.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Και ο θάνατος και καθετί γίνεται με την καθοδήγηση της Θείας Πρόνοιας

Προς τη μάνα που 
έχασε το παιδί της...

Εσκόπευα να σιωπήσω απέναντι της κοσμιότητάς σου σκεπτόμενος ότι, όπως εις οφθαλμόν, ο οποίος πάσχει από φλεγμονήν, και το απαλώτερον επίθεμα προκαλεί ερεθισμόν, ούτω και εις την ψυχήν, η οποία έχει κτυπηθή από βαρειάν θλίψιν, ο λόγος, όσην παρηγορίαν και αν της φέρη, φαίνεται κάπως να την ενοχλή, όταν προσφέρεται την ώραν της αγωνίας.

Επειδή όμως εσκέφθην ότι πρόκειται περί Χριστιανής εκπαιδευ­μένης εις τα θεία από πολύν καιρόν και πεπειραμένης εις τα ανθρώπινα, δεν ενόμισα ότι θα ήτο ορθόν να παραλείψω το καθήκον μου.

Γνωρίζω ποια είναι τα σπλάγχνα των μητέρων και, όταν ιδίως ενθυμηθώ τους ιδικούς σου καλούς και ημέρους τρόπους προς όλους, λογαριάζω πόσον μεγάλος πρέπει να είναι ο πόνος διά την παρούσαν συμφοράν. Έχασες υιόν, τον οποίον εμακάριζαν όλαι αι μητέρες, όσον εζούσε, και ηύχοντο τέτοιοι να είναι και οι ιδικοί των, όταν δε απέθανεν, έκλαυσαν σαν να είχε θάψει κάθε μία τον ιδικόν της. Ο θάνατος εκείνου υπήρξε πλήγμα εις δύο πατρίδας, την ιδικήν μας και την των Κιλίκων. Μ’ εκείνον μαζί έπεσε το μέγα και ένδοξον γένος, κατέρρευσε σαν να μετεκινήθη η βάσις του. Ω συναπάντημα πο­νηρού δαίμονος, πόσον τρομερόν κακόν κατώρθωσες νά προκαλέσης! Ω γη, που ηναγκάσθης να υποφέρης ένα πάθος σαν αυτό! Και ο ήλιος ασφαλώς θα έφριττεν, αν είχεν αίσθησιν, εμπρός εις εκείνο το σκυθρωπόν θέαμα. Και τί ημπορεί να είπη κανείς που να εκφράζη όσα η απελπισία τής ψυχής του υπο­βάλλει να είπη;

Αλλά, όπως εδιδάχθημεν από το Ευαγγέλιον, τα όσα μας συμβαίνουν δεν είναι άνευ της καθοδηγήσεως της προνοίας, διότι ούτε σπουργίτης δεν πίπτει χωρίς το Θέλημα του πατρός ημών. Ώστε ό,τι έγινεν έγινε με το θέλημα του κτίστου ημών. Εις το βούλημα δε του Θεού ποιός ημπορεί ν’ αντισταθή; Ας δεχθώμεν λοιπόν το συμβάν· διότι με την δυσανασχέτησιν ούτε το γενόμενον διορθώνομεν και επί πλέον καταστρέφομεν τους εαυτούς μας. Ας μη κατηγορήσωμεν την δικαίαν κρίσιν τού Θεού, διότι είμεθα πολύ αμαθείς, διά να ελέγχωμεν τας ανεκφράστους κρίσεις αυτού. Τώρα ο Κύριος δοκιμάζει την προς αυτόν αγάπην σου. Τώρα έχεις την ευκαιρίαν να λάβης διά της υπομονής την μερίδα των μαρτύρων. Η μητέρα των Μακκαβαίων είδε τον θάνατον επτά παιδιών και δεν εστέναξεν, ούτε έχυσεν αγενές δάκρυον, αλλά λόγω των ευχαριστιών της προς τον Θεόν, την ώραν που τους έβλεπε ν’ απαλλάσσωνται από τα δεσμά τής σαρκός με πυρ και σίδηρον και σκληρά βα­σανιστήρια, εκρίθη από μεν τον Θεόν ευδόκιμος, από δε τους ανθρώπους αοίδιμος. Μεγάλη η συμφορά, το ομολογώ και εγώ· αλλά μεγάλοι και οι μισθοί που απόκεινται από τον Κύ­ριον εις τους υπομένοντας.

Όταν έγινες μητέρα και είδες το παιδί σου και ηυχαρίστησες τον Θεόν, εγνώριζες πάντως ότι είσαι θνητή και εγέννησες θνητόν. Τί το παράδοξον λοιπόν, που ο θνητός απέθανεν; Αλ­λά μας λυπεί ότι τούτο συνέβη προώρως. Είναι άγνωστον, εάν τούτο δεν είναι εύκαιρον, διότι ημείς δεν γνωρίζομεν να εκλέγωμεν τα συμφέροντα εις τας ψυχάς και να ορίζωμεν προθεσμίας εις την ανθρωπίνην ζωήν. Στρέψε τα μάτια σου γύρω εις όλον τον κόσμον όπου κατοικείς, και θα κατανοήσης ότι όλα τα βλεπόμενα είναι θνητά και ότι υπόκεινται όλα εις την φθοράν. Κύτταξε επάνω εις τον ουρανόν κάποτε θα διαλυθή και αυτός. Προς τον ήλιον· ούτε αυτός θα παραμείνη. Οι αστέρες όλοι, τα ζώα τής ξηράς και των υδάτων, αι ωραιότητες της γης, η ιδία η γη, όλα είναι φθαρτά, όλα δεν θα υπάρχουν ολίγον αργότερα.

Ας είναι λοιπόν η περί τούτων σκέψις παρηγορία διά το συμβάν. Μη μετράς το πάθος καθ’ εαυτό, διότι τότε θα σου φανή αφόρητον· αλλά, αν το συγκρίνης με όλα τα ανθρώπινα, τότε θα ευρής δι’ αυτό παρηγορίαν. Επάνω δε από όλα έχω να είπω εκείνο το σπουδαίον, λυπήσου τον σύζυγον· να γίνετε παραμυθία ο ένας εις τον άλλον· μη του κάμης σκληροτέραν την συμφοράν με το να διαλύης τον εαυτόν σου εις το πένθος. Γενικώς δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος που είναι αρκετός διά να δώση παρηγορίαν, αλλά πιστεύω ότι διά την παρούσαν λύπην απαιτείται προσευχή.

Εύχομαι λοιπόν ο ίδιος ο Κύριος εγγίζων την καρδίαν σου κατά την ανέκφραστον δύναμίν του να ανάψη το φως εις την ψυχήν σου διά των αγαθών λογισμών, ώστε να έχης από μέ­σα σου τας πηγάς τής παραμυθίας.

(Μεγάλου Βασιλείου Έργα, ΕΠΕ τόμος 2, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)