Αλλὰ ἐλπίζω στὸ Θεό, ὅτι οὐκ ἐκλείψουσι στρατιῶται τῇ ᾿Εκκλησίᾳ! Καὶ μικρὰ παιδιὰ ποὺ εἶνε ἐδῶ, ὕστερα ἀπὸ 40-50 χρόνια θὰ εἶνε ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. Τὸ πιστεύω καὶ ἐργάζομαι.
Νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ἀδελφοί μου, νὰ βγοῦνε πάλι τέτοια λιοντάρια στὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας! (Ταυτοχρόνως ἀκούγονται χειροκροτήματα καὶ κάποιοι λένε· ᾿Αμήν! Ἀμήν!…).
Νὰ παύσῃ τὸ ψεῦδος! Νὰ γίνωμε ἀληθινοὶ Χριστιανοί… Νὰ ἀποκτήσωμεν ἄντρας ὑψηλούς (στρατιώτας, ναύτας, δικαστάς), λέοντας, πῦρ πνέοντας! Καὶ ἀκόμη παραπάνω, νὰ ἀποκτήσωμεν ἀρχιερεῖς τοῦ ῾Υψίστου – καὶ ἐπισκόπους καὶ κληρικούς.
Κι ἂν τέτοιοι γίνωμαι, τότε τὸ κακὸ θὰ ἐκλείψῃ ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα! ῍Η, ἂν δὲν ἐκλείψῃ ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα, θὰ περιοριστῇ… ᾿Ενῷ τώρα τώρα τώρα, μὲ τέτοια λειψανδρία ποὺ ἔχομε, μὲ τέτοια δειλία, μὲ τέτοια ἀνανδρεία, μὲ τέτοιο ψευτοχριστιανισμό, ποὺ τὸν μοιχό καὶ πόρνο τὸν ὁνομάζουν λεβέντη, τί νὰ περιμένουμε!…
Τώρα ὅλοι μαζί, μιὰ ψυχὴ – ἕνας λαὸς – ὁ σταυρός σας κανονικός, ἡ καρδιά σας στὸ Θεὸ καὶ ἡ φωνή σας μέχρι τὰ ἄστρα! ῞Ολοι μαζί· «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. ᾿Αμήν».
Ἀποσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου.
Ἐγινε στην Αθήνα στις 15.1.1989κασ. 134 15-1-1989 αἴθουσα ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44, Ἀθῆναι ἑσπ. Ψευδοχριστιανοὶ