.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τα Χριστούγεννα του ασκητή (Μία ανέκδοτη συγκλονιστική Αγιορείτικη ιστορία)


Ἡ παροῦσα διήγηση εἶναι μία συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ π. Θεόκλητου Διονυσιάτη, ὅπως τὴν ἐμπιστεύθηκε πρὶν 38 χρόνια σχεδὸν στὸν Ἁγιορείτη Μοναχὸ π. Κύριλλο Παντοκρατορινό, ὁ ὁποῖος μὲ δέος καὶ νοσταλγία πρὶν λίγες ἡμέρες μας τὴν μετέφερε.

Από τὰ Happy Christmas λοιπὸν τῶν «εὐτυχισμένων» ἀνθρώπων ἂς ταξιδεύσει φέτος ὁ λογισμός μας στ’ Ἅγιονορος, ἐκεῖ στὰ φρικτὰ Καρούλια, μὲ τοὺς ξυπόλυτους ἀσκητᾶς καὶ σὲ ὅσα μας ἐξομολογιέται μὲ συγκλονισμὸ ὁ ἁγιασμένος καὶ σοφός μας π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης .

«Νέος μοναχός τότε, κατὰ τὸ ἔτος 1941, ἐν μέσῳ τῆς κατοχῆς καὶ τοῦ ἐνσκήψαντος δεινοῦ χειμῶνος, μου ἦρθε ὁ καλὸς λογισμὸς νὰ ἐπισκεφθῶ προσκυνητὴς τὰ φρικτὰ Καρούλια, νὰ κάμω καὶ ἐγὼ ἀσκητικὰ Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς ἀετόψυχους Καλόγηρους τούτου τοῦ ἀπαράκλητου τόπου.

Τὴν εὐλογία μου τὴν ἔδωκε ἀμέσως δίχως δισταγμὸ ὁ Γέροντάς μου, ὁ Ὀσιότατος π. Γαβριήλ, ὁ καὶ Ἡγούμενος χρηματίσας τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς. Μοῦ ἔδωκε εἰσέτι καὶ λίγους ὀβολοὺς διὰ τὸ ταξίδιό μου μὲ τὸ μοτόρι καὶ λίγες φανέλες γιὰ νὰ ἔχω νὰ ἀλλάξω, μὲ εὐλόγησε καὶ εὐχόμενος μὲ ἔστειλε σὲ τοῦτο τὸ κατανυκτικὸ ταξίδι.

Ἔβαλα μετάνοια στὸν Γέροντά μου λοιπὸν, φορτώθηκα τὸν ντορβά μου, κι’ ἔλαβα τὸ ραβδὶ μὲ προορισμὸ τὰ κατανυκτικὰ Καρούλια προκειμένου νὰ λάβω μέρος στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων.

Από τὴν παραμονὴ ήδη τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε να ρίχνει νερόχιονο βελονιαστὸ.

Καταφθάνοντας ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, μὲ μία τερπνὴ ἀναμονή, στὰ βραχώδη Καρούλια, ὁ ἥλιος, ὅσο μποροῦσε νὰ ξελευθερωθεῖ ἀπ’τὰ πηχτὰ σύννεφα, κόντευε νὰ κρυφθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν μελανὸ θαλάσσιο ὁρίζοντα. Τότε ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται γοργόφτεροι οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητές, γιὰ νὰ γιορτάσουμε ὅλοι μαζὶ τὰ Χριστούγεννα. 

Κάποιοι κατέβαιναν ἀπὸ τὰ βράχια, ἄλλοι ἀπὸ τὶς κρεμαστὲς σκάλες, ἐνῶ κάποιοι ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες… ἦταν ἕνα πρωτόγνωρο καὶ συγκινητικὸ ὅλο θέαμα!

Τοῦτοι οἱ ἐρημίτες εἴχανε περασμένους στοὺς λιγνούς τους ὤμους τοὺς τρίχινους, λερωμένους μὰ ἁγιασμένους ντορβάδες, μὲ ράσα χιλιομπαλωμένα καθὼς χαιρεντιόντουσαν ἕνας-ἕνας μὲ βαθειὰ ὑπόκλιση κι’ ἔπαιρναν τὴν θέση τοὺς στὸ μικρὸ ἠμιφεγγὴ γλυκύτατο Ἐκκλησάκι τοῦ Κυριακοῦ.

Κρούσανε ἕνα μικρὸ σήμαντρο γιὰ νὰ ἀρχινήσει ἡ ἡ ἀγρυπνία ἐνῶ ὁ ἁρμόδιος Ἱερεὺς φορώντας ἕνα μπλαβόχρωμο σὰν τοῦ πελάγους ἐπιτραχήλι ἔβαλε τὸ «Εὐλογητός»

Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό. Ὅλοι, ὅσον μποροῦσαν, ἤσαν σφιχτὰ τυλιγμένοι στὰ πτωχικὰ τοὺς ράσα. Οἱ ἀνασασμοὶ τῶν ψαλτάδων ἄτμιζαν ἄσπιλοι καθὼς ἔψαλλον μέλποντες Τοῦ Θεοῦ τὰ τραγούδια μέσα στὸ δεινὸ κράτος τοῦ χειμῶνος, μὰ ἡ λιβανοκαπνισμένη θωριὰ τῆς γλυκόπνοης Παναγίτσας πού μας ἀγνάντευε στοργικὰ σὰν Μανούλα ἀπ’τὸ Τέμπλο ζέσταινε τὴν ψυχή μας μυσταγωγώντας μας στὴν ἱερουργία τοῦ ἄχραντου τοκετοῦ τῆς, τῆς Τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως κι’ἔτσι εἴχαμε γαλήνη σὰν καὶ ‘κείνη τῶν προβάτων στὸ μαντρὶ τῆς Βηθλεὲμ τότενες ποὺ γίνηκε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ ξαναγεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν οὐράνια Βηθλεέμ.

Ὅμως καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κατανυχτικῆς ὁλονυχτίας ἐντύπωση ἀνερμήνευτή μου ἔκαμε ἕνας ἀδυνατισμένος καὶ λιπόσαρκος, σὰν τὸ καλάμι Καλόγηρος, μὲ μία μακρυὰ κάτασπρη γενιάδα ποὺ ‘χὲ σταθεῖ σ’ ἕνα παμπάλαιο στασίδι. 

Τὸ σῶμα τοῦ ἂν καὶ κάθονταν μέσα στὸ κρύο καὶ στὴν ἀγρυπνιὰ ἀμετακίνητο σὰν τ’ἀγάλματος, ἐντούτοις τὸ ριτιδιασμένο κι’ ὁλοζώντανο ἀπὸ τὴν ἄσκηση πρόσωπό του, σὰν τοῦ φτασμένου κυδωνιοῦ, ἔκαμε διάφορες κινήσεις καὶ παράξενους μορφασμοὺς ἀλλοιούμενο τακτικὰ καὶ φανερώνοντας πὼς ζοῦσε ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ἔντονα γεγονότα φερμένα ἀπὸ ἕνα ἄλλον κόσμο.

Έβλεπες νὰ ἐναλλάσονται ἡ προσμονὴ μὲ τὴν μελαγχολία,ἡ θλίψη, μὲ τὴν χαρὰ… νὰ σκιρτᾶ σὰν λαφομόσκι καὶ ἀμέσως νὰ κουρνιάζει συγκλονισμένος ἀπὸ Θεῖο φόβο…ἔκανε μορφασμοὺς στὸ πρόσωπο λὲς καὶ παρακολουθοῦσε ἕνα ἀλλόκοτο θέαμα καὶ ἔτσι πότε ἔκλαιγε, πότε συνοφρυόνταν, πότε χαμογελοῦσε καὶ δώστου πάλι Σταυροὺς καὶ μετάνοιες...

Καὶ ὅσο ὁ ἀσκητὴς ἐκτελοῦσε τὴ δική του λογικὴ λατρεία πιὸ δίπλα οἱ ψάλτες μορμύριζαν στὴν Πανάχραντο Θεοτόκο τὸ :

“Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον…”

Τὰ μικρούλικα παλαιὰ καντηλάκια στὸ Τέμπλο διέχεαν ἀρχοντικὲς μὰ καὶ σεμνὲς τὶς πολύχρωμες ἀνταῦγες τῶν κι ἕνας πτωχὸς πολυέλεος μὲ ἁγνὸ κερὶ φώτιζε ὅσο ἠδύνατο γλυκὰ τὸ σκοτάδι. Ὅλα ἁπλά, ἀπέριττα, ἀσκητικά…

Ἔτσι γαλήνια πῆρε ἡ ἀγρυπνία ὥσπου ἐκοινωνήσαμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔδωσε ὁ Ἱερεὺς τὸ «δι’εὐχῶν» λαμβάνοντας τέλος ἡ οὐράνια ἐκείνη μυσταγωγία.

Ἡ ρόδινη ἀνατολὴ σιγά-σιγὰ αὐγαζόνταν ἀπὸ τὸν ἐπίσκεψη τοῦ ἡλίου μηνύοντας τὴν ἀνατολὴ ἀνατολῶν, τὸν ἑωθινὸ ἀστέρα, Αὐτὸν Τὸν γεννηθέντα Ἰησοῦ Χριστόν.


Μετὰ ἀπ’ τ’ ἀντίδωρο καὶ τὸν Ἁγιασμὸ προσφέρθηκε καφὲς και φραγκόσυκα στὸ φτωχικὸ καὶ ἀπέριττο Κυριακὸ τῆς σκήτης τῶν Καρουλῖων. Ἐγὼ διακονοῦσα στὸ κέρασμα, μὰ πρόσεχα καὶ ἀποθαύμαζα κιόλας τοὺς ἀσκητές, θωρώντας τοὺς λὲς κι’ἦταν παράξενα ὄντα, ὡς ἀρχαγγέλοι ἐπὶ τῆς γῆς.

Τότε ἐρώτησε ὁ Πνευματικός της Σκήτης ἐκεῖνον τὸν παράξενο ἀσκητὴ ἂν θὰ μείνει καὶ αὔριο ἐδῶ καὶ τοῦ ἀπήντησε:

-Βεβαίως καὶ ἐπιθυμῶ νὰ μείνω, ἐὰν καὶ θὰ ἤθελα καλύτερα νὰ ἡσυχάσω στὸ καλυβάκι μου, ὅμως δὲν ἔχω νὰ φάω καὶ ἂν κάμετε ἀγάπη δεχθεῖτε καὶ μένα νὰ φάγω κοντά σας.

Τὴν ἑπομένη ἡμέρα καὶ ἀφοῦ ἐψάλλαμε τὰ Κτιτορικὰ ἔχοντας ἐνημερώσει ἤδη ἐγὼ τὸν Πνευματικὸ γιὰ ὅλη ἐτούτη τὴν παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ φτωχοῦ ἀσκητοῦ κατὰ τὴν χθεσινὴ ἀγρυπνίαν λέγει τοῦ τότε μὲ τόνο εὐγενικὸ μὰ καὶ ἐπιτακτικό.

-Ἀδελφέ μου, σὲ παρακαλῶ, πές μας τί γροικοῦσες χθὲς στὴν ὁλονυχτία καὶ ὅλο ἄλλαζε μορφὴ τὸ πρόσωπό σου.

Ὁ ἀσκητὴς ὅμως ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ δώκει ἀπάντηση φυλάγοντας ὅ,τι ἔζησε μέσα τοῦ ὡς πανάκριβο θησαυρό.

-Μὰ σὲ ἐξορκίζω στὸ ὄνομα Τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς πεῖς.
-Λέγονται Γέροντα τέτοια πράγματα;

-‘Αντε κᾶμε ἀγάπη μήπως καὶ ὠφεληθοῦμε καὶ ‘μεῖς οἱ ἀδελφοί σου.
-…Μὰ δὲν μπορῶ.
-Ἅμα δὲν πεῖς, ἀπ’ἐδῶ δὲ φεύγεις !

Μὲ ὅλη ἐτούτη τὴν εὐγενικὴ βία καὶ δίχως νὰ θέλει ὁ παράξενος ἀσκητής, ὅμως ἀναγκεμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Καλογήρων ποὺ ‘χᾶν ἀπομείνει καὶ τούτη τὴν ἡμέρα στὸ Κυριακό, ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ μὲ δάκρυα καὶ συντριβή:

-Τί νὰ σᾶς πῶ; Νά! ὅ,τι διαβάζατε καὶ ψέλνατε ἐσεῖς τὸ ἔβλεπα καὶ συμμετεῖχα καὶ ‘γῶ.

«Θωροῦσα τὸ Θεῖον βρέφος, τὸν Χριστούλη μας, τὰ προβατάκια, τα λίγα ζωντανά ποὺ ‘σαν ἐκεῖ καὶ σταλιάζανε… μὰ ἦταν καὶ μία γελάδα ποὺ ἔστεκε κοντὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐθέρμαινε μὲ τὸν ἀνασασμὸ τῆς …τὶς σταγόνες ποὺ έπεφταν ἀπὸ τὴν ὑγρασία και τους νοτισμένους σταλαγμίτες, καθότι ἤτανε σπήλαιον ἐκεῖ καὶ ὄχι κάποιο ἀνθρώπινο χτίσμα…


Σιμὰ εἶδα καὶ Τὴν Παναγία μας, λεχώνα, ποὺ εἶχε τυλίξει μὲ τὸ σεπτὸ ἐπανωφόρι τῆς τὸν Υἱό της καὶ ἀνέκλεινε δίπλα πρὸς μία μεριὰ καὶ κρύωνε γιατί ἤτανε κενὸ καὶ δὲν εἶχε ποὺ νὰ ἀκουμπήσει… Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μία ποιμένισσα ἔφερε ἀχνιστὸ γάλα ποὺ μόλις εἶχε ἀρμέξει καὶ γιὰ νὰ πλύνει κιόλας μ’αὐτὸ τὸ Θεικὸ βρέφος. Ποῦ νὰ βρεθεῖ ζεστὸ νερὸ ἐκείνη τὴν ὥρα; ὅλα κρύσταλλο καὶ παγωμένα ἦταν…

Καὶ ‘ἔτσι ἔγινε… καὶ ἔτσι τρύπησε μὲ μιᾶς ἡ σπηλιὰ καὶ μπῆκαν Ἀγγέλοι που ἀνεβοακεβαίναν στον οὐρανὸ ἐνῶ ἀκούγονταν γλυκύτατη μελωδία…

Ὁ δὲ Ἰωσὴφ ὅλο ἔκλαιγε ἀναντρανισμένος ἀπὸ δέος καὶ χαρὰ σὰν τὸν Ἱερέα ποὺ στέκεται μὲ φόβο στὴν ἀναίμακτο Ἱερουργία ἔτσι καὶ ‘κεῖνος ἐφημέρευε τούτη τὴν νυχτιὰ στὸν πάντερπνο τοῦτο Ιερό Ναὸ μὰ καὶ πάμφτωχο συνάμα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.»

Πιο κάτω τὸ ζωηρὸ ἀγέρι ἀλυχτοῦσε στὰ Καρούλια, ἐνῶ τὰ κύματα στὸ ἄγριο σύνορο θαλάσσης καὶ γῆς ἔπλητταν φρίσσοντα τοὺς αποκρήμνους βράχους. Τα λευκά και πορφυρά κυκλάμινα ὄμως, που ἀνέθωραν μειλίχια ἀναρριχώμενα ἀπό τις σχισμάδες των βαράθρων, μυνίριζαν την ἀνάσταση ἐντός της καρδιάς του χειμῶνος. … «Χριστὸς ἐπὶ γῆς• ὑψώθητε.»

Ὅλη ἡ λογικὴ μὰ καὶ ἡ ἄλογη κτίσις στης Παναγιάς το Περιβόλι μαρτυροῦσεδιὰ μυρίων βεβαίων στομάτων πὼς ὄντως ὁ Χριστὸς ἐγενήθη καὶ ἡ γαληνόμορφη Θεϊκὴ χαρὰ στὴν γῆ ἐνεθρονίσθη.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ - ΑΛΗΘΩΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ
π. Διονύσιος Ταμπάκης –Χριστούγεννα 2017


Mοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης (1916-2006)
(Φωτογραφία: Σπύρος Λουλακάκης, 1955)

Πηγή: agioritikesmnimes



Επιστολή π. Ιωάννη Ρωμανίδη πρός τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη


Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ Θεόκλητε μοναχέ,

Εύχομαι το γράμμα μου να εύρη Σας και τον αγαπητόν μας Γέροντα Γαβριήλυγιαίνοντας σωματικώς και πνευματικώς και τα του Μοναστηρίου πλήρως εν τάξει. Ο νους μου ευρίσκεται πάντοτε εις το Άγιον Όρος και με κάθε ευκαιρίαν προσπαθώ να διαφωτίσω τους γνωστούς μου περί αυτού. 

Πιστεύω ακραδάντως ότι η ζωντάνευσις της Ορθοδοξίας θα επέλθη μόνον διά της αναστηλώσεως του μοναχικού μας βίου. 

Ακριβώς επειδή η εν κόσμω Εκκλησία απεκόπη της μοναχικής παραδόσεως, εσημειώθη επί των ημερών μας η γνωστή κατάπτωσις της πνευματικής ζωής. Ο σατανάς έχει τόσον πολύ διαστρέψει την θεολογίαν των αιρετικών και των εκ της Δύσεως επηρεασμένων δήθεν ορθοδόξων, ώστε να νομίζουν τινές ότι η σωτηρία δεν είναι από το κράτος και τας χείρας του εχθρού, αλλά απο τον.. Θεόν! Ο Θεός έγινε άνθρωπος δια να μας σώση από τον εαυτόν Του!

Διά τούτο εις την Δύσιν εξέλιπεν η ασκητική ζωή. Ούτε νηστεύουν,ούτε προσεύχονται πολύ. Μόνον ζητούν την ευδαιμονίαν. Η κατάπτωσις της μοναχικής μας ζωής δεν οφείλεται, ως νομίζουν τινες, εις έλλειψιν αφοσιωμένων νέων. Υπάρχουν πολλοί που αφοσιώνονται εις την Εκκλησίαν. 

Επειδή όμως έχουν διεστραμμένην αντίληψιν περί σωτηρίας, προορισμού και αμαρτίας, δια τούτο αντί να πάνε στα Μοναστήρια πηγαίνουν στην «Ζωή», ή γίνονται κοσμοκαλόγηροι, δηλαδή κοσμικοί Αρχιμανδρίται και δυστυχώς σήμερα απο αυτούς βγαίνουν οι Επίσκοποι. 

Όταν υπάρχει εσφαλμένη Θεολογία, τότε ο χριστιανισμός καταντά δράσις.

Διά την περί Εκκλησίας Θεολογίαν των σημερινών μας Θεολόγων, η μόνη απόδειξις ότι δεν απέθανεν η Ορθοδοξία είναι ο «Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» και η δράσις της «Ζωής». Η «Ζωή» είναι αναγκαία δια την περί Εκκλησίας Θεολογίαν των Θεολόγων των κλινόντων προς την Δύσιν. Διʼ αυτούς η έλλειψις της «Ζωής» είναι απόδειξις οτι εξέπνευσεν παντελώς η Ορθοδοξία. Τώρα ήδη ήρχισεν η «Ζωή» να κατακτά έδαφος εδώ εις την Αμερικήν και θα καρποφορήση, διότι όλη η εδώ ζωή είναι εν τω κόσμω δράσις και τίποτε άλλο. 

Ο μοναχικός βίος των ετεροδόξων εδώ είναι μεστά δράσεως τάγματα και καταγίνονται με ό,τιδήποτε εκτός από άσκησιν πνευματικήν, ώς την εκλαμβάνει η Ορθόδοξος Παράδοσις. Λοιπόν μέσα εις το καλούπι τούτο χωρεί άριστα η κίνησις της «Ζωής». Δυστυχώς δεν έχομεν ούτε ένα ασκητήν ή μοναστήρι και δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα ζωντανόν Ορθοδόξου ζωής. Επομένως, ο τύπος ευσεβείας «Ζωής» ομοιάζει τόσον πολύ με την ευσέβειαν των ετεροδόξων, ώστε θα κάμει θραύσιν, εάν ριζωθή...

Οι Έλληνες έχουν αφομοιωθή με τον ευδαιμονισμόν της Δύσεως και εις τα μάτια τους ο ευδαιμονισμός είναι θέλημα Θεού. Λοιπόν τί θα πάει να κάμει επάνω στους βράχους με ολονυκτίες και τα λοιπά; (…)

Νομίζω ότι θα λυπηθή ο διάβολος που δεν μας αρέσει ο χριστιανισμός που προωθεί, αλλά τί να γίνει; Δεν ημπορεί κανείς να αρέσει εις αυτόν, όταν θέλει να αρέσει στον Θεόν.

Ωραία περιγράφει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος πώς ο σατανάς βοηθεί εις την προσευχήν και στα καλά έργα ωρισμένων. (...)

Με την εν Χριστώ αγάπην Ι. Ρωμανίδης

(Επιστολή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου στον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη. Νικοδήμου Μπιλάλη, Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ, έκδ. προηγουμένου Αθανασίου Λαυριώτου, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ-ΑΘΗΝΑΙ 1975, σ.274-275.) 




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ



(Το παρόν αφήγημα είναι αληθές, έτσι όπως ακριβώς μας το διηγήθη 
ο μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης)

ΓΕΡΟΝΤΑ, μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε μία ὠφέλιμη ἱστορία ἀπ’ απ’ ἐκεῖ, στὰ φρικτὰ Καρούλια, μὲ τοὺς ξυπόλυτους ἀσκητές;
-Ωωω σε τι χαριτωμένες μνήμες με γυρνάτε πάλι!
Ήμουν νέος Μοναχός τότε, κατὰ τὸ ἔτος 1938, όπου μου ἦρθε ὁ καλὸς λογισμὸς νὰ ἐπισκεφθῶ προσκυνητὴς τὰ φρικτὰ Καρούλια, νὰ κάμω καὶ ἐγὼ ἀσκητικὰ Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς ἀετόψυχους Καλόγηρους τούτου τοῦ ἀπαράκλητου τόπου.
Τὴν εὐλογία μου τὴν ἔδωκε ἀμέσως δίχως δισταγμὸ ὁ Γέροντάς μου, ὁ Ὀσιότατος π. Γαβριήλ, ὁ καὶ Ἡγούμενος χρηματίσας τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς, με την προϋπόθεση να μαζέψουμε πρώτα τις ελιές και μετά να έχω το ελεύθερο για τούτο μου τον πόθο. 
Μοῦ παρέδωσε εἰσέτι καὶ λίγους ὀβολοὺς διὰ τὸ ταξίδιό μου μὲ τὸ μοτόρι καὶ λίγες φανέλες γιὰ νὰ ἔχω νὰ ἀλλάξω, μὲ εὐλόγησε καὶ εὐχόμενος μὲ ἔστειλε σὲ τοῦτο τὸ κατανυκτικὸ προσκύνημα.
Ἔβαλα μετάνοια στὸν Γέροντά μου λοιπόν, φορτώθηκα τὸν ντορβά μου, κι’ ἔλαβα τὸ ραβδὶ μὲ προορισμὸ τὰ κατανυκτικὰ Καρούλια προκειμένου νὰ λάβω μέρος στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων.
Από τὴν παραμονὴ ήδη τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε να ρίχνει νερόχιονο βελονιαστό. 
Καταφθάνοντας ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, μὲ μία τερπνὴ ἀναμονή, στὰ βραχώδη Καρούλια, ὁ ἥλιος, ὅσο μποροῦσε νὰ ξελευθερωθεῖ ἀπ’ ὰ πηχτὰ σύννεφα, κόντευε νὰ κρυφθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν μελανὸ θαλάσσιο ὁρίζοντα . 
Τότε ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται γοργόφτεροι οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητές, γιὰ νὰ γιορτάσουνε ὅλοι μαζὶ τὰ Χριστούγεννα. Κάποιοι κατέβαιναν ἀπὸ τὰ βράχια, ἄλλοι ἀπὸ τὶς κρεμαστὲς σκάλες, ἐνῶ κάποιοι ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες…ἦταν ἕνα πρωτόγνωρο καὶ συγκινητικὸ ὅλο θέαμα!
Τοῦτοι οἱ ἐρημίτες εἴχανε περασμένους στοὺς λιγνούς τους ὤμους τοὺς τρίχινους, λερωμένους μὰ ἁγιασμένους ντορβάδες, μὲ ράσα χιλιομπαλωμένα καθὼς χαιρεντιόντουσαν ἕνας-ἕνας μὲ βαθειὰ ὑπόκλιση κι’ ἔπαιρναν τὴν θέση τοὺς στὸ μικρὸ ἠμιφεγγὴ γλυκύτατο Ἐκκλησάκι τοῦ Κυριακοῦ.
Αφού τελέσαμε πρώτον το Ιερόν Ευχέλαιον κατόπιν φάγαμε λίγες βραστές πατάτες για να λάβουμε δύναμη. Έπειτα εκρούσανε ἕνα μικρὸ σήμαντρο γιὰ νὰ ἀρχινήσει ἡ ἀγρυπνία ἐνῶ ὁ ἁρμόδιος Ἱερεὺς φορώντας ἕνα μπλαβόχρωμο σὰν τοῦ πελάγους ἐπιτραχήλι ἔβαλε τὸ «Εὐλογητός»
Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό. Ὅλοι, ὅσον μποροῦσαν, ἤσαν σφιχτὰ τυλιγμένοι στὰ πτωχικὰ τοὺς ράσα. Οἱ ἀνασασμοὶ τῶν ψαλτάδων ἄτμιζαν ἄσπιλοι καθὼς ἔψαλλον μέλποντες Τοῦ Θεοῦ τὰ τραγούδια μέσα στὸ δεινὸ κράτος τοῦ χειμῶνος, μὰ ἡ λιβανοκαπνισμενη θωριὰ τῆς γλυκόπνοης Παναγίτσας πού μας ἀγνάντευε στοργικὰ σὰν Μανούλα ἀπ’τὸ Τέμπλο ζέσταινε τὴν ψυχή μας μυσταγωγώντας μας στὴν ἱερουργία τοῦ ἄχραντου τοκετοῦ τῆς, τῆς Τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως κι’ἔτσι εἴχαμε γαλήνη σὰν καὶ ‘κείνη τῶν προβάτων στὸ μαντρὶ τῆς Βηθλεὲμ τότενες ποὺ γίνηκε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ ξαναγεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν οὐράνια Βηθλεέμ.
Ὅμως καθ’ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κατανυχτικῆς ὁλονυχτίας ἐντύπωση ἀνερμήνευτή μου ἔκαμε ἕνας ἀδυνατισμένος καὶ λιπόσαρκος, σὰν τὸ καλάμι Καλόγηρος, ο παπα-Φιλάρετος, μὲ μία μακρυὰ κάτασπρη γενιάδα ποὺ ‘χὲ σταθεῖ σ’ἕνα παμπάλαιο στασίδι. 
Έλεγε ψιθυριστά την ευχή μ’ένα τρίχινο κομποσχοίνι ενώ τα ράσα του ήταν όλο μπαλώματα που δεν είχαν ταίρι. Τὸ σῶμα τοῦ, ἂν καὶ κάθονταν μέσα στὸ κρύο καὶ στὴν ἀγρυπνιὰ, ήτο ἀμετακίνητο σὰν τ’ἀγάλματος, και τὸ ρυτιδιασμένο κι’ὁλοζώντανο ἀπὸ τὴν ἄσκηση πρόσωπό του, σὰν τοῦ φτασμένου κυδωνιοῦ, ἔκαμε διάφορες κινήσεις καὶ παράξενους μορφασμοὺς ἀλλοιούμενο τακτικὰ καὶ φανερώνοντας πὼς ζοῦσε ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ἔντονα γεγονότα φερμένα ἀπὸ ἕνα ἄλλον κόσμο.
Έβλεπες νὰ ἐναλλάσονται ἡ προσμονὴ μὲ τὴν μελαγχολία, ἡ θλίψη, μὲ τὴν, χαρὰ …νὰ σκιρτᾶ σὰν λαφομόσκι καὶ ἀμέσως νὰ κουρνιάζει συγκλονισμένος ἀπὸ Θεῖο φόβο…ἔκανε μορφασμοὺς στὸ πρόσωπο λὲς καὶ παρακολουθοῦσε ἕνα ἀλλόκοτο θέαμα καὶ ἔτσι πότε ἔκλαιγε, πότε συνοφρυόνταν, πότε χαμογελοῦσε καὶ δώστου πάλι Σταυροὺς καὶ μετάνοιες..
Καὶ ὅσο ὁ ἀσκητὴς ἐκτελοῦσε τὴ δική του λογικὴ λατρεία πιὸ δίπλα οἱ ψάλτες έμελπον στὴν Πανάχραντο Θεοτόκο τὸ:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον…»
Τὰ μικρούλικα παλαιὰ καντηλάκια στὸ Τέμπλο διέχεαν ἀρχοντικὲς μὰ καὶ σεμνὲς τὶς πολύχρωμες ἀνταῦγες τῶν κι ἕνας πτωχὸς πολυέλεος μὲ ἁγνὸ κερὶ φώτιζε ὅσο ἠδύνατο γλυκὰ τὸ σκοτάδι. Ὅλα ἁπλά, ἀπέριττα, ἀσκητικά…
Ἔτσι γαλήνια πῆρε ἡ ἀγρυπνία ὥσπου ἐκοινωνήσαμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔδωσε ὁ Ἱερεὺς τὸ «δι’εὐχῶν» λαμβάνοντας τέλος ἡ οὐράνια ἐκείνη μυσταγωγία.
Ἡ ρόδινη ἀνατολὴ σιγά-σιγὰ αὐγαζόνταν ἀπὸ τὸν ἐπίσκεψη τοῦ ἡλίου μηνύοντας τὴν ἀνατολὴ ἀνατολῶν, τὸν ἑωθινὸ ἀστέρα, Αὐτὸν Τὸν γεννηθέντα Ἰησοῦ Χριστόν.
Μετὰ ἀπ’τ’ἀντίδωρο καὶ τὸν Ἁγιασμὸ προσφέρθηκε καφὲς και φραγκόσυκα στὸ φτωχικὸ καὶ ἀπέριττο Κυριακὸ τῆς σκήτης τῶν Καρουλῖων. 
Ἐγὼ διακονοῦσα στὸ κέρασμα, μὰ πρόσεχα καὶ ἀποθαύμαζα κιόλας τοὺς ἀσκητές, θωρώντας τοὺς λὲς κι’ἦταν παράξενα ὄντα, ὡς ἀρχαγγέλοι ἐπὶ τῆς γῆς.
Τότε ἐρώτησε ὁ Πνευματικός της Σκήτης ἐκεῖνον τὸν παράξενο ἀσκητὴ ἂν θὰ μείνει καὶ αὔριο ἐδῶ καὶ τοῦ ἀπήντησε:
-Βεβαίως καὶ ἐπιθυμῶ νὰ μείνω, ἐὰν καὶ θὰ ἤθελα καλύτερα νὰ ἡσυχάσω στὸ καλυβάκι μου, ὅμως δὲν ἔχω νὰ φάω καὶ ἂν κάμετε ἀγάπη δεχθεῖτε καὶ μένα νὰ φάγω κοντά σας.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα καὶ ἀφοῦ ἐψάλλαμε τὰ Κτιτορικὰ ἔχοντας ἐνημερώσει ἤδη ἐγὼ τὸν Πνευματικὸ γιὰ ὅλη ἐτούτη τὴν παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ φτωχοῦ ἀσκητοῦ κατὰ τὴν χθεσινὴ ἀγρυπνίαν, λέγει τοῦ τότε μὲ τόνο εὐγενικὸ μὰ καὶ ἐπιτακτικό.
-Ἀδελφέ μου, σὲ παρακαλῶ, πές μας τί γροικοῦσες χθὲς στὴν ὁλονυχτία καὶ ὅλο ἄλλαζε μορφὴ τὸ πρόσωπό σου.
Ὁ ἀσκητὴς ὅμως ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ δώκει ἀπάντηση φυλάγοντας ὅ,τι ἔζησε μέσα τοῦ ὡς πανάκριβο θησαυρό.
-Μὰ σὲ ἐξορκίζω στὸ ὄνομα Τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς πεῖς.
-Λέγονται Γέροντα τέτοια πράγματα;
-‘Αντε κᾶμε ἀγάπη μήπως καὶ ὠφεληθοῦμε καὶ ‘μεῖς οἱ ἀδελφοί σου.
-…Μὰ δὲν μπορῶ.
-Ἅμα δὲν πεῖς, ἀπ’ἐδῶ δὲ φεύγεις !
Μὲ ὅλη ἐτούτη τὴν εὐγενικὴ βία καὶ δίχως νὰ θέλει ὁ παράξενος ἀσκητής, ὅμως ἀναγκεμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Καλογήρων ποὺ ‘χᾶν ἀπομείνει καὶ τούτη τὴν ἡμέρα στὸ Κυριακό, ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ μὲ δάκρυα καὶ συντριβή:
-Τί νὰ σᾶς πῶ; Νά!! ὅ,τι διαβάζατε καὶ ψέλνατε ἐσεῖς τὸ ἔβλεπα καὶ συμμετεῖχα καὶ ‘γῶ.
«Θωροῦσα τὸ Θεῖον βρέφος ,τὸν Χριστούλη μας, τὰ προβατάκια, τα λίγα ζωντανά ποὺ ‘σαν ἐκεῖ καὶ σταλιάζανε…μὰ ἦταν καὶ μία γελάδα ποὺ ἔστεκε κοντὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐθέρμαινε μὲ τὸν ἀνασασμὸ τῆς …τὶς σταγόνες ποὺ έπεφταν ἀπὸ τὴν ὑγρασία και τους νοτισμένους σταλαγμίτες, καθότι ἤτανε σπήλαιον ἐκεῖ καὶ ὄχι κάποιο ἀνθρώπινο χτίσμα …
Είδα και μία ποιμένισσα να φέρνει ἀχνιστὸ γάλα, ποὺ μόλις εἶχε ἀρμέξει, γιὰ νὰ πλύνει μ’αὐτὸ τὸ Θεικὸ βρέφος. Ποῦ νὰ βρεθεῖ ζεστὸ νερὸ ἐκείνη τὴν ὥρα; ὅλα κρύσταλλο καὶ παγωμένα ἦταν…
Σιμὰ εἶδα καὶ Τὴν Παναγία μας, λεχώνα, ποὺ εἶχε τυλίξει μὲ τὸ σεπτὸ ἐπανωφόρι τῆς τὸν Υἱό της καὶ ἀνέκλεινε δίπλα πρὸς μία μεριὰ καὶ κρύωνε γιατί ἤτανε κενὸ καὶ δὲν εἶχε ποὺ νὰ ἀκουμπήσει…
Είχε μάλιστα προηγουμένως σχίσει με τα χέρια της ένα κομμάτι από το ρούχο της για να φτάξει σπάργανα στο άμωμο βρέφος Της.
Καὶ ‘ἔτσι ἔγινε… καὶ ἔτσι τρύπησε μὲ μιᾶς ἡ σπηλιὰ καὶ μπῆκαν Ἀγγέλοι που ἀνεβοακατεβαίναν στον οὐρανὸ ἐνῶ ἀκούγονταν γλυκύτατη μελωδία…
Ὁ δὲ Ἰωσὴφ προσπαθούσε με κάτι λιανόξυλα να ανάψει μία φωτιά να ζεσταθεί η άσπιλος Μητέρα και το Θείον Βρέφος και ὅλο ἔκλαιγε ἀναντρανισμένος ἀπὸ δέος καὶ χαρὰ σὰν τὸν Ἱερέα ποὺ στέκεται μὲ φόβο στὴν ἀναίμακτο Ἱερουργία ἔτσι καὶ ‘κεῖνος ἐφημέρευε τούτη τὴν νυχτιὰ στὸν πάντερπνο τοῦτο Ιερό Ναὸ μὰ καὶ πάμφτωχο συνάμα σπήλαιο τῆς βηθλεέμ.»

Πιο κάτω τὸ ζωηρὸ ἀγέρι ἀλυχτοῦσε στὰ Καρούλια, ἐνῶ τὰ κύματα στὸ ἄγριο σύνορο θαλάσσης καὶ γῆς ἔπλητταν φρίσσοντα τοὺς αποκρήμνους βράχους. Τα λευκά και πορφυρά κυκλάμινα ὄμως, που ἀνέθωραν μειλίχια ἀναρριχώμενα ἀπό τις σχισμάδες των βαράθρων, μυνίριζαν την ἀνάσταση ἐντός της καρδιάς του χειμῶνος… «Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε.»

Ὅλη ἡ λογικὴ μὰ καὶ ἡ ἄλογη κτίσις στης Παναγιάς το Περιβόλι μαρτυροῦσε διὰ μυρίων βεβαίων στομάτων πὼς ὄντως ὁ Χριστὸς ἐγενήθη καὶ ἡ γαληνόμορφη Θεϊκὴ χαρὰ στὴν γῆ ἐνεθρονίσθη.

π. Διονύσιος Ταμπάκης

ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΚΑΝΑ



Υπάρχει, ωραιότατε Κύριε, πιο γλυκό και πιο μακάριο πράγμα, από το να Σε βλέπει κανείς και να παρακολουθεί την πορεία Σου; 

Ν’ ακούει τα θεία και ζωοποιά λόγια Σου, κατά το δημόσιο βίο Σου, όπως αυτά περιγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια και συμπληρώνονται από τις ερμηνείες των Αγίων Σου; Αλλά και από την οδό της λεπτής πνευματικής θεωρίας γύρω από το εράσμιο Πρόσωπό Σου; Πώς ευφραίνεται η ψυχή μου, ευεργέτη και Σωτήρα του κόσμου Σου, να μελετώ ό,τι είναι σχετικό με τη σάρκωσή Σου, τη θεϊκή δράση Σου, τα θαύματά Σου, τις πορείες Σου, την αναστροφή Σου με τους απλούς και ταπεινούς και καταφρονεμένους!

Αυτή την ευφροσύνη αισθάνομαι, γλυκύτατε και ερασμιότατε Χριστέ μου, διαβάζοντας για την παρουσία Σου στο γάμο που έγινε στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου προσκλήθηκες μαζί με τους μαθητές Σου, που ήταν και η γλυκύτατη Μητέρα Σου εκεί. Ω, υπεράγαθε Κύριε, τι μεγαλειώδης στην κοινωνική απλότητά της πραγματικότητα ήταν αυτή! Εσύ, Θεός και άνθρωπος, αγνοούμενος ως Θεός και θεωρούμενος σαν ένας κοινός προφήτης, μεταξύ των απλοϊκών εκείνων ιουδαίων συμπατριωτών Σου! 
Με τους ψαράδες μαθητές Σου και τη θεωρούμενη σύζυγο του μακαρίου Ιωσήφ Παναγία αειπάρθενο, σ’ ένα κοινωνικό και κοινό γεγονός, σ’ ένα ιουδαϊκό γάμο, όπου ασφαλώς δέσποζες ακτινοβολώντας από απροσδιόριστη μεγαλειότητα!


Η καρδιά μου σκιρτάει, αξιαγάπητε και παντέλειε Θεάνθρωπε, από αγάπη και δέος για να μάθει και για να πιθανολογήσει, πώς τάχα να συμπεριφερόσουν; 
Σε ποιο σημείο του τραπεζιού να καθόσουν στον δείπνο; Τι έλεγες; Τι ευχήθηκες στους νεόνυμφους; Πώς έτρωγες, Εσύ, ο κρυμμένος μέσα στη σάρκα Θεός, που θέσπισες τον γάμο και που οι ιουδαίοι της Βίβλου ακολουθούσαν τους λόγους Σου: «γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άντρας τον πατέρα και τη μητέρα του και θα ενωθεί με τη γυναίκα του και οι δύο θα γίνουν ένας άνθρωπος» (βλ. Ματθ. 19, 5); 
Τον γάμο, που ανήγαγες σε υψηλή λειτουργία, ώστε το σκεύος Σου, ο Απόστολος Παύλος, να τον ονομάσει «μυστήριο» (βλ. Εφεσ. 5, 32). Αλλά, παρά τούτο, καθιέρωσες σαν υπέρτερη μορφή ζωής την παρθενία, την οποία και Εσύ ο Ίδιος τίμησες με το να γεννηθείς από Παρθένο, που ήταν και είναι Παρθένος πριν τον τόκο, στον τόκο και μετά τον τόκο1.

Θαυμάζω, Ιησού μου, και μεγαλύνω την άμετρη αγάπη Σου στα πλάσματά Σου, τα κακοποιημένα από τον σατανά. Αδιαφορείς όμως για την ασχήμια τους και συναγελάζεσαι μ’ αυτά, γιατί βλέπεις στους απλοϊκούς προσκαλεσμένους στο γάμο, τα τέκνα Σου, την πνοή Σου, την εικόνα Σου, όσο και αν είναι αυτή αχρειωμένη από την αμαρτία και από την αδαμιαία κληροδοσία. Και ούτε δυσχεραίνεις ακούγοντας μωρίες, ανοησίες, αγροίκες φωνές, αλλά και ανθρώπινα πάθη και πολλή αγνωσία, γιατί, φιλανθρωπότατε, βλέπεις στα βάθη της ψυχής. Και η άπειρη αγάπη Σου τα παραβλέπει όλα και καλύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες με την Πατρική Σου συγκατάβαση.


Ω, πόσο θα ήθελα να έβλεπα τον Σαρκωμένο Θεό μου, να συζητεί ίσος προς ίσους και να συμπεριφέρεται όπως όλοι στη χαρούμενη ατμόσφαιρα του γάμου! Και ν’ ακούω τη διδασκαλία Σου για το γάμο, που αγίασες με την παρουσία Σου και τι θα έλεγες στους νεόνυμφους.

Βέβαια, Εσύ, που είσαι πέρα από κάθε έννοια παρθένος, Εσύ που αξιολόγησες την παρθενία σαν υπέρτερη μορφή βίου, Εσύ που τίμησες την Παναγία Μητέρα Σου με την αειπαρθενία, Εσύ που χαρακτήρισες την παρθενική ζωή σαν δυναμική, αφού «δεν μπορούν να τη βαστάξουν όλοι» (Ματθ. 19, 11), ασφαλώς δεν ύμνησες την έγγαμη ζωή. Όμως την καθιέρωσες για τα πολλά τέκνα Σου που, με την ευαγγελική διδασκαλία Σου, την αξιώνεις με τα στεφάνια των νικητών και της αιώνιας ζωής. Άλλη, όμως, είναι η δόξα των «εκατό σαράντα τεσσάρων χιλιάδων» (πρβλ. Αποκ. 7, 1–17 και 14, 1–5).

Διαβάζοντας, Χριστέ μου, για το θαύμα της μεταβολής του νερού σε καλό κρασί, στάθηκα στο «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι» («Τι κοινό υπάρχει, γυναίκα, ανάμεσα σε Μένα που ως Μεσσίας και Υιός του Θεού ενεργώ τώρα με τη θεϊκή Μου δύναμη, και σε σένα που με γέννησες ως άνθρωπο;»· βλ. Ιωάν. 2, 4). Ασφαλώς, Ιησού μου, αυτό αποτελούσε την οριοθέτηση σχέσεων. Από τη στιγμή αυτή, δεν ήσουν πλέον ο «υποταγμένος» (βλ. Λουκ. 2, 51), αλλά ο πανελεύθερος Θεός. Και τότε άρχιζε η θεανδρική Σου δράση. Χωρίς να ταπεινώσεις την Παναγία Μητέρα Σου, της υπέδειξες νέα όρια υιότητας και μητρότητας. Η Μητέρα Σου, όμως, ανθρώπινα και χαιρόταν και ευφραινόταν για τον Υιό της και θαύμαζε και δόξαζε και ακόμη περισσότερο υποτασσόταν προς τον Υιό του Θεού, τον ακατάληπτο και ανερμήνευτο, Ιησού μου.

Δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς, σήμερα, μόλις τελείωσα τις εωθινές ταπεινές προσευχές μου, όταν άρχισε να διαυγάζει η μέρα και να «κινούνται οι σκιές», ζωντάνεψε στον άβακα της φαντασίας μου ο γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, τον οποίο σχολίαζα προ ημερών. Αλλά δεν θα με παρασύρει η περιέργεια να μάθω το πώς. Και αρκούμαι να θαυμάζω την παναγία παρουσία Σου, που μου έτρωσε με γλυκερά βέλη την καρδιά καθώς και την εκούσια εξομοίωσή Σου με τα απλά και αφώτιστα πλάσματά Σου, Χριστέ μου. Και η παρουσία της αειπάρθενης Μητέρας Σου, επίσης με γεμίζει με χαρά και δέος.


Η δίψα της περιέργειάς μου επικεντρώνεται στο πώς συμπεριφερόταν η Θεοτόκος με την υπερσεραφειμική αγιότητα, απέναντι στους νεόνυμφους, στους συγγενείς τους και στους καλεσμένους. Μιλούσε, χαιρόταν στο γαμήλιο γεγονός, σιωπούσε, προσευχόταν μυστικά, θαύμαζε τον μονογενή Υιό της; Μήπως διακονούσε; Τι, τάχα, να ευχόταν στους συζύγους και στους συμμετέχοντες; Ή μήπως διακριτικά να συμβούλευε; Πώς συμμετείχε στην πεζότητα ενός γάμου, συμβιβάζοντας μέσα στην πυρφόρα καρδιά της την αυτοσυνειδησία ως Μητέρας ανύμφευτης του Σαρκωμένου Θεού; Αυτό, δεν ήταν τεκμήριο μιας άκρας ταπείνωσης;

Κύριέ μου Ιησού, αναλογιζόμενος με κατάνυξη και θαυμασμό τα καταπληκτικά γεγονότα, που ακολούθησαν την ενανθρώπισή Σου, παντού βλέπω μεγαλειώδεις, θείες και άρρητες αντιθέσεις που εξίσταται ο νους και η ψυχή φλέγεται στην αγάπη Σου. Γιατί, Θεός Εσύ, κατέρχεσαι, φαινομενικά τουλάχιστον, στα επίπεδα των ανθρώπων. Αυτό το γεγονός δεν αποκαλύπτει την ατίμητη αξία που έδωσες στα λογικά και κατά χάρη αθάνατα πλάσματά Σου;


Και θαυμάζω ακόμη και την ασύλληπτη ταπείνωση της Παναγίας Μητέρας Σου. Βασίλισσα αυτή των Ουρανών, συναναστρέφεται με τους συμπατριώτες της και συμμετέχει στις χαρές και τις θλίψεις τους, επειδή είναι φιλανθρωπότατη και φιλάδελφη, μη θέλοντας να ξεχωρίσει απ’ αυτούς, ως υπερφυώς υπερέχουσα. Άλλωστε, γνώριζε ότι γι’ αυτούς έγινες άνθρωπος. Και ότι γι’ αυτούς Εσύ θα πέθαινες σταυρωμένος, όπως της είχε πει ο γηραιός Συμεών, τόσο συνεσκιασμένα, όσο για να φαίνεται αόριστα μονάχα η λάμψη της ρομφαίας που θα έσχιζε τη θεοφόρα καρδιά της. Όλ’ αυτά, Ιησού μου, δεν είναι αρκετά για να Σ’ ευχαριστούμε, κλαίγοντας σ’ όλη μας τη ζωή από θαυμασμό, χαρά και ευγνωμοσύνη, ω, Φως του κόσμου;…2

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ

–ΔΥΟ ΣΧΟΛΙΑ–
Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου
(1916–2006)
[1] Για την πανίερη παρθενία

Είναι οι πνευματικοί ίμεροι του Ερημίτη Νικόδημου να έβλεπε και σωματικά τον Χριστό, όπως άλλωστε όλοι οι Άγιοι το επιθυμούσαν. Βέβαια, τώρα ζητούν να δουν το πάγκαλλο Πρόσωπό Του όχι στη γη, αλλά στον ουρανό· αυτό που εκφράζει ο επίσης πληγωμένος από την αγάπη του Δαβίδ: «Πότε θα ’ρθώ να δω το Πρόσωπό Σου, Θεέ μου;» (βλ. Ψαλμ. 41, 3).
Επίσης, θίγοντας το θέμα της παρθενίας, παραθέτω τις απόψεις του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: Γενικά, η ηθική ζωή των πιστών, πιο ειδικά όμως η παρθενία, αντιμετωπίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας σαν τέχνη που πρέπει να μάθουν όσοι την επιθυμούν. Όσοι μάλιστα από τους Πατέρες έγραψαν έργα περί παρθενίας, κατοχυρώνουν θεολογικά τη θέση ότι αυτή αποτελεί την καλύτερη εκλογή, δίνοντας και τις κατάλληλες οδηγίες, με βάση την εν Χριστώ ασκητική τους εμπειρία και τέχνη, προκειμένου να προφυλάσσονται οι εραστές του παρθενικού βίου από τους κινδύνους που τους απειλούν. Και εδώ συμβαίνει τούτο το εκπληκτικό: Ενώ το ανθρώπινο γένος είναι κατώτερο από τους αγγέλους, ως προς τη φύση, με την τέχνη της παρθενίας προσπαθεί να ξεπεράσει τις δυνάμεις του και να εξισωθεί μ’ αυτούς, όσο αυτό είναι δυνατό. Και όπως ακριβώς έργο και επιθυμία των ασώματων δυνάμεων είναι να βλέπουν τον Πατέρα της αφθαρσίας και να στολίζουν τη μορφή τους σύμφωνα με το αρχικό κάλλος, το ίδιο και όποιος κατανόησε μέσα του την απάτη του κόσμου τούτου, φλέγεται από την επιθυμία του Θεού, έχει σαν βοηθό και συνεργό την παρθενία, αν θέλει να ομοιώνεται με την ασώματη φύση. Η ιδιότητα λοιπόν της παρθενίας είναι για τον ιερό συγγραφέα κάποια τέχνη και δύναμη που βοηθά τη ψυχή μας να βιώνει ελεύθερη τη θεία και μακάρια ηδονή, όπως ακριβώς στα διάφορα επαγγέλματα επινοήθηκαν μέθοδοι για την τελειοποίησή τους.


[2] Για την Θεοτόκο και για το «Φως του κόσμου»

Ο Ερημίτης Νικόδημος από την ασκητική παραδοσιακή του αγωγή, μόρφωσε μέσα του ορθή δογματική συνείδηση, τρεφόμενος και με τα λειτουργικά βιβλία της ορθόδοξης λατρείας. Επόμενο ήταν να οικειωθεί το πνεύμα των θείων Πατέρων σχετικά με την Μαρία Θεοτόκο. Έτσι, ακόρεστοι οι ουράνιοι απαθείς πόθοι που έφλεγαν άφλεκτα το νου και την καρδιά των Αγίων, κατά το μέτρο της γνώσης που είχαν για τη θεομητορική αξία. Αίνοι και ύμνοι και σκιρτήματα αγιασμένων ψυχών και σωμάτων, μπροστά στο θείο εκτύπωμα της βρεφοκρατούσας Παναγίας· κλαυθμοί και αλάλητοι στεναγμοί ιστάμενοι στις πολυώνυμες και πολύτυπες βυζαντινές Εικόνες, καθώς απαγγέλλονται προς αυτές οι Χαιρετισμοί και ψέλνονται οι Παρακλήσεις.
Η Θεοτόκος Μαρία έγινε μέσα στην Ορθόδοξη ευσέβεια το σημείο αναφοράς των προσευχών και των ελπίδων σωτηρίας των ανθρώπων. Και ο Χριστός; Ο Σωτήρας βρίσκεται πάντοτε μέσα στις άχραντες ωλένες της Μητέρας Του, για να δέχεται χρεωστικώς τις αιτήσεις των δούλων της. Άλλωστε, πώς διδάσκει η Εκκλησία ότι «πολὺ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου»; Και πώς ψάλλει ο Ορθόδοξος λαός προς την Θεοτόκο, ότι «ἔχεις τὸ δύνασθαι τοῦ θέλειν ἰσοτάλαντον»;

Όσοι διαβάζουμε τους θεολογικούς λόγους και ακούμε τις εξαίσιες υμνολογίες των αγίων Πατέρων, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι καθαρές ψυχές τους από κάθε γήινη επιθυμία και ο ένθεος πόθος που είχε τραυματίσει τις καρδιές τους, τους γεννούσαν συνεχώς υψηλούς και θείους λογισμούς ώστε να διατελούν αδιάλειπτα σε κατάσταση καιομένης καμίνου από το θείο έρωτα. Έτσι ερμηνεύεται και η ακατάπαυστη παραγωγή ύμνων θείων ερώτων και λόγων θεολογικών σε χιλιάδες σελίδες, που τρέφουν την Εκκλησία αιώνες και θα την τρέφουν μέχρι τερμάτων αιώνων. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό ρεύμα κινείται, όπως προκύπτει από τα κείμενά του, ο Ερημίτης Νικόδημος. Επίσης ήθελα να σταθώ και στην τελευταία φράση του «Ω, Φως του κόσμου…». Και αυτό, επίσης, είναι εκφραστικό των δικών του θείων ερώτων προς τον Χριστό, που «οι καθαροί στην καρδιά» (βλ. Ματθ. 5, 8) Τον βλέπουν ως Κάλλος και ως Φως.

[Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου:
«Νικοδήμου Ερημίτου·
Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου»,
α΄ τόμ., κεφ. 24–26,
σελ. 48–52 και 120–123 (τα Σχόλια),
εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 1991.]


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΕΙΡΑΖΟΜΕΝΟΣ



Χριστέ μου, μελετώντας τα στάδια της πορείας Σου, για να μας ελευθερώσεις από την καταδυναστεία του διαβόλου, μας άφησες παράδειγμα πνευματικού αγώνα την προσευχή και τη νηστεία Σου. Και επειδή άνθρωπο νίκησε ο σατανάς μέσα στην Εδέμ, έπρεπε κι Εσύ ως άνθρωπος να τον νικήσεις. Η θεότητά Σου λοιπόν άφησε την ανθρώπινη φύση Σου να αγωνιστεί και να νικήσει τον εχθρό.

Γι’ αυτό, μετά τη θεία Βάπτισή Σου, πήγες στην έρημο να πολεμήσεις τον αντίπαλο. Με ποια όπλα; Με τη νηστεία και την προσευχή. Και αργότερα θα διδάξεις ότι «τούτο το γένος δεν εξέρχεται παρά με προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17, 21). Δηλαδή οι δαιμονικές ενέργειες δεν υποχωρούν, παρά μόνο με τη χάρη Σου που επικαλούμαστε και με τη νέκρωση του σώματος, που παράγουν την ταπείνωση, χωρίς την οποία, δεν μας βοηθάς, Ιησού μου.


Και θαυμάζω την ανέκφραστη αγάπη Σου, Θεέ μου, να υποφέρεις την ασκητική κάκωση για τα πλάσματά Σου, αφού είχες όλα τα αδιάβλητα ανθρώπινα πάθη: πεινούσες, διψούσες, νύσταζες, κόπιαζες, πονούσες σωματικά. Και θαυμάζω και δοξάζω, Λόγε του Θεού, την άπειρη φιλανθρωπία Σου, να αναλίσκεσαι ως άνθρωπος στις προσευχές και στην σαρανταήμερη αποχή από τροφή και νερό, αγρυπνώντας για χάρη μας.

Έχοντας τις δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, ενωμένες ασύγχυτα σε μία υπόσταση, επομένως δύο θελήματα και δύο ενέργειες, με την αντίδοση των ιδιωμάτων, όταν ήθελες, ακατανόητε και ανερμήνευτε Ιησού μου, ενεργούσες πότε με την ανθρώπινη και πότε με τη θεία φύση. Πάντως είσαι, Ιησού μου, «κρύφιος ακόμη και μετά τη φανέρωση» (Άγιος Διονύσιος Αεροπαγίτης), δηλαδή ένα μυστήριο.


Το ιερό κείμενο, ευλογημένε Κύριε, γράφει ότι μετά τις σαράντα μέρες πείνασες. Ήθελες, βέβαια, να πεινάσεις, αφήνοντας το αδιάβλητο πάθος να ενεργήσει σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση. Αν δεν ήθελες, με την αντίδοση της θεότητάς Σου στην ανθρώπινη φύση, δεν θα πεινούσες ποτέ. Αλλά πάλευες σαν άνθρωπος και ήθελες σαν άνθρωπος να νικήσεις τα αδιάβλητα πάθη, καθώς και τον σατανά. Άλλωστε, ποιο νόημα θα είχε ο λόγος Σου, «Εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο» (Ιωάν. 16, 33), αν τον νικούσες σαν Θεός; Δόξα στην πανσοφία Σου, που ενεργούσε σαν πυρακτωμένη μάχαιρα από την ένωση των δύο φύσεων.

Γλυκύτατε Κύριε, Σε βλέπω νοητά στην έρημο σαν πρότυπο των ερημιτών και των ησυχαστών. Είσαι ο αυθεντικότερος διδάσκαλός μας. Ω, Χριστέ μου, πώς να μη κλαίω σκεπτόμενος ότι Εσύ μας άνοιξες τον δρόμο της υψηλής πνευματικής ζωής, τον ησυχασμό; Και ότι μας υπέδειξες άριστη οδό ύψωσης, την ταπείνωση, που την γεννούν η προσευχή, η νηστεία και ο φωτισμός Σου; Κι ακόμα μας δίδαξες τον αντιρρητικό πόλεμο κατά του πειράζοντος διαβόλου. Αφού όλα τα πάθη αποτελούν άλογες ενέργειες, επόμενο είναι να ανατρέπονται οι προκλήσεις τους με το θείο λόγο.


Και φαίνεται, Χριστέ μου, πως, προκειμένου ν’ αρχίσεις ως Θεάνθρωπος το ασύλληπτης μεγαλειότητας έργο της θείας Οικονομίας, θέλησες να μας διδάξεις ότι πρέπει κι εμείς ν’ αρχίζουμε τον αγώνα της σωτηρίας μας από τον πόλεμο κατά των παθών μας. Έτσι, από το είδος των πειρασμών, καταφαίνεται και σε ποια πάθη νικάει τους ανθρώπους ο πειραστής: στα περιεκτικά πάθη της φιληδονίας, της φιλοδοξίας και της φιλοκτησίας.

Χριστέ μου, συγχώρεσέ με που πολυπραγμονώ γύρω από τους πειρασμούς Σου και γιατί –όπως διαβάζεις τις σκέψεις μου– μου περνάει από το νου ότι ο τρόπος των πειρασμών Σου δεν είναι όμοιος με τους δικούς μας. Ο εχθρός εκπειράζει κυρίως μέσω της φαντασίας. Αλλά Εσύ, Κύριε, δεν είχες φαντασία. Επομένως, σε ποιο χώρο Σε πείραζε ο εχθρός; Αυτό είναι για εμάς ακατάληπτο, αλλά και χωρίς πολλή σημασία. Σημασία έχει, ότι Σε πείραξε και αποκρούσθηκε σε χρόνο μηδέν. Αν και ο πεσών Εωσφόρος δεν γνώριζε Ποιος είσαι, όμως από διάφορα εκδηλώματα υποπτευόταν ότι είσαι κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους ανθρώπους, αφού ο ίδιος Σε ονόμαζε «γιο Θεού» (Μάρκ. 5, 7).


Και ενώ, Χριστέ μου, αγνοούμε –τουλάχιστον εγώ ο ταπεινός δούλος Σου– τον τρόπο των προσβολών των τριών πειρασμών Σου (του πειρασμού της φιληδονίας, της φιλοδοξίας και της φιλοκτημοσύνης), όμως μας άφησες αιώνιο υπόδειγμα πνευματικού αγώνα. Και όταν ανάγεται ο νους μου στη θεωρία της αΐδιας δόξας Σου, ότι, Θεός ων, άναρχος και ατελεύτητος, που «κατοικεί σε απρόσιτο φως» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 6, 16), παρόλα αυτά ταπεινώθηκες και υπέφερες τόσα από αγάπη για τα πλάσματά Σου, η καρδιά μου φλογίζεται, ο νους μου φωτίζεται και από τα μάτια μου αναβλύζουν δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης…

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ

[Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου:
«Νικοδήμου Ερημίτου·
Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου»,
α΄ τόμ., κεφ. 22 και 23, σελ. 45–48,
εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 1991.]

Ἡ νεορθοδοξία ἀνατρέπει τὴν Ὀρθοδοξία



Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο "Περὶ θείου καὶ ἀνθρωπίνου ἔρωτος" 
τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου

Τί εἶναι κατὰ βάθος ἡ διαδασκαλία τῶν νεορθοδόξων; Εἶναι ἕνα θεωρητικὸ σύστημα ποὺ συγκροτεῖται ἀπό στοιχεῖα παρέχοντα συνεχή καὶ ἀδιάπτωτη εὐδαιμονία, χαρά, εὐφορία, αἰσιοδοξία, ἐρωτικὲς ἀπολαύσεις, ὑποσχόμενο τὴν τελείωση τῶν βιούντων κατὰ τὰ πρότυπά των νεορθοδόξων μὲ κατάληξη τὸν θεῖον ἔρωτα καὶ τὴν θέωση. Δηλαδὴ πρόκειται γιὰ ἕνα τρόπο ζωῆς, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ συνίσταται ἀπό, κατ' ἐπιλογήν, δογματικὲς καὶ πνευματικὲς θέσεις, ὑφιστάμενες ἀπαραιτήτως, προκρούστιες ἐπεξεργασίες καὶ ὑποτασσσόμενες σὲ ἀναπλαστικὲς μεθοδεύσεις, γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν προσχηματισμένα μοντέλα στὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη. Προσφέρουν ἔτσι μία dolce vita, ἀλλὰ προπαντός, ὀρθόδοξη ἀφοῦ δὲν στερεῖται ὀρθοδόξων στοιχείων! Καὶ ἀκριβῶς γι' αὐτὸ καὶ ἀπατηλή.

Ποιὸς δὲν θέλει τὴν εὐτυχία του, τὴ χαρά του καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία του; Ἔτσι λοιπὸν ἡ ἀνθολογημένη αὐτὴ διαδαχὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία γίνεται ἀποδεκτὴ εὐχαρίστως, σὰν κάτι ἀντι-στασιακό, ἀντι-παλιολιθικό, ἀντι-συντηρητικό, σὰν "μιὰ ἄλλη γλώσσα, μιὰ ἄλλη θεώρηση αὐτοῦ τοῦ χώρου". Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ αἴρεται πλέον, γιατί δὲν χρειάζεται, ἡ νέκρωση τῆς σάρκας καὶ τῶν παθῶν εἶναι περιττή, ἀφοῦ τὴν ἑτοιμάζουμε γιὰ ἐρωτικὲς ἀπολαύσεις, τηρουμένου βέβαια, τοῦ ὄρου ὅτι "προσφέρεται γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου". Λόγος περὶ ἐντολῶν δὲν γίνεται, γιὰ νηστεῖες καὶ γενικῶς ἄσκηση γιὰ "στενὴ καὶ τεθλιμμένη" καὶ γιὰ πολέμους μὲ τὸν σατανᾶ καὶ τὰ πάθη, τελεία σιωπή. 

Ἡ Πατερικὴ Γραμματεία εἶναι καλή, ἀλλὰ ἀνθολογουμένη καὶ καταλλήλως ἑρμηνευομένη, γιὰ νὰ…. προβάλλει τὴν χαρούμενη Ὀρθοδοξία. Τὰ ἀριστουργήματα τῆς ὀσιακῆς ἐμπειρίας καὶ τῶν θεολογικῶν ἐλλάμψεων ποὺ ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ Τριωδίου, στὰ Μηναῖα, στὸ Θεοτοκάριον, στὸ Πεντηκοστάριον, εἶναι ἀποδεκτά, χωρὶς ὅμως τοὺς θρήνους τῆς μετανοία, χωρὶς τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, τῆς ἐνοχῆς, τῆς εὐθύνης, τῶν χρεῶν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρο πέλαγος ἀγαθότητος καὶ βλέπει τὶς ἀνθρώπινες ἀθλιότητες μὲ κατανόηση ὡς ἀστοχίες, ἀτευξίες. Λόγος περὶ θείας δικαιοσύνης καὶ ἀνταποδόσεως, δὲν ἔχει θέση στὴ νεορθοδοξία, Ἐπίσης ὁ τὸσο εὔσπλαγχνος καὶ φιλάνθρωπος Κύριος, ἀδύνατον νὰ κολάσει, ἀφοῦ κάτι σχετικὸ τάχα λέγει καὶ ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος,

 Ὁ φόβος ἔχει ἐκτοπισθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ "τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως", εἶναι ἄγνωστη γλώσσα, ἀφοῦ θὰ μᾶς δικαιώσει ὁ Κύριος σὰν τὸν Μαρμελάδωφ, μόνο καὶ μόνο γιατί θεωροῦσε τὸν εὐαυτό του ὡς χοῖρο.

"H νεορθοδοξία ανατρέπει την Oρθοδοξία"

Τι είναι κατά βάθος η διδασκαλία των νεορθοδόξων; Είναι ένα θεωρητικό σύστημα, που συγκροτείται από στοιχεία παρέχοντα συνεχή και αδιάπτωτη ευδαιμονία, χαρά, ευφορία, αισιοδοξία, ερωτικές απολαύσεις, υποσχόμενες την τελείωση των βιούντων κατά τα πρότυπα των νεορθοδόξων, μέ κατάληξη τον θείον έρωτα και την θέωση. Δηλαδή πρόκειται για ένα τρόπο ζωής, μέσα στην Εκκλησία, που συνίσταται από, κατ' επιλογήν, δογματικές και πνευματικές θέσεις, υφιστάμενες απαραιτήτως προκρούστιες επεξεργασίες και υποτασσόμενες σε αναπλαστικές μεθοδεύσεις, για να υπηρετήσουν προεσχηματισμένα μοντέλα, στη θεωρία και την πράξη. Προσφέρουν έτσι μια dolce vita, αλλά, προπαντός, ορθόδοξη, αφού δεν στερείται ορθοδόξων στοιχείων! Και ακριβώς γι' αυτό και απατηλή.
Ποιος δεν θέλει την ευτυχία του, τη χαρά του και την αιώνια σωτηρία του; Έτσι λοιπόν η ανθολογημένη αυτή διδαχή από την Ορθοδοξία γίνεται αποδεκτή ευχαρίστως, σαν κάτι αντι-στατικό, αντι-παλαιολιθικό, αντι-συντηρητικό, σαν «μια άλλη γλώσσα, μια άλλη θεώρηση αυτού του χώρου». Ο Σταυρός του Χριστού δεν θα αίρεται πλέον, γιατί δεν χρειάζεται, η νέκρωση της σάρκας και των παθών είναι περιττή, αφού την ετοιμάζουμε για ερωτικές απολαύσεις, τηρουμένου, βέβαια, του όρου ότι «προσφέρεται για την ευτυχία του άλλου». 
Λόγος περί εντολών δεν γίνεται, για νηστείες και γενικώς άσκηση, για «στενή και τεθλιμμένη» και για πολέμους με τον σατανά και τα πάθη, τελεία σιωπή. Η Πατερική γραμματεία είναι καλή, αλλά ανθολογουμένη και καταλλήλως ερμηνευομένη, για να προβάλλει την χαρούμενη Ορθοδοξία. 
Τα αριστουργήματα της οσιακής εμπειρίας και των θεολογικών ελλάμψεων, που έχουν ενσωματωθεί στα λειτουργικά βιβλία της Παρακλητικής, του Τριωδίου, στα Μηναία, στο Θεοτοκάριον, στο Πεντηκοστάριον, είναι αποδεκτά, χωρίς όμως τους θρήνους της μετανοίας, χωρίς την αίσθηση της αμαρτωλότητος, της ενοχής, της ευθύνης, των χρεών από τις αμαρτίες, αφού ο Θεός είναι άπειρο πέλαγος αγαθότητος και βλέπει τις ανθρώπινες αθλιότητες με κατανόηση ως αστοχίες, ατευξίες. 
Λόγος περί θείας δικαιοσύνης και ανταποδόσεως, δεν έχει θέση στην νεορθοδοξία. Επίσης ο τόσον εύσπλαγχνος και φιλάνθρωπος Κύριος, αδύνατον να κολάσει, αφού κάτι σχετικό τάχα λέγει και ο Ισαάκ ο Σύρος. 
Ο φόβος έχει εκτοπισθεί από την αγάπη, το «τρέμω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως», είναι άγνωστη γλώσσα, αφού θα μας δικαιώσει ο Κύριος, σαν τον Μαρμελάδωφ(1) μόνο και μόνο γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ως χοίρο. Τον εκάλεσε ο Κύριος και χωρίς άλλη μετάνοια, χωρίς αποχή της μέθης και ας έστελνε τη Σόνια να πορνεύει για χάρη του πατρικού ποτού, όπως μας το εγγυάται ο κ. Γιανναράς.

1. Ήρωας του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι, "Εγκλημα και τιμωρία

------------------------------------------------------------
πηγή: ΘΕΌΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, "Περί θείου και ανθρωπίνου έρωτος - Β. Ο Νικολαϊτικός ερωτισμός των νεορθοδόξων", εκδ. Σπηλιώτη

Θεολογικοὶ διάλογοι χωρὶς ἀποτέλεσμα

ΕΙΝΑΙ ὑπερβολικός ὁ ἰσχυρισµός πολλῶν ἀνθρώπων πώς τάχα οἱ κοινωνικές σχέσεις, οἱ κοινές ἐκδηλώσεις, οἱ συνοµιλίες καί οἱ διάλογοι λύνουν τά προβλήµατα πού ὑπάρχουν στόν κόσµο, τά κοινωνικά, πολιτικά, ἐπιστηµονικά, ἐκκλησιαστικά κ.ἄ.

Πιστεύουν ὅτι µποροῦν νά ὁδηγήσουν πρός τή λύση καί νά ἐπικρατήσει παντοῦ ἠρεµία καί ἀνέµελη συνεργασία. Στά κοινωνικά καί πολιτικά προβλήµατα µπορεῖ νά συµβάλλουν µερικῶς, ὅταν οἱ διαλεγόµενοι συµφωνοῦν µέ ἀµοιβαῖες ὑποχωρήσεις. Στά ἐκκλησιαστικά ὅµως θέµατα, κυρίως αὐτά πού ἔχουν σχέση µέ τόν οἰκουµενισµό, δέν ἰσχύει κάτι τέτοιο.
Οἱ θεολογικοί διάλογοι µεταξύ Ὀρθόδοξων καί ἑτερόδοξων δέν ἔχουν ἀποτελέσµατα, γιατί δέν ὑπάρχει ἡ ἀγαθή προαίρεση στούς ἑτερόδοξους νά βροῦν τό δρόµο πού ἔχασαν. Ἄν ὑπῆρχε, οἱ διάλογοι θά ἦταν γόνιµοι καί θά τούς ὁδηγοῦσαν στήν ἐπιστροφή πρός τήν µία Ἐκκλησία.
Οἱ διάλογοι µέ τούς ἑτερόδοξους πού διεξάγονται ἐπί δεκαετίες τώρα, δέν ἔχουν κανένα οὐσιαστικό ἀποτέλεσµα. Οὔτε ἕνας ἑτερόδοξος δέν συναισθάνθηκε τήν ἀποµάκρυνσή του ἀπό τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως. ∆έν εἴδαµε πουθενά καί σέ κανένα βήµατα ἐπιστροφῆς. Καί οἱ ἡµέτεροι οἰκουµενιστές ἐπιµένουν καί πρωτοστατοῦν στούς θεολογικούς διαλόγους, πιστεύοντας ὅτι κάτι σπουδαῖο πετυχαίνουν! Πολλές φορές µέ τίς ὑποχωρήσεις καί τούς συµβιβασµούς τους σκανδαλίζουν τούς πιστούς, ἀλλά αὐτό δέν ἐνδιαφέρει. Ἐλπίζουν ὅτι σιγά-σιγά θά ἀποδεχτοῦν αὐτά πού ἀποφασίζουν γιά λογαριασµό τους, ἀφοῦ τυχαίνει νά εἶναι ἀνώτεροι κληρικοί, στούς ὁποίους ἐπιβάλλεται σεβασµός καί ὑπακοή. Γιά ἐκείνους πού τυχόν δέν θά πειθαρχήσουν, ἔχουν τήν διαδικασία τοῦ ἀφορισµοῦ καί τῆς ἀκοινωνησίας!
Μεγάλη εὐθύνη στούς διαλόγους καί τόν οἰκουµενισµό γενικότερα ἔχει τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο δέν ἔχει ποίµνιο στήν Πόλη καί ἀσχολεῖταιµέ τούς ἀµετανόητους αἱρετικούς, τούς παπικούς καί προτεστάντες. Ὁ ἀείµνηστος µοναχός Θεόκλητος ∆ιονυσιάτης ἔλεγε σχετικά: «Ποῦ ἐγεννήθη τό θέµα τοῦ διαλόγου; Ποῦ ἀλλοῦ; Εἰς τό Φανάρι! ∆έν ἀντιτιθέµεθα εἰς πᾶσαν ἰδέαν διαλόγου µετά τῶν αἱρετικῶν. Ἡ Ἐκκλησία ἀνά τούς αἰῶνας κηρύττει τήν Ὀρθόδοξον πίστιν. Καί στούς θέλοντας νά διαλεχθοῦν, δέν ἀρνεῖται. Σηµειώνοµεν τήν δυσφορίαν µας µόνον, ὄχι δι᾿ αὐτόν τοῦτον τόν διάλογον, ἀλλά διά τήν συνέχουσαν τό Φανάριον παθολογικήν ἐπιθυµίαν τοῦ διαλέγεσθαι καί διά τήν ἐλαστικότητά του περί τά θέµατα τῆς πίστεως, µέ συνέπειαν νά φθείρεται ἡ Ὀρθοδοξία» (Ὀρδόδοξα µελετήµατα, 1974, σελ. 68).
Τόν κίνδυνο τῆς φθορᾶς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς διαλόγους καί τόν οἰκουµενισµό δέν τόν ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅλοι ὅσοι βρίσκονται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Τόν θεωροῦν ὑπερβολικό καί ἀµφισβητοῦν ἐκείνους πού µιλοῦν γι᾿ αὐτόν. Οἱ ἴδιοι ὅµως δέν ἔχουν κάποιο ἀντεπιχείρηµα. Ἁπλά ἀκολουθοῦν τούς κληρικούς πού εἶναι συµβιβασµένοι µέ τόν κόσµο καί δέν ἔχουν τήν ἀναγκαία εὐαισθησία στά θέµατα τῆς πίστης. Χρειάζεται ἐγρήγορση καί ἐκεῖνοι πού προσπαθοῦν νά διαφωτίσουν τό λαό ἐπιτελοῦν ἔργο θεάρεστο.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης
Ορθόδοξος Τύπος, 10/07/2015

Καθίζησις ὀρθοδόξου φρονήματος

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ εἶναι ὁ µεγάλος δράκοντας πού ἐπί δεκαετίες τώρα ἀπειλεῖ τήν Ὀρθοδοξία, χωρίς νά προκαλεῖ ὅµως τήν ἀνάλογη ἀνησυχία στούς κληρικούς καί τούς λαϊκούς.
Συνήθως στή χώρα µας οἱ δραστηριότητες τῶν οἰκουµενιστῶν φτάνουν ὡς εἰδήσεις τοῦ ἐξωτερικοῦ δελτίου, µιά καί ἐκτός τῆς χώρας λαβαίνουν χώρα, χωρίς νά προκαλοῦν πολύ. ∆έν ἔχουν τό θάρρος ἀκόµη οἱ µεγαλόσχηµοι κληρικοί τοῦ οἰκουµενισµοῦ νά συγχρωτιστοῦν καί νά συµπροσευχηθοῦν µέ τούς αἱρετικούς ἐντός τῆς Ἑλλάδος, γιατί γνωρίζουν ὅτι οἱ ἀντιδράσεις θά εἶναι δυναµικές. Αὐτός εἶναι ὁ βασικός λόγος πού ἡ ἀνησυχία τοῦ πιστοῦ λαοῦ εἶναι µειωµένη.
∆έν πρέπει ὅµως νά ἀδιαφοροῦµε γιά τό τί συµβαίνει σέ διάφορα µέρη τοῦ κόσµου καί τί σχέδια ἀπεργάζονται οἱ ἀδίστακτοι οἰκουµενιστές, οἱ ὁποῖοι φιλοδοξοῦν νά τούς γράψει ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία ὡς µεγάλους πρωταγωνιστές τοῦ ὁράµατος τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως καί ἐπιµένουν νά ἀδιαφοροῦν τό τί γράφει ἡ ἱστορία γιά τούς ἑτερόδοξους καί φιλενωτικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαπράξει ἐγκληµατικές πράξεις εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὅταν µελετήσει κανείς τίς σελίδες της, συµπεραίνει ἀσφαλῶς ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί σκέφτονται καί ἀποφασίζουν ἀντιχριστιανικῶς! ∆υστυχῶς, ἔτσι συµβαίνει πάντα µέ τούς αἱρετικούς. Ἐπιµένουν φανατικῶς καί χωρίς φόβο Θεοῦ, γιά νά πετύχουν ἰδιοτελεῖς καί ἐγκόσµιους σκοπούς καί ὄχι βέβαια γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀκεραιότητα τῆς µιᾶς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ οἰκουµενιστές εἶναι ἐπικίνδυνοι καί πρέπει πάντα νά παρακολουθοῦµε τίς δραστηριότητές τους. Ὅµως οἱ ἐγχώριοι µητροπολίτες δέν εὐκαιροῦν γιά κάτι τέτοιο. Ἔχουν ἄλλες ἀπασχολήσεις. ∆ραστηριοποιοῦνται γύρω ἀπό τόν ἑαυτό τους, διοργανώνουν πολυδάπανες καί προκλητικές φιέστες γιά τήν προβολή τους, προκειµένου νά ἱκανοποιήσουν τό φοβερό πάθος τῆς φιλοδοξίας, νά ἀποσπάσουν τό χειροκρότηµα, χωρίς νά ἔχουν πετύχει κάτι σπουδαῖο στή µητρόπολή τους. ∆υστυχῶς τό φρόνηµά τους εἶναι ἀµιγῶς κοσµικό καί γίνεται ἡ αἰτία νά µένουν ἀδιάφοροι καί ράθυµοι ἀπέναντι στούς οἰκουµενιστές ἤ νά σύρονται «λόγῳ ὑπακοῆς» ἀπό τούς ἐνοίκους τοῦ Φαναρίου. Εἶναι µάταιο νά περιµένει κανείς εὐαισθησία σέ θέµατα πίστης, ἀλλά καί ἠθικῆς, ἀπό ἀνθρώπους πού βιώνουν τήν ἀρχιερωσύνη τους µέ τρόπο ἀριστοκρατικό, φιλόδοξο, φιλήδονο καί φιλάργυρο. Ἄς µή θεωρηθοῦν τά λόγια µου αὐτά ὑπερβολικά καί συκοφαντικά. Ἐπιβεβαιώνονται σχεδόν καθηµερινά µέ τά ἀρχιερατικά συλλείτουργα στίς πανηγύρεις ἱερῶν ναῶν καί στά ὀνοµαστήρια τῶν µητροπολιτῶν. Εἶναι καιρός οἱ ἁπλοί κληρικοί καί µοναχοί, ἀλλά καί οἱ πιστοί, νά ἀναπληρώσουν τό κενό πού δηµιουργοῦν οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται εἰς τόπον Χριστοῦ, ὄχι ὅµως πάντοτε καί εἰς τύπον. Χρειάζεται εὐαισθητοποίηση στά θέµατα τῆς πίστης καί ἱερός ζῆλος, πού δέν θά ἀφήνουν τούς οἰκουµενιστές νά ἔχουν ἀποτελέσµατα στίς προσπάθειές τους.
Ὁ λόγιος ἁγιορείτης µοναχός Θεόκλητος ∆ιονυσιάτης τό 1964, σχολιάζοντας τήν τότε ἐπικρατοῦσα ἐκκλησιαστική κατάσταση, πού δέν διαφέρει σχεδόν καθόλου ἀπό τή σηµερινή, ἔλεγε: «Ἀφήνοµεν κραυγήν πόνου διά τό κατάντηµά µας. Εἰς τόσην καθίζησιν ὀρθοδόξου φρονήµατος ἐφτάσαµε, εἰς τόσην ἀφιλοτιµίαν, ὥστε σπανίως νά ἀκούεται µία φωνή διαµαρτυρίας, µία φωνή, ἕνα σφύριγµα ὀρθοδόξου ποιµένος, ἐν ὄψει ἐπιδροµῆς τῶν κατολίκων; Γνωρίζουν οἱ ἡµέτεροι, ὅτι οἱ Λατῖνοι πανηγυρίζουν τόν ἐπερχόµενον ἐκλατινισµόν µας;» ( Ὀρθόδοξα µελετήµατα, 1974, σελ.63).
Ἡ ἀγωνία τοῦ ἀείµνηστου Γέροντα Θεόκλητου ἄς γίνει καί δική µας ἀγωνία, γιατί πολλά δεινά θά µᾶς φέρουν οἱ οἰκουµενιστές, ἐάν δέν περιοριστοῦν µέ τίς δυναµικές µας ἀντιδράσεις.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης
Ορθόδοξος Τύπος, 03/07/2015

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΩΝ - ΠΡΟΦΗΤΙΚΕΣ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΕΙΣ

Είδαμε στις μέρες μας να ψηφίζονται δύο νομοσχέδια που επαληθεύουν προφητείες Γερόντων και Αγίων. Ναι αναφέρομε στην ομοφυλοφιλική συμβίωση και την απόδοση της Ελληνικής Ιθαγένειας. Ποιός θα το πίστευε ότι θα ’ρχόταν εποχή που θα συζητούσαμε στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας κάτι τέτοιο ή ότι στην εποχή μας θα εκπληρωνόταν η Προφητεία του Αγίου Νείλου του Μυροβλήτου εκ του Αγίου Όρους που έλεγε μεταξύ των άλλων και αυτό: «...Αι πορνείαι, μοιχείαι, αρσενοκοιτίαι, κλοπαί και φόνοι, θα πολιτεύωνται εν τω καιρώ εκείνω...»!!!

Δεν μας φτάνουν όλα τα άλλα "κακά" που έχουν έλθει η μας έχουν φέρει με το ζόρι στην χώρα μας, τώρα θέλουν να μας φέρουν και τους «γάμους» των ομοφυλοφίλων, προκειμένου να γίνη και η Ορθόδοξη Ελλάδα μας «ΣΟΔΟΜΑ και ΓΟΜΟΡΑ»!!! επισύρροντας την δίκαιη οργή και τιμωρία του Κυρίου μας».
Κι ενώ βρισκόμαστε σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές κάποιοι περιμένουν να βρεθεί συμφωνία. Μάλλον τιμωρία θα βρεθεί. Το δεύτερο νομοσχέδιο που αφορά την απόδοση της; Ελληνικής ιθαγένειας επαληθεύει τον αείμνηστο Γέροντα Θεόκλητο από την Μονή Διονυσιάτου που είχε γράψει<<Και στην ερώτησή μου· Ο Θεός θά επιτρέψει την αντικατάσταση της αγίας Εκκλησίας Του, πού «επεριποιήσατο τώ ιδίω Αίματι», μέ τόν σκοτεινό και δαιμονικόν μουσουλμανισμόν μέσα στην Τοπική Ορθοδοξία της Ελλάδος; Μού απήντησαν με ένα στόμα ότι, ο Θεός θα το επιτρέψει εξ αφορμής τής εκτεταμένης αμαρτίας. Καί ανεφέρθησαν στους βυζαντινούς ρωμηούς, πού δεν μετανοούσαν.


Και όταν πάλιν τους ερώτησα· πώς θα συμβεί αυτό και πότε και τί θά γίνουν οι Έλληνες; Απήντησαν, ότι ήδη ενεργείται η άλωση με τα 2-3 εκατομμύρια των μωαμεθανών, πού ονομάζονται μετανάστες, καί πού θα στερεώνονται σταδιακώς μέ τήν ελληνικήν ιθαγένεια, πού θά τούς χορηγεί ευχαρίστως τό Κράτος, δηλαδή η άθεη κυβέρνηση.>>Τα δεινά του ελληνικού λαού ξεκινάνε τώρα,καθώς υπάρχει και το πρόβλημα των λαθρομεταναστών, κι ευχόμαστε να μην έχουμε τραγικές εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις γιατί αυτά που ζητούν οι δανειστές είναι πρωτοφανή, και για να υπογραφεί συμφωνία η οποία θα έρθει για ψήφιση στο Κοινοβούλιο θα χρειαστεί την υποστήριξη των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ΠΟΤΑΜΙ, αφού από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ θα υπάρξουν διαρροές, αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση μπορεί να μετασχηματιστεί σε στυλ Παπαδικού, χωρίς εκλογές λόγω εθνικής ανάγκης, για εθνική ενωτική κυβέρνηση. Χρειάζεται πολύ προσευχή και κομποσχοίνι στη συνέχεια για να μην έχουμε εθνικά παρατράγουδα.

http://orthodoxathemata.blogspot.gr

Η ΑΓΑΠΗ ΣΕΙΕΙ ΤΗΝ ΓΗ

Άγιον Όρος, της Θείας Μεταμορφώσεως, 1978, Θεόκλητος Διονυσιάτης Μοναχός. 

Αποσπάσματα από θεολογικό δοκίμιο μετά τους σεισμούς στην Θεσσαλονίκη.

Φίλοι και αδελφοί εν Χριστώ, Θεσσαλονικείς, με παρακάλεσαν να γράψω τις σκέψεις μου, αναφορικά με τους τρομακτικούς σεισμούς της πόλης σας, προκειμένου να τις δημοσιεύσουν προς διαφώτιση του λαού.
Βέβαια ένας πιστός και μάλιστα μοναχός της Ορθόδοξης Εκκλησίας που βρίσκεται σχεδόν αδιάλειπτα σε μυστική σχέση με τον Θεό και που ζει με πνευματική αίσθηση την παρουσία της Θείας Πρόνοιας, δεν έχει καμία αμφιβολία ότι τα πάντα γίνονται υπό την αδιάκοπη άκτιστη ενέργεια και εποπτεία του Θεού, κατά το προηγούμενο θέλημα της ευδοκίας Του ή κατά το επόμενο της παραχωρήσεως.
Παρά τη σαφή βεβαιότητά μου όμως σ` αυτό το θέμα, σκέφτηκα να καταφύγω σε φίλους μου Ησυχαστές, που ευλαβούμαι για την αγιότητά τους, τη σοφία τους, την εσωτερική και την θεολογική τους παιδεία, ώστε κι εγώ ν` απαλλαγώ από την ευθύνη της προσωπικής μου γνώμης, αλλά και το υπόψη θέμα να κατοχυρωθεί από κάθε πλευρά.
Πράγματι πήρα το καστανένιο ραβδί μου και το πρωί αναχώρησα προς τα ερημικότερα μέρη του Άγιου Όρους. Σε δυο ώρες περίπου έφτασα στην ασκητική καλύβα των παλιών φίλων μου Ησυχαστών.
Ύστερα από τις αδελφικές περιπτύξεις, άνοιξα χωρίς περιστροφές το θέμα στους τρεις μοναχούς – Ησυχαστές που από την όψη τους, η θέα τους μαρτυρούσε ότι ήταν λυτρωμένα πλάσματα του Θεού, ελεύθερα από ανάγκες, ψηλότερα από μεταβολές των ανθρώπινων, χαρούμενα, σεμνά, φωτισμένα γεμάτα αγάπη στους ανθρώπους, αληθινοί θεολόγοι.
Πρώτη, σαν από προηγούμενη συμφωνία, αντίδρασή τους ήταν και οι τρεις να μειδιάσουν με καλοκαγαθία. Ύστερα με κοιτούσαν με τα καθαρά και στο βάθος λυπημένα μάτια τους. Αλλά εμένα με ενδιέφερε το συγκεκριμένο θέμα και το ήθελα αρθρωμένο στον θεολογικό λόγο. Γι` αυτό επανήλθα στο ερώτημα με παρακλητικό τόνο.

Ο ΧΕΙΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ ΜΑΣ

Αφού εξακολούθησαν να με κοιτάζουν επίμονα οι ησυχαστές, μπροστά στην επιμονή μου ο πιο γηραλέος απάντησε.
-Αδελφέ Θεόκλητε θέλετε να γράψετε για τους σεισμούς σαν φυσικό φαινόμενο, δηλαδή ποιά σχέση μπορούν να έχουν με τον Θεό, πώς συμβιβάζονται με την αγάπη του, αφού προκαλούν τόσες καταστροφές, ή πρόκειται απλώς για το αποτέλεσμα νομοτελών λειτουργιών στα έγκατα της γης, που διαφεύγουν από τον έλεγχο του Θεού; Όπως θα προσέξατε απέφυγα να απαντήσω αμέσως, σκεπτόμενος σε πόση δεινή θέση θα βρεθείτε, αν θελήσετε να γράψετε την αλήθεια. Αν πάλι, για να αποφύγετε τις δυσκολίες γράψετε ψέματα ποια θα είναι η ωφέλεια;
-Σας παρακαλώ πάτερ, απάντησα, τι θέλετε να πείτε με αυτά; Γιατί να μην γράψω την αλήθεια; Για ποιες δυσκολίες μιλάτε;
-Αδελφέ Θ, γίνομαι πιο σαφής. Θέτετε ευθέως το ερώτημα ως προς την προέλευση των σεισμών και την σχέση τους με την πρόνοια του Θεού. Ειλικρινά φρονείτε ότι οι σεισμοί είναι ποτέ δυνατόν να βρίσκονται έξω από την Πρόνοια του Θεού, γιατί τα ερωτήματά σας εκεί οδηγούν, αφού είπατε ότι είναι ενδεχόμενο να είναι αποτέλεσμα νομοτελών φυσικών λειτουργιών στα έγκατα της γης που διαφεύγουν από τον έλεγχο του Θεού.
-Ο Κύριος να με σκεπάσει, Γέροντα, απάντησα, από μια τέτοια φοβερή άγνοια που ισώνεται με βλασφημία κατά του Θεού. Νομίζω πως δεν υπάρχει μοναχός, που να φρονεί ότι οι προκαλούμενες καταστροφές και οι θάνατοι ανθρώπων δεν συμβιβάζονται με την αγάπη του Θεού ή ότι είναι θεολογικώς παραδεκτό πως όλα αυτά μπορεί να γίνουν ερήμην του Θεού, ανέλεγκτα και αδιάφορα. Τα ερωτήματά μου τα διατύπωσα όχι σαν δικές μου απορίες, αλλά σαν απόψεις που επικρατούν στη συντριπτική πλειοψηφία των «πιστών» και μεταξύ ακόμη θεολόγων, με τον σκοπό να χρησιμοποιήσω τις απαντήσεις σας καταλλήλως.
-Τώρα ησύχασα, αδελφέ Θ. όπως και οι παραδελφοί μου. Όμως μένει η άλλη ανησυχία μου. Πώς θα μπορέσετε να γράψετε προς ένα λαό, που σε μεγάλη έκταση έχασε την πίστη του στον Θεό, ότι οι σεισμοί, που του προκάλεσαν τόσες ταλαιπωρίες, είναι μια μορφή παρουσίας της αγάπη Του γι` αυτόν τον λαό, χωρίς να τον εξεγείρετε εναντίον του Θεού; Να γιατί σας είπα ότι περιέρχεσθε σε δεινή θέση, αφού είστε αποφασισμένος κι εσείς από αγάπη να πείτε την αλήθεια.
-Πράγματι αυτό είναι ένα πρόβλημα, που δεν είχα σκεφτεί, απάντησα. Κι όμως είναι βασικότερο όχι μόνο να πει κανείς την αλήθεια, αλλά πώς να την πει. Λοιπόν τι θα είχατε να μου πείτε άγιοι Γέροντες, τόσο για τα αποδεικτικά στοιχεία, όσο και για την επιλογή της μεθόδου;
-Τι να πούμε στο χειμαζόμενο λαό μας, όχι τόσο για την οχληρή περιπέτειά του, όσο για την τραυματισμένη πίστη του; Πολύ φοβάμαι, είπε ο Γέροντας, ότι δεν έχουμε καταλάβει ακόμη την τρομακτική αλλοίωση της ψυχής των εν Χριστώ αδελφών μας, από την επίδραση των καταλυτικών συνθηκών, μέσα στις οποίες ζει ολόκληρες δεκαετίες. Πάντοτε βέβαια, ο λαός του Θεού σε όλες τις εποχές παρασύρεται από τα διαβολικά τεχνάσματα, άλλοτε πολύ, άλλοτε λίγο. Αλλά η απομάκρυνσή του από τον Θεό, για μικρό ή μεγάλο διάστημα δεν του διέστρεφε την ψυχή, γιατί δεν την θεμελίωνε με θεωρητικά, αλλά ούτε και με πρακτικά ερείσματα.
-Ποιά εννοείτε, Γέροντα, διέκοψα, θεωρητικά και πρακτικά ερείσματα της αποστασίας από τον Θεό;
-Εννοώ τις διάφορες θεωρίες και τα συστήματα, που δικαιολογούν όλες τις μορφές της αμαρτίας σαν επιταγή βιολογική, σαν αξίωση της επιστήμης και του πολιτισμού. Η πρακτική λοιπόν εφαρμογή ξέρετε που οδηγεί; Στην εκτέλεση κάθε αμαρτίας με «ελαφρά» συνείδηση. Οπότε η διαστροφή της συνειδήσεως συντελείται χωρίς ανασταλτικότητα και επομένως γίνεται και ραγδαία και σταθερά οπότε παγιώνεται.

ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

-Η άποψη αυτή, Γέροντα, παρατήρησα, είναι πραγματικά σοφή.
Αμάρταναν οι παλαιοί χριστιανοί, αλλά επειδή στην εποχή τους δεν υπήρχαν διαβολικές θεωρίες να δικαιώνουν επιστημονικά ή «θεολογικά» ή φιλοσοφικά τις ποικιλόμορφες αμαρτίες, είχαν την συνείδηση της ενοχής. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δεν άφηνε την αμαρτία να ριζώσει στην ψυχή και επομένως δεν την διέστρεφε. Και έτσι υπό τον έλεγχο της συνείδησης μετανοούσε εύκολα και γρήγορα ο χριστιανός. Μπορώ να ισχυριστώ ότι οι χριστιανοί, «πριν ανοίξουν τα μάτια τους» στην ψευδολάμψη του δυτικού πολιτισμού ποτέ δεν έμειναν μόνιμα στην αμαρτία οποιασδήποτε κατηγορίας, αλλά μετανοούσαν το ταχύτερο, αν και η δυναστική βία των παθών δεν τους άφηνε για πολύ νικητές. Ενώ σήμερα;…..
-Σήμερα; απάντησε ο σοφός Γέροντας. Έχω θετικές πληροφορίες, αδελφέ Θ., ότι όχι μόνο οι Θεσσαλονικείς δεν κατάλαβαν τίποτα από το μήνυμα του Θεού, στην μέγιστη πλειονότητά τους, αλλά ούτε και ο υπόλοιπος ελληνορθόδοξος χώρος για να μην αναφερθώ στον λοιπό κόσμο. Αν εξαιρέσουμε τα όργανα της εκκλησίας, τους ιερωμένους – που κι αυτοί δειλιάζουν να μιλήσουν καθαρά – και ελάχιστες χιλιάδες πιστών λαϊκών, ο μέγιστος αριθμός της βυζαντινής μεγαλούπολης παραμένει στο σκοτάδι της άγνοιας. Οι άνθρωποι δίνουν όλες τις ερμηνείες και παρ` ότι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, μόνο μεταφυσική ερμηνεία δεν δίνουν. Να γιατί οι ιερείς μας κάνουν παρακλήσεις στον Θεό αλλά αποφεύγουν να πουν σε ένα λαό έτοιμο από την σκληροκαρδία του να βλασφημήσει, ότι οι σεισμοί του είδους αυτού είναι αφυπνιστικό σήμαντρο, που κρούει ο Θεός.
-Λοιπόν, Γέροντα, μήπως πρέπει να σιωπήσουμε για να μην προκαλέσουμε και ν` αφήσουμε τον σατανά στις διάφορες εκδόσεις του να αλωνίζει στις ψυχές του αποπλανημένου λαού του Θεού; Εάν η Εκκλησία, οι ιερείς και οι μοναχοί δεν προσπαθήσουν να πάρουν την πρωτοβουλία και την δράση από τον εχθρό, που κάνει το πάν για να κολάσει τα παιδιά του Θεού, τότε τι λόγο θα δώσουμε στον Κριτή και ποιά διέξοδο πρέπει να βρουν ο πόνος μας ο αδελφικός και η κατά Χριστό αγάπη μας; Τι με συμβουλεύετε, είπα, οσιότατε πάτερ;
-Δεν διανοούμαι καν να αδρανήσουμε ή να δεχτούμε μοιρολατρικά, απάντησε ο Γέροντας, την θλιβερή κατάσταση, που δημιούργησε ο σεισμός, στις ψυχές των δυστυχών αδελφών μας εν Χριστώ. Αλλά θέλει θείο φωτισμό κανείς για να βρει τον τρόπο να τους προσεγγίσει, κι αυτό, γιατί απωθούν βίαια οι καρδιές τους ερμηνείες που αρχίζουν από το Θεό. Είπαμε ότι οι αδελφοί μας, στην μεγάλη πλειονότητα τους, χάλασαν τις ψυχές τους. 

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ

-Θυμηθείτε, αδελφέ Θ., συνέχισε ο Ησυχαστής, τι άμεση ανταπόκριση βρήκε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στις ψυχές των πιστών, ύστερα από ένα καταστροφικό σεισμό που έγινε στην Αντιόχεια, όταν ακόμα ήταν απλός πρεσβύτερος. Ο σεισμός προκάλεσε έντονο φόβο. Κι επειδή οι χριστιανοί είχαν πίστη στον Θεό απέδωσαν τον σεισμό στις αμαρτίες τους, μετανοήσαν και ζήτησαν συγχώρεση από τον φιλάνθρωπο Κύριο. Σ` αυτήν την ψυχική κατάσταση, ο Χρυσόστομος, ξεφώνισε τον γνωστό λόγο του «Μετά τον σεισμό» και τα λόγια του έπεφταν σαν δροσερή βροχή στην διψασμένη γη της καρδιάς τους. Βέβαια υπήρχαν και τότε αυτοί που ακολουθούσαν τα σατανικά θελήματα. Αλλά αυτοί ήταν λίγοι. Οι πολλοί έκαναν ευχαριστήριες αγρυπνίες στις εκκλησίες, έψαλλαν και ευχαριστούσαν τον κύριο εν μετανοία, τόσο, ώστε ο άγιος πατέρας να τους λέγει, ότι και αυτοί καθαρίστηκαν με την ευωδιά των προσευχών τους από τους σπίλους της αμαρτίας. Και στη συνεχεία τους λέγει καθαρά κάτι που θα πρέπει όλοι μας να το γνωρίζουμε. «Σας είπα και χτες ότι είναι μεγάλο το κέρδος από τους σεισμούς. Είδατε φιλανθρωπία του Παντοδύναμου, που σείει την πόλη και στερεώνει το νου στην πίστη; Σαλεύει τα θεμέλια της και σταθεροποιεί στο αγαθό τα φρονήματα; Ερειπώνει την πόλη και δυναμώνει την προαίρεση στο καλό; Καταλάβατε την φιλανθρωπία του Θεού. Έσεισε λίγο (την πόλη ) και την στερέωσε για πάντα στην πίστη. Ο σεισμός κράτησε δυο μέρες, αλλά η ευλάβεια σας πρέπει να μένει σ’ όλη την ζωή σας. Λυπηθήκατε λίγο, αλλά ριζωθήκατε παντοτινά στην ευσέβεια……».
Και αφού ο θείος διδάσκαλος απαριθμεί τα καλά που προκάλεσε ο σεισμός με την μετάνοια που έδειξαν οι χριστιανοί της Αντιόχειας τους λέει. «Σταθεροποιήσατε την πόλη για να σταματήσετε την Οργή του Θεού. Εγώ όμως χαίρομαι όχι γιατί στάθηκε με τις προσευχές σας και οι ψαλμωδίες σας έγιναν θεμέλια της πόλεως. Από πάνω ήλθε η οργή και από κάτω ανέβαινε η ικεσία σας. Ανοίχτηκαν οι ουρανοί και κατέβηκε βαριά η απόφαση του Θεού και το σπαθί είναι έτοιμο, ακονισμένο. Η πόλη θα κατεδαφίζονταν, γιατί η οργή ήταν αδυσώπητη. Αλλά είχαμε ανάγκη μονάχα από μετάνοια, από δάκρια από στεναγμούς κι έτσι οι απειλές του Θεού ανεστάλησαν. Ο Θεός είχε αποφασίσει την καταστροφή, αλλά εσείς με τις προσευχές και την μετάνοιά σας δυσωπήσατε τον Θεό. Γι` αυτό δεν θα κάνει λάθος κανείς αν σας πει ότι είστε οι σωτήρες της πόλεως……».
Τελειώνοντας την ομιλία του ο θεοφώτιστος πρεσβύτερος, συνέχισε ο Γέροντας, εισάγει την αιτία του σεισμού, που στην εποχή μας έχει βέβαια διαφοροποιηθεί. Δηλαδή θεωρεί τους πλούσιους σαν πρόκληση στον Θεό, ενώ σήμερα συντελεστές είναι οι πολλοί. Αν κανείς ρωτηθεί, γιατί σείστηκε η πόλη, έστω και αν αυτός δεν απαντήσει, όμως είναι γενικά παραδεκτό, ότι σείστηκε για τις αμαρτίες, για τις πλεονεξίες, για τις αδικίες, για τις παρανομίες, για τις υπερηφάνειες, για τις ηδονές, για τις απάτες. Αλλά ποιών; Των πλουσίων. Αν πάλι ρωτηθεί κανείς, από τι σταμάτησαν οι σεισμοί; Είναι φανερό, από τις ψαλμωδίες, τις προσευχές, τις αγρυπνίες. Και από ποιούς; Από τους φτωχούς…».
-Όπως σωστά είπατε άγιε πάτερ, παρατήρησα, σήμερα έχουμε μια διαφοροποίηση. Οι αναλογίες στις κοινωνικές τάξεις δεν είναι οι ίδιες της εποχής του Χρυσοστόμου.
Τώρα δεν έχουμε πλούσιους και φτωχούς χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
Δυστυχώς στην εποχή μας οι πολλοί έχουν την δυνατότητα για όλες τις αμαρτίες, που ονομαστικά ανέφερε ο δάσκαλος της εκκλησίας. Αλλά και η δομή του κοινωνικού βίου είναι τόσο διαφορετική σήμερα, που ο μέγας ιεροκήρυκας δεν θα θεωρούσε σαν αμαρτωλούς μονάχα τους πλούσιους, αλλά όλους εκείνους που μετέχουν στα «αγαθά» του πολιτισμού μας. Και είναι τόσο εκτεταμένη και τόσο γυμνά αναίσχυντη η σημερινή πρόκληση, προς την αγαθότητα του Θεού, που δεν θα μπορούσαν καν να υποπτευθούν και να φανταστούν χριστιανοί των περασμένων αιώνων…

ΕΣΧΑΤΕΣ ΜΕΡΕΣ;

-Αυτή η τόσο εκτεταμένη αναισχυντία της αμαρτίας, με κάνει αδελφέ Θ., απάντησε ο Γέροντας, να σκέφτομαι πολλές φορές μήπως βρισκόμαστε χρονικά σ` ένα πρόλογο των εσχάτων, μήπως περνάμε την κρίση που θα παρουσιάζουν οι ΄΄έσχατες μέρες΄΄ προ της Δευτέρας του Κυρίου Παρουσίας. Αλλά πάλι μου αναστέλλουν την απαισιοδοξία πολλά φαινόμενα καλού, το «μικρό ποίμνιο», οι αγαθές προαιρέσεις πολλών, η γρηγορούσα συνείδηση μέσα σ` αυτά τα αντιπνευματικά κυκλώματα της εποχής, η νικηφόρα αναμέτρηση με τον σατανά από μεγάλο αριθμό χριστιανών, η στρατευόμενη Εκκλησία, ο Μοναχισμός μας, οι προσευχές, η καλή δραστηριότητα, έστω και χωρίς συντονισμό και χωρίς την μαρτυρία των υψηλών επαγγελιών της Ορθοδοξίας. Όλα αυτά, συνέχισε ο Γέροντας, μετριάζουν τον πόνο μου και μου δίνουν κάποιες ελπίδες μιας στροφής στις ορθόδοξες πηγές μας, για να ξαναβρούμε σαν «έθνος Άγιον και βασίλειον ιεράτευμα» την βυζαντινή φυσιογνωμία μας, να γιατρευτούμε από την δυτική αρρώστια μας και να αναβιώσει μέσα στις ψυχές του λαού μας η παραδοσιακή εν Χριστώ ζωή. Αλλά πάλι, αδελφέ απελπίζουμαι όταν ησυχαστής εγώ, με αδιάλειπτη σχεδόν κίνηση του νου και της καρδιάς προς τα ανέκφραστα και αιώνια αγαθά, που περιμένουν όσους αγάπησαν το Θεό, βλέπω νοερώς την τραγωδία του λαού μας, που δεν συνίσταται τόσο στη φρικαλέα καταδυνάστευσή του από τον διάβολο και την αμαρτία, όσο από τις σύγχρονες συνθήκες που καταδικάζουν την ψυχή σε μια αφόρητη δουλεία, δια των αισθήσεων και από την θεσμοθέτηση, όπως ξαναείπα, της πολύσχημης αμαρτίας οπότε πως μπορεί κανείς, να ελπίσει σε μετάνοια για κάτι που δεν θεωρείται κακό; Και πώς κανείς να λυτρωθεί από την καταδυναστεία των συνθηκών, όταν η ψυχή κολυμπά με ευχαρίστηση σ` αυτές που αποτελούν το «απαραίτητο» περιβάλλον της, που εκμεταλλεύεται συνεχώς ο σατανάς;
-Συμφωνώ απόλυτα με τις σοφές διαπιστώσεις σας, είπα. Βάσει λοιπών αυτών, τι πρέπει να πούμε στους αδελφούς μας της Θεσσαλονίκης; Πώς πρέπει να γράψω κάτι ωφέλιμο, υπακούοντας, στους φίλους της σεισμόπληκτης πόλης, αλλά και στην θλίψη μας από την προσωπική μετοχή μας στην «δοκιμασία» του λαού του Θεού;
-Αδελφέ Θ. ήδη ανέφερα ορισμένες δυσκολίες. Τώρα φρονώ ότι η διαφορά καταστάσεων ψυχικών, ποικίλων διαθέσεων και τοποθετήσεων, μεταξύ των σεισμοπαθών, δημιουργούν άλλες δυσκολίες. Πώς θα πείτε πράγματα, που θα είναι σωστά για κάποιους, αλλά δεν αρμόζει σε άλλους; Πώς θα μιλήσετε την ίδια γλώσσα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε τόσο ανόμοια πνευματικά κλίματα;
-Πραγματικά, σεβάσμιε πάτερ, είπα βρίσκεται κανείς σ` ένα τραγικό αδιέξοδο, προκειμένου να μιλήσει σ` ένα τόσο κακοποιημένο λαό του Θεού και μάλιστα τόσο επηρεασμένο από υλιστικές θεωρίες. Άλωστε το δυστύχημα είναι ότι ο λαός μας δεν βρίσκεται στην παιδική απλότητα των παλαιών, αλλά η διανοητική καλλιέργεια, σε συνδυασμό με μια αντιευαγγελική ζωή, τον έχουν φουσκώσει έτσι, ώστε να αποδέχεται άνετα τα συμπεράσματα της επιστήμης και να μην ακολουθεί την αληθινή διδασκαλία της Εκκλησίας. Πώς λοιπόν θα πειστεί, ότι οι σεισμοί αποτελούν έργο αγάπης Θεού, και όχι φαινόμενο της σεισμογένειας του εδάφους, όταν διάσημοι σεισμολόγοι- παρά τις διαψεύσεις τους και τις αντιφάσεις τους – ΤΟΥΣ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΧΗ;
-Ευλογημένε αδελφέ Θ., απάντησε τότε ο Γέροντας, το άριστο θα ήταν σ` αυτές τις περιπτώσεις, να αντιμετωπίσει κανείς το μωσαϊκό των απόψεων που σήμερα επικρατούν, με ζωντανό προφορικό διάλογο. Αφού όμως αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε γράψτε σχετικά με το θέμα με πατερική μεθοδολογία και χρησιμοποιήστε όλα τα είδη του εκκλησιαστικού λόγου. Κατηχητικού. Απολογητικού. Θεολογικού. Πνευματικού. Με άλλα λόγια «ποίησον έργο ευαγγελιστού». Και προσευχηθείτε θερμά για να βρείτε ανταπόκριση. Το αποτέλεσμα εμπιστευθείτε το στον φιλάνθρωπο Κύριό μας, που κι Αυτός «εξήλθε του σπείρε τον σπόρον αυτού», αλλά την καλλιέργεια, διότι ο σπόρος δεν κάρπισε παντού. Αλλά εμείς οφείλουμε να σπέρνουμε.
Από το σημείο αυτό ο Σοφός Ησυχαστής άρχισε να μιλά για το θέμα των σεισμών σε συνάρτηση με την δημιουργία του κόσμου και των φυσικών λεγόμενων κακών, που τονίζουν την άπειρη αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους.

Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Ότι υπάρχει ο Θεός το γνωρίζουμε. Το πώς είναι, τι είναι, μας είναι ακατάληπτο και το μόνο καταληπτό του είναι η ακαταληψία του. Εάν η ουσία του Θεού είναι άγνωστη, όμως είναι γνωστές οι ενέργειες του. Όλη η δημιουργία των νοητών κόσμων και των αισθητών φανερώνει, αποκαλύπτει την παντοδυναμία του Θεού, την σοφία του, την αγαθότητά του. Ο Θεός «κακόν ούκ εποίησε». Όλη η δημιουργία των άυλων κόσμων ήταν αγαθή, δηλαδή τα αναρίθμητα τάγματα των Αγγέλων δημιουργήθηκαν σαν φωτεινά και άγια πνεύματα. Πουθενά κακό.
Αλλά οι άγγελοι παρά την κατά χάρη αγαθότητα τους, είχαν ένα μέγιστο δώρο.
Την αυτεξουσιότητα, δηλαδή την δυνατότητα να στραφούν και στο κακό.
Κακό στη ουσία δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει. Κακό είναι στέρηση του καλού. Στα πλαίσια της δυνατότητας να αρνηθούν οι άγγελοι το αγαθό, ένας λαμπρότατος Αρχάγγελος, ο Εωσφόρος, υπερηφανεύτηκε για την δόξα του κι αμέσως έγινε από φως σκοτάδι και παρέσυρε και πλήθος μεγάλο Αγγέλων. Είναι πλέον ο σατανάς, ο διάβολος, ο δαίμονας με τους ομοίους του. Έκτοτε ο Εωσφόρος είναι ο «αντικείμενος», ο εναντιούμενος στο αγαθό θέλημα του Θεού. Όπως ο Θεός από άπειρη αγάπη και αγαθότητα δημιούργησε τα αναρίθμητα πνεύματα των Αγγέλων, έτσι θέλησε να κατασκευάσει και ένα αλλιώτικο όν, μια σύνθεση άυλου και υλικού, τον άνθρωπο, για να τον καταστήσει «Θείας φύσεως κοινωνό».
Και έτσι πριν ο Θεός προβεί στην πλάση του ανθρώπου, δημιούργησε τους ορατούς και αόρατους υλικούς κόσμους εκ του μηδενός με κέντρο, όπου θα ανεπτύσσετο η ζωή. Τη γη.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ

Αφού ο θεός δημιούργησε τη γη, τις θάλασσες, τους ουρανούς, το φυτικό και ζωικό βασίλειο, έπλασε και τον άνθρωπο «κατ` εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Δηλαδή τον έκανε λογικό, ελεύθερο και αθάνατο κατά χάρη, όπως ο Θεός κατά φύση και του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει όμοιός Του, πάλι κατά χάρη, στην αγαθότητα και την αγιότητα. Στην αρχή έπλασε τον Αδάμ και ύστερα την Εύα.
Αφού τους εγκατάστησε σε ένα πανέμορφο κι θειότατο κήπο, στον Παράδεισο, όπου ζούσαν με άπειρη ειρήνη, χαρά και μακαριότητα, με παιδική αθωότητα και με αδιάλειπτη μυστική επαφή με τον Θεό, τους έδωσε μια εντολή. Να μετέχουν στην ευφροσύνη της ζωής του Παραδείσου τρώγοντας από τους καρπούς όλων των δένδρων πλην ενός. Του δέντρου της γνώσεως. Ο σατανάς όμως που φθονούσε τους πρωτόπλαστους, με την μορφή ενός φιδιού, που το θεωρούσαν σαν το φρονιμότερο απ` όλα τα ζώα του παραδείσου, τους απάτησε και έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό με την υπόσχεση τάχα, ότι θα γινόντουσαν κι αυτοί σαν θεοί. Μόλις έφαγαν η ψυχή τους έχασε την χάρη και νεκρώθηκε, αυτοί έγιναν θνητοί, εμπαθείς και έχασαν την αδιάλειπτη επαφή με τον Θεό, όπως προηγουμένως τους είχε ειδοποιήσει αν παρέβαιναν την εντολή. Τραγωδία απερίγραπτη. Οι πρωτόπλαστοι αρρώστησαν ψυχικά και πνευματικά, διαστροφή του «κατ`εικόνα» και διώχτηκαν από τον παράδεισο. Η ζωή τους στην συνεχεία ήταν μια ατελείωτη θλιβερή περιπέτεια, αφού ο θεός τους καταράστηκε για την απείθεια τους. Αλλά ο Θεός είναι αναλλοίωτα αγαθός, είναι αγάπη. Για αυτό όχι μόνο υποσχέθηκε στους δυστυχείς πεπτωκότες την επαναφορά τους στο ¨αρχαίο αξίωμα’, ύστερα από πολλούς αιώνες, αλλά τους φρόντιζε και τους περιέθαλπε σαν αποστατήσαντα παιδία του, των οποίων σεβόταν την ελεύθερη εκλογή, με την οποία τα στόλισε. Έτσι, ενώ με την θεληματική απομάκρυνσή τους από την αγάπη του Θεού πέρασαν μέσα στο κύκλωμα των σατανικών επιρροών, όμως ο θεός κατά τρόπο ακατάληπτο, δεν επέτρεπε στον σατανά να ενεργήσει όλη τη μισανθρωπία του, ενώ παράλληλα δεν έθιγε την ελευθερία τους να κάνουν ό,τι θέλουν.

Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Η ζωή των πρωτοπλάστων – μάλλον η ζωή μέσα στον πνευματικό τους θάνατο, θα πρέπει να λέμε – ήταν βιολογική, με όλα τα γνωρίσματα της μεταβολής από το «κατά φύση» στο «πάρα φύση». Γι` αυτό μαζί με την αναπαραγωγή του, πλήθαινε και η κακία των ανθρώπων με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις. Με εγκατεστημένη την δαιμονική ενέργεια στις καρδιές τους και τη χάρη του Θεού σε αφασία, δεν υπήρξε κακία που να μην την κάνουν, μέχρι φόνους και ειδωλολατρείες, δηλαδή τέλεια αγνωσία και διαστροφή. Όταν πλέον έφτασε το κακό να γενικευτεί και οι άνθρωποι, ενώ είχαν πλαστεί «κατ` εικόνα και καθ` ομοίωσιν», κατάντησαν μονάχα σάρκες, δεν υπήρχε λόγος να ζουν. Και ο Θεός αποφάσισε από οίκτο να τους εξαφανίσει από την γη, για να σταματήσουν να αμαρτάνουν. Με το πρόσταγμα του παντοδύναμου Θεού, άνοιξαν από τη γη οι πηγές της αβύσσου και από τον ουρανό άνοιξαν οι καταρράκτες του. Τα στοιχεία, που με την θέληση του Θεού συνεκραντούντο σε ισορροπία, με την παντοδύναμη βούληση του ανεστάλησαν. Κατακλυσμός. Τα φυσικά στοιχεία υπάκουσαν στον Δημιουργό τους.
Ολόκληρος ο γνωστός τότε κόσμος πνίγηκε μέσα στο νερό και μόνο ο δίκαιος Νώε με την 7μελή οικογένειά του σώθηκε μέσα στην Κιβωτό του, όπως και όλα τα είδη των ζώων για την διαιώνιση του είδους των. Να ένας υδάτινος σεισμός, που καταστρέφει όχι μόνο μία ή δύο πόλεις, αλλά ολόκληρο το ανθρώπινο και ζωικό βασίλειο, με την αναστολή της λειτουργίας των φυσικών νόμων, που αδιάλειπτα ρυθμίζει η θεία Πρόνοια.

Ο ΜΕΣΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Η ζωή, υπό την άμεση εποπτεία και τη χάρη του Θεού, έβρισκε πάλι τον φυσικό ρυθμό της. Οι άνθρωποι αυξάνονταν και πλήθαιναν όπως η άλογη κτίση. Πάλι όμως με την αύξηση των ανθρώπων αυξήθηκε και η κακία τους. Παρουσιάζεται ένα κρούσμα προκλητικότατης υπερηφάνειας. Οι άνθρωποι αποφάσιζαν να χτίσουν ένα πύργο που να φτάνει στον ουρανό. Ο Θεός μετά τον κατακλυσμό είχε υποσχεθεί να μην καταστρέψει πλέον τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο και σε τόση έκταση. Γι` αυτό τους σύγχυσε τις γλώσσες, ώστε να μην μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, όπως γινόταν προηγουμένως. Άλλος σεισμός αυτός γλωσσικός, που προκλήθηκε από την άρση της χάρης του Θεού. Σε μια στιγμή όπως πέφτει μια πόλη από ένα σεισμό, ανατρέπεται «φύσεως τάξις» με μόνη τη βούληση του Θεού και το σατανικό σχέδιο ματαιώνεται. Ένα όχι πιο λίγο τρομακτικό παράδειγμα κολασμού της αμαρτίας είναι η αποτέφρωση μιας πολυάνθρωπης μεγαλούπολης. Των Σοδόμων. Ήταν τόση η σοδομική αποκληθείσα αμαρτία, ώστε όχι μονάχα δεν βρισκόντουσαν στις χιλιάδες των κατοίκων τους πέντε καθαροί άνθρωποι, αλλά και όταν δυο Άγγελοι του Θεού φιλοξενούνταν στο σπίτι του δίκαιου Λώτ, οι σοδομίτες και αξίωναν να τους παραδώσει τους άγιους Αγγέλους – οι οποίοι ασφαλώς θα ήσαν πάγκαλοι – «ίνα συγγενώμεθα αυτοίς». Σε πρώτη φάση ο Θεός ανέστειλε την άκτιστη ενέργειά Του, δια της οποίας χαρίζει την όραση και έτσι έμειναν οι Σοδομίτες τυφλοί με ανοιχτά μάτια. Στην συνέχεια οι άγγελοι πληροφορούν τον Λώτ ότι θα καταστρέψει την πόλη και τις περιοχές της, και να φροντίζει να ειδοποιήση τους συγγενείς του. Ήταν όμως τόση η πώρωσή τους από τη συμμετοχή τους ίσως στα θανάσιμα αμαρτήματα ώστε να μην υποπτεύονται ότι ήταν ανάξιοι πλέον να ζουν σαν σάρκες που κατάντησαν. Μάταια προσπαθούσε ο δίκαιος Λώτ να τους πείσει. Νόμιζαν ότι αστειευόταν.
Και ο Θεός έβρεξε από τον ουρανό φωτιά με θειάφι και έκαψε τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα, τα περίχωρα και όλους τους κατοίκους. Κι εδώ έχουμε μια άλλη μορφή «σεισμού». Καταστροφή με φωτιά ανθρώπων, που δεν ήταν πλέον παρά μονάχα σάρκες, οπότε δεν είχε κανένα νόημα η ζωή.

ΠΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

-Στο σημείο αυτό τον διέκοψα τον Γέροντα και τον ρώτησα γιατί κάνει αυτή την αναδρομή σε τόσο μακρινό παρελθόν, προκειμένου να πει τι φρονεί περί του φαινομένου των σεισμών της σύγχρονης εποχής;
-Πάτερ Θεόκλητε, μου απάντησε αυτό το κάνω για δυο λόγους. Πρώτον γιατί από την περίοδο της δημιουργίας των κόσμων και της πλάσεως του ανθρώπου, αποκαλύπτεται δια της Αγίας Γραφής η αγάπη του Θεού στην δημιουργία Του όλη και. δεύτερον διδάσκεται ο πιστός τις σχέσεις του Θεού με τα πλάσματά Του, την φροντίδα Του γι` αυτά και τις παιδαγωγικές τιμωρίες Του στους αμαρτάνοντας ή δια των ανθρώπων ή δια των φυσικών στοιχείων. Άλλωστε η προ της Καινής Διαθήκης περίοδος ήταν παιδαγωγική με την νομοθεσία του ΜΩΥΣΕΩΣ και των Προφητών. Γι` αυτό λέει ο Απόστολος Παύλος ότι «ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστό» {ΓΑΛ. Γ, 24 ). Πρέπει να σημειωθεί προσθέτει ο Γέροντας ότι τόσο οι άμεσες παιδαγωγικές ενέργειες του Θεού στον περιούσιο λαό του Ισραήλ, όσο και τα κείμενα των Προφητών, τα σχετικά με τον κολασμό των παραβάσεων είναι πολύτιμες πηγές για το θέμα μας. Εάν θέλαμε να επεκταθούμε στο θέμα της αγάπης του Θεού προς τον αγαπημένο και εκλεκτό λαό του Ισραήλ και στις διάφορες φάσεις της οδυνηρής πολλές φορές παιδαγωγίας Του, θα βλέπαμε ότι και σήμερα ο από ανενόητη σε μας αγάπη παιδαγωγών Θεός, τα ίδια μέσα χρησιμοποιεί όπως και τότε, αν και κάπως προσαρμοσμένα μέσα στον χώρο της χάρης, ενώ τότε δέσποζε το γράμμα του Μωσαϊκού νόμου. Ύστερα από τα στοιχεία αυτά, συνέχισε ο Ησυχαστής, γίνεται φανερή η αγάπη του Θεού στα πλάσματά Του, η στοργή Του, η φροντίδα Του, που εκφράζονται σε τόσο τρυφερές διατυπώσεις με την γλώσσα των προφητών: «Και αν η γυναίκα λησμονήσει τα τέκνα της Εγώ όμως δεν θα σας λησμονήσω ποτέ».

Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τώρα «παρήλθε η σκιά του νόμου της χάριτος ελθούσης» και δεν είμαστε πλέον «υπό νόμο, αλλ` χάριν» (Ρωμ. Σ` 14). Πρέπει πρώτα πρώτα να σημειώσουμε για την φανέρωση της άπειρης αγαπης του Θεού, με την Σάρκωση του Λόγου που αποτελεί την κορύφωσή της και την πραγμάτωση της «αρχαίας βουλής» του Θεού η οποία συνοψίζεται στην σωτηρία του πλάσματός Του. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι «τέκνο φύσει οργής» αλλά «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού». Η θεολογία της Σαρκώσεως είναι ατελείωτη. Είναι το πλήρωμα της ασύλληπτης και άρρητης αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους. Το μέτρο κατανοήσεως της αγάπης αυτής το έδωσαν οι απόστολοι, οι μάρτυρες, όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας, αλλά και αυτοί όσο «εχώρουν», αφού και τα πάνσοφα σχετικώς, αγγελικά πνεύματα, δεν κατενόησαν με πληρότητα το μυστήριο της Σαρκώσεως και το πέλαγος της θείας αγάπης. Γι` αυτό οι άγγελοι και πνευματοφόροι άνθρωποι μετουσιώνουν, οι μεν πρώτοι την αγάπη τους και την γνώση τους, σε θαυμασμό και αδιάλειπτες δοξολογίες, ερωτικά περιδινούμενοι μέσα στο άκτιστο φως, που εκπέμπουν οι θείες ενέργειες του Θεού, οι δε δεύτεροι, σε ευγνωμοσύνη, σε ύμνους, σε ευχαριστίες, δοξολογίες και δάκρια αγάπης και λατρείας. Τόση λοιπόν η αγάπη του πανάγαθου και υπεράγαθου και παντοδύναμου Θεού προς το πολυτιμότατο πλάσμα Του, τον άνθρωπο, που με την θυσία την σταυρική του Χριστού, την μετάδοση της χάρης της αναστάσεώς Του και με τη χάρη και μετοχή στο τεθεωμένο Σώμα και Αίμα Του., έγινε το πιο πολύτιμο πλάσμα σ` όλη την κτίση επίγεια και ουράνια, ορατή και αόρατη.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

Με την ένσαρκη Οικονομία του Θεού, σώθηκε οριστικά ο άνθρωπος; Όχι. Του προσφέρθηκαν, απλώς οι προϋποθέσεις σωτηρίας. Αλλά η σωτηρία είναι θέμα της βουλήσεως του ανθρώπου. Γι` αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει θεόπνευστα. «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβαν. Όσοι δε έλαβαν αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσία τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωάνν. α`, 11-12). Όσοι λοιπόν δεν δέχονται τον Χριστό ως Σωτήρα τους δεν σώζονται. Αλλά και αυτοί που τον πιστεύουν, δεν τηρούν όμως τις εντολές Του, με τις οποίες η ψυχή ελευθερώνεται από τα πάθη και γίνεται θεοειδής, φυσικά κρίνονται σαν μη πιστεύοντες και δεν σώζονται. Ύστερα απ` αυτά, γίνεται κατανοητό, ότι ο Χριστός έσωσε αντικειμενικά όλο τον κόσμο, αλλά χωρίς τον υποκειμενικό παράγοντα, χωρίς την συνεργία και του ανθρώπου δεν είναι δυνατή η σωτηρία. Η διαφορά μεταξύ του προ Σαρκώσεως κόσμου και του μετά την Σάρκωση, είναι ότι η σωτηρία τότε ήταν αδύνατη , ενώ τώρα δυνατή. Και ενώ τότε ο άνθρωπος διατελούσε υπό την ενέργεια του σατανά, εξουσιαστικά, η χάρη δεν ενεργούσε στην ψυχή και η θέληση ήταν εξασθενημένη για να στραφεί προς το αγαθό, τότε η χάρη κυριάρχησε του σατανά, η δύναμη μειώθηκε στο ελάχιστο, η θέληση για το αγαθό δυνάμωσε και ο άνθρωπος επανέρχεται στην προπτωτική κατάσταση. Κι έμεινε στον άνθρωπο, που βαφτίζεται Ορθόδοξα, μονάχα μια τάση προς την αμαρτία σαν κατάλοιπο της κακοποιημένης από την παράβαση φύσεώς του. Εδώ θα έπρεπε να σημειωθεί, ότι η σωτηρία του κόσμου με την Ανάσταση του Χριστού, επεξετάθη και σ` όλη την κτίση. Αλλά όπως στον άνθρωπο έμεινε κατάλοιπο της πτώσεώς του η κλήση προς την αμαρτία, έτσι και «πάσα η κτίση συστενάζει και συνωδινεί άχρι του νυν», αφού και αυτή, κατά τους θεολόγους Πατέρες, είχε μετάσχει των συνεπειών της πτώσεως του βασιλέως της, ανθρώπου. Και τώρα «περιμένει και η κτίση να ελευθερωθεί από την φθορά, όταν τα τέκνα του Θεού αποκατασταθούν στην ελευθερία της δόξας του» (Ρωμ. Η. 19-21).

ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

-Όταν ο σοφός Γέροντας μου έλεγε την θεολογία της σαρκώσεως και τις συνέπειές της πάλι τον ρώτησα να μου εξηγήσει, γιατί στο συγκεκριμένο θέμα των σεισμών παρεμβάλει θεολογικά στοιχεία, που φαίνονται άσχετα και ενδέχεται να κουράσουν τον αναγνώστη; Και μου έδωσε την εξής απάντηση.
-Νομίζετε, αγαπητέ αδελφέ Θ., ότι λέω πράγματα άσχετα με το περιορισμένο θέμα σας; Βέβαια, ήταν δυνατό να δοθεί ολιγόλογη απάντηση. Εσείς λέτε ότι οι σεισμοί είναι άσχετοι με την πρόνοια και την αγάπη του Θεού; Και εμείς απαντάμε, όχι, έχουν αμεσότατη σχέση αλλά με αυτό το τρόπο, δεν δείχνουμε αγάπη προς τους πλανεμένους. Χρειάζεται θεολογική θεμελίωση ή ορθή και αληθινή άποψη της Εκκλησίας. Άλλωστε έγινε δεκτό, ότι απευθύνεστε σε ένα μωσαϊκό αντιλήψεων και νομίζω, ότι πρέπει να έχετε υπόψη σας, ότι και πιστοί και θεολογούντες, και θεολόγοι ακόμη, υπό την επίδραση της υλόφρονος «σεισμολογίας», αποκλείουν τον Θεό ως αιτία άμεση ή έμμεση των σεισμών και των άλλων καταστροφικών φαινομένων που ονομάζονται ορθώς υποθέτω, θεομηνίες.
Αν λοιπόν δεν ανατρέξουμε στην θεολογία, που αντικατοπτρίζει τον Θεό και τις ενέργειές Του, τις σχέσεις Του με τους ανθρώπους, όπως διαμορφώθηκαν κάπως διαφορετικά στη Καινή Διαθήκη σε σχέση με την Παλαιά Διαθήκη και δεν υπογραμμιστεί, ότι με το αίμα του Χριστού έχουμε αγοραστεί, είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε ορθόδοξα για κάθε πρόβλημα που έχει σχέση με το Θεό και τον άνθρωπο. Πρέπει, έλεγε ο γέροντας, να συνειδητοποιήσουμε, ότι από την θυσία του Χριστού, επάνω στο σταυρό και την πανένδοξη ανάστασή Του, από την χάρη που παίρνουμε στο Βάπτισμα και την μετοχή μας στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η ελευθερία μας να κάνουμε ότι θέλουμε έχει περιορισθεί στο ελάχιστο για να μην πω ότι την κατάργησε η αγάπη του Χριστού.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

-Δηλαδή, παρατήρησα, ο χριστιανός δεν είναι ελεύθερη προσωπικότητα;
-Είναι, αδελφέ, απάντησε ο Γέροντας, αλλά η ελευθερία του οφείλει να δολώνεται στο θέλημα του Χριστού. Αφού είναι αγορασμένος με θεϊκό αίμα, πώς μπορεί να κάνει ότι θέλει; Την ελευθερία δεν την έχει για να κάνει ότι θέλει, αλλά για να έχει την δυνατότητα να την υποτάσσει, στα πόδια του Χριστού που καρφώθηκαν για αυτόν. Με άλλα λόγια, αφού ο Χριστός λύτρωσε τον άνθρωπο από τον τύραννό του με τόσης ασύλληπτης αξίας τίμημα λίτρο, του λέει. Σε αγόρασα με το αίμα Μου. Τώρα ανήκεις ολοκληρωτικά σε Μένα. Εγώ βέβαια δεν έχω ανάγκη να σε έχω δούλο, είμαι ανενδεής, αλλά η ζωή σου, η μακαριότητά σου η αθανασία σου εξαρτώνται ακριβώς από τη δουλεία σου. Αλλά όταν η ψυχή σου φτάσει στο «κατά φύσιν», δεν θα έχει το αίσθημα της δουλείας, αλλά της ελευθερίας, θα θέλει με πόθο την δουλεία, γιατί σ` αυτή μέσα θα βρίσκει την ελευθερία της, τη χαρά της, τη λύτρωσήη της, την ευτυχία της, οπότε δεν είσαι πλέον δούλος άνθρωπε, αλλά και φίλος μου και αδελφός μου. Αλλά θα με ρωτήσεις – συνεχίζει ο Χριστός – γιατί σ` εξαγόρασα; Είναι σαν να ρωτάς γιατί σε δημιούργησα; Απαντώ: Από αγάπη. Για να σε κάνω κοινωνό και συμμέτοχο στην δόξα μου και την αιώνια μακαριότητά μου. Σε έπλασα «κατ` εικόνα και καθ` ομοίωσιν». Για να είσαι ένα εντελώς πολυτιμότατοτο κτήμα αναφαίρετο δικό μου. Αλλά ίσως πάλι με ρωτήσεις; Γιατί με έπλασες; Με ρώτησες αν ήθελα να υπάρχω; Ή αφού με έπλασες, γιατί δεν με αφήνεις ελεύθερο να κάνω ότι θέλω; Θα μου απαντήσεις, διότι με αγόρασες και έτσι, σαν δούλος, δεν μου αναγνωρίζεις το δικαίωμα να ζω όπως θέλω. Γιατί δεν με αφήνεις να κάνω ότι μ` ευχαριστεί; Τα ερωτήματά σου –απαντά ο Χριστός—φανερώνουν ότι η ψυχή σου είναι άρρωστη. Εάν ήταν υγιής θα σου ενέπνεε άλλες σκέψεις. Γιατί η υγεία της ψυχής, ο φωτισμός της από το Άγιο Πνεύμα, θα γεννούσαν χαρά, ευχαριστία, ευγνωμοσύνη, δοξολογία, και αδιάλειπτες τροφές λατρείας στο δημιουργό της. Αφού η ψυχή θα κολυμπούσε σε μια ανέκφραστη ηδονή από τις θεϊκές ενέργειές μου, πως δεν θα φτερούγιζε ερωτικά γύρω από το πρόσωπό μου, όπως η πεταλούδα γύρω στο φως;
Αν ο νους σου, παιδί μου, έπαιρνε φως από το Άγιο Πνεύμα, δεν θα ρωτούσες γιατί σε έπλασα ή γιατί δεν σε ρώτησα αν ήθελες να υπάρχεις. Θα το καταλάβαινες και θα μ` αγαπούσες με μια πύρινη αγάπη, που θα σε δυνάμωνε να θυσιάζεσαι για μένα, ευχαρίστως κάθε μέρα, αφού θα αισθανόσουν την υπέρτατη αίσθηση τις ευδαιμονίας από την ενότητα μας. Εγώ εντός σου και εσύ εντός μου. Το ότι πάλι μου μιλάς με αυτό τον τρόπο, που φανερώνει την εκτροπή της ψυχής από την περιοχή της χάρης Μου αποδεικνύει ότι σ` αφήνω ελεύθερο τόσο, όσο να μπορείς να ενεργείς ελεύθερα μέσα στα πλαίσια τον αδιόρατων περιορισμών που σου θέτω για να μην χάσεις με την ορμή σου προς εκείνα που σε ευχαριστούν, αλλά μέσα τους όμως κρύβουν τον θάνατό σου.

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ

-Αυτά τα τελευταία που είπατε Γέροντα διέκοψα, δεν αποτελούν αντίφαση; Τι θα πει ελευθερία μέσα σε πλαίσια αδιόρατων περιορισμών;
-Μη ξεχνάτε αδελφέ Θ, ότι το θέμα της ηθικής ελευθερίας και της σχέσεως της με την χάρη είναι από τα πλέον περίπλοκα. Αλλά θα γίνω όσο μπορώ σαφέστερος. Ο πλασματικός διάλογος του Χριστού με τον άνθρωπο, παρουσιάζει ένα επαναστατημένο κατά του Θεού δυστυχισμένο πλάσμα, που ρωτούσε διαμαρτυρόμενο, με αναισχυντία, γιατί να το δημιουργήσει και γιατί να το αφήνει ελεύθερο. Αλλά το ναυαγισμένο αυτό πλάσμα δεν μπορεί να εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γένος. Σε όλες τις γενιές υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν ρωτούν, ούτε διαμαρτύρονται, για την ύπαρξή τους. Αντίθετα, ευγνωμονούν, τον Θεό γιατί υπάρχουν. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, είναι δίκαιο να στερηθούν δισεκατομμύρια άνθρωποι από κτίσεως κόσμου μέχρι συντέλειας των αιώνων, την αιώνια μακαριότητα, επειδή από δική τους υπαιτιότητα, χάνονται επίσης δισεκατομμύρια ψυχές; Άλλωστε νομίζετε ότι είναι μικρότερη τραγωδία η ανυπαρξία από την εν αθλιότητα; ύπαρξη; Εάν υπάρχει δυνατότητα να ρωτήσει κανείς τις «εν βασάνοις» ψυχές αν προτιμούσαν να εξαφανισθούν και να πέσουν στο μηδέν – απ` όπου γεννήθηκαν – τι νομίζεται ότι θα απαντούσαν;
-Νομίζω, είπα, ότι θα περιέρχοντο σε κατάσταση αμηχανίας, σε δίλημμα. Γιατί φαντάζομαι κι εγώ ότι η ύπαρξη με όλες τις θλίψεις της είναι προτιμότερη από την ανυπαρξία, έστω και μέσα στην κόλαση.
-Είμαστε σύμφωνοι, παρατήρησε ο Γέροντας. Αφήνω τώρα το ζήτημα, ότι η κόλαση είναι το έσχατο στάδιο μιας σφαλερής πορείας του ανθρώπου, συνεχώς από τον Θεό παιδαγωγούμενου να αλλάξει κατεύθυνση, γι` αυτό και υπεύθυνου, και έρχομαι στο πρόβλημα της παιδαγωγίας του. Αυτόματα ανακύπτει άλλο σοβαρό πρόβλημα, της ελευθερίας του ανθρώπου. Παρακαλώ αδελφέ Θ, εντείνετε την προσοχή σας και παρακολουθήστε την σκέψη μου. Πολύ ελπίζω ότι ερμηνεύει την διδασκαλία της εκκλησίας. Εάν ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ δημιουργός του ανθρώπου και εάν τον παράγει με το δημιουργικό του πρόσταγμα από το μηδέν της ανυπαρξίας, στο είναι της υπάρξεως, για να τον κάνει, κοινωνό της αιώνιας δόξας του – επειδή είναι το τελειότερο όν της σοφίας και της αγαθότητάς Του – και εάν ακόμη είναι αντικείμενο της θεϊκής αγάπης Του, όπως τεκμηριώνεται τόσο πειστικά στην σταυρική Του θυσία, τότε δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε, ότι ο Θεός παρακολουθεί με ασύλληπτη από μας πατρική στοργή τον άνθρωπο από την στιγμή που γεννιέται μέχρι το σωματικό του θάνατο, για να παραλείψω το γεγονός ότι μας γνωρίζει όχι μόνο «όντας εν τη οσφύϊ του πατρός μας» αλλά και προαιωνίως;
-Είναι διδασκαλία της Εκκλησίας όσα είπατε, διέκοψα, αφού και άγγελο φωτεινό, έχουμε φύλακα από τότε, που βαπτιζόμαστε στο όνομα της άγιας Τριάδος και στο ζωφόρο θάνατο του Χριστού.

ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

-Η στοργή και η αγάπη του θεού εκδηλώνεται με ποικίλες, μορφές, ανάλογα με τα πρόσωπα και τις περιστάσεις, συνέχισε ο Γέροντας. Αλλιώς συμπεριφέρεται ο Θεός, στον δίκαιο και αλλιώς στον ρέποντα στις αμαρτίες. Είναι βέβαια, ένα απέραντο θέμα το πώς διαμορφώνονται στην ψυχή οι ροπές, η προαίρεση, οι διάφορες ικανότητες διάκρισης του καλού και του κακού.. Ο βαθμός έλξεως της ψυχής από τις πολύμορφες αμαρτίες και τις πολύμορφες αρετές. Γίνεται πάντως φανερό, ότι τους μεν φορείς αγαθής προαιρέσεως,, που έχουν σαν γνώμονα της ζωής τους την φωτισμένη συνείδηση τους, ο Θεός παιδαγωγεί κατά τρόπο που να τους αυξάνει τις αρετές, την ταπείνωση, την αγάπη κτλ. Ώστε να γίνονται και πιο δεκτικοί των ενεργειών του αγίου Πνεύματος. Τους δε φορείς αποκλίσεων προς τις διάφορες αμαρτίες μεταχειρίζεται ως τον άρρωστο, με τα ανάλογα οδυνηρά φάρμακα.
Και ενώ στους καλοπροαίρετους, ο Θεός, βρίσκει σύμφωνη εκ προτέρου την διάθεση για αύξηση των αρετών και επομένως δεν επηρεάζει την ελευθερία τους, αντίθετα στους κακοπροαίρετους, επιτρέποντας διάφορους πειρασμούς και θλίψεις. Κατά ένα τρόπο ακόμα που διασώζει την δικαιοσύνη του Θεού, τους επηρεάζει στην ελευθερία τους, πράγμα που μόλις φαίνεται γιατί επηρεασμός δεν θα πει καταναγκασμός οπότε αίρεται η ελευθερία τελείως.
-Δηλαδή, Γέροντα, είπα, έτσι συνδυάζεται η διατήρηση της ελευθερίας με τους αδιόρατους περιορισμούς, που θέτει ο θεός, χάριν του πλάσματός Του και περιορισμοί πρέπει να νοηθούν οι παραχωρούμενοι πειρασμοί; Ακριβώς, απάντησε ο ησυχαστής.
-Φανταστείτε αδελφέ Θ, τον Θεό σαν Πατέρα γεμάτο από αγάπη, να παρακολουθεί το παιδί Του σ` όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του, να το κατευθύνει προς το αγαθό, να το αποτρέπει από το κακό και να μην του δίνει καν την αίσθηση μιας δυναστεύουσας την ελευθερία του παρουσίας….. Σκυμμένο πάνω στο πολύτιμο παιδί Του να του δείχνει αδιόρατα την πνευματική του τροφή, τον σωστό δρόμο και να του θυμίζει συνεχώς ότι είναι παιδί του Θεού και πρέπει μόνο σ` Αυτόν να κατευθύνεται, γιατί γι` Αυτόν μονάχα πλάστηκε, με Αυτόν μόνο συγγενεύει, Αυτός είναι ο μόνος υπάρχων και έξω από Αυτόν δεν υπάρχει τίποτα άλλο από ματαιότητα, οδύνη, σκοτάδι, χάος, θάνατος αιώνιος. Κι όταν παρόλα αυτά αντί να στρέφεται προς τον Πατέρα του ελκύεται από τον δέλεαρ του σατανά και των άθλιων παθών, ο Θεός με την ίδια αναλλοίωτη αγάπη Του επιτρέπει να υφίσταται κάποιους οδυνηρούς πειρασμούς, που οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν παιδευτικές παραχωρήσεις. Οι παιδευτικές παραχωρήσεις έχουν την θέση φαρμάκων και είναι ανάλογες σε μορφή και οδυνηρότητα με το είδος της αρρώστιας και της σοβαρότητάς της. Εξ` εαυτού προκύπτει ότι η από αγάπη του Θεού παιδαγωγία ενεργεί ανασταλτικά στις πραττόμενες αμαρτίες αν φυσικά δεν αντιδρά ο αμαρτάνων άνθρωπος οπότε χρησιμοποιούνται δριμύτερα φάρμακα έως ότου ή συνεργεί με τον Θεό για την θεραπεία του ή εγκαταλείπεται στο «έλεος» των δαιμόνων, αλλά και τότε ο Θεός καθορίζει τα όρια του βασανισμού του ανθρώπου.

ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΚΑΙ H ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥΣ

-Στο σημείο αυτό ρώτησα τον Γέροντα. Ποιος είναι ο ρόλος των δαιμόνων, πως ενεργούν πάνω στον χριστιανό; Ενεργούνε μόνοι τους αυθαίρετα ή κατόπιν άδειας του Θεού και μέχρι ποίου σημείου φτάνει η κακοποιός δράση τους; Γιατί αθέλητα πήγε ο νους μου σε κάποιους παλιούς αιρετικούς, που έλεγαν ότι ο Θεός είναι ο αίτιος των κακών στο κόσμο.
-Αδελφέ Θ, είπε ο Ησυχαστής γνωρίζετε καλά από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ότι η δύναμη του διαβόλου εξασθένησε τόσο πολύ με την θυσία την σταυρική και την ανάσταση του Χριστού, ώστε να γίνεται παίγνιο των χριστιανών όπως ήδη σας εξέθεσα. Βέβαια, η κακοποιός διάθεση ή μάλλον η παγίωση στο κακό του σατανά δεν θα μεταβληθεί. Έχασε μόνο την κυριαρχία πάνω στον χριστιανό άνθρωπο. Η κακότητα, οι μεθοδείες του, ο φθόνος του για τον χριστιανό παραμένουν αμετάβλητα. Καταργήθηκε «ο το κράτος έχων του θανάτου», αλλά «η πάλη ημών είναι προς αρχές κι εξουσίες του σκότους». Η αδυναμία του είναι αντιστρόφως ανάλογη με την δύναμη εκάστου χριστιανού και η δύναμή του προσδιορίζεται από την αδυναμία μας. Είναι ανίσχυρος ο διάβολος, όσο εμείς βρισκόμαστε υπό την σκέπη της χάρης, μέσα στην χάρη, όσο είναι μέσα μας η χάρη, και τη διατηρούμε με την μνήμη του Θεού με την ταπείνωση και την αγάπη με την αδιάλειπτη προσευχή και τον καθαρό βίο. Όταν απομακρυνόμαστε από τον Χριστό με την αμέλεια, την ραθυμία, τους πονηρούς λογισμούς τα πάθη, τις αμαρτίες, τότε μπαίνουμε στο δαιμονικό κύκλωμα. Οπότε; Ο δαίμονας χωρίς να είναι ισχυρός, φαίνεται σαν ισχυρός και σαν δυνάστης. Και όσο βρισκόμαστε κάτω από την επιρροή του, τόσο σκοτιζόμαστε ρυπαινόμαστε, πληγωνόμαστε και γινόμαστε «ημιθανείς», σαν εκείνον που κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ. Αλλά ο φιλάνθρωπος Πατέρας μας δεν αφήνει τον σκοτεινό εχθρό να κακοποιεί το πλάσμα Του, χωρίς ελπίδα ανανήψεως. Το έργο των δαιμόνων είναι να πολεμούν τους ανθρώπους όλους. Αλλά κυρίως αυτούς που έχουν τις προϋποθέσεις σωτηρίας, δηλαδή τους έχοντας «σφραγίδα Θεού ζώντος», τους βαπτισμένους, που είναι μέλη τις εκκλησίας. Υπάρχει μια παρά-ορθόδοξη θεωρία που ισχυρίζεται πως ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος από το γεγονός της ύπαρξης των δαιμόνων οι οποίοι εάν δεν ματαιώνουν ολοκληρωτικά το έργο του Θεού, όμως προκαλούν αναμφίβολα φθορά!
Η αντίληψη αυτή, τόνιζε ο Γέροντας είναι στην βάση της άσοφη για τον απλούστατο λόγο, ότι αν ο θεός ήθελε να καταδικάσει σε ανυπαρξία τους δαίμονες θα το πραγματοποιούσε σε χιλιοστό στιγμής, όπως συνέβη και με την σαν αστραπή πτώση του από τον ουρανό.Η μη καταστροφή των δαιμόνων είναι ένα από τα μυστήρια της Θειας Σοφίας, που τώρα ποτέ δεν θα καταλάβουμε εμείς οι σαρκοφόροι. Λένε όμως κάποιοι θεολόγοι Πατέρες, πως ο Θεός τους αφήνει στην ύπαρξη γιατί σέβεται την ελευθερία τους. Πάντως η ορθόδοξη διδασκαλία δέχεται υποθέτω τον διάβολο υπηρέτη του Θεού. Ενώ δηλαδή κατάργησε ο Χριστός την δύναμή του, τον άφησε να δρα σαν αρνητικό στοιχείο μέσα στον χώρο της οικονομίας Του, για την σωτήρια των ανθρώπων. Είναι ένα είδος κακού διακόνου, που ενώ δεν είναι ενταγμένος στις τάξεις του Θεού αθέλητα υπηρετεί τον Θεό.
Όπως το κατάλοιπο της πτώσεως η αμαρτητική κλίση αφέθηκε από τον θεό για να συμβάλει στη σωτήρια των πιστών, έτσι αφέθηκε και ο τέως πολυδύναμος σατανάς, άνευρος, αδύναμος, δουλικά τρέμων τους αγίους και τους αγγέλους, για να συντελεί άθελά του, στην αγιοποίηση και αγγελοποίηση των ανθρώπων. Αυτός από την καθ` έξη κακότητα του ορμά κατά των χριστιανών, αλλά τα όρια του πολέμου και των βαθμών κακώσεως τα καθορίζει ο Θεός κατά λόγο δικαιοσύνης μπρος στο συμφέρον της ψυχής.

«ΟΤΑΝ ΔΕ ΙΔΗΣ ΠΟΛΗ ΕΠΙΚΑΤΑΣΕΙΣΘΕΙΣΑΝ….»

Να τι, λέει αδελφέ Θ, ο Μέγας Βασίλειος στον λόγο, του. «ότι ούκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός». «…….Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες. Κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν ωδίνη στο σώμα όπως είναι οι αρρώστιες και τα τραύματα του σώματος, η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οι οικονομικές ζημίες, θάνατοι συγγενών, τα οποία ενεργεί (κατά παραχώρηση) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος, ο οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά. Για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστιες, σ` αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις νόσους, παρά να είναι ελεύθερο για να αμαρτάνει. Παίρνει με θάνατο εκείνους που τους συμφέρει ο Θάνατος παρά η παράταση της ζωής. Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρνει πείνα, ξηρασίες, κατακλυσμούς βροχές, που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολόκληρων εθνών…..». Ο Μέγας Βασίλειος συνέχιζε ο Γέροντας, παραλληλίζει τον Θεό με τον γιατρό. «Κι οι δυο ενεργούν ευεργετικά στους αρρώστους. Κι ενώ τον γιατρό που θεραπεύει τα σώματα, ονομάζεις ευεργέτη και τον πληρώνεις μάλιστα, αντίθετα κάνεις, όταν δεις να καταρρέει μια πόλη πάνω στους κατοίκους της από σεισμό ή ένα πλοίο να βυθίζεται με τους επιβάτες του. Τότε σπεύδεις να βλασφημήσεις τον αληθινό γιατρό και σωτήρα…. Γιατί όταν η ασθένεια καταντήσει ανίατη, τότε είναι συμφέρουσα η αλλοτρίωση του μέλους που πάσχει για να μην μεταδοθεί και στ` άλλα. Αυτό συμβαίνει και με τον αφανισμό των πόλεων που ξεπέρασαν κάθε μέτρο αμαρτίας………….» Αφού, συνέχισε ο γέροντας, ο Μέγας Βασίλειος υποστηρίζει ότι και όλα τα δεινά των πολέμων έρχονται σύμφωνα με την δίκαιη κρίση του Θεού για να τιμωρηθούν οι αμετανόητα αμαρτάνοντες, ερωτά, «ή συ ήθελες να μην κατακαούν τα Σόδομα, ύστερα από τις πανάθλιες εκείνες αμαρτίες; Ή να μην καταστραφούν τα Ιεροσόλυμα , ούτε να ερημωθεί ο Ναός μετά το φρικτό και άθλιο παραλογισμό των Ιουδαίων κατά του Κυρίου;…». Βλέπετε, αδελφέ Θ, ότι και τα ατομικά δεινά και οι κοινές και καθολικές συμφορές δεν είναι άσχετα με το θέλημα του Θεού, είπε ο Γέροντας, αλλά τα πάντα κατευθύνονται κατά την δίκαιη και φιλάνθρωπη κρίση του; Βέβαια εκείνος που δεν παραδέχεται, ότι το μόνο κακό είναι η αμαρτία, τα δε άλλα λυπηρά είναι απλώς τα φάρμακα για την αναίρεση της αμαρτίας, επόμενο είναι να θρηνεί για τη στέρηση εξωτερικών αγαθών, αδιαφορώντας για την ωφέλεια της ψυχής. Όλοι οι άγιοι Πατέρες τα αυτά λέγουν με τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος επαναλαμβάνει «….οι αρρώστιες των πόλεων και των εθνών, οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις, ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα ήδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από τον Θεό για να αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών που είναι οι αμαρτίες. Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό ( που είναι η αμαρτία ) αλλά το όντως κακό δεν κατάγεται από τον Θεό. Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί τη νόσο από το σώμα. Οι αφανισμοί των πόλεων, οι σεισμοί, και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από την γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα, από την φωτιά, ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από τον Θεό, που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτία..

ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ

……. Ο Θεός λοιπόν είναι για τον άνθρωπο ένας Ήλιος που φωτίζει και θερμαίνει και μετέχεται έτσι η ενέργειά Του. Κι ενώ τον φυσικό ήλιο μπορεί κανείς αν θέλει να τον αποφύγει, όμως την ευεργετικότητα των ακτίνων του Ήλιου–Θεού κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Και αυτό είναι το άφατο μεγαλείο του Θεού μας. Ότι όσο και να μεταβάλλεται ο άνθρωπος σ` όλες τις μορφές του κακού, ο Θεός όμως παραμένει αμετάβλητος αυτό που είναι. ΑΓΑΠΗ. Γι` αυτό και θέλει το πλάσματά Του να γίνουν αμετάβλητα στο αγαθό, να ευλογούν τους καταραμένους, να αγαπούν τους εχθρούς τους, να αγαθοποιούν αυτούς που τους μισούν και να προσεύχονται υπέρ αυτών που τους βλάπτουν και τους καταδιώκουν, όπως ο Πατέρας ο ουράνιος «τον ήλιο αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. Ε` 45).
Και τώρα τίθεται φυσιολογικά το ερώτημα. Είναι δυνατόν να συμβαίνουν στους πιστούς μεμονωμένα, ομαδικά και σε έκταση πόλεως, μεγαλουπόλεων και εθνών διάφορα «δυστυχήματα», θλιβερά γεγονότα μέχρι συμφορών σ` όλη την κλίμακα τους ερήμην του Θεού; Γιατί αν γίνει δεκτό ότι τα πάντα ενεργούνται ή μέσα στον χώρο της αιώνιας διαλεκτικής του δαιμονικού πολέμου, της άρρωστης φύσης, του ανταγωνισμού και της συγκρούσεως των ανθρώπων ή στο περιθώριο μιας άλογης φύσεως, ατίθασης από την «πτώση» που «συστενάζει και συνωδινεί» κ.λ.π., τότε ανακύπτει λογικά, στα πλαίσια της πίστεως, το συντριπτικό ερώτημα. Τι λείπει από τον Θεό; Μήπως η αγάπη; Μήπως η παντοδυναμία; Αν ο Θεός πάσχει από ατέλειες, τι Θεός είναι; Αλλά δόξα στην άπειρη αγαθότητά Του, δόξα στην παντοδυναμία Του, δόξα στην αγάπη Του, που σαν άκτιστες ενέργειες, ενεργούν αδιάλειπτα στην μεν γη σε ποικίλες παιδαγωγικές μορφές ή μετέχονται κατ` αναλογία από τους άξιους. Στον δε Παράδεισο, σαν άκτιστο θείο φως και στην Κόλαση σαν βασανιστικό φως και σαν βασανιστική φωτιά.
Ο ίδιος αναλλοίωτος Θεός, μετεχόμενος και γευόμενος σύμφωνα με την ποιότητα των αισθήσεων της ψυχής…..

*ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΄΄ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ΄΄, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 1978