.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στρατηγός Μακρυγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στρατηγός Μακρυγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

"Ώστε αν αμελήσετε την πίστιν όπου σας παραδώσαμεν, Ορθόδοξην Ανατολικήν, και σας την κλέψουν....




"Ώστε αν αμελήσετε την πίστιν όπου σας παραδώσαμεν, Ορθόδοξην Ανατολικήν, και σας την κλέψουν, αν πέσετε στις παραλυσίες κι αφήσετε τα κάστρα αφύλαχτα και σας τα πάρουν, ούτε να ζήσετε μπορείτε ούτε να πεθάνετε..

Παρηγοριέστε, ότι θα βρείτε εκεί που θα πάτε τους γενναίους πατέρες σας το Διάκο, τον Υψηλάντη, τον Κολοκοτρώνη, το ‘Δυσσέα...
.... θα σας ζητήσουν τα αίματα πίσω που χύθηκαν για την ελευθερία της πατρίδος.

Και καθώς τα αίματα δε γυρίζουν πλέον, θε να είστε καταδικασμένοι.

Όθεν, αγαπητά μου Ελληνόπουλα, κάνετε τα καλά σας και μη σκολάτε τις προσευχές σας και τις μετάνιές σας για τούτη την άγια πατρίδα, τηράτε να ’χετε το νου καθαρό και Ορθόδοξο και το σώμα τυραννισμένο, για να αντέχει τους κόπους και να πηγαίνετε τούτες τις μέρες στους τάφους μας και να στοχάζεστε τα χρέη σας.

Ότι εμείς από μέσ’ απ’ αυτούς τους τάφους μας μια μέρα θ’ αναστηθούμε και θα σας κρίνουμε."

Γιάννης Μακρυγιάννης

"ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ "

"Και πάει μια μέρα ο Κολοκοτρώνης και τον πιάνει απ’ τα γένια τον Καΐρη...''



Θεόφιλος Καΐρης «διαφωτιστής» της «παρέας» Κοραή.

"Και πάει μια μέρα ο Κολοκοτρώνης
και τον πιάνει απ’ τα γένια τον Καΐρη...''

απόσπασμα ομιλίας π. Ευάγγελου Παπανικολάου


....Οι Βαυαροί κλείσαν τα Μοναστήρια όλα. Μεγάλη ιστορία ο Φαρμακίδης.

Εσείς γλιτώσατε γιατί ήσασταν στον Τούρκο. Ο Τούρκος δεν σας τα πείραζε τα Μοναστήρια. Οι Βαυαροί, οι Γερμαναράδες, οι Προτεσταντάδες και οι Καθολικοί, ο Καθολικός ο Όθωνας...

Πού το ‘χατε ξαναδεί;

Ορθόδοξος λαός, Καθολικός βασιλιάς, Προτεσταντική αντιβασιλεία...

Άντε βγάλε άκρη. Καταλάβατε τί βάλανε;

Και σ’ όλα αυτά τί κάναμε; Ποιόν αντιτάξαμε; Τον Παπουλάκο.

Και να ‘ναι ο Φαρμακίδης με τον Καΐρη, και ο ένας ο Καΐρης να λέει βασφημίες.

κατ’ Αυτής της Κυρίας Θεοτόκου. Να αρνείται το Αειπάρθενο της Παναγίας...

Και πάει μια μέρα ο Κολοκοτρώνης και τον πιάνει απ’ τα γένια τον Καΐρη, που ήταν παπάς!

Προσέξτε. Έχουμε κι αυτά, έχουμε τους τάχα καλλιεργημένους, τους ''μορφωμένους'', τους λιμοκοντόρους, έχουμε κι αυτούς. Και είπε ότι η Παναγία δεν είναι Αειπάρθενος. Γιατί είχε πάει στις Εσπερίες ο Καΐρης...

Και πάει ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης και τον εσπάνε στο ξύλο και του λένε:

«Αυτό, για την Αειπαρθενία της Παναγίας», του είπανε.

«Εσύ», λέει, «πράγμα τζιβαέρικο που είναι η Πίστη μας, θα πεις εσύ για την Παναγία; Να και τούτη, να και τ’ άλλη...»

Τον εκάμαν τον παπά μαύρο.

Το καταλάβατε; Τον Καΐρη. Τον Θεόφιλο Καΐρη, που του ‘χουνε αδριάντα εκεί στην Άνδρο. Του ‘χουνε μία προτομή με τα γένια του κει πέρα. Τί να τον κάμεις; Φτύσιμο θέλεις αφού είπες για την Παναγία μας. Και είχε κακό θάνατο κιόλας...

Ο Παπουλάκος; Τον εψήσανε ζωντανό τον Παπουλάκο. 

Τον εκλείσανε - η Ιερά Σύνοδος τον έκλεισε, ποιός τον έκλεισε; - γιατί έλεγε απλά...

''ούκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος'', πρέπει να πιστεύουμε στον Χριστό, θέλουμε ο βασιλιάς μας να είναι Χριστιανός, θέλουμε να ‘χουμε χριστιανικούς νόμους, θέλουμε να μας αφήσετε τα Μοναστήρια μας, μην μας πειράζετε τα Μοναστήρια μας, και ν’ αγαπάτε τον λαό...

Αυτά έλεγε ο Παπουλάκος και όλα αυτά θεωρήθηκαν αφορμή ''ανταρσίας'' και τον κλείσανε μέσα τη αδεία της Ιεράς Συνόδου, η οποία έκανε και κάτι χειρότερο. 

Τί έκανε; 

Του απαγόρευσε τη Θεία Κοινωνία.

Γιατί; Τί έκανε; Πόρνος ήτανε; Μοιχός ήτανε; Παλιάνθρωπος ήτανε; Αυτά τα αμαρτήματα κλείνουνε τη Θεία Κοινωνία. Τί έκανε ο άνθρωπος; Αντιστρατεύτηκε την εκκλησιαστική αρχή του τόπου μαζί με τον βασιλέα.

Τ΄ ακούτε; Γι’ αυτό, τί να δει ο Θεός; 

Αυτά δεν είναι μέχρι σήμερα τα ίδια; 

Τα ίδια ακριβώς που είναι και τώρα, και χειρότερα.


Απομαγνητοφώνηση Φαίη για το ΑΒΕΡΩΦ.

ΕΘΝΙΚΟΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ!!!



Εις δόξαν του δικαίου και μεγάλου Θεού.

Κύριε Παντοδύναμε! Εσύ, Κύριε θα σώσης αυτό το αθώο έθνος. Είμαστε αμαρτωλοί, είσαι Θεός! Ελέησέ μας, φώτισέ μας και κίνησέ μας εναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και της θρησκείας. 
Εις δόξαν Σου, Κύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς αναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω δια την πατρίδα. Στέκω εις τον όρκον μου τον πρώτον. Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και τις νιές να τις βιάζουν δια κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδος. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστές και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτείνοι οι αγωνισταί, όπου χύσανε το αίμα τους δια να ξαναειπωθή «πατρίδα Ελλάς». 
Είτε ελευτερία κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας, είτε θάνατος σ’ εμάς! Πεθαίνω εγώ πρώτος απόψε. Έχετε γειά, πατριώτες, εις την άλλην ζωήν σμίγομεν, εκεί οπούναι και οι άλλοι συναγωνισταί μας, εις τον κόρφον του αληθινού Βασιλέως, του μεγάλου Θεού, του αληθινού. Πατρίδα, σ’ αφήνω ανήλικα παιδιά και γυναίκα, αν τ’ αφήσουνε ζωντανά, τ’ αφήνω εις την προστασίαν σου. Κοίταξε οτ’ είναι παιδιά του τιμίου αγωνιστή Μακρυγιάννη. Ποτές αυτός δεν σε ψύχρανε εις τα δεινά σου και τώρα πρόθυμος να πεθάνη δια σένα για να σε ιδούνε τα παιδιά του ελεύτερη Ελλάδα κι όχι παλιόψαθα της τυραγνίας και των κολάκων της. Δια τα παιδιά μου αφήνω κηδεμόνες τον κύριον Μιχαήλ Σκινά, Μελά, Δόσιον, Καλλεφουρνά, γυναικάδελφόν μου Σκουζέ και την γυναίκα μου. 
Και ν’ ακολουθήσετε κατά την παλιά μου διαθήκη ό,τι διαλαμβάνει. Κι αν αμελήσετε εις την άλλην ζωήν θα μου δώσετε λόγον. Βιαστικός γράφω με την σημαία μου στο χέρι. Έχετε γειά όλοι και την τυραγνία να μην την αφήσετε να φωλιάση εις την πατρίδα, να μην ντροπιάσετε τόσα αίματα όπου χύθηκαν.

1843 Σεπτεμβρίου 3

Μακρυγιάννης: «Χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον..»

Τα λόγια των μεγάλων ηρώων του ’21 τα έχουμε μεγάλη ανάγκη στην εποχή μας, για να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε ξεφύγει από τον σωστό δρόμο και οδεύουμε προς τον όλεθρο της πατρίδας μας.
Αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη.

(…) Δεν μ’ έβλαπτε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει , έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αιγιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτείνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησία του και κλείω την πόρτα κι’ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες∙ τ’ είναι αυτό οπούγινε ’σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι’ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με της πολλές φωνές κάμαμεν της συμφωνίες με τον άγιον (…)
Τότε έφκειασα ντουφέκι ασημένιον, πιστόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι’ αληθινόν φίλον, τον Αιγιάννη, και σώζεται ως τον σήμερον – έχω και τ’ όνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίμασα…

Γλυκύτερο πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία. Όταν δι’ αυτά τον άνθρωπον δεν τον τύπτει η συνείδησή του, αλλά τα δουλεύη ως τίμιος και τα προσκυνή, είναι ο πλέον ευτυχής και πλέον πλούσιος.

Κέρασα απόνα ρακί τους Έλληνες , τους αθάνατους, τα γενναία λιοντάρια, οπού ανάθεμα τους αίτιους οπού τους γιόμωσαν φατρίες και διχόνοιες, και γίνηκαν από αυτά οι Αράπηδες παληκάρια κι’ άφησαν αποχή.

Τους λυπήθηκα πολύ και είπα ότι το θερίον είπαν θερίον κι’ ο άνθρωπος είναι χειρότερος.

Οι κόλακες αγαπούν του κόλακες και οι ψεύτες τους ψεύτες.

Μου λέγει∙ «Τι κάνεις αυτου; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες∙ τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού;» – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κ’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει∙

Εμείς απ’ ούλα ειμαστε αδύνατοι∙ όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατου∙ κι’ αν πεθάνωμεν , πεθαίνομεν διά την πατρίδα μας, διά την θρησκεία μας, και πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας∙ κι’ ο Θεός βοηθός…

Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μονάχα, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.

Τότε τους λέγω∙ «Και πίσου να μπούμεν, κ’ εμπρός να πάμεν – ο Θεός βαίνει το χέρι του και ίσως σωθούμεν κ’ εμείς κ’ εκείνοι οπού είναι μέσα». Κάναμεν τον σταυρό μας, κινηθήκαμεν…

Σύρε πές του, όποιος είναι αυτός οπού θα βάλη τα χρήματα, όχι αρχηγόν τον κάνω καμπούλι, διά την αγάπη της πατρίδος μου, αλλά όπου κατουράγη να μου δίνη να πίνω εγώ το κάτρο∙ το κανω αυτό και του το δίνω ενγράφως.

Θέλουν την αλήθεια, κι’ όποιος την ειπή κιντυνεύει. Αλήθεια, αλήθεια, πικριά οπού είσαι! Ούτε ο βασιλείς σε ζυγώνουν , ούτε οι προκομμένοι∙ μόνον ρωτούν διά σένα και ύστερα σε κατατρέχουν!
* * *
-Μου λέγει, ένα θα σας βλάψη εσάς, το κεφάλαιον της θρησκεία, οπού είναι αυτείνη η ιδέα ’σ εσάς πολύ τυπωμένη.(…)
Όλο οι αγωνισταί∙ όλο από ‘ κείνους οπού βάστηξαν τη θρησκεία τους τόσους αιώνες με τους Τούρκους- και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάσταξαν∙ κι λευτέρωσαν και την πατρίδα τους αυτείνοι με την θρησκεία του, οπού ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν κι’ αυτείνοι ένα και χωρίς τα’ αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι∙ και τ’ άρματα τους δεμένα με σκινιά. Και η πίστη εις τον Θεόν- λετέρωσαν τη πατρίδα τους.(…)
ότι χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον. (…)
Του είπα και πάλε να μη ματαειπή σε κανέναν περί θρησκείας. Αυτός ήρθε ως κατηχητής. Πηγε εις της επαρχίες κι’ άρχισε πάλε την κατήχησιν του και τον έβαλεν εις της εφημερίδες. Κι’ αν δεν σωφρονίζεταν και ξαναμιλούσε διά θρησκεία, θάμεναν τα κόκκαλα του εις την Ελλάδα και τότε θάλεγαν θερία τους Έλληνες- διότι δεν θέλουν ν’ αλλάξουν την θρησκεία τους.

Μου λέγει∙ «Ολα μπόσικα∙ και πως ο Θεός θα πηγαινε σε μία γυναίκα και να μείνη εννιά μήνες εις την κοιλιά της;» ήταν κι’ αλλοι πολλοί οπού μας άκουγαν. Του λέγω∙ «Τούτα του Θεού τα ποιήματα και την τάξη την βλέπεις∙ είναι διά να θαμαίνεται ο καθείς; – Μου λέγει, ναι.- ’Μπρός ’σ αυτά είναι το μικρότερον αυτό, οπού σκοτώνεις το νού σου διά να πιστέψης εσύ ο μωρός άνθρωπος. Θέλησε ο Θεός να γένη διά να δοξάζωμεν οι άνθρωποι τα μεγάλα του κατορθώματα και την παντοδυναμία του ∙ και διά να γένη αυτό «είπε» κ’ έγιεν , λόγο είπε κι’ όχι ανθρώπινο έργον. Τέτοια μυαλά, του είπα , σαν τα δικά σου έχει κι’ ο Καΐρης. Και διά να φρονής τοιούτως διά ’ κείνο τρώς τους ανθρώπους διά μικρή υποψίαν». Δεν ματάρθε εις το σπίτι μου. Έκοψα την σκέση του και δεν τον πλησίαζα.

Μίαν βραδυά έκανα την προσευχή μου, λυπημένος πολύ διά την κατάστασιν της πατρίδος, κ’ έπεσα και κοιμήθηκα….

Η Θεία Πρόνοια τι κάνει! …
* * *
Όμως έκαμα κ’ εγώ ό,τι μπορούσα. Είχα δυό ποδάρια, τζακίστη το ένα, είχα δυό χέρια, έχω ένα∙ την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δυό τρύπες. Το λοιπόν, αν θέλωμεν το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν’ αγαπάμε πατρίδα∙ νάχωμεν αρετή∙ τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κ’ ηθική. Αυτό μου κόβει το κεφάλι του και λέω.

-Του λέγω, οχτρούς αν τους έκαμα, δε λυπώμαι , ότι κακό κανενού δεν έκαμα διά το νιτερίσιον μου . όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θθα μιλήσω, θα ‘ ενεργήσω κι’ ότι θέλουν ας μου κάμουν.

Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση , ή χαλάση , να λέγη εγώ∙ όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάζωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί.

Η “μαγιά” που κρατάει την Ελλάδα

Ζούμε σε εποχές δύσκολες και ειδικά εδώ στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια, έχουμε υποστεί πολλά δεινά και θλίψεις.

Τα δεινά, πάντοτε έχουνε μια αιτία. Και η αιτία αυτή δεν είναι άλλη από την απομάκρυνσή μας από τον Θεό και τις ρίζες μας. Ξεφύγαμε σαν κοινωνία και μας απορρόφησε το μοντέλο του σύγχρονου δυτικού τρόπου ζωής. Χωρίς χαλινάρια και χωρίς καμία διάκριση προχωρούσαμε και νομίζαμε ότι είμαστε στον σωστό δρόμο – στον δρόμο της προόδου όπως μας έλεγαν. Μα το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και κάποια μέρα έρχεται το τέλος του.

Η χώρα μας έχει περάσει πολλές φορές και στο παρελθόν αντίστοιχες δύσκολες στιγμές. Και πάντα στις δύσκολες στιγμές οι Έλληνες κατέφευγαν στον Θεό, για να δώσει Εκείνος την λύση στα προβλήματα τους – στην μόνη πραγματική ελπίδα. Όπως έλεγε και ο Άγιος Νικόλαος Αχρίδας: “Στήριξε την ελπίδα σου μόνο στον Χριστό. Και ο Χριστός βλέποντας την πίστη σου θα σου χαρίσει γρήγορα την χαρά. Θα σου δώσει τέτοια χαρά, που καμιά δύναμη, ούτε ανθρώπινη, ούτε δαιμονική, δεν θα μπορέσει να στην αφαιρέσει”.

Ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια υπήρχαν και κάποιοι άνθρωποι που δεν επηρεάστηκαν από όλο αυτό το μοντέλο του σύγχρονου τρόπου ζωής και στήριζαν την ελπίδα τους στον Θεό (όπως έλεγε και ο Άγιος Νικόλαος Αχρίδας), και προσευχόντουσαν και για εμάς τους υπόλοιπους αμαρτωλούς. Είναι όλοι αυτοί που κρατάνε ακόμα τις αξίες και τα ιδανικά της θρησκείας μας και της ρωμιοσύνης. Είναι αυτοί που όπως έλεγε και ο Άγιος Παϊσιος κρατάνε την Εκκλησία και την Ελλάδα. Χαρακτηριστικά έλεγε ο Άγιος Παϊσιος: «Υπάρχει η μαγιά κι αυτή η μαγιά κρατάει την Εκκλησία και την Ελλάδα. Γι’ αυτή τη μαγιά ο Κύριος θα κάμει ότι θα κάμει».

Γι’ αυτή την “μαγιά”, είχε πει κάποτε και ο Ιωάννης Μακρυγιάννης σε κάποιον λόγο του: “Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε τρώνε από ᾿μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι᾿ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν”.

Αυτή λοιπόν η “μαγιά” είναι αυτή η οποία θα σώσει την Ελλάδα και πάλι.Πιστεύουμε λοιπόν ότι αυτή η “μαγιά”, υπάρχει και σήμερα και αυτό που πρέπει να γίνει, είναι να μεγαλώσει αυτή η “μαγιά” με την μετάνοιά μας, για να έρθει το έλεος του Κυρίου γρηγορότερα και να τελειώσουν τα βάσανα και οι δυσκολίες του λαού μας. Αμήν!

Σ.Κ.

Κύριε, μόνον ή παντοδυναμία σου θά γένεις έλεος, διά τήν πρεσβεία τής Θεοτόκος καί των άγιων...


Ο Στρατηγός ’Ιωάννης Μακρυγιάννης είναι ό μεγάλος ήρωας τού 1821. Είναι ό άδολος αγωνιστής, ό ειλικρινής, ό εύλαβής καί πιστός άνθρωπος.

Ό Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Έμαθε λίγα γράμματα μετά τήν απελευθέρωση σέ μεγάλη ήλικία καί κατέγραψε τις άναμνήσεις του, τούς άγώνες καί τις αγωνίες του. Καί ήξερε στις ώρες τών μεγάλων δυσκολιών, στά άδιέξοδα νά καταφεύγει μέ θερμή πίστη στόν Θεό, νά τού έκθέτει τήν άγωνία τής ψυχής του καί νά Τόν ικετεύει νά δίνει λύση στά προβλήματα νά ξεπερνά τά άδιέξοδα. Μιά τέτοια προσευχή μέ τήν απλή του γλώσσα, τόσο έπίκαιρη καί σήμερα, παραθέτουμε στή συνέχεια:
«Κύριε, μόνον ή παντοδυναμία σου θά γένεις έλεος, διά τήν πρεσβεία τής Θεοτόκος καί τών άγιων, ν’ άπλώσεις τό λαμπρό σου καί πολυτίμητο σου χέρι, τριπόστατε Θεέ, νά μάς βγάλεις άπό τό σκότο τό βαθύ καί νά μάς φέρεις εις τό φώς σου τό άληθινό τής παντοδυναμίας σου καί τής βασιλείας σου, καί νά σώσεις, Σωτήρ,καί νά σώσεις, Σωτήρη, καί νά σώσεις, Σωτήρα, τήν ματοκυλισμένη μας πατρίδα καί θρησκεία, γενικώς τήν δυστυχισμένη άνθρωπότη, όπού τήν τρώνε οί άνθρωποφάγοι οί τύραγνοι σάν σαλάτα. Κύριε, πρόσωπον καί άρετή δέν έμειναν σέ μάς τό νά σέ περικαλέσουμεν γενικώς ή άνθρωπότητα μόνον ή άγαθότη σου ή μεγάλη καί ή έσπλαχνία σου, όπού ‘ναι άβυσσος τής θαλάσσης, είναι οί έλπίδες μας νά σωθώμεν. 
Καί έσεΐς, άθώα παιδάκια όπού είστε εις τήν βασιλείαν τού Θεού, καί έσύ, Δημήτρη μου, σέ περικαλώ έγώ ό άμαρτωλός, ό πατεράκης σου, όπού δέν μ’ έλεγες πατέρα, μ’ έλεγες πατεράκη, καί μόλεγες «Άντε, πατεράκη μου, νά κάμομεν τόν σταυρό μας εις τόν Θεούλη μας καί εις τήν μητέρα μας τήν Παναίά νά μάς σώσει καί νά μάς δώσει ψωμάκι, καί νά μάς γλιτώσει άπό τό κακόν», σέ περικαλώ μέ δάκρυα, καί μουσκεύουν καί τό ίδιον χαρτί, πάρε, παιδάκι μου, όλα σου τ’ άδελφάκια καί τούς συγγενείς σου καί περικαλέστε, όλα τ’ άθώα καί άγαθά παιδάκια όπού ’στε εις τήν βασιλείαν τού Θεού, καί προσκυνάτε καί δοξολογάτε καί εύκαριστάτε τόν Θεόν τού παντός, τόν γενικόν πατέρα, τόν γενικόν άφέντη καί προστάτη τού παντός, τόν Χριστόν, τήν Θεοτόκον καί τούς άγιους, ότι έμεΐς δέν μποροϋμεν νά προσκυνήσουμεν τήν παντοδυναμίαν του καί τήν βασιλείαν του, είμαστε μολυσμένοι, είμαστε παραλυμένοι, είμαστε οί χερότεροι άπ’ ούλο του τό πλάσμα, καί περικαλέστε, άθώα παιδιά, νά σώσει τήν πατρίδα σας, τήν θρησκεία σας, τούς γονέους σας καί τούς συγγενείς σας, γενικώς τήν άνθρωπότη, καί νά μάς βγάλει άπομέσα άπό τό σκότος καί άπό τήν τυραγνίαν όπου μάς έχουν οί κακίες μας καί ή άπιστία μας, καί νά μάς φέρει εις τό φώς τό άληθινόν τής παντοδυναμίας του καί τής βασιλείας του, καί νά μάς εύλογήσει καί νά μάς συγχωρέσει, τούς άμαρτωλούς, νά μάς καθερίσει καί νά μάς άναστήσει ώς τόν Λάζαρο- καί όποτε είναι ή άγαθή του θέληση, γένοιτο τό άγαθό του θέλημα, νά μάς άξιώσει νά τόν προσκυνήσουμεν καί νά τόν δοξολογήσουμεν μέ καθαρά ψυχή, ώς ορθόδοξοι χριστιανοί, κατά τήν σταύρωση τού σταυρού τού σταυρωμένου καί λαμπρού καί άναστεμένου, μέσα εις τήν έκκλησίαν του, εις τήν Αγίαν Σοφία, καί νά μάς δώσει πίστη καθαρά νά δοξάζομεν τήν παντοδυναμίαν του καί τήν βασιλείαν του, καί νά μάς άξιώσει νά είμαστε τίμιοι άνθρωποι εις τήν κοινωνίαν, νά μάς σώσει έδώ καί εις τήν παντοτινή ζωή».

Στρατηγού Μακρυγιάννη, Οράματα καί θάματα, έκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος ‘Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1983, σελ. 158-159.

Μακρυγιάννης: «Μόνον ο Θεός, μόνον ο αληθινός και δίκαιος κυβερνήτης σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα!»


Αγανακτισμένος ο Μακρυγιάννης και φιλοσοφώντας για το μέλλον της Ελλάδας, έγραφε:
«Δυστυχισμένη Ελλάδα, δυστυχισμένοι Έλληνες! Αναθεματισμένοι κυβερνήτες 
Κι ο Θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή. Πατρίδα, πατρίδα ήσουνα άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνήσουν! Μόνον ο Θεός, μόνον ο αληθινός και δίκαιος κυβερνήτης σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα!».

Γι’αυτό παρακαλούσε τον Θεό ο γενναίος αγωνιστής και παρακινούσε και τους άλλους «να περικαλούν τον Θεό δια να κάμη το έλεος του να μας ενώσει και να σώσει την πατρίδα μας και θρησκεία μας, ότι η λευτεριά μας απόδιωξε από αυτά και εγίναμεν Σόδομα και Γόμορα…«
-Πρώτα υποδουλωθήκαμε στην ψυχή και χάσαμε τον Έλληνα, τις παραδόσεις και τα ιδανικά μας. Χάσαμε τον εαυτό μας. Εμείς τον προδώσαμε και … δεν αγανακτήσαμε, αλλ’ ούτε και αγανακτούμε. Μόνο για τα οικονομικά αγωνιούμε! Δεν ανήκουμε στον εαυτό μας και αυτή ήταν επιλογή δική μας.


*από το βιβλίο:«Γιατί αρνούμαι να παραλάβω την Κ.Π.» (Ιερόν κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρι-Άγιον Όρος).
**απόσπασμα από το κεφάλαιο: «Από την πνευματική ελευθερία στην ηλεκτρονική αιχμαλωσία»

Ουδείς μεθ’ ημών και πάντες με... θυμ

“..Ο οικουμενικός θρόνος κηρύσσει, δεκαετίες τώρα, γυμνή τη κεφαλή, και προσπαθεί να παρασύρει και τοπικές εκκλησίες, στην αίρεση του Οικουμενισμού..”

Δημήτρης Νατσιός


«Αυτείνοι, οι Ευρωπαίγοι, είναι άνθρωποι χωρίς ηθική και πίστη και κρίμα στα φώτα τους, ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα και όχι τα φώτα τον άνθρωπο».

Μακρυγιάννης




Εδώ και 20 χρόνια που γράφω-δημοσίευσα το πρώτο μου άρθρο σε τοπική εφημερίδα του Κιλκίς με τίτλο «οι φαυλότητα της πολιτικής και οι πολιτικοί της φαυλότητας»- δεν έκρυψα ποτέ την απέχθεια και την περιφρόνηση που νιώθω γιά τα καθάρματα τους Ευρωπαίγους, όλο αυτό το μνημονιακό σκυλολόι, τους δημίους του λαού μας.

Απ’ όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς, εμείς οι Έλληνες, βιώσαμε και ζήσαμε τις μεγαλύτερες καταστροφές εξ αιτίας της κακουργίας τους. Κατάπιαμε την μεγαλειώδη απάτη του «δυτικού πολιτισμού», πως δήθεν εδράζεται στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, τις κοραϊκές ονειροφαντασίες περί «μετακένωσης των φώτων», και την μόνη «μετακένωση» που γνωρίσαμε ήταν του αίματος και της καταστροφής της πατρίδας μας. Ξεκίνησε το «ματοβαμμένο» κρατίδιό μας ελπίζοντας από την Ευρώπη προστασία και αλληλεγγύη.

Καρτερούσαμε «οι πάντοτ’ ευκολόπιστοι και πάντα προδομένοι» (Σολωμός), από την «πολιτισμένη Ευρώπη» βοήθεια και συναντίληψη. Από ποιά Ευρώπη; Από την «πολιτισμένη Ευρώπη» των Κογκισταδόρες που εξόντωσαν είκοσι εκατομμύρια ιθαγενείς της Αμερικής και εξαφάνισαν εν ψυχρώ τον πολιτισμό τους; Την Ευρώπη της Ιεράς Εξέτασης, των Σταυροφοριών και του Αγίου Βαρθολομαίου; Την «προοδευτική» Ευρώπη του κατακτητή με την τιάρα, του θηρίου της Ρώμης, του Πάπα; Την Ευρώπη του δουλεμπορίου, της Ιεράς Συμμαχίας και των δύο παγκοσμίων ανθρωποσφαγών του εικοστού αιώνα;

Ανέφερα πριν τον Σολωμό. Σαν χθες, 9 Φεβρουαρίου του 1857, έκλεινε τα μάτια του ο μεγάλος μας ποιητής. Και επειδή τούτη την κρίσιμη στιγμή, «αδελφοί μας βρίσκει το κακό και θολώνει ο νους μας», υπακούοντας και στην ποιητική προτροπή του Ελύτη, τον μνημονεύουμε, γιατί έγραψε τον Ύμνον όχι εις την Ελλάδα, αλλά «εις την Ελευθερίαν», ήθελε να μας πει ότι Ελλάς και ελευθερία είναι όπως η ψυχή με το σώμα. Η Ελλάδα χωρίς την λευτεριά, δεν μπορεί να ζήσει. Και, επαναλαμβάνω, οι δυτικές δυνάμεις προκάλεσαν όλες τις συμφορές του νεότερου Ελληνισμού.

Δεν υποδούλωσαν οι Οθωμανοί τον βυζαντινό Ελληνισμό. Είχε εξουθενωθεί, λεηλατηθεί, κατακερματισθεί από τις άγριες επιδρομές της παπικής ψευτοεκκλησίας. Αποφράς ημέρα του Γένους δεν είναι η 29 Μαΐου 1453, αλλά η 13 Απριλίου 1204. Τότε «εάλω η Πόλις», όχι από τους Τούρκους, αλλά από τις ορδές των σταυροφόρων-συμμοριών. Τα χρόνια της δουλείας επέπεσαν όλοι οι αρχαιοκάπηλοι και εγκληματίες αρπάζοντας τις αρχαιότητες, καταστρέφοντας Παρθενώνες, μία Πνευματική Γενοκτονία, όπως προσφυώς ονομάστηκε. Κατά την Επανάσταση μας έστελναν αλιτήριους, τυχοδιώκτες τύπου Τσώρτς και Κόχραν, μην ξεφύγουν τα σύνορα, ώστε να περιοριστούμε στο υποτελές, λυμφατικό κρατίδιο της Μελούνας. Από την εισβολή του Ιμπραήμ και τη γενοκτονία που ακολούθησε, από τον ακρωτηριασμό του ελεύθερου έθνους, τις επεμβάσεις των κανονιοφόρων, τους αποκλεισμούς και τις κατοχές ως την ατίμωση του 1897, από την μικρασιατική καταστροφή και τον εμφύλιο ως και την κυπριακή τραγωδία, πάντοτε μπροστά μας οι Ευρωπαίοι. Οι Τούρκοι ήταν και είναι πειθήνια ενεργουμένα τους. Και πάντοτε έβρισκαν πέντε δέκα ημέτερα καθάρματα-Γραικύλους της σήμερον, για να κάνουν την βρόμικη δουλειά. «Υπακοή στην Τρόικα» τσιρίζουν οι μνημονιακοί λακέδες. «Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης» τους απαντά ο Καποδίστριας.

Είμαστε λαός πληγωμένος. Και όποιος πληγώνεται αντιστέκεται. Και η καλύτερη αντίσταση είναι η αντεπίθεση. «Να χτυπήσουμε» και τον επιχειρούμενο «εξευρωπαϊσμό» της πίστεώς μας». «Εντολή γάρ Κυρίου μη σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως. Ώστε ότε περί Πίστεως ο λόγος, ούκ έστιν ειπείν, εγώ τις ειμί; Ιερεύς, άρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης; Ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου. Ουά, οι λίθοι κεκράξονται, και συ σιωπηλός και άφροντις», πάντες ευθυνόμαστε και πάντες θα λογοδοτήσουμε για τυχόν ολιγωρία και αμέλεια, κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη. Ο οικουμενικός θρόνος κηρύσσει, δεκαετίες τώρα, γυμνή τη κεφαλή, και προσπαθεί να παρασύρει και τοπικές εκκλησίες, στην αίρεση του Οικουμενισμού. Να φύγει και η Εκκλησία από αυτή την απαίσια φραγκοσφηκοφωλιά, το Π.Σ.Ε.

«Να χτυπήσουμε» τους ψευτομορφωμένους που λυμαίνονται την παιδεία μας. Τα σύγχρονα δεινά της πατρίδας μας σε τέτοιους «ευρωλιγούρηδες» (Ζουράρις) οφείλονται. Αυτοί οι ημιμαθείς, οι ανθρωποκάμπιες που λέει ο Κόντογλου, περιφρόνησαν τον λαό μας με το πάθος κάθε πεμπτοφαλαγγίτου.

Κατακρεούργησαν την γλώσσα μας, περιφρόνησαν την παράδοσή μας, την πίστη μας για να γίνουμε δήθεν Ευρωπαίοι. Ας το χωνέψουμε: Εξασθένιση της Ορθοδοξίας σημαίνει πλήγμα στα θεμέλια του Ελληνισμού. Φτάνει τόσα χρόνια το μπούκωμά μας με τα ξυλοκέρατα, τις γουρονοτροφές των Φράγκων. Λύκοι είναι προβατόσχημοι που θέλουν να μας εξαφανίσουν ως λαό ιστορικό.

Τέτοιοι ήταν πάντα και τώρα είναι χειρότεροι, γιατί στις μέρες μας, αποθηριώθηκαν.

Κλείνω με δύο επεισόδια από την πρόσφατη ιστορία μας. Τα έχω ξαναγράψει, αλλά τα επαναλαμβάνω για να μην ξεχνούμε ποιοι ήταν και είναι οι Ευρωπαίοι «εταίροι» μας.

«Στις αρχές της Κατοχής, και στην πλατεία του Κλαυθμώνος, που την είχανε μεταβάλει οι Γερμανοί σε χώρο στάθμευσης, ένας Γερμανός σωφέρ, έτρωγε απ’ την καραβάνα του το φαϊ του, καθισμένος στο σκαλοπάτι του αυτοκινήτου του. Έτρωγε μ’ αχορταγιά, ενώ γύρω του, οι άλλοι πείναγαν. Τότε ένα παιδάκι, ίσια με εφτά-οχτώ χρονών, άπλωσε το χεράκι του, με την ιδέα ότι κάτι θα του έδινε για να ρίξη στο πεινασμένο στομάχι του, ο Γερμανός στρατιώτης.

Αντίς όμως ο στρατιώτης να κάνη τότε μία ανθρώπινη χειρονομία, έκανε αυτή την ελεεινή και βάρβαρη πράξη.

Άφησε στο σιδερένιο σκαλί τη γιομάτη καραβάνα του, σηκώθηκε απάνου, άρπαξε το με πνεύμα ικεσίας τεντωμένο χέρι του παιδιού, το στήριξε πάνω στο γόνατό του, και μπροστά στα μάτια του κόσμου, το έσπασε στα δύο σαν ξερό κλαδί».

Κι ενώ τα μάτια του Αρμένη δακρύζουν στη θύμηση της σκληρής αυτής εικόνας, μου προσθέτει:

-Ήμουνα αυτόπτης μάρτυς. Κι έφυγα από κει φτύνοντας αυτόν και τη φυλή του ολόκληρη».

Το γεγονός περιέχεται στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών, βιβλίο «Οι σφαγές του Καλαβρύτων», του Κώστα Καλαντζή. (Αθήνα 1962, σελ. 26).

Το δεύτερο από το βιβλίο του Χρ. Αγγελομάτη «Το χρονικόν της Μεγάλης Τραγωδίας».

«Οι παλαιότεροι θα ενθυμούνται την δημοσιευθείσαν είδησιν εις τας αθηναϊκάς εφημερίδας, μίαν ημέραν του Φεβρουαρίου του 1924. Το προσεγγίσαν εις την Θεσσαλονίκην αγγλικόν πλοίον ‘Ζάν’, μετέφερε 400 τόννους οστών Ελλήνων της Μικράς Ασίας, από τα Μουδανιά εις την Μασσαλίαν, προς βιομηχανοποίησιν. Οι εργάται του λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες το γεγονός, εμπόδισαν το πλοίον να αποπλεύση, επενέβη όμως ο Άγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους». Τα πήγαιναν τα κόκκαλα τα ιερά των σφαγιασθέντων Ελλήνων για «σαπούνι Μασσαλίας». Οι Τούρκοι τα πούλησαν, οι Γάλλοι τα αγόρασαν, οι Άγγλοι διευκόλυναν και οι Γερμανοί αργότερα μιμήθηκαν. Όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή.

Δημήτρης Νατσιός

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ!


Εις την δόξα, εις την δόξα, εις την δόξα του Θεού , της αϊα Τριάδος, της Θεοτόκος, του α-Γιάννη του Βαφτιστή και πάντα των αγίων και του αγίου Βασιλείου, να πρεσβέψει εις την παντοδυναμίαν του και εις την βασιλείαν του, να μας λευτερώσει τώρα εις το νέον έτος, να μας λευτερώσει από την κακία μας, από την διοτέλειά μας και από τα πάθη μας και από την επιβουλίαν των ξένων.

Η παντοδυναμία σου είσαι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος , η αγαθότη σου είναι άβυσσος της θαλάσσης. Έλεος ζητώ, να μου καθαρίσεις την αμαρτωλή μου ψυχή και τα βρωμερά μου σπλάχνα και να μου δώσεις ταπεινοσύνη, σωφροσύνη και πίστη καθαρά, να δυνηθώ να σε προσκυνήσω και να σε δοξολογήσω και να σε ευνογήσω με καθαρότης και να σε περικαλέσω, ο αμαρτωλός, δια της πρεσβείας της Θεοτόκος και των αγίων, να σώσει την ματοκυλισμένη μου πατρίδα και θρησκείαν και γενικώς τους τίμιους ανθρώπους, όσοι φέρνουν δοξολογίαν είς την παντοδυναμίαν σου και εις την βασιλείαν σου, τρισυπόστατε Θεέ, σωτήρα του παντός, να μας σώσεις, να μας λευτερώσεις από τα κοφτερά δόντια των γουρνόλυκων. Τρέχομεν εις το έλεός σου και εις την εσπλαχνίαν σου και της βασιλείας σου. Το έλεός σου ζητούμεν, οι αμαρτωλοί και οι αδύνατοι, οι ανάξιοι δούλοι σου και σκλάβοι σου. Συχώρησέ με , Κύριέ μου, οποί σε βάρυνα. Πού αλλού να τρέξω;
Πού αλλού να τρέξομεν οι ανάξιοι δούλοι σου, πού αλλού οι αδύνατοι να βρούμεν δικιοσύνη, ποιός ποιμένας και πίτροπός σου έχει δικιοσύνη να δικιώσει το δίκιον του κάθε ανθρώπου; Θεέ του ουρανού και της γης και της θάλασσας. Σώσε μας, η παντοδυναμία σου, ότι χαθήκαμεν εδώ και εις την άλλη ζωή. Κύριε, με τί στόμα να σε περικαλέσουμεν, με τί μάτια να σηκώσουμεν να σε τηράξομεν και να περικαλέσουμεν το πανάγαθό σου όνομα και της βασιλείας σου; Κύριε, η παντοδυναμία σου επολέμησες, αγωνίστης, εσπαλχνίστης, η παντοδυναμία σου και η βασιλεία σου, και ανάστησες νεκρούς, πεθαμένους, λιωμένους τόσες αιώνες, και τους πεθαμένους και λιωμένους και ολίγους και αδύνατους και αμαθείς, με δεμένα σκοινιά τα περισσότερα τουφέκια, και με χωρίς αναγκαία του πολέμου, ξιπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί τις περισσότερες φορές, και αντινέργειες των δυνατών, πενήντα χιλιάδες δεν ήμαστεν ποτές εις τον πόλεμον, στεριά και του πελάου, και ν’ αφανιστούν περίτου τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές, ντόπιοι και ξένοι Τούρκοι, δύναμη δική μας ήτον, αντρεία δική μας ήταν, αρετή και πατριωτισμός δικός μας ήταν, ότι πατριωτισμόν και αρετή θυσιάζομεν. Και τώρα χερότερον είχαμεν, και τότε μας έσωσες, πανάγαθε Θεέ, μας ανάστησες και μας σώνεις κάθε στιγμήν και κάθε… από την διοτέλειά μας, από την χαμέρπειά μας, από την απιστία μας πωλούμεν, και την παντοδυναμίαν σου και την βασιλείαν σου κατακρένομεν, καταλαλούμεν. Καταπωλήσαμεν μέσα εις τις αγορές και σοκάκια δισκοπότηρα, ότι δεν ματαείχαμεν την ανάγκη τους να μεταλάβομεν, πουλήσαμεν τα πολυτίμητα ευαγγέλια και όλα τα γερά των ναών σου, και ζωντανά και τόπους, και κατακερματίσαμεν και τ’ άγια μοναστήρια και τις εκκλησίες, και τις φκιάσαμεν σπίτια, αχούρια και τα εξής. Ό,τι ανταμεβή ήβρες από τους Οβραίους, οπού ’ταν αλλόθρησκοι και σε σταύρωσαν, ήβρες και από εκείνους οπού κοπίασες και κοπιάζεις και ανάστησες και αναστήνεις, από τους ορθόδοξους χριστιανούς. Με τί πρόσωπον, Κύριέ μου, να παρουσιαστώμεν ομπρός σου, και με τί στόμα και γλώσσα να σε περιλέσουμεν και εις το εξής, οπού κιντυνεύομεν, οι αχάριστοι, οι διοτελείς, οι κακοί τεμπέληδες του κόσμου, οι προδότες και ασεβείς, κάθε γερόν πράμα!

Θεοτόκε, μητέρα του παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της αρετής και τα πάντα της αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις εσπλαχνίαν της αγαθότης σου, να λυπηθείς τους αθώους εκείνους οπού φέρνουν την αμαρτωλή τους προσευχή ’λικρινώς εις τον παντουργόν και εις την βασιλείαν του, εκείνους οπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους οπού άφησαν χήρες και αρφανά, εκείνους οπού ’χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον τους, ν’ αναστηθεί δια της δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυθεί ο σταυρός της ορθοδοξίας, και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους, και πολλών οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους διακονεύουν και ταλαιπωρούνται ξιπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στα σοκάκια εκείνης της ματοκυλισμένης πατρίδος οπού ζύμωσαν οι γονέοι τους και οι συγγενείς τους με το αίμα τους, και την γοδέρουν σήμερα και την τρώνε και την προδίνουν οι γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια και οι σύντροφοί τους αυτεινών οι τοιούτοι. Θεοτόκο, μήτηρ του παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους γυμνούς και ταλαίπωρους. Αυτείνοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν και την βασιλείαν του. Να πρεσβέψεις εις την παντοδυναμίαν του ν’ αναστήσει πίσου τους γερούς του ναούς, τ’ άγια τα μοναστήρια οπού τρώγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι, αφού αυτά όπου ζούσαν πολύ αδύνατοι από την ευλογίαν του Θεού και από τους κόπους των πατέρων, των καλογέρων – δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των μαναστηριών της ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν. Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ΄ αυτά τα μοναστήρια γενόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι οι υπηρέτες των μαναστηριών και των εκκλησιών – τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το το Νιόκαστρο, και εις την Αθήνα. Έλιωσαν αυτείνοι οι πατέρες, τώρα εις τα γερατειά τους βασανίζονται πολύ εις τους δρόμους. Θεοτόκο μου, να περικαλέσεις τον αφέντη μας και τον μονογενή σου ν’ αναστήσει πίσου αυτά, και τις άγιες εκκλησίες του, οπού κατακερματίσαμεν εμείς οι αχάριστοι και μας ήβρε η δίκια του οργή και της βασιλείας του, να τον περικαλέσεις, Θεοτόκο μου, να τα αναστήσει πίσου, και να σηκώσει τη δίκια του οργή οπού ’χει σε μας τους αχάριστους και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του και της βασιλείας του, οπού την στερηθήκαμεν από την κακία μας και διοτέλεια μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον. Το έλεός του είναι άβυσσος της θαλάσσης, και τους ανόητους εμάς και τους διοτελείς να μας ενώσει και να μας φωτίσει και να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά αιστήματα δια την πατρίδα μας και θρησκεία μας, και πίστη καθερά να ’χωμεν εις τον παντουργό μας και εις την βασιλείαν του, να μας σώσει εδώ και εις την παντοτινή ζωή, να δώσει του γερατείου του ρήνη και ομόνοιαν , την ευκή του και την ευλογία του, και εις τους προκρίτους, τους ποιμένες, και γενικώς τον λαόν του, να ’ρθει πίσου η νεκρανάστασή του δια της ευλογίας του. 

Προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι ανάξιοι δούλοι σου και οι σκλάβοι σου εις το έλεός σου και εις την εσπλαχνίαν σου και της βασιλείας σου. Έλεος ζητούμεν, να μας δώσεις καθαρά σπλάχνα και καθαρά ψυχή, να δυνηθώμεν να σε προσκυνήσουμεν και να σε δοξολογήσουμεν μ’ εξ όλης καρδίας, ευεργέτη και προστάτη αληθινέ.»