.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αββάς Σεραπίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αββάς Σεραπίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ


Ο Αββάς Σεραπίων διηγήθηκε το εξής, το οποίο συνέβη στα νιάτα του: «Όταν έμενα με τον Γέροντά μου, καθώς τρώγαμε, όταν σηκωνόμουνα απ΄ το τραπέζι, με την ενέργεια του δαίμονος, έκλεβα παξιμάδι και το έτρωγα στα κρυφά. Καθώς όμως πέρναγε ο καιρός, τόσο πολύ με κυρίεψε αυτή η συνήθεια, ώστε δεν μπορούσα να την νικήσω. Η συνείδησις με έλεγχε, αλλά ντρεπόμουνα να το εξομολογηθώ στον Γέροντά μου.
Οικονόμησε όμως η φιλανθρωπία του Θεού το εξής. 
Ήλθαν στον Αββά μου μερικοί αδελφοί για ψυχική ωφέλεια, οι οποίοι των ρωτούσαν για τους λογισμούς τους. Τους αποκρίθηκε τότε ο Γέροντας “Τίποτε άλλο δεν βλάπτει τους Μοναχούς και χαροποιεί τους δαίμονες, όσο το να κρύβουν τους λογισμούς τους απ΄ τους πνευματικούς Πατέρες”. Επίσης τους μίλησε και περί εγκράτειας. 
Εγώ, ακούγοντας τα λεγόμενα, ήλθα σε συναίσθηση και σκέφθηκα ότι ο Θεός απεκάλυψε στον Γέροντα τα πταίσματά μου. Ήλθα λοιπόν σε κατάνυξη και άρχισα να κλαίω. Τότε έβγαλα απ΄ τον κόρφο μου το παξιμάδι, που κακώς είχα συνηθίσει να κλέβω, έπεσα στο έδαφος και ζητούσα συγνώμη για τα αμαρτήματά μου και ευχή για να έχω ασφάλεια στο μέλλον.
Ο Αββάς μου είπε: “Παιδί μου. η εξομολόγησή σου, και χωρίς να σου ειπώ τίποτε, σε ελευθέρωσε, και κατέσφαξες τον δαίμονα, ο οποίος μέχρι τώρα σε πλήγωνε με σιωπή. Από δω και στο εξής ποτέ δεν θα έχει τόπο σε σένα, αφού τον έβγαλες απ΄ την καρδιά σου με την εξομολόγηση”.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Γέροντας, και να η ενέργεια του δαίμονα φάνηκε σαν λαμπάδα φωτιάς που εξερχόταν απ΄ τον κόρφο μου και γέμισε το σπίτι δυσωδία, ώστε να νομίζουν οι παρόντες ότι καιγόταν εκεί πολύ θειάφι ! Τότε είπε πάλι ο Αββάς μου: “Να η απόδειξη των λόγων μου και της ελευθερίας σου. Μας πληροφόρησε καθαρά ο Κύριος με το σημείο που έγινε”.
Από τότε, λοιπόν, τόσο μου έφυγε το πάθος της γαστριμαργίας και η διαβολική εκείνη επιθυμία, ώστε ποτέ πια δεν το σκέφθηκα».


ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ, 
εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σ. 53.