.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αββάς Κασσιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αββάς Κασσιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αββάς Κασσιανός: Γιατί οι ασεβείς στη ζωή τους είναι επιτυχημένοι;


Ο Αββάς Κασσιανός ταξιδεύει στην έρημο της Αιύπτου και συνομιλεί με τους πατέρες της ερήμου. Ρωτά, λοιπόν, τον Αββά Σερήνο: Γιατί οι ασεβείς στη ζωή τους είναι επιτυχημένοι; Γιατί ευτυχούν όλοι εκείνοι που παραβαίνουν συνεχώς τον νόμο Σου;

Είναι πιο αξιολύπητοι οι αμαρτωλοί που δεν αξιώνονται να υποβληθούν σε τέτοιες πρόσκαιρες δοκιμασίες.

Εκείνοι όμως που είναι πραγματικά ταλαίπωροι και αξιολύπητοι είναι αυτοί που, ενώ είναι στιγματισμένοι από κάθε είδους αμαρτία, όχι μόνο δεν αφήνουν να φανεί κανένα σημάδι που θα αποκάλυπτε την κατοχή τους από τον διάβολο, αλλά και δεν υποφέρουν από καμιά δοκιμασία άξια των πράξεών τους. Αυτό συμβαίνει γιατί εκείνοι είναι ανάξιοι για να δεχθούν αυτό το ταχύτατο και αποτελεσματικό φάρμακο, που προσφέρεται σ’ αυτή τη ζωή.

Αυτοί, ανάλογα με «τη σκληρότητα και την αμετανοησία της καρδιάς τους», οι οποίες δεν καθαρίζονται με τις τιμωρίες της παρούσας ζωής, «μαζεύουν κατά του εαυτού τους θησαυρούς οργής, που θα εξαπολυθούν εναντίον τους κατά την ημέρα εκείνη, κατά την οποία θα ξεσπάσει η Θεία οργή και θα αποκαλυφθεί η δίκαιη κρίση του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Ημέρα κατά την οποία, «το σκουλήκι που θα τους κατατρώει δεν θα έχει τέλος και η φωτιά που θα τους κατακαίει δεν θα σβήσει ποτέ» (Ησ. 66, 24).

Αλλά και ο Προφήτης που προβληματίσθηκε από το γεγονός ότι οι Άγιοι δοκιμάζονται από συμφορές και θλίψεις, ενώ οι αμαρτωλοί, αντίθετα, βαδίζουν μέχρι το τέλος της ζωής τους χωρίς να δοκιμάσουν το μαστίγιο της ταπείνωσης -και μάλιστα πολλές φορές ζουν μέσα στην αφθονία όλων των αγαθών και απολαμβάνουν τιμές και δόξες- κραυγάζει με έντονο τρόπο, χωρίς να μπορεί πλέον να συγκρατήσει την απορία του:

«Σε μένα όμως παραλίγο να σαλευθούν τα πόδια μου, παραλίγο τα βήματα της ζωής μου να φύγουν από το δρόμο τού Κυρίου. Γιατί καταλήφθηκα από ζήλεια κατά των παρανόμων, επειδή έβλεπα την ευημερία των αμαρτωλών ανθρώπων.

Γιατί έβλεπα ότι δεν υπάρχει μεγάλη αγωνία και πολλή κακοπάθεια κατά το θάνατό τους και ότι δεν κρατάει πολύ η θλίψη που τυχόν τους μαστίζει κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτοί δεν κοπιάζουν, όπως οι άλλοι άνθρωποι, και δεν ταλαιπωρούνται ούτε υποφέρουν όπως οι άλλοι» (Ψαλμ. 72, 2-5). Γι’ αυτό και αυτοί οι άνθρωποι θα τιμωρηθούν στην αιωνιότητα μαζί με τους δαίμονες. Γιατί αυτοί αποδείχθηκαν ανάξιοι να λάβουν από αυτή τη ζωή το μερίδιο και τη μεταχείριση των υιών του Θεού, αφού δεν χτυπήθηκαν από καμιά θλίψη, όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι.

Κι ο προφήτης Ιερεμίας, επίσης, ρωτάει με απορία τον Θεό σχετικά με το θέμα της καλοτυχίας των ασεβών και ταυτόχρονα ο ίδιος ομολογεί ότι δεν αμφιβάλλει καθόλου για τη δικαιοσύνη Του: «Κύριε,» λέει, «εσύ είσαι δίκαιος, πώς μπορώ να διαμαρτυρηθώ εναντίον σου;» (Ιερ. 12, 1). Δεν κρατιέται ωστόσο να μην αναζητήσει την αιτία μιας τέτοιας ανισότητας και προσθέτει: «Όμως θα σου θέσω μερικά ερωτήματα: Γιατί οι ασεβείς στη ζωή τους είναι επιτυχημένοι; Γιατί ευτυχούν όλοι εκείνοι που παραβαίνουν συνεχώς τον νόμο σου; Τους φύτεψες κι αυτοί έριξαν βαθιές ρίζες. Γέννησαν παιδιά και απέκτησαν απογόνους.

Είσαι κοντά στο στόμα τους και εκπληρώνεις το αίτημά τους, είσαι όμως μακριά από τις επιθυμίες της καρδιάς τους» (Ιερ. 12, 1-2). Ο Κύριος όμως, με τα λόγια τού ίδιου Προφήτη, θρηνεί για την καταστροφή των αμαρτωλών. Φροντίζει γι’ αυτούς και τους στέλνει παιδαγωγούς, γιατρούς και δασκάλους. Τους προκαλεί, κατά κάποιο τρόπο, να θρηνήσουν μαζί Του και τους λέει: «Η Βαβυλώνα έπεσε ξαφνικά και συντρίφθηκε. Θρηνήστε την βάλτε ρητίνη σαν βάλσαμο θεραπευτικό στην πληγή της, μήπως και θεραπευθεί» (Ιερ. 28, 8).

Και να, ποια είναι η απελπισμένη απάντηση των Αγγέλων, στους οποίους δόθηκε η εκτέλεση του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων ή μάλλον η απάντηση του Προφήτη, που στάλθηκε ως μηνυτής του Θεού, αλλά και αυτή των πνευματικών ανθρώπων και διδασκάλων, οι οποίοι βλέπουν τη σκλήρυνση και την αμετανόητη καρδιά αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων: «Προσπαθήσαμε» λένε, «να δώσουμε φάρμακα στη Βαβυλώνα, αλλά δεν θεραπεύθηκε.

Ας την εγκαταλείψουμε λοιπόν και ο καθένας ας επιστρέψει στη χώρα του, γιατί οι αμαρτίες της πλήθυναν τόσο πολύ, που έφθασαν μέχρι τον ουρανό, έφθασαν μέχρι τα άστρα» (Ιερ. 28, 9).

Ο Κύριος επίσης το ίδιο εννοεί, όταν απευθύνεται, με το στόμα του Προφήτη Ησαΐα, προς την Ιερουσαλήμ και της λέει: «Από τα πόδια μέχρι το κεφάλι δεν υπάρχει υγιές μέρος. Δεν υπάρχει σε ένα μέρος πληγή ανοιχτή και σε άλλο μώλωπας ή σε άλλο πληγή με φλεγμονή. Αλλά όλο το σώμα είναι μια ολόκληρη πληγή. Δεν είναι δυνατόν να βάλει κανείς πάνω σ’ αυτό ούτε κατάπλασμα, ούτε λάδι, ούτε επιδέσμους» (Ησ. 1, 6).

(Ἀπό τό βιβλίο, «Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου» τ. α΄, Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα)

«Πάνος»



Οι δαίμονες μάς πολεμούν παρακολουθώντας τις αντιδράσεις μας!

ΑΒΒΑΣ ΣΕΡΗΝΟΣ: Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι τα πονηρά πνεύματα μπορούν να γνωρίζουν τη φύση των λογισμών μας. Αλλά αυτό γίνεται μόνο εξωτερικά, από συμπεράσματα που στηρίζονται σε κάποια φαινόμενα, όπως είναι αυτά που εκφράζουν τις διαθέσεις μας ή τα λόγια μας ή ακόμα και οι ασχολίες, στις οποίες βλέπουν ότι έχουμε ιδιαίτερη κλίση. Αλλά οι λογισμοί, που δεν έχουν ακόμα βγει από τα βάθη της ψυχής μας, τους είναι εντελώς απρόσιτοι.
Αν οι λογισμοί που μας υποβάλλουν οι δαίμονες έχουν γίνει αποδεκτοί από εμάς ή όχι, αυτό δεν το γνωρίζουν οι δαίμονες. Επειδή αυτοί έχουν τη δυνατότητα της κοινωνίας με την ψυχή μας – δηλαδή είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την εσωτερική διεργασία των λογισμών μας, η οποία είναι καλυμμένη και άγνωστη – αλλά το αντιλαμβάνονται από τις εξωτερικές μας κινήσεις και από τις ενδείξεις που παρουσιάζει η συμπεριφορά μας.

Υποβάλλουν για παράδειγμα στον άνθρωπο τη ροπή προς το πάθος της λαιμαργίας. Αν δουν τον άνθρωπο να σηκώνεται και να κυττάζει προς το παράθυρο ή προς το μέρος του ήλιου σκεπτικά και να ζητά να μάθει εναγώνια τι ώρα είναι, τότε πληροφορούνται με αυτό το σημάδι ότι ο πειρασμός της λαιμαργίας έχει γίνει αποδεκτός από αυτόν. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του πειρασμού της πορνείας. Αν τα πονηρά πνεύματα παρατηρήσουν ότι ο άνθρωπος δέχεται χωρίς αντίσταση το βέλος του πάθους, αν δουν δηλαδή ότι η σάρκα ερεθίστηκε και ότι αυτός δεν λυπήθηκε και δεν έκλαψε, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει τη στιγμή που δέχτηκε την προσβολή, τότε αντιλαμβάνονται ότι το κεντρί της κακής επιθυμίας έχει ήδη καρφωθεί στα βάθη της ψυχής του.

Σχετικά με τους πειρασμούς της θλίψης, του θυμού και της οργής, οι δαίμονες πληροφορούνται τα αποτελέσματα της πειρασμικής υποβολής από τις κινήσεις και από τη συναισθηματική φόρτιση που εκδηλώνει ο άνθρωπος. Αν η προσβολή έχει εισχωρήσει και έχει πλήξει την καρδιά του ανθρώπου, το διακρίνουν από μια σιωπηλή διέγερση, από ένα αγανακτισμένο αναστεναγμό, από μια αλλαγή, από τη χλωμάδα δηλαδή ή από το κοκκίνισμα του προσώπου. Αυτά είναι τα μέσα, με τα οποία η λεπτή νοημοσύνη τους διακρίνει ποιος άνθρωπος έχει παραδοθεί σε ένα πάθος και σε ποιο ακριβώς πάθος. Έτσι για καθένα από μας γνωρίζουν με σιγουριά τι μας αρέσει ή όχι.

Δηλαδή από την πρώτη αντίδραση, την οποία η δαιμονική προσβολή προκαλεί στο σώμα μας, από μια χειρονομία ή από μια κίνησή μας, τα πονηρά πνεύματα συμπεραίνουν με βεβαιότητα ότι ο πειρασμός που εξαπέλυσαν έχει κερδίσει τη συγκατάθεσή μας, για την οποία εμείς πλέον θα έχουμε την ευθύνη.
Σε γενικές γραμμές, δεν είναι παράδοξο και πρωτόγνωρο το ότι τα πονηρά πνεύματα αντιλαμβάνονται τα αισθήματά μας και τις αντιδράσεις μας, εφόσον την ίδια δυνατότητα μπορεί να έχει και ένας έξυπνος άνθρωπος. Ένας εύστροφος ανθρώπινος νους μπορεί, και με τη θέα ακόμα του προσώπου, και με την εξωτερική δηλαδή εμφάνιση ενός ανθρώπου, να αναγνωρίσει την εσωτερική κατάστασή του.

Πόσο λοιπόν περισσότερο θα μπορούν να το κάνουν αυτό οι δαίμονες, οι οποίοι είναι, εξαιτίας της πνευματικής τους φύσης, πολύ πιο ευαίσθητοι και πολύ πιο οξυδερκείς από τους ανθρώπους;

(αββά Κασσιανού, Συνομιλίες, εκδ. Ετοιμασία τομ. Α, σελ. 217-218)

Τά πονήρα πνεύματα δέν γνωρίζουν τή φυσή τῆς ψυχῆς μας οὔτε μποροῦν νά εἰσχωρήσουν μέσα της



Τά πονήρα πνεύματα δέν γνωρίζουν τή φυσή τῆς ψυχῆς μας οὔτε μποροῦν νά εἰσχωρήσουν μέσα της. Μποροῦν, ὅμως, νά διακρίνουν ποιά εἶναι ή κατάστασή της ἀπό τά ἔργα μας, τά λόγια μας, τίς ἐνέργειές μας, τίς κλίσεις μας. Τίς σκέψεις, πού δέν ἔχουν βγεί ποτέ ἀπό τά βαθή τῆς ψυχῆς μας, εἶναι ἀδύνατο νά τίς ἀντιληφθοῦν. Ἀκόμα καί τούς πονήρους λογισμούς, πού οἱ ἴδιοι μᾶς ὑποβάλλουν, δέν γνωρίζουν ἄν τους ἀποδεχθήκαμε ἤ ὅχι. Μποροῦν μόνο νά τό συμπεράνουν, παρατηρώντας προσεκτικά ὁρισμένες ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ἤ σωματικές κινήσεις μας. Μᾶς προσβάλλουν, γιά παράδειγμα, μέ λογισμούς θυμοῦ καί ὀργῆς. Ἄν ή προσβολή τους πλήξει τήν καρδιά μας, τό διακρίνουν ἀπό μιά σιωπηλή ταραχή, ἀπό ἕναν ἀγανακτισμένο ἀναστεναγμό, ἀπό τή σύσπαση, τή χλωμάδα ἤ τό κοκκίνισμα τοῦ προσώπου μας. Αὐτά εἶναι τά μέσα, μέ τά ὁποῖα ἡ λεπτή νοημοσύνη τους διακρίνει ποιός ἄνθρωπος ἔχει παραδοθεῖ σ' ἕνα πάθος καί σέ ποιό ἀκριβῶς πάθος. Καί δέν εἶναι παράδοξο αὐτό, ἐφόσον τήν ἴδια δυνατότητα μπορεῖ νά ἔχει κι ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος. Βλέποντας, δηλαδή, τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση ἤ συμπεριφορά κάποιου συνανθρώπου του, μπορεῖ νά συμπεράνει μέ ἀκρίβεια τήν ἐσωτερική του κατάσταση! Πόσο, λοιπόν, περισσότερο θά μποροῦν νά τό κάνουν αὐτό οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ὡς πνεύματα εἶναι πολύ πιό εὐαίσθητοι καί πολύ πιό ὀξυδερκεῖς ἀπό τούς ἀνθρώπους;

Ἀββᾶ Κασσιανοῦ

Αββάς Κασσιανός: Οι τρεις λόγοι των πειρασμών

Πρέπει να πιστεύουμε ακράδαντα ότι κανείς δεν πειράζεται από τους δαίμονες χωρίς την παραχώρηση του Θεού και, επιπλέον, ότι καθετί, το οποίο προς στιγμήν μας φαίνεται θλιβερό ή δυσάρεστο, μας έχει σταλεί από έναν στοργικό Πατέρα, από έναν σπλαχνικό Γιατρό.
Κι αυτό, αποκλειστικά και μόνο για την ωφέλεια μας.

Έτσι, οι πειρασμοί συμβαίνουν στους ανθρώπους:...

α) για να δοκιμαστούν, ώστε να λάμψει η αρετή τους, όπως συνέβη με τους πειρασμούς του Αβραάμ, του Ιώβ και πολλών άλλων δικαίων·

β) για να καθαριστούν από όλα τα στίγματα των αμαρτιών τους ή, όπως λέει ο προφήτης Ησαίας, από όλες τις σκουριές που ο Θεός βλέπει ότι υπάρχουν μέσα στο βάθος της ψυχής των παιδιών του (βλ. Ησ. 1:25), ώστε την ημέρα της Κρίσεως να εμφανιστούν μπροστά Του σαν καθαρό χρυσάφι·

γ) για να “τιμωρηθούν” παιδαγωγικά εξαιτίας των αμαρτιών τους, όπως διαβάζουμε στους Ψαλμούς: «Πολλές είναι οι συμφορές, με τις οποίες μαστιγώνει ο Κύριος τον αμαρτωλό» (Ψαλμ. 31:10).

perivolipanagias.blogspot.com

Ή ψυχή μοιάζει μέ τη μυλόπετρα...



Ο ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. 
ΡΩΤΑ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΜΩΥΣΗ ΓΙΑΤΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΗ ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ;

Αυτή την εσωτερική εργασία την καταλαβαίνουμε καλύτερα αν παρομοιάσουμε την ψυχή μέ μια μυλόπετρα, την όποια γυρίζει τό ρεύμα τού νερού συνεχώς γύρω από τον άξονά της, καί ή όποια ποτέ δεν σταματάει να γυρίζει ενόσω τό νερό τρέχει. Αλλά ό μυλωνάς έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει αν θα αλέσει σιτάρι, βρώμη ή ζιζάνια. Ό μύλος υποχρεώνεται να αλέσει ότι τού ρίχνει ό μυλωνάς.

Τό ίδιο συμβαίνει καί στην ψυχή τού ανθρώπου. Μέσα στις δοκιμασίες της ζωής μπαίνει ή ψυχή σε κίνηση από τούς χειμάρρους τών πειρασμών πού την κατακλύζουν καί δεν μπορεί πια να ελευθερωθεί από τό ρεύμα τών λογισμών. Ή ίδια όμως ή ψυχή, μέ τον αγώνα της καί μέ την προσοχή της, φροντίζει για τό είδος τών λογισμών πού πρέπει να δέχεται ή να απορρίπτει. 

Διότι, όπως είπαμε παραπάνω, εάν διαρκώς φέρνουμε στη μνήμη μας τις Θείες Γραφές καί αν ανεβάζουμε τό νου μας ψηλά, ώστε να ασχολείται μέ πνευματικά πράγματα καί να επιθυμεί την τελειότητα καί τη μέλλουσα μακαριότητα, επόμενο είναι ότι απ’ αυτή την πνευματική ενασχόληση του νου μας, θα μάς έρχονται καί πνευματικοί λογισμοί. Καί αυτοί οι λογισμοί θα κάνουν τό νου να εντρυφά σε ότι είχε πριν μελετήσει. ’Αν όμως μάς καταλάβει ή οκνηρία καί ή απροσεξία, κι αν ξοδεύουμε τον καιρό μας σε άσκοπη φλυαρία ή αν μπλέξουμε στις μέριμνες τούτου του κόσμου καί στις μάταιες επιθυμίες, τότε θα ξεφυτρώσουν ζιζάνια, τά όποια στη συνέχεια θα απλωθούν καταστρεπτικά στην καρδιά μας. Καί τότε, όπως είπε ό Κύριος καί Σωτήρας μας, εκεί όπου είναι ό θησαυρός τών έργων μας καί τών επιδιώξεων μας, εκεί θα βρίσκεται καί ή καρδιά μας (Ματθ. 6, 21).

Να ακολουθούμε τις οδηγίες των προοδευμένων στην αρετή

Επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελοί σοι,τους πρεσβυτέρους σου, και ερούσί σοι [Δευτ.32.7]

Δεν υπάρχει άλλη οδός σωτηρίας,από την εξαγόρευση των λογισμών στους πατέρες και την μη καταφρόνηση της παραδόσεως των προγόνων.Γιατι και αυτοί,δεν κινήθηκαν από την δική τους θέληση,αλλά από τον Θεό και τις θεόπνευστες Γραφές, για να παραδώσουν στους μεταγενέστερους αυτήν την συνήθεια, το να συμβουλεύονται δηλαδή τους προοδευμένους στην αρετή.

Αυτό μπορούμε, να το μάθουμε και από πολλά άλλα μέρη της θεόπνευστης Γραφής, προπαντός όμως,από την ιστορία του Αγίου Σαμουήλ, του προφήτη.

Αυτός, αν και αφιερώθηκε από νήπιο στον Θεό από την μητέρα του και αξιώθηκε,να συνομιλεί με τον Θεό, δεν πίστεψε στον λογισμό του. Μολονότι,μια και δυο φορές τον κάλεσε ο Θεός, τρέχει προς τον γέροντα Ηλεί, παίρνει οδηγίες απ' αυτόν και τον συμβουλεύει, πώς να ανταποκρίνεται στον Θεό. Και εκείνον, που τον διάλεξε ο Θεός σαν άξιό Του, θέλει με τους κανόνες και την διδαχή του γέροντα να καθοδηγείται, κι έτσι να οδηγηθεί στην ταπείνωση.

Μα και τον Παύλο, που τον κάλεσε ο ίδιος ο Χριστός και συνομίλησε μαζί του, τον στέλνει στον Ανανία και τον βεβαιώνει, ότι θα μάθει από αυτόν την οδό της Αληθείας, λέγοντας; «Είσελθε εις την πόλιν και λαληθήσεταί σοι τί σε δει ποιείν»

Με τούτα, μας διδάσκει, να ακολουθούμε τις οδηγίες των προοδευμένων στην αρετή. Αφού και ο ίδιος, ο απόστολος το διδάχθηκε αυτό, το εκπλήρωνε έπειτα με τα έργα του, εφόσον γράφει για τον εαυτό του:
«Ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιδείν Πέτρον και Ιάκωβον. Και ανεθέμην αυτοίς το ευαγγέλιον ο κηρύσσω, μήπως εις κενόν τρέχω ή έδραμον»

Αλίμονο! Το''σκεύος της εκλογής''αυτός, που ανυψώθηκε ως τον τρίτο ουρανό και άκουσε από τον ίδιο τον Θεό ''άρρητα ρήματα'''αυτός, ομολογεί, πως είχε ανάγκη από τις συμβουλές των αποστόλων, που προγήθηκαν.

Ποιός λοιπόν, είναι τόσο αλαζόνας και υπερήφανος, ώστε να μην φρίττει, ακούγοντας αυτά και να μην φοβάται, να ακολουθεί την γνώμη του, όπως φοβάται την φωτιά της γέενας και την αιώνια κόλαση;

Αβά Κασσιανού

Συνομιλία του αββά Κασσιανού με τον αββά Ισαάκ για την προσευχή



Πρέπει να τηρείται μια τάξη στα διάφορα είδη της προσευχής;
Άς δούμε αρχικά τί ακριβώς σημαίνουν αυτοί οι όροι. 
Ποιά δηλαδή είναι ή διαφορά, ανάμεσα στις προσευχές στις παρακλήσεις και στις δεήσεις;

Έπειτα, πρέπει να ασκούνται αυτοί οι τρόποι προσευχής ένας- ένας χωριστά, ή όλοι μαζί; Έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα για τους πιστούς ή σειρά με την οποία ό Απόστολος Παύλος έχει παραθέσει καθέναν από αυτούς τούς τρόπους προσευχής;Η απλώς αυτός ό διαχωρισμός δεν έχει και τόση σημασία και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ό Απόστολος τα παρέθεσε έτσι χωρίς ιδιαίτερη σκοπιμότητα;
Αυτή ή δεύτερη υπόθεση είναι, κατά την γνώμη μου, τελείως παράλογη. Δεν είναι ποτέ δυνατόν να έβαλε το Άγιο Πνεύμα στο στόμα τού Αποστόλου κάτι πού δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα ξαναπάρουμε λοιπόν αυτά τα είδη προσευχής ένα-ένα, με την σειρά πού δόθηκαν, ώστε με την Χάρη τού Θεού να τα αναλύσουμε διεξοδικά.

Τί είναι δέηση

Ό Απόστολος λέει: «Σας παρακαλώ, πρώτα από’ όλα, να κάνετε δεήσεις» (Α’ Τιμ. 2, 1). Δέηση είναι ή κραυγή, ή προσευχή τού αμαρτωλού, ό όποιος με συντριβή καρδιάς εκλιπαρεί για την συγχώρηση των σφαλμάτων πού έχει διαπράξει στο παρελθόν, αλλά και για τις πρόσφατες αμαρτίες του.

Τι είναι προσευχή.

Ή προσευχή είναι ή πράξη με την οποία προσφέρουμε ή αφιερώνουμε κάτι στον Θεό. Οι Έλληνες την αποκαλούν «ευχή». Εκεί πού στα Ελληνικά λέει «τας εύχάς μου τω Κυρίω αποδώσω» (Ψαλμ .115, 9), στα Λατινικά λέμε «θα εκπληρώσω τις ευχές πού έκανα προς τον Κύριο», το όποιο σε ακριβή μετάφραση, θα μπορούσε να εκφρασθεί ως έξης: «Θα κάνω τις προσευχές, τις όποιες υποσχέθηκα στον Κύριο». Διαβάζουμε επίσης στο βιβλίο του Εκκλησιαστή: «Όταν τάξεις κάτι στον Θεό, μην αργήσεις να Του το προσφέρεις» (Έκκλ. 5, 3). Ας δούμε λοιπόν, πώς θα πραγματώσουμε αυτή την εντολή.

Προσευχόμαστε λοιπόν, όταν αρνούμαστε τον κόσμο και δεσμευόμαστε επίσημα απέναντι του Θεού, να νεκρώσουμε τον εαυτό μας για καθετί κοσμικό, για ότι δηλαδή άφορα τις πράξεις και τον τρόπο ζωής. Κι αυτός το κάνουμε για να υπηρετήσουμε τον Κύριο με όλη την θέρμη της ψυχής μας. Προσευχόμαστε, όταν περιφρονούμε την δόξα τού κόσμου και τα επίγεια πλούτη, για να προσκολληθούμε ανεμπόδιστα στον Κύριο, με συντριβή καρδιάς και με ταπεινό φρόνημα. Προσευχόμαστε, όταν αφιερώνουμε οριστικά και αμετάκλητα την αγνότητα τού σώματος μας και όταν υποσχόμαστε να ξεριζώσουμε εντελώς από την καρδιά μας τις ρίζες τού θυμού και της λύπης, οι όποιες οδηγούν στο θάνατο. Αν δεν τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας, αν αμελήσουμε και αν παραδοθούμε στο θυμό, στα πάθη και στις παλιές ελλείψεις μας, θα δώσουμε λόγο στον Θεό για τις υποσχέσεις και για τούς όρκους μας. Δίκαια τότε θα ακούσουμε: «Καλύτερα να μην τάξεις, παρά να τάξεις κάτι και να μην το προσφέρεις» (Έκκλ. 5, 4).

Για τις έντεύξεις.

Έχουμε επίσης και τις έντεύξεις. Έντεύξεις λέμε τις γεμάτες θέρμη προσευχές που κάνουμε προς τον Θεό για χάρη των συνανθρώπων μας, είτε αυτοί είναι γνώριμοι και αγαπημένα μας πρόσωπα, είτε αυτές οι ικεσίες μας έχουν σαν αίτημα την ειρήνη του κόσμου, καθώς λέει ο Απόστολος Παύλος « Να προσευχόμαστε για όλους τους ανθρώπους για τους κυβερνήτες και για όλους εκείνους που ασκούν την εξουσία» (Α Τιμ.2 , 1-2).

Κατόπιν, στην τέταρτη θέση, έχουμε τις ευχαριστίες.

Καθώς ή ψυχή αναλογίζεται τις πλουσιοπάροχες ευεργεσίες πού έχει δεχθεί στο παρελθόν από τον Θεό και καθώς ατενίζει αυτές πού την κατακλύζουν στο παρόν ή καθώς στρέφει τον βλέμμα της στο μέλλον, στα αιώνια αγαθά πού ό Θεός επιφυλάσσει σ’ αυτούς πού Τον αγαπούν, ξεχειλίζει από απέραντη ευγνωμοσύνη και Τον ευχαριστεί με όλη της τη δύναμη. Συμβαίνει πολλές φορές αύτη ή ενασχόληση τού νου με τη θεωρία των μελλόντων αγαθών, να διεγείρει την ψυχή, ώστε αυτή να προσεύχεται με μεγαλύτερη θέρμη. Γιατί βλέπει πολύ καθαρά τα αιώνια αγαθά, πού ετοιμάζει ό Θεός στη μέλλουσα ζωή για τούς Αγίους και αυτό την κάνει να ξεχύνεται σε πέλαγος ανείπωτης χαράς και σε ατέρμονες προς Αυτόν ευχαριστίες.

Κατά πόσο είναι απαραίτητο αυτά τα τέσσερα είδη προσευχής να τα κάνουμε όλα συγχρόνως η χωριστά ή και εναλλάξ.

Αυτές οι τέσσερες μορφές προσευχής φέρνουν πλούσιους καρπούς. Είναι γνωστό από την μακρόχρονη εμπειρία ότι ή δέηση πού είναι θυγατέρα τής μετάνοιας, ή προσευχή πού γεννιέται από την καθαρή συνείδηση, ή οποία τηρεί τις μοναχικές υποσχέσεις, ή ικεσία πού πηγάζει από την θέρμη τής Χάρης και ή ευχαριστία την οποία γεννά ή θεωρία των αγαθών τής Μεγαλοσύνης και τής Αγαθότητας τού Θεού, αυτές όλες οι μορφές αναφοράς τής ψυχής στον Θεό, ξεχύνονται συχνά σε ολόθερμες και πύρινες προσευχές.


Από το βιβλίο ''Αββά Κασσιανού.
Συνομιλίες με τους Πατέρες της Ερήμου''Τόμος Α'

http://www.apantaortodoxias.blogspot.gr

Γιά τό πνεῦμα τῆς λύπης



Τί κακό προξενεί η λύπη στην ψυχή μας.

Ο πέμπτος αγώνας μας εστιάζεται στην αντίστα­ση που πρέπει να προβάλλουμε εναντίον του πάθους της λύπης. Γιατί, αν αφήσουμε τη λύπη να κυριεύει λίγο-λίγο την ψυχή μας, αυτή αμέσως, μόλις θα δίδεται κάποια αφορμή, θα μας αποσπά από τη Θεία Θεωρία και θα καταθλίβει το πνεύμα μας. Όταν η λύπη καταλάβει την ψυχή του ανθρώπου, δεν του επιτρέπει να προσεύχεται με την ίδια χαρά, ούτε να καταφεύγει στη μελέτη της Αγίας Γραφής, ώστε να βρει σ' αυτή φάρμακο και να θεραπευθεί.
Η λύπη μας εμποδίζει επίσης από το να είμα­στε ειρηνικοί και πράοι προς τους αδελφούς μας. Μας κάνει ανυπόμονους και σκληρούς, μας δυσκο­λεύει και δρα ανασταλτικά στην προσπάθειά μας για την εκτέλεση των πνευματικών καθηκόντων και υποχρεώσεών μας.
Αν αφήσει ο μοναχός (και ο οποιοσδήποτε) την ψυχή του να παρα­δοθεί στη λύπη, αυτή τον κάνει σιγά-σιγά ανίκανο να αντιδρά πνευματικά και να αντιστέκεται στις επιθέσεις της. Γιατί αυτός θα έχει πλέον στερηθεί την ειρήνη της καρδιάς του και θα καταντήσει σαν τον τρελλό ή σαν τον μεθυσμένο. Και τελικά, αυτή θα τον συνθλίψει και θα τον ρίξει σε οδυνηρή απελπισία.

Πώς θα θεραπεύσουμε την αρρώστια της λύπης και της αθυμίας.

Γι’ αυτό, αν θέλουμε να διεξάγουμε τον πνευ­ματικό αγώνα, όπως μας υποδεικνύει ο Απόστολος, δηλαδή «σύμφωνα με τους κανόνες της αθλήσε­ως» (Β' Τιμ. 2, 5),πρέπει να φροντίσουμε να θεραπεύσουμε αυτή την αρρώστια με την ίδια προσοχή και επιμέλεια που καταβάλλουμε για να νικήσουμε και τα άλλα πάθη. Πράγματι,«σαν το σκόρο που τρυπάει το ρούχο και το σαράκι που κατατρώει το ξύλο, έτσι και η λύπη βλάπτει την καρδιά του ανθρώπου» (Παροιμ. 25, 20α). Μ' αυτόν το λόγο το Αγιο Πνεύμα εκφράζει, ξεκάθαρα και με πολλή ακρίβεια, τη βιαιότητα αυτού του τόσο επικίνδυνου πάθους.

Με τί μπορούμε να συγκρίνουμε την ψυχή που είναι θύμα των επιθέσεων της λύπης.

Ένα ρούχο που έχει φαγωθεί από το σκόρο, έχει χάσει την αξία του και δεν χρησιμεύει πια για να ντυθούμε με ευπρέπεια. Ένα ξύλο επίσης που έχει φαγωθεί από σαράκι, δεν είναι κατάλληλο για να διακοσμήσει ένα απλό έστω κτίριο, ούτε αξίζει πλέον για άλλη χρήση, παρά μόνο για να γίνει καυσόξυλο. Έτσι είναι και η ψυχή που έχει καταφαγωθεί από το σαράκι της λύπης. Θα είναι πια τελείως άχρηστη για να γίνει αυτό το αρχιερατικό ένδυμα, το οποίο, όπως λέει ο Προφήτης, δέχεται το μύρο του Αγίου Πνεύματος που κατεβαίνει από τον ουρανό και χύνε­ται πρώτα στο πηγούνι του Ααρών και κατόπιν φθάνει μέχρι το κρόσσι του ενδύματός του:«Σαν το μύρο», λέει, «που χύθηκε στην κεφαλή του Ααρών και κατεβαίνει στον πώγωνά του και ακόμη πιο κάτω, μέχρι τα κρόσσια του αρχιερατικού του σάκκου» (Ψαλμ. 132, 2). Αυτή η ψυχή δεν θα μπορέσει να λάβει μέρος στην οικοδόμηση και το στολισμό αυτού του πνευματικού ναού, τα θεμέλια του οποίου έθεσε, σαν ένας σοφός αρχιτέκτονας, ο απόστολος Παύλος· «είσθε ναός του Θεού»,λέει, «και το Αγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα σας» (Α' Κορ. 3, 16). Στο Ασμα Ασμάτων επίσης «η Νύμφη» περιγράφει ποια είναι τα ξύλα, με τα οποία έχει οικοδομηθεί αυτός ο ναός: «Τα δοκάρια του σπιτιού μας», λέει, «είναι από ξύλα κέδρου και τα κουφώματά του από κυπαρίσσι» (Ασμα Ασμ. 1, 16). Επομένως, για το ναό του Θεού επιλέγουμε είδη ξύλων που να είναι ευωδιαστά και πολύ ανθεκτικά, αυτά να μη φθείρονται με το χρόνο, ούτε να κινδυνεύουν να φαγωθούν από το σαράκι.

Πού οφείλεται η λύπη και πώς εμφανίζεται στην ψυχή μας.

Η λύπη πολλές φορές προέρχεται από την οργή που αισθάνεται κανείς, εξαιτίας της απώλειας κάποιας απόλαυσης ή κάποιας ελπίδας απολαβής.Μερικές φορές όμως δεν υπάρχει κανένας εμφανής λόγος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει αυτή την πτώση.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ευθύνεται αποκλει­στικά η κακία του Εχθρού, η οποία ξαφνικά μας φορτώνει με ένα τέτοιο βάρος. Πολλές φορές μάλι­στα, φθάνουμε στο σημείο, ώστε δεν μπορούμε να συναναστραφούμε, με τη συνηθισμένη μας προσήνεια, ούτε τα αγαπημένα μας πρόσωπα ή τους φίλους και συνεργάτες μας. Τότε, όσο ευχάριστη και φυσι­ολογική κι αν είναι η συζήτηση μαζί τους, εμείς τη θεωρούμε φορτική και περιττή και ανταποκρινόμαστε σ’ αυτή με απρέπεια ή με αχαριστία. Κι αυτό, γιατί το βάρος της λύπης έχει κατακλύσει κάθε πτυχή της καρδιάς μας.

Η λύπη μας δεν οφείλεται στα σφάλματα των άλλων, αλλά στα δικά μας πάθη.

Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι τα πάθη μας δεν διεγείρονται πάντα ως αντίδραση στα σφάλματα των άλλων, αλλά πιο συχνά οφείλονται σε δικό μας φταίξιμο. Γιατί μέσα μας κρύβουμε την αιτία και τα σπέρματα των παθών, τα οποία, μόλις μας κτυπήσει η καταιγίδα των πειρασμών, αμέσως φυτρώνουν και βγάζουν τους καρπούς τους. Στη λύπη δεν φθάνουμε μετά από μια ξαφνική πτώση, αλλά η καταστροφή μας προκαλείται από σφάλματα που, από απροσεξία μας, έχουν χρονίσει μέσα μας.
Ποτέ λοιπόν δεν είναι κανείς αναγκασμένος να αμαρτήσει, όταν τον προκαλεί το σφάλμα του συ­νανθρώπου του, αν δεν έχει ο ίδιος μέσα στην καρδιά του τη ρίζα της αμαρτίας. Δεν θα πρέπει συνεπώς να πιστεύουμε ότι κάποιος πλανήθηκε ξαφνικά και έπεσε στο βάραθρο της αισχρής επιθυμίας, εξαιτίας της θέας ενός εξαισίου ετερόφυλου προσώπου. Θα πρέπει μάλλον να γνωρίζουμε ότι αυτή η θέα ήταν η ευκαιρία, για να βγει στην επιφάνεια μια αρρώστια που επωαζόταν για καιρό μυστικά μέσα του.
Δεν πρέπει να διακόπτουμε τη συναναστροφή με τους αδελφούς μας, νομίζοντας ότι έτσι θα γίνουμε τέλειοι, αλλά μάλλον πρέπει να καλλιεργούμε την αρετή της υπομονής.
Γι’ αυτό ο Θεός, ο Δημιουργός των πάντων, γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα πως να γιατρεύσει το πλάσμα Του και ότι οι αιτίες και οι ρίζες των παθών μας δεν βρίσκονται στους άλλους, αλλά μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας, δεν μας είπε να μη συναναστρεφόμαστε τους αδελφούς μας, ούτε μας έδωσε εντολή να αποφεύγουμε εκείνους που νομίζουμε ότι μας προκαλούν ή ότι εμείς γινόμαστε αιτία της πτώσης τους. Αλλά θέλει να αγωνιζόμαστε να υπερβαίνουμε κάθε δυσκολία.
Πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η καθαρότητα της καρδιάς δεν αποκτάται τόσο με την απομάκρυνση από τους ανθρώπους, όσο με την αρετή της υπομονής. Όπως ακριβώς, όταν έχουμε υπομονή μπορούμε να παραμείνουμε ειρηνικοί, ακόμα και μ' αυτούς που μισούν την ειρήνη, έτσι και όταν μας λείπει η υπομονή, βρισκόμαστε σε συνεχή ασυμφωνία και διαμάχη, ακόμα και μ' αυτούς που είναι φθασμένοι στην αρετή και πολύ καλύτεροι από εμάς. Γιατί οι ευκαιρίες για ταραχές και οι αφορμές που μας ωθούν, για να απομακρυνθούμε από τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε, δεν είναι ποτέ δυνατόν να λείψουν από τη ζωή μας. Έτσι, αλλάζο­ντας τόπο, δεν ξεφεύγουμε συγχρόνως και από τις αιτίες της λύπης, η οποία μας οδηγεί στο χωρισμό από τους αδελφούς μας.
Εάν βελτιώσουμε το χαρακτήρα μας, μπορούμε να συναναστρεφόμαστε με όλους, χωρίς δυσκολία.
Ας φροντίσουμε λοιπόν να εξαλείψουμε τα πάθη μας και να διορθώσουμε το λογισμό μας. Και αν το πετύχουμε αυτό, τότε θα ζήσουμε ευκολότερα, όχι μόνο με τους ανθρώπους, αλλά, όπως λέει η Αγία Γραφή, και με τα άγρια θηρία: «Θα έχεις ειρήνη», λέει, «ακόμα και με τα άγρια θηρία» (Ιώβ 5, 2). Πράγματι, «ειρήνη πολλή κυριαρχεί στην ψυχή αυτών που σε αγαπούν. Κύριε, και δεν σκοντάφτουν σε πα­γίδα» (Ψαλμ. 118, 165).

Για ένα άλλο είδος λύπης που μας οδηγεί στην απελπισία για τη σωτηρία μας.

Υπάρχει επίσης ένα άλλο, πιο αποτρόπαιο είδος λύπης. Αυτό δεν σπρώχνει τον ένοχο να αλλάξει τρόπο σκέψης και ζωής ή να διορθώσει τα λάθη του, αλλά τον σπρώχνει προς μια θανάσιμη απελπισία. Αυτή η απελπισία εμπόδισε τον Κάιν, μετά το φόνο του αδελφού του, να μετανοήσει (Γεν. 4, 9-16). Αυτή επίσης παρέσυρε τον Ιούδα, μετά την προδοσία, αντί να επανορθώσει το λάθος του με τη μετάνοια, να δώσει τέλος στη ζωή του (Ματθ. 27, 5).

Η λύπη μας ωφελεί σε μια μόνο περίπτωση.

Δεν θα πρέπει να θεωρούμε τη λύπη επιτρεπτή και χρήσιμη, παρά μόνο σε μία περίπτωση: Όταν δηλαδή λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας, επειδή αυτές αναστέλλουν την πρόοδό μας προς την πνευματική τελείωση και τη μέλλουσα μακαριότητα. Γι’ αυτήν ο Απόστολος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη έχει σαν αποτέλεσμα τη μετάνοια που καταλήγει στη σωτηρία, για την οποία κανείς δεν θα μεταμεληθεί. Ενώ η «κατά κόσμον» λύπη οδηγεί στο θάνατο» (Β' Κορ. 7, 10).

Πώς θα ξεχωρίσουμε την «κατά Θεόν» λύπη από τη λύπη 
που προκαλεί ο διάβολος και η οποία μας οδηγεί στο θάνατο;

Η «κατά Θεόν» λύπη κάνει τον άνθρωπο υπάκουο, ευγενή, ταπεινό, πράο, γεμάτο γλυκύτητα και υπομονή. Γιατί αυτή η λύπη γεννιέται από την αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό και εκφράζεται αβίαστα -εξαιτίας του πόθου που τρέφει ο άνθρωπος για την πνευματική του ολοκλήρωση- με την όλη σωματική άσκηση και τη συντριβή του πνεύματος. Ο άνθρωπος που τρέφει αυτή τη λύπη είναι ιλαρός και ευπροσήγορος. Και επειδή ελπίζει στην πνευματική του τελείωση και στην απολαβή των μελλοντικών αγαθών, διατηρεί πάντοτε την ευγένειά του και τη μακροθυμία του, μετέχοντας έτσι σε όλους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, όπως τους απαριθμεί ο Απόστολος που λέει: «Ο καρπός του Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα της καρδιάς, η πίστη, η πραότητα και η εγκράτεια»(Γαλ. 5. 22-23).
Αντίθετα, αυτός που έχει κυριευθεί από την άλλη, την «κατά κόσμον» λύπη είναι ευερέθιστος, ανυπόμονος, αμετάπειστος, γεμάτος μνησικακία, άκαρπο πένθος και οδυνηρή απελπισία. Η λύπη πα­ραλύει την ενεργητικότητα εκείνου τον οποίο καταλαμβάνει και τον εκτρέπει από τη σωτήρια οδύνη που γεννά η μετάνοια. Γιατί αυτή η λύπη κάνει τον άνθρωπο παράλογο. Αυτή καταστρέφει, όχι μόνο τους καρπούς της προσευχής, αλλά αποστερεί τον άνθρωπο από όλους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τους οποίους χαρίζει πλούσια η «κατά Θεόν» λύπη.
Πρέπει να διώχνουμε από μέσα μας, εκτός από την ωφέλιμη, κάθε άλλη επιζήμια λύπη. Η επιζήμια λύπη έχει τρεις αιτίες.
Γι’ αυτό, αν εξαιρέσουμε αυτή τη λύπη, η οποία γεννιέται από τη σωτήρια μετάνοια και από την αναζήτηση της τελειότητας ή από την επιθυμία της απόκτησης των μελλοντικών αγαθών, κάθε άλλου είδους λύπη πρέπει να θεωρείται επιζήμια και να κα­ταπολεμείται. Γιατί αυτή είναι λύπη που προέρχεται από τις υποθέσεις της εφήμερης αυτής ζωής και γεννά το θάνατο. Συνεπώς, οφείλουμε να τη διώχνουμε από την καρδιά μας, και μάλιστα με τόση επιμέλεια και προσοχή, όση καταβάλλουμε προκειμένου να αντισταθούμε και να θανατώσουμε το πνεύμα της πορνείας, της φιλαργυρίας ή της οργής.

Πώς θα ξεριζώσουμε τη λύπη από την καρδιά μας.

Θα αξιωθούμε να απαλλαγούμε από αυτό το ολέθριο πάθος, με τη συνεχή πνευματική μελέτη, με το να ανυψώνουμε και να διατηρούμε το νου μας προσηλωμένο στην ελπίδα και στην προσδοκία των μελλοντικών αγαθών και στη θεωρία της μακαριότητας, η οποία μας περιμένει. Μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε ασφαλώς να νικήσουμε όλα τα είδη της λύπης, είτε αυτή προέρχεται από θυμό, είτε από την απώλεια κάποιου κέρδους, είτε από κάποια ζημιά ή από μια προσβολή που δεχθήκαμε.
Θα πρέπει επίσης να υπερβαίνουμε την εμπαθή αυτή κατάσταση, όταν νιώθουμε πως μας φορτώνει με αναιτιολόγητα ενοχικά συναισθήματα ή όταν αυτή μας παρασύρει σε θανάσιμη απελπισία. Η ελπίδα των αιωνίων αγαθών θα μας κρατά διαρκώς μέσα στη χαρά και θα παραμένουμε σταθεροί στα βιώματά μας, χωρίς να απελπιζόμαστε από τις συμφορές που μας βρίσκουν, αλλά και χωρίς να επαναπαυόμαστε στην ευημερία. Θα πρέπει να θεωρούμε και την ευη­μερία και τις θλίψεις ως καταστάσεις μάταιες και προσωρινές, οι οποίες σύντομα θα παρέλθουν.







(Πηγή: Αββά Κασσιανού: «Συνομιλίες με τους Πατέρες της ερήμου» τ. Β', 
Εκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Ιερά Μονή Τίμιου Προδρόμου, Καρέας 2006, σελ. 485)


www.alopsis.gr